Η Μάτση Χατζηλαζάρου ήθελε μόνο ν’ αγαπά

Κι είναι η γητεία μου απ’ την κούνια μου ως τον τάφο,
οι στεναγμοί μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.

 


Η Μάτση, η Μάτση που η καρδιά της ήταν «το εκστατικότερο καστανό μάτι», που μπορούσε να βλέπει «μες στον κάλυκα ενός μηδαμινού αγριολούλουδου», «μες στις σκιές που’ χουν τα βότσαλα στις τρυφερές λακκούβες της σπηλιάς». Η Μάτση που έψαχνε τη μέρα ώσπου να βυθιστεί η νύχτα στα πελάγη, που έκανε τραγούδι τις αχτίδες, τις ευωδίες, τους ρεμβασμούς της. Δάκρυ-δάκρυ τα μάζευε, μπλέκονταν στα μαλλιά της. Η Μάτση αγρίμι κι όμως αθωότερη από ένα καναρίνι, η Μάτση παντοδύναμη κι απροστάτευτη, αιώνια έκθετη -έκθετη μα και τόσο αιώνια- στο υποσυνείδητο μας να αναδύεται ερωτευμένη κι αγέρωχη σ’ εκείνο το ασπρόμαυρο μπαλκόνι στο Μπούρτζι. Η Μάτση θρόισμα, μεταξωτή, λάγνα, γητεμένη, με «ράχη που έβρισκε μες στο δωμάτιο όλα τα λησμονημένα χάδια», καλούσε τον έρωτα με «άσμα λατρείας», με σώμα που στράγγιζε τους τελευταίους σφαδασμούς, καλούσε να την καβαλήσει με κάθε της ανάσα. Η γραφή της συνειρμική, «ξέγνοιαστα ζυγώνει τη μελάνη ή το λόγο». Όλες οι αισθήσεις είναι σε εγρήγορση διαβάζοντάς την. Αγγίζεις, βλέπεις. Την ανασαίνεις σα θερμαστής που «ρουφάει μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη». Σε διαπερνά σα «σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο», «τρίζει τσουγκρανίζει μες στ’ αυτιά μου διαμελίζει τη σκέψη με μαστιγώνει/ αχινέ σκίσε μου τις θάλασσες», «συ κι εγώ ρινίσματα γαλάζιου άστρου». Μισοκλείνεις τα μάτια να τη δεις «σαν τον έρωτα που γυαλοκοπούσε για μένα», «σαν χρυσαφιές πεταλούδες που τερετίζανε μελαγχολικά φαρμακωμένα». Την αφουγκράζεσαι όπως αγρικά ο Ερυθρόδερμος καθώς κολλάει το αυτί του στη γη ν’ ακούσει τ’ άλογα, κυλάει «μες στ’ αυλάκια του στήθους σου/ όταν ιδρώνουμε μαζί», γίνεσαι κιούπι, την περιέχεις, ανοιγοκλείνεις τους πόρους σου να την χωρέσεις όλη. Καθάριες αισθήσεις. Η Μάτση πασαλείβεται με τις λέξεις, κατάλευκα, οριζόντια, κάθετα, μαύρα. Σε παρασέρνει. Τα χάδια της μυρίζουνε γαρύφαλλο. Φορά τη βραχνή φωνή του έρωτα, γίνεται κέδρος του Λιβάνου, «σ’ ερωτεύει σε γιασεμί» και ξεμαλλιάζει τη σύνταξη «ώσπου να βγει αχνός ιδρώτας πάνω απ’ το στόμα». Πλάθει λέξεις, εκείνες σπαρταρούν, ένα καινούργιο αλφάβητο δημιουργείται, σε κάθε χτύπο της «ανοίγει σαν το νούφαρο με το φως» και μια καινούργια τρυφερότητα ανακαλύπτει- κι εκείνη κι εμείς. «Εγώ όταν φύγω στο θάνατο/ το κάλυμμα που θαʼ χω εκκρίνει/ δε θαʼναι παρά λόγια λογιών» Τις αγαπάει τις λέξεις. «Ντουμάνιαζε η κάμαρα από τις λέξεις». «Λέξεις γανώνω/ μήπως και αποκάνω/ για μας τη θανή» Στεναγμός, ριπή, σάρκα, ορμή. Γητειά, καημός, οίστρος, σφυγμός, πλάνεμα, πυρετός, μεράκι. Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή, έρωτα, έρωτα…

πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γενεί– στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια– τι συνεννόηση θα’ χουμε αλλιώτικα– πώς τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω– έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου

Την πρωτοδιάβασα όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο. Για να καταλάβεις την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, πρέπει να είσαι ερωτευμένος· σ’ αυτό τον απλοϊκό αφορισμό κλείδωσα όταν βυθίστηκα σ’ εκείνο το μαλακό, ωχρό βιβλίο με τα «Ποιήματα» απ΄τις εκδόσεις Ίκαρος. Φυσικά, εγώ δεν είχα ερωτευτεί ακόμη — αυτό θ’ αργούσε. Μόνο τον φανταζόμουν τον έρωτα κι ονειρευόμουν έναν έρωτα σαν εκείνον που ζούσε η Μάτση (έρωτας αφιερωμένος στον έρωτα, έρωτας που παίρνεις τ’ όνομά του). Έναν έρωτα που έμοιαζε να σε κάνει υποχείριο, -μα καθόλου δεν ήταν έτσι. Έναν έρωτα που σε κυρίευε τόσο που τελικά σε απελευθέρωνε. Γιατί απαλλαγμένο όπως σε έχει πια από συμβάσεις, από κάθε άλλη λογική που είχε πρότερα υποταχθεί η ζωή σου, τελικά σε απογυμνώνει τόσο που γίνεσαι διάφανος κι όλα όσα είσαι κι όσα θέλησες λάμπουν περήφανα και σε δημιουργούν ξανά απ’ την αρχή. Αισθάνεσαι! Είσαι ικανός να αισθάνεσαι, να δημιουργείς, να ζεις. Και δεν σε νοιάζει πια για πόσο.

να πω για κάτι κρυψώνες
του έρωτα τις ώρες που ο ένας
αλήθεια είχε την πείνα του άλλου
και κατεβαίναμε στο ρέμα
με τις μυρουδάτες λυγαριές
ναι τότε αγαπιόμαστε κατάχαμα
κι ας ήτανε παντού χαρτιά
βρώμικα ξεκοιλιασμένα στρώματα
σκουριασμένοι σομιέδες τουμπαρισμένοι
λάστιχα με βαθιές μαχαιριές
ο έρως τα δικά του μονάχα ήξερε

Η Μάτση ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Ανδρέα Εμπειρίκο κι έγραψε με οδηγό αυτό τον έρωτα. Μπορεί να αγάπησε τον Ανδρέα Καμπά, τον Χαβιέρ Βιλατό και τον Κορνήλιο Καστοριάδη, μα στα μάτια μου τα ποιήματά της έχουν πάντα αποδέκτη τον Εμπειρίκο. Στις φωτογραφίες εκείνης της εποχής που κυκλοφορούν, κοιτάμε εντός ενός «ερωτικού καλειδοσκόπιου». Η Μάτση αποκτά πρόσωπο και σώμα «σε εύκρατη ζώνη», στην πιο λυρική στιγμή της, στο Ναύπλιο όπου πέρασαν το μήνα του μέλιτος, το καλοκαίρι του 1940. Διαυγής, με την ικανότητα να βλέπει καθαρά και τους άλλους, να διακρίνει «μηρούς από χνούδια του ήλιου», «καρπούς των χεριών σαν κλωνάρια της λεύκας», «πόδια σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη», «μαλλιά σαν χόρτα στην άκρη του ποταμού», η Μάτση Χατζηλαζάρου σίγουρα ξεχώριζε. Ως τότε, οι ποιήτριες ήταν μάλλον περισσότερο στριμωγμένες σε νόρμες αυστηρές, σεμνά ταγέρ και κλασσικές φούστες· μα η Μάτση ασφυχτιά στα στερεότυπα, «στους δρόμους που φράζουν οι αντιστάσεις». Φέρνει μαζί της κάτι αέρινο, μέλη και υφάσματα μεταξωτά, λυτά στο αεράκι. Έτσι, λοιπόν, μοιάζει ο υπερρεαλισμός; Μας συστήνεται, αναζητώντας την στο διαδίκτυο, κυρίως από φωτογραφίες προσωπικές, και νιώθεις σα να ξεφυλλίζεις κρυφά ένα άλμπουμ στην κρεβατοκάμαρά τους, με τη μυρωδιά τους ακόμα στα ξέστρωτα σεντόνια. Με τη χαίτη της Μάτσης ριγμένη νωχελικά, ανέμελη, ξέγνοιαστη, γλυκιά, «φορώντας δάκρυα αλμυρά», φέροντας «τους καημούς της σάρκας πάνω στην άμμο», ευτυχισμένη. Έχει τον έρωτα άρωμα, παράσημό της. Πείθεσαι κι εσύ βλέποντάς τη πως όλα θα σου τα χάριζε, πως «μπορούσε κάθε πράγμα να το μετατρέψει σε χαρά και να στο δώσει.» Κοιτάει κατάματα τον Έρωτα, τον έρωτά της, όπως κάνει και στην ποίησή της. Η Μάτση δεν ντρέπεται, δεν έχει τίποτα να κρύψει. Δεν φοβόταν τις σταγόνες του σώματός της. Της μετρούσε. Αρμαθιά τις έκανε να τις ιστορήσει. Να τους δώσει το χώρο που τους αναλογούσε, την ένταση να μαρτυρήσει που τις γέννησε. Ποθεί, μιλά- ξεμαλλιάζει τις λέξεις για να μπορέσει να μιλήσει. Ο λόγος της περήφανος, απαλλαγμένος από συμβάσεις και μέτρο, σε παίρνει μαζί του. Γράφει όπως αναπνέει, όπως ζει. Οι μελετητές της λένε πως δουλεύει για καιρό πάνω στα γραφτά της, διορθώνει, ξαναγράφει. Κι αυτό είναι ένα ταλέντο, γιατί μοιάζει τόσο υπέροχα αβίαστη, χύνεται ολόκληρη στο χαρτί πάλι και πάλι, ανθίζει απ΄ την αρχή, ένας έρωτας διάχυτος που μιλά ανοιχτά, αφτιασίδωτα. «Ένα αγιόκλημα σκαρφάλωσε αναστενάζοντας και μοσχοβολώντας». Όλες οι δυνάμεις της φύσης είναι στο πλάι της, τις επικαλείται κι εκείνες έρχονται να τη συντρέξουν. Κολυμπάει γυμνή, «γυμνός σαν το ψωμί/ φοβάμαι λιγότερο να πεθάνω», γίνεται «μια φουσκωτή κουκίδα λαμπερή απόλυτη σωματική μαρμαρυγή», «με δέρμα να λιποψυχεί από τρυφερότητα». Ξεκλειδώνει τα μυστήρια, όλα υπάρχουν γύρω της λες για να τα εντάξει εκείνη στο λόγο της. «Κάθε χτύπος του κουπιού χαράζει μια φωσφορένια γραμμή μες στα γκρίζα νερά» κι η Μάτση γαντζώνεται, μεταφράζει άναρχα τους χτύπους της καρδιάς, λύνει τα γόνατα στο πάθος που βιώνει, και σε παρασέρνει στο χορό της. «Με μυρίζεις με διψάς με κρατάς ξαφνικά με λύνεις». «Σελίδα μου, σπλάχνο μου. Μολύβι μου, Ερμηνευτή μου.» 

πανδαμάτωρ είναι ο έρως

Παρ‘ όλη την εξομολόγηση και τον καθρέφτη της που υψώνει μπροστά σου (έκπληκτη κι εκείνη απ’ όσα βλέπει εντός της), παραδόξως δεν αισθνεσαι αμηχανία· νιώθεις μόνο πως γίνεσαι μάρτυρας ενός θαύματος. Παρακολουθείς, σχεδόν ευλαβικά, την κορύφωση της γυναικείας ευαισθησίας, την ιερότητα μιας ερωτικής πράξης. Το λίκνισμα και την παραφορά της. Κι αυτό το κρυφοκοίταγμα σε οπλίζει, σε καλεί. Φθονείς την έντασή του, θες κι εσύ να ελευθερώσεις τη σάρκα, το μυαλό σου. Αποστρέφεσαι τους συμβατικούς έρωτες, θρηνείς γι’ αυτούς μαζί της, υπόσχεσαι ποτέ να μη συμβιβαστείς.

καημένο πλάσμα
είσαι ολότελα περιορισμένη
τροχοπέδη η σάρκα σου

Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ‘ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα [..] Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους, τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι– τότε ίσως του δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε […] Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε θα μου’ φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.

Δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω τα ποιήματά της. Η Μάτση δεν ησύχαζε μέσα μου, όλο καταλάγιαζε κι όλο κάτι νέο έβγαζε στην ακτή. Σαν μια ανάμνηση-καταφύγιο πια, σαν καρτ-ποστάλ αρωματισμένη, σαν μια «αφή ηδονική», πρωτόγονη, ηλεκτρισμένη. «Ας οργανωθεί πια η σφαγή απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα» έλεγε και το’ γραφα κι εγώ στον τοίχο του δωματίου μου, «Κάτω οι θεαματικοί θεατές- Βαρέθηκα τη φυγή μπρος στο φόβο μιας άμεσης ροής» έλεγε και το’ κανα σύνθημα μου, αποφασισμένη να μη φοβάμαι πια. Η Μάτση με συνέπαιρνε. Την έφερνα στο νου μου όπως σκεφτόμαστε «μιας κοπέλας τα γόνατα όταν βγαίνει από τη θάλασσα», «έναν κόκκινο σπάγκο όλο κόμπους στ’αγκάθια του αχινού», σαν «λίγη άμμο ξεχασμένη μες στον ποδόγυρο ενός φουστανιού». Θαύμαζα την ελευθερία της. Μου έμοιαζε λιβάδι απέραντο, τρυφερό, διάσπαρτο με σπαράγματα, απογνώσεις, κελύφη, σκιρτήματα, «σφοδρές ορέξεις για ανθρώπους για δάση για τη Δήλο», μα και ανθόσπαρτη, γεμάτη «μολόχες πάπυρους και ήλιους», «ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες», η Μάτση ασύλληπτη, «με κάποιο λαφρύ ρίγος», να λιάζεται μες τη συγκίνηση, με το κρεμεζί της μαντήλι, με αχόρταγα μάτια που μοιάζουν με χείλη, που όλα ήθελαν να μου τα αποκαλύψουν. Προσπαθούσε να με κάνει να δω. Μέσα μου και γύρω. «Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό επάνω σε ένα καθρέφτη». Με στοίχειωναν οι εικόνες που μου δημιουργούσε, οι αναμνήσεις τις γίνονταν δικές μου, με γέμιζαν προσμονή για όσα λαχταρούσα. Χανόμουν στις αλχημείες της, στα σχήματα, στ’ αρώματα, στα χρώματα, σε «εκθαμβωτικές φόδρες αργυρές» που ήθελα ν’ αγγίξω. Κι έπειτα γινόμουν μικροσκοπική, «άχνα του γιασεμιού, χρυσόμυγας φτερό», «ένα παλιό κουκούτσι μουσμουλιάς», φυλαγμένο, που έφραζε τη φωνή μου, «ένα τελευταίο βέλος ενάντια στον εαυτό μου». Ήμουν ήρεμη, αφοσιωμένη και ξαφνικά θυμόμουν. Κατάκαρδα. Όπως «θυμάσαι κατάκαρδα τη μορφή της Εριφύλης να διαγράφεται στην ακροθαλασσιά σαν έσκυβε να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο». «Μνήμης χόβολη». Μια ποίηση που εικονογραφείς, κυοφορείς, ποίηση που πάλλεται, σαν καρδιά ξένη που βρήκες και την κατάπιες για να τη φυλάξεις. Τη Μάτση την αγαπάς ακαριαία. Κι έκτοτε «χαμογελά βαθιά στα σωθικά σου».

Η γυναίκα είναι δέντρο με πουλιά
και τσιρίζουνε μες στα κλαριά της
μετά από ξύπνημα αιφνίδιο
στον κορμό της γραπώνουνται σκαραβαίοι
και στις ρίζες της σβήνουν πυγολαμπίδες

Ακούστε πώς ανασαλεύει ο έρωτας
τώρα που είναι παραπανήσιος κι ας αραδιάζω εδώ μονάχα λέξεις
για μένα έχει ακόμα σάρκα
οστά και επιδερμίδα
πώς γίνεται της γαρδένιας το πέταλο
όταν μες στα χέρια μας κακοπάθει
έτσι δείχνουν κι οι πληγές του έρωτα
γράφω μ’ έναν κόμπο στο λαιμό
με τη δύσπνοια της θέρμης
για τον ακρωτηριασμό που’ ναι
η στέρηση του συντρόφου

Κι ενώ η ποίησή της μοιράζει και μοιράζεται και προϋποθέτει το «μαζί», νιώθεις πως παρακολουθείς κι έναν «εαυτό σε εξορία», μια ακαθόριστη ερημιά. Ποτέ δεν ξέρω αν μοιρολογά ή εξυμνεί. Η Μάτση μοιάζει να ποθεί απόλυτα μα να ποθεί και μόνη. Να μη τη νοιάζει αν ποθεί κι ο άλλος με την ίδια ένταση. Σα να έχει όμως προδιαγράψει η ίδια τη μοίρα της. Φεύγει πρώτη μα είναι πάντα εκεί. Της φτάνει η στιγμή, της φτάνουν «τα όμορφα καστανά πλοκάμια του βράχου όταν σηκώνει το κεφάλι πάνω απ΄το νερό». Της φτάνει η σύλληψη, το κορμί του που γεύτηκε, της φτάνει ίσως για μια ολόκληρη ζωή. «Εσύ που με φοράς στο λαιμό σου όπως ο στρατιώτης το φυλαχτό του», αυτό θα είναι πάντα για κείνον. Για κείνον που έγινε η πηγή που εκείνη ήπιε, που άντλησε, άντλησε ώσπου έλαμψε. Ξεκλείδωσε μέσα της ο έρωτας προαιώνιους δεσμούς. Την έθρεψε, την θεράπευσε, τη λίπανε, την γονιμοποίησε. Κι ας μην έκανε παιδιά. Ξέρω πως το’ θελε, πως θα’ θελε να είναι «σαν το πιο γόνιμο χωράφι». Δεν το κατάφερε. Κι όμως η γονιμότητα είναι λέξη άμεσα συνυφασμένη μ’ εκείνη διαβάζοντάς την, λες και πράγματι γέννησε «όλα τα μωρά της πλάσης».

Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.

Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους.

Στις «Στοιχειώδεις κλίσεις» (1985):

Δεν έχεις παιδιά
δεν έμαθες ποτέ
να παίρνεις τον έρωτα μες στην κοιλιά σου
και ιδρώνοντας από τρόμο και πόνο
ν ’αδειάσεις πάνω στα σεντόνια σου ένα μωρό
με κεφάλι κραυγές και μέλη

και

να αισθανθείς την τεράστια κοιλιά μιας γυναίκας
έτσι που τανύζεται και σπρώχνει
τα πόδια ορθάνοιχτα
για να φέρει στον κόσμο ένα παιδί
αγαπάω την τεράστια κοιλιά
της γυναίκας που ξεγεννάει
εσύ λεβέντισσα σπαράζεις δίχως κλάματα
μην τα φοβάσαι τα χέρια μου
ξέρουνε περισσότερα απ’ ό,τι έμαθε ποτέ το βλέμμα μου
είναι της καρδιάς μου χάδι ν’ αγγίζω αυτό που γεννιέται
τα μέλη τα μικροσκοπικά και το κεφαλάκι σουφρωμένα
όμοια με τα βλαστάρια προτού ξεδιπλωθούνε»

«Άλλο ένα τέτοιο κύμα»

Mε κυνηγάει το παιδί
εκείνο που θα ’πρεπε να ’χα γεννήσει
αντί να κρύβουμαι ξεφεύγοντας μες σε τίποτε ράφια μαγαζιού ή μες στον
Proust και τις aubépines»

«Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής» 1946

αυτό το νεογέννητο παιδί
ενωμένο ακόμα με τη μάνα του από τον αφαλό
μην είναι το Οιδιπόδειό μου
το άγχος μου της θανής
[…] εγώ που δεν εβάρυνα ποτέ
με γάλα και με ζωή

«Πορτραίτο 92 εκ. x 73 εκ.»/ «Το δίχως άλλο» 

Μα όλα της τα ποιήματα γεννήθηκαν από έρωτα, από μια αλήθεια. Και τα κυοφόρησε χαρούμενα ως τις ωδίνες ώσπου τ’ απίθωσε στο χαρτί. Και μένεις εσύ να τα φροντίσεις, να τα αναθρέψεις, να τα κάνεις δικά σου ζώντας τις δικές σου εκδοχές τους. Αυτή τη γλυκιά ευθύνη σου αναθέτει άθελά της. Κι αυτή η σκέψη σε πλημμυρίζει. Κάθε φορά που την διαβάζω, το μελάνι της ποτίζει και τα δικά μου χέρια, αισθάνομαι το ανάγλυφο της γραμματοσειράς της, την ανάσα της γρήγορη. Το σάρκινο πια δημιούργημα ενός έρωτα που πλάθεται απ΄ την αρχή σε κάθε ανάγνωση, που άλλοτε με κοιτά άχρονα και γελάει χορτασμένο κι άλλοτε κλαίει γοερά γυμνό κι ούτε το απαλότερο φιλί δεν το χωράει. Γιατί η Μάτση ήταν μια σπουδαία ποιήτρια και μια σπουδαία γυναίκα, που ήξερε ν’ αγαπά και να δίνεται και τίποτα δεν ζητούσε σε αντάλλαγμα. Ούτε έγραφε «για να τη διαβάζουν στο μέλλον». Ήθελε μόνο να βλέπει στα μάτια σου «εκείνα τα δυο φωσάκια». Και η ευθύνη του παιδιού-ποιήματος που επιλέγει ο καθένας να κρατήσει από κείνη είναι τελικά περισσότερο η ευθύνη και η ελπίδα κι εμείς ν’ αγαπάμε μ’ αυτό τον τρόπο. Αληθινά, χωρίς φόβο. Ολόκληροι.

άλλη μια βαθιά ανάσα […]
τι θαυμάσια πλησμονή σ’ αυτό το δεμάτι ζωή
όλο παλμοί και σαλέματα ειν’ εδώ
όπως τη φωλιά με τους νεοσσούς
ξαναβρίσκω το σφυγμό τρεις και τέσσερις φορές
παιδί που ξεπρόβαλλες απ’ την κοιλιά της μάνας σου ήλιος μες στο αίμα
να’ ναι η ζωή του φλόγα και φως όσο αληθινή είναι και τούτη η ώρα

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: