Οι «χαβάδες» της Μάτσης Ανδρέου: Λίγα ακόμη για την πρώτη εμφάνιση της Μάτσης (Ανδρέου) Χατζηλαζάρου

Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013
Φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου, από το βιβλίο: Μάτση Χατζηλαζάρου, «Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου». Εισαγωγή, επιμέλεια, υπομνηματισμός Χρήστος Δανιήλ, Άγρα 2013


Στην Άντεια Φραντζή, την καλόκαρδη


Το σουρρεαλιστικό σκάνδαλο και πάλι

Τα πρώτα ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου (Ανδρέου τότε) εμφανίστηκαν μέσα στη δεύτερη φάση του «σουρεαλιστικού σκανδάλου».[1] Αξίζει να ξαναθυμηθούμε συνοπτικά το κατοχικό «σουρεαλιστικό σκάνδαλο», για να κατανοήσουμε καλύτερα την υποδοχή των ποιημάτων της από μερίδα της κριτικής.
Πέντε είναι τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν εναντίον του υπερρεαλισμού σε αυτή τη φάση: ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Κώστας Παράσχος (με το ψευδώνυμο Άρτζης Μπούρτζης· δεν έχει κάποια συγγενική σχέση με τον Κλέωνα Παράσχο), ο δημοσιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου Μιχαήλ Ροδάς, ο δημοσιογράφος και κωμικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς, ο ποιητής Κώστας Ουράνης (με το ψευδώνυμο Κλεάνθης) και ο μαρξιστής κριτικός Μάρκος Αυγέρης. Φυσικά, δεν είναι οι μόνοι, αλλά αυτοί ήταν οι επιδραστικότεροι, με τον τρόπο και τα μέσα του ο καθένας.
Αφορμή για τις αντιδράσεις τους ήταν η έκδοση της Αμοργού του Νίκου Γκάτσου, που επανέφερε την προπολεμική χλεύη εναντίον του υπερρεαλισμού. Το ποίημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αετός» στα τέλη Σεπτεμβρίου 1943, με τη σύσταση «Ένα ρωμαντικό ποίημα».[2] Ο Τάκης Παπατσώνης υποστήριξε βέβαια ότι δεν ήταν υπερρεαλιστικό το ποίημα,[3] αλλά αντίθετη άποψη είχαν οι συνήθεις πολέμιοι του κινήματος, που έσπευσαν ακαριαία να εκφράσουν την κατεδαφιστική τους θέση.
Πρώτος χλεύασε το έργο ο Κώστας Παράσχος στη μεγάλη εφημερίδα Η Πρωία και ακολούθησε ο Μιχάλης Ροδάς στην άλλη μεγάλη εφημερίδα, το Ελεύθερον Βήμα.[4] Ο Παράσχος αρθρογραφούσε για διάφορα ζητήματα στην Πρωία και μεταξύ άλλων διατηρούσε τη στήλη «Η τέχνη για τους λίγους», όπου υπογράφοντας ως Άρτζης Μπούρτζης σατίριζε τη μοντέρνα ποίηση, κυρίως την υπερρεαλιστική (Γκάτσος, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Κακναβάτος, Παπαδίτσας, Πεντζίκης, Σαχτούρης, κ.ά.). Τα περισσότερα από αυτά τα δημοσιεύματα τα συγκέντρωσε στον τόμο Η τέχνη για τους λίγους. Χειρόγραφα και ντοκουμέντα του Άρτζη Μπούρτζη φροντισμένα απ’ το φίλο του Κ.Π., Αθήνα, Πυρσός, 1945 (κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του έτους).
Ο Ροδάς ήταν γνωστός από τις προπολεμικές επιθέσεις του εναντίον του υπερρεαλισμού. Η προϊστορία αυτή καθώς και η στήλη του σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας καθιστούσαν τις κριτικές του βαρύνουσες, γι’ αυτό και οι υπερρεαλιστές ποιητές τον στοχοποιούν και τον χαρακτηρίζουν άμουσο ύστερα από τα όσα χλευαστικά έγραψε για την Αμοργό του Γκάτσου. Είναι γνωστό ότι ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Αντώνης Βουσβούνης τον ονοματίζουν προσωπικά σε ανταπαντητικά τους δημοσιεύματα. Στον Ροδά θα επανέλθουμε στη συνέχεια, παρουσιάζοντας την υποδοχή των ποιημάτων της Χατζηλαζάρου, αλλά αξίζει να θυμίσουμε ότι ο ίδιος δεν άφηνε αναπάντητες τις επιθέσεις που εξαπέλυαν εναντίον του οι λογοτέχνες που επέκρινε, και να μνημονεύσουμε το δημοσίευμά του «Νεοελληνική ποίησι. Ο "αρχηγός" των Τ.Τ.Τ.» (Ελεύθερον Βήμα, 3.2.1944), με το οποίο έχριζε ειρωνικά τον Ελύτη «αρχηγό των υπερρεαλιστών», απαντούσε στις προσωπικές επιθέσεις που του είχε κάνει και επέμενε ότι η Αμοργός ήταν μια «αρλούμπα».
Ο Ψαθάς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ήδη από την προπολεμική περίοδο σατίριζε συχνά πυκνά στα ευθυμογραφήματά του και τους υπερρεαλιστές, αλλά την άνοιξη του 1944, επηρεασμένος από την επικαιρότητα που είχε καταστήσει τον υπερρεαλισμό κεντρικό θέμα, θα επανέλθει αξιοποιώντας πολλαπλώς τη θεματική αυτή φλέβα. Αφενός θα σατιρίσει την υπερρεαλιστική ποίηση στο θεατρικό σκετς «Η γαλάζια χελώνα», που μαζί με άλλα πέντε «Σκίτσα της εποχής» θα παιχτεί στο θέατρο Αργυρόπουλου τον Απρίλιο του 1944 και το καλοκαίρι θα επαναληφθεί στο θερινό θέατρο «Γκλόρια».[5] Στη θεατρική αυτή σκηνή, που θα συμπεριληφθεί αργότερα στο βιβλίο Ο Νευρικός Κύριος κι άλλα κωμικά σκετς, το όνομα του υπερρεαλιστή ποιητή που σατιρίζεται είναι Δυσσέας Συννεφιάς και δεν αποκλείεται να παρωδείται το ψευδώνυμο του Οδυσσέα Ελύτη, που τότε ήταν ούτως ή άλλως στο προσκήνιο ως ο υπερασπιστής του υπερρεαλιστικού κινήματος. Επίσης με αφορμή τον Άγιο Αντώνιο του Αντώνη Βουσβούνη θα γράψει πολύ σκληρά λόγια για τους υπερρεαλιστές: «Οι "σάλιαγκες που λιάζονται ξομπλιόντας τα μαλλιά τους" μαζί με τα παντοειδή άλλα σάλια της σουρρεαλιστικής ποιήσεως μάς διασκέδαζαν στην αρχή όσο οι σουρρεαλισταί ήσαν λίγοι και η παλάβρα τους είχε τουλάχιστο την χάρι του καινούργιου και πρωτότυπου. Εσχάτως όμως παραπλήθυναν κι ανόστηναν. Ας αλλάξουν, λοιπόν, το χαβαδάκι τους για να τους προσέξουμε. Γιατί, αλλοίμονο, όλη η ιστορία του πάμφτωχου αυτού κόσμου είνε αυτή: Να γίνουν αντιληπτοί έστω και παριστάνοντας τον παλαβό».[6] Παράλληλα, ο Ψαθάς την ίδια περίοδο συνεργάζεται με το περιοδικό του Μάριου Βαϊάνου Ορίζοντες με μια σειρά από «Χιουμοριστικά σκίτσα απ’ τον κόσμο της τέχνης του πνεύματος. -Ποιοι είναι;;», στα οποία περιγράφει και φωτογραφίζει, συχνά με ευρηματικό τρόπο, ανθρώπους της τέχνης. Μεταξύ άλλων και τον «σουρρεαλιστή» Εμπειρίκο. Αναδημοσιεύουμε εδώ το σχετικό δημοσίευμα, αφού δεν είναι πολύ γνωστό στη σχετική βιβλιογραφία

ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΗΣ.

Μύτη χρώματος σταματημένου ή μάλλον χαλασμένου ωρολογίου. Μάτια κατσαρά. Μαλλιά λυπητερά. Βάδισμα μπλε ή μάλλον φυστικί. Μιλάει σαν φεγγάρι και περπατάει σαν μυρουδιά ντονέρ-κεμπάμπ. Γελάει σαν αριθμός 44. Όταν τον βλέπεις στον δρόμο θυμάσαι πόσο ακρίβαιναν οι σταχτοθήκες.
Σπουδαίος.
Μέχρι δέντρου μηρυκαστικού. Φοράει μια ρεμπούμπλικα χρώματος κονίκλου μελαγχολικού -λίγο πιο ανοιχτή. Ευχάριστος. Ευγενικός. Ποτέ δεν υποπτεύεσαι την τρέλλα του, αν δεν την δης γραφτή. Συνήθως ανοίγει το στόμα του και βγαίνουν από μέσα μπακαλιάροι. Τους καταπίνει με χαμόγελο και πάλι ξαναβγαίνουν. Τους ξανακαταπίνει. Και τότε βλέπεις κατάπληκτος ότι ξέχασες να φορέσης τις παντούφλες σου. Κοσμικός. Έμπειρος στην ποίηση ή μάλλον εμπειρίκος. Πλούσιος. Κι εγκάρδιος σαν μουστάρδα αρσενική. Έχει μια υψικάμινο και ψήνει μέσα σαχλαμάρες. Καπνίζει σπουργίτια και μασουλάει παγοπέδιλα. Εκτός αν άλλαξε εσχάτως γούστα και χορεύει.
Ο Καραντώνης, πιστεύω, τον θαυμάζει. Ο Ελύτης τον αναγνωρίζει για καλύτερό του. Έχει κι έναν εγγονό μικρό ή μάλλον εγγονόπουλο. Συχνά, όλοι μαζί, παρέα με τον Γκάτσο, μπαίνουν σ’ ένα λούκι και ταξιδεύουν για την Αμοργό. Επάνω τους φυσάει νέφτι και αιωρούνται σύννεφα μαβιά από καρεκλοπόδαρα. Τους παρακολουθούν πάντα νυχτερίδες που μασουλάνε στραγαλάκια. 

Με δυο λόγια:

Από την πόρτα σου περνώ
και βλέπω αλευρωμένα
κι αμέσως εκατάλαβα
πως τηγανίζεις ψάρια.

Κατά τα άλλα, λαμπρός κύριος κι αξιοσέβαστος.
Ποιος είναι;[7]


Στο ίδιο περιοδικό, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1944, θα δημοσιεύσει και ο Κώστας Ουράνης, με το ψευδώνυμο Κλεάνθης, τέσσερις παρωδίες για την Υψικάμινο του Εμπειρίκου, για το Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν του Εγγονόπουλου, για την Αμοργό του Γκάτσου και για Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής του Εγγονόπουλου.[8]
Τέλος, από τα άλλα αρνητικά κριτικά δημοσιεύματα εναντίον του υπερρεαλισμού αξίζει να σημειωθεί η μελέτη του Μάρκου Αυγέρη, «Ο σουρεαλισμός και η κρίση των μορφών» στο περιοδικό (Πειραϊκά) Γράμματα, τον Απρίλιο του 1944, λόγω της μεγάλης απήχησης που είχε στον κόσμο της μαρξιστικής αριστεράς, αν και τις απόψεις του τις οικειοποιήθηκαν αρκετοί και από άλλους χώρους, όπως ο Ροδάς.[9]
Είναι γνωστό επίσης ότι η επαναφορά του υπερρεαλισμού στην επικαιρότητα με αφορμή την Αμοργό του Γκάτσου και την υποδοχή της θα προκαλέσει μια σειρά πρωτοβουλιών με συζητήσεις γύρω από το κίνημα, στις οποίες πρωτοστατεί ο Ελύτης. Θυμίζω και πάλι συνοπτικά την έρευνα του περ. Καλλιτεχνικά Νέα, αρ. 28 (18.12.1943) κ.ε., γύρω από τα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα που απασχολούν την εποχή, όπου μεταξύ άλλων εξετάζεται και «Τι ρόλο μπόρεσε να παίξει ο Υπερρεαλισμός μέσα στην περίοδο του μεσοπόλεμου; Ο προορισμός του τελείωσε; Αν όχι, τότε ποιο το σημερινό νόημά του; Η μελλοντική του προοπτική;». Την αρχή θα κάνει ο Οδυσσέας Ελύτης με πέντε συνέχειες (στην τέταρτη αναφέρεται στον υπερρεαλισμό), ενώ θα προλάβουν να συμμετάσχουν (το περιοδικό θα διακόψει την κυκλοφορία του στις 11 Μαρτίου 1944 και θα κυκλοφορήσει ένα μόνο ακόμη τεύχος τον Μάιο του 1945) ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Νίκος Παππάς. Πιθανόν και το προαναφερόμενο άρθρο του Αυγέρη να προοριζόταν για τη συγκεκριμένη έρευνα, αλλά σίγουρα γράφτηκε με αυτή την αφορμή. Ο Ελύτης θα κυριαρχήσει στο πεδίο ως ο μαχητικότερος υπερασπιστής του υπερρεαλισμού με παράλληλες συνεργασίες και στο περ. Τα Νέα Γράμματα, στις οποίες γράφει την ιστορία του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, υπερασπίζεται την Αμοργό του Γκάτσου και κατεδαφίζει τους επικριτές της, με πρώτον απ’ όλους τον Ροδά, εξηγεί τη νέα αισθητική που έφερε ο υπερρεαλισμός, παρακολουθεί τη σχετική αρθρογραφία για τον υπερρεαλισμό και τις παρεμβάσεις των Άγγελου Σικελιανού, Τάκη Παπατσώνη κ.ά. και, τέλος, γράφει τον απολογισμό της όλης συζήτησης.[10]

Ποιήτρια «με κυνισμό»
Με αυτά ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε στην υποδοχή των πρώτων ποιημάτων της Μάτσης Χατζηλαζάρου.
Η συλλογή της Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου είναι γνωστό ότι κυκλοφόρησε από την εκδοτική εταιρεία Ίκαρος τον Ιούνιο του 1944, εγκαινιάζοντας τη σειρά «Νέα Ελληνική ποίηση», στην οποία θα ακολουθήσουν τους αμέσως επόμενους μήνες το Λιοπύρι του Νίκου Καρύδη, τα Ποιήματα του Μεσοπολέμου του Γιώργου Θεοτοκά, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου και η Ursa Minor του Τάκη Παπατσώνη.
Την έκδοση την ανήγγειλε το Ελεύθερον Βήμα στις 21 Ιουνίου 1944, με το σημείωμα «Μια νέα ποιήτρια»:

Αυτές τις μέρες η εκδοτική εταιρεία «Ίκαρος» κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή της κ. Μάτση Ανδρέου με τον τίτλο Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης. Με το βιβλίο αυτό, που κοσμείται με μια τετράχρωμη ξυλογραφία των ζωγράφων Διαμαντοπούλου και Μανουσάκη, ο «Ίκαρος» παρουσιάζει μια νέα Ελληνίδα ποιήτρια που συνδυάζει στο στίχο της γυναικεία ευαισθησία με έντονη ποιητική πνοή.

Πράγματι, ο τόμος πρέπει να κυκλοφόρησε την επόμενη μέρα, αφού το Ελεύθερον Βήμα και πάλι ενημερώνει τους αναγνώσεις του στις 23 Ιουνίου με το σημείωμα «Ένα νέο βιβλίο» ότι από την Εκδοτική Εταιρεία «Ίκαρος» κυκλοφόρησε και πωλείται εις όλα τα βιβλιοπωλεία η ποιητική συλλογή της κ. Μάτση Ανδρέου με τον τίτλο Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης. Εκτός της ποιητικής του αξίας το βιβλίο αυτό παρουσιάζει και το εξαιρετικό ενδιαφέρον της εικονογραφήσεώς του απ’ τους ζωγράφους κκ. Διαμαντόπουλον και Μανουσάκη με τετράχρωμη ξυλογραφία που για πρώτη φορά εμφανίζεται σε ελληνική έκδοσι.
Οι παραπάνω αναγγελίες (συνταγμένες πιθανόν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, από τον συνεργάτη του Ελευθέρου Βήματος, υπεύθυνο και για τα νέα βιβλία, τον Μιχ. Ροδά) είναι φανερό ότι υποκινήθηκαν από την ομάδα του Ίκαρου, που διατηρούσε καλή σχέση με την εφημερίδα, στην οποία και διαφήμιζε τις εκδόσεις της. Αυτό κάνει και με το ποιητικό βιβλίο της Χατζηλαζάρου, το οποίο προτάσσει σε διαφημιστική καταχώρηση στις 27 Ιουνίου συστήνοντάς το με την εξής περιγραφή: «Μια θαρραλέα ευαισθησία για πρώτη φορά στην ελληνική ποίησι. Μια μοναδική καλλιτεχνική έκδοσι».[11] Το ίδιο επαναλαμβάνει και με την ποιητική συλλογή Λιοπύρι του βασικού δημιουργού του Ίκαρου Νίκου Καρύδη:

Ύστερα από την ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης με την οποία η Εκδοτική Εταιρεία «Ίκαρος» άρχισε τη σειρά «Νέα Ελληνική ποίηση» και παρουσίασε μια νέα Ελληνίδα ποιήτρια, την κ. Μάτση Ανδρέου, η ίδια εταιρεία παρουσιάζει και ένα νέο ποιητή, τον κ. Νίκο Καρύδη, με την ποιητική συλλογή Λιοπύρι, που κυκλοφορεί αύριο. Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, που τα στολίζει ένα ωραιότατο σχέδιο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, τα χαρακτηρίζει η λιτότητα της μορφής συνδυασμένης μ’ ένα λυρισμό έντονο και καινούργιο.[12]

Είναι γνωστό ότι το βιβλίο της Χατζηλαζάρου γνώρισε θετικές κριτικές. Επαινετικές κρίσεις για το βιβλίο έγραψαν ο Σταύρος Βαβούρης στο περ. Νεανική Φωνή, ο Ανδρέας Καραντώνης στο περ. Τα Νέα Γράμματα, ο Τάκης Παπατσώνης, στο ίδιο περιοδικό και ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στη Νέα Εστία.[13] Μεταφέρω εδώ μόνο το λιγότερο γνωστό σχόλιο του Παπατσώνη, ενταγμένο σε έναν φόρο τιμής που αποτίει στους «ηρωικούς και αφοσιωμένους» πρωτεργάτες του ελληνικού υπερρεαλισμού (τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Καλαμάρη, τον Γκάτσο), μεταξύ των οποίων και στη Χατζηλαζάρου:

και, τώρα τελευταία, τα τραγούδια της Μάτσης Ανδρέου, που σταλάζουν υγιεινές ελληνικές δροσιές, απόκοσμες νοσταλγίες και γεμάτες πηγαία ειλικρίνεια γυναικείες αγνότητες, πρωτοφανέρωτες στην ποίηση που μας συνήθισαν ως τώρα οι ελληνίδες μας.[14]

Τα ονόματα των κριτικών είναι βαριά και η συνολική αποτίμηση πολύ θετική. Αν συνυπολογίσουμε και τις διθυραμβικές συστάσεις του Εμπειρίκου και του Ελύτη (μαζί και του Παπατσώνη) για τη Χατζηλαζάρου προς το Γαλλικό Ινστιτούτο, τον Αύγουστο του 1945, τις ύστερες αναμνήσεις του Μάνου Χατζιδάκι και του Αλέξανδρου Ξύδη, η πρώτη εμφάνιση μοιάζει να ήταν επιβλητική. Το γεγονός ότι ο Παπατσώνης στη συστατική του επικαλείται την εκτίμηση του Εμπειρίκου (σημειωμένη και στη δική του συστατική και πιθανότατα προφορικά διαδεδομένη) ότι η Χατζηλαζάρου είναι ανεπιφύλακτα η «μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια»,[15] δείχνει ότι η υποδοχή της υπήρξε ανεπιφύλακτη σε ένα μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού χώρου. Μιλούν και γράφουν βέβαια πρώην σύζυγοι, ποιητικοί συνοδοιπόροι, μέλη μιας παρέας και φίλα προσκείμενοι, αλλά δεν παύει να υπάρχει ένα έργο αξίας που επιβάλλεται.[16]
Ωστόσο δεν έλειψαν οι αρνητικές κρίσεις, προερχόμενες από το αντιυπερρεαλιστικό και γενικά αντιμοντερνιστικό στρατόπεδο. Είναι γνωστό το ειρωνικό σχόλιο του περ. Φιλολογικά Χρονικά, δημοσιευμένο τον Μάιο του 1945, όχι για τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης αλλά για τα «Δύο διαφορετικά ποιήματα» που η Χατζηλαζάρου είχε δημοσιεύσει στο πρώτο τεύχος του περ. Τετράδιο. Αναδημοσιεύεται εδώ, γιατί έδωσε την αφορμή για τον τίτλο του παρόντος άρθρου: 

Τελευταία κυκλοφόρησε από τον κύκλο των συρεαλιστών ένα περιοδικό με τον παραπάνω τίτλο [Τετράδιο]. Θα ήμασταν πρόθυμοι να αναδημοσιεύσουμε μερικά σπαραχτικά πράγματα, αν διαθέταμε σχετικό χώρο. Θα αναδημοσιεύαμε μερικούς από τους «Χαβάδες» της Μάτσης Ανδρέου και του Εγγονόπουλου για να δώσουμε στους αναγνώστες μας μερικά δείγματα από την τέχνη αυτή που θα μπορούσε να ονομαστεί «Διασκεδαστική Τέχνη». Δεν είναι γιατί ντρεπόμαστε να επαναλάβουμε τη σεξουαλική φρασεολογία του κ. Εγγονόπουλου. Είναι γιατί δεν πιστεύουμε πως υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα τόσο λίγοι σοβαροί άνθρωποι.[17]

Τη συλλογή και τα δύο ποιήματα της Χατζηλαζάρου θα τα αντιμετωπίσει αρνητικά και ο γνωστός μας πολέμιος του υπερρεαλισμού Μιχαήλ Ροδάς, από τη στήλη για τα βιβλία στο Ελεύθερον Βήμα και στα Νέα.[18] Η κρίση του για τη συλλογή είναι μαρτυρημένη έμμεσα, αλλά η ίδια η κριτική ήταν αθησαύριστη. Η μαρτυρία είναι καταγραμμένη σε δημοσίευμα του Αντώνη Βουσβούνη στα Νέα Γράμματα, τον Σεπτέμβριο του 1944, στο οποίο διαμαρτυρόταν για τον τρόπο που ο Ροδάς αντιμετώπισε το πεζογράφημά του Ο Άγιος Αντώνιος. Θέμα για μυθιστόρημα. Εκεί ο Βουσβούνης επιχειρώντας να ακυρώσει την κριτική στάση του Ροδά απέναντι στο δικό του έργο, αναφέρεται και σε κριτική του για τα ποιήματα της Χατζηλαζάρου:

Όταν ο ίδιος κριτικός προαναγγέλλει τη δυσμενή του κριτική για τα ποιήματα της κ. Μάτσης Ανδρέου,* που ωστόσο η ποιήτρια δεν του τα έστειλε για να μην τον ενοχλήσει επιτέλους, αφού τόσο πειράζεται με τις νέες ποιητικές αναζητήσεις, ο άνθρωπος έχει ας πούμε μεγάλο καημό γι’ αυτό το ζήτημα και πάει ν’ αγοράσει τη συλλογή και τέλος πάντων είναι ελεύθερος να γράψει τη γνώμη του. [Και σε σημείωση:] *Ο κ. Μιχ. Ροδάς κράτησε την υπόσχεσή του· αναγνώρισε στην ποιήτρια το χάρισμα της δημιουργίας και αράδιασε, ακολουθώντας την αγαπημένη του τακτική, μερικούς στίχους που κατά τη γνώμη του, η παράθεσή τους στην ποιητική συλλογή είναι δείγμα «κυνισμού» για την ποιήτρια. Ωστόσο αυτό δεν είναι παρά δείγμα της «ηθικής» του κ. Μιχ. Ροδά, γιατί παράξενο βέβαια, «κυνική» γίνεται με τέτοιο ένα τρόπο η στήλη του.[19]

Η λανθάνουσα αυτή κριτική είναι στην πραγματικότητα ένα μικρό μέρος ενός δημοσιεύματος στο Ελεύθερον Βήμα στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, στο οποίο κρίνονται πολλά πρόσφατα βιβλία και όπου στηλιτεύονται και «νοσηρές εκδηλώσεις», τα ποιήματα της Χατζηλαζάρου και το πεζογράφημα του Βουσβούνη.
Σε προηγούμενο άρθρο είχα αναγγείλη το βιβλίο της κ. Μάτση Ανδρέου. Ένα αισθησιακό βιβλίο με τεχνοτροπία σουρρεαλιστική. Ανάμεσα στις γραμμές φαίνεται ότι υπάρχει η ποιήτρια. Αλλά με πόσο κυνισμό, και το λέγω αυτό όχι, βέβαια, από σεμνοτυφία, αλλά γιατί επί τέλους η κ. Ανδρέου δεν είναι… Αριστοφάνης. «Παλικάρια, γράφει στη σελίδα 23, σιμώστε, καβαλλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες». Και στη σελίδα 28: «Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή. Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου ’φραξαν οι αντιστάσεις μου». Ν’ αναφέρω και μια λέξη που υπάρχει στη σελίδα 23; Αλλά τότε θα κοκκίνιζε και ο Άγιος Αντώνιος του κ. Βουσβούνη. «Χρειάζεται, μου γράφει ο ιατρός κ. Ν. Ι. Ζαχόπουλος από το γενικό κρατικό νοσοκομείο, να γίνει μια σταυροφορία εναντίον των αηδιών αυτών». Και μήπως έχει άδικο;[20]
Το δημοσίευμα αυτό –ένα από τα πολλά στη σειρά– ήταν αναμενόμενο να ενοχλήσει τους οπαδούς του υπερρεαλισμού, αφού εκτός από όσα έγραφε για τη Χατζηλαζάρου και τον Βουσβούνη, ο Ροδάς σύστηνε στον Νίκο Καρύδη (το Λιοπύρι του οποίου γενικά παρουσίαζε θετικά) να «μη πέσει θύμα του σουρρεαλισμού, γιατί στα είκοσι ποιήματά του υπάρχουν κάπου κάπου τέτοιες τάσεις», και ενώ επαινούσε το ποίημα «Ήλιε κοσμοπερπάτητε…» του Πειραιώτη ποιητή Πάνου Σπάλα στα Φιλολογικά Χρονικά (τχ. 15-16, 31.8.1944), τον παραξένευε ένας στίχος επειδή «μυρίζει Εγγονόπουλο ή Γκάτσο». Όπως ήδη αναφέραμε, είχε προηγηθεί στις 19 Αυγούστου το δημοσίευμα του στο Ελεύθερον Βήμα, «Ο σουρεαλισμός και τα έργα του. Η μεσοπολεμική λογοτεχνία», όπου ασπαζόταν τις επικριτικές απόψεις του Μάρκου Αυγέρη για τον υπερρεαλισμό και έφερνε ως παράδειγμα ακαταληψίας τα «δώδεκα σουρεαλιστικά κατασκευάσματα» που ο Ανδρέας Εμπειρίκος μόλις είχε δημοσιεύσει στα Νέα Γράμματα (τχ. 3, Μάης 1944). Μάλιστα τρία από αυτά («Στέαρ», «Θλάσις» και «Τα μούρα») τα αναδημοσίεσε ως χείριστα δείγματα.
Η αναφορά του όμως ότι είχε αναγγείλει σε «προηγούμενο άρθρο» του το βιβλίο της Χατζηλαζάρου δημιουργεί την εντύπωση ότι είχε προαναγγείλει την κριτική του, εντύπωση που αποκόμισε και ο Βουσβούνης. Τέτοια προαναγγελία δεν υπήρξε και κατά πάσα πιθανότητα ο Ροδάς αναφέρεται στις αναγγελίες του βιβλίου της Χατζηλαζάρου στην ίδια εφημερίδα, στις 21 και 23 Ιουνίου, τις οποίες μάλλον είχε συντάξει ο ίδιος με βάση τις πληροφορίες που του είχε στείλει ο εκδοτικός οίκος. Σε αυτό συντείνουν όχι μόνο το ότι δεν εντοπίστηκε στις κριτικές του Ροδά προηγούμενη αναφορά στη Χατζηλαζάρου, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γράφεται το μικρό όνομα της ποιήτριας στις αναγγελίες του Ελευθέρου Βήματος και στις κριτικές του Ροδά· σταθερά αφήνει άκλιτο στη γενική πτώση το μικρό της όνομα.
Σε κάθε περίπτωση, τα σημειώματα του Ροδά στο Ελεύθερον Βήμα στις 19.8.1944 και 9.9.1944, σε συνδυασμό με την απάντηση του Βουσβούνη, αποδεικνύουν ότι το τχ. 4 των Νέων Γραμμάτων, στο οποίο δημοσιεύτηκε η κριτική του Καραντώνη για το βιβλίο της Χατζηλαζάρου και αναδημοσιεύτηκε το ποίημά της «Γητειά», κυκλοφόρησε όχι τον Ιούλιο του 1944 (όπως πλασματικά δηλώνει το τεύχος του περιοδικού) αλλά στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους (βλ. και την είδηση στα Βραδυνά Νέα 23.9.1944 ότι το τχ. 4 επίκειται να κυκλοφορήσει «εντός των ημερών»). Παρατηρούμε πάντως ότι, εκτός από την αντίδραση του θιγόμενου Βουσβούνη, η εκδοτική ομάδα των Νέων Γραμμάτων μοιάζει να θέλει να υπερασπιστεί τη Χατζηλαζάρου και να αντιτεθεί συνολικά στον κριτικό Ροδά.
Ο Ροδάς θα σχολιάσει εμμονικά και πάλι την ποίηση της Χατζηλαζάρου, τον Μάιο του 1945, παίρνοντας αφορμή από τα δύο ποιήματα («Αραπιά» και «Χαμόγελα»· το πρώτο αντλεί από το χασάπικο «Θα πάω εκεί στην αραπιά» (1939) του Βασίλη Τσιτσάνη) που δημοσίευσε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τετράδιο την άνοιξη του 1945. Πρόκειται για τα ίδια που είχε σχολιάσει ειρωνικά και το περ. Φιλολογικά Χρονικά. Ο Ροδάς στο σχόλιό του αντιπαραβάλλει τα ποιήματα του Εγγονόπουλου (τον οποίο δεν θεωρεί καν ποιητή) και της Χατζηλαζάρου με την ποιητική συλλογή του Νίκου Παππά, Το αίμα των αθώων (1945), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα από τον αγώνα των Ελλήνων στην Κατοχή. Αυτή τη συλλογή αντιπαραβάλλει θετικά απέναντι στα «εκτός τόπου και χρόνου» ποιήματα των δύο δημιουργών στο Τετράδιο:

Μπορεί να είνε καλή και η αραπιά της κ. Μάτση Ανδρέου που αναζητάει τη μεγάλη μάγισσα για να της λύση τα μάγια, μπορεί οι «βαθιές πόρπες και των βυζιών της τις κραυγές τις κόκκινες και τους κρυφούς θυσάνους» του κ. Εγγονοπούλου να διασκεδάζουν, αλλά εδώ η γη εγέμισε από πόνο, δάκρυα και αίμα και δεν είναι βολετό να το αγνοήσουμε.[21]

Αυτή φαίνεται να είναι σε γενικές γραμμές η υποδοχή των πρώτων ποιημάτων της Χατζηλαζάρου από την ελληνική κριτική. Ενδέχεται να λανθάνουν και άλλες κριτικές και σχόλια στον τύπο, σε εφημερίδες που δεν είναι εύκολα προσιτές ή δεν σώζονται φύλλα τους, αλλά ακόμη κι αν υπάρχουν, η γενική εικόνα δεν θα αλλάξει σημαντικά. Η δεκαετία του 1940 θα κλείσει με μια αναφορά στη γαλλική ποίηση της Μάτσης Ανδρέου (με το πραγματικό της επίθετο πλέον: Χατζηλαζάρου) από τον δημοσιογράφο Γεώργιο Φτέρη, ο οποίος στη στήλη του «Ο κόσμος των βιβλίων» στην εφ. Το Βήμα, 6.11.1948, θα γράψει για το ποίημα «30 figure», που η Matsie Hadjilazaro είχε πρώτα δημοσιεύσει στο περ. Les Temps Modernes, αρ. 35 (Αύγουστος 1948) και το οποίο θα συμπεριλάβει στη συλλογή Cinq fois (Μάρτης 1949) και θα μεταφράσει στα ελληνικά (με τον τίτλο «Πορτραίτο 92 εκ. Χ 73 εκ») στο βιβλίο της Το δίχως άλλο / αντίστροφη αφιέρωση (1985). Προφανώς η Χατζηλαζάρου θα είχε στείλει στον Φτέρη κάποιο ανάτυπο από τη δημοσίευση του εκτενούς ποιήματος στο περιοδικό. Ο Φτέρης δοκιμάζει και τη μετάφραση ενός αποσπάσματος:

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ: 30 Figure

Είναι ένα πολυσέλιδο ποίημα από μια συλλογή της κ. Μάτση Χατζηλαζάρου. (Αν δεν κάνωμε λάθος πρόκειται για την Ελληνίδα ποιήτρια που εδημοσίευσε προ ετών μια άλλη συλλογή, με το όνομα Μάτση Αντρέου, στην Ελληνική γλώσσα). Γιατί το νέο ποιητικό έργο της δημοσιεύεται στη Γαλλική. Δεν τόχομε υπ’ όψει μας ολόκληρο. Θα περιοριστούμε γι’ αυτό σε μερικά αποσπάσματα πρόχειρα μεταφρασμένα.
Μια γυναίκα ντύνεται μέσα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς βιασύνη, σταματώντας πότε-πότε μπροστά στον καθρέφτη της.

Ναι, περιμένετε,
έρχομαι αμέσως,
πήρα το κλειδί μου και την κάρτα της ταυτότητας
και το λαμπερό μου μάτι των βροχερών ημερών.
Ναι, προτιμώ να παίρνω το μάτι μου
μέσα στην τσέπη μου,
να τόχω πρόχειρο μ’ άλλα λόγια.
Στην Ελλάδα είχα πολλά
και τα φορούσα γύρω στο λαιμό μου
μαζί μ’ άλλα όστρακα,
ένα σαλιγκάρι, ένα μάτι, ένα φρέσκο φυστίκι.
……………………………………………….
Ο ήλιος είνε γαλάζιος
εκεί που χτυπούν τα μπροστινά τους πόδια
τα ένδοξα αρχαία δημιουργήματα
με τα μαρμαρένια τσόκαρά τους-
ένα βαρειό τσαμπί από μοσχάτο σταφύλι
ένα βυζαντινό τροπάρι
ή μια φρεγάτα.

……………………………………………….

Θα ξαναγυρίσωμε σ’ αυτή την ποίησι άμα διαβάσωμε όλη τη συλλογή.

Κλείνοντας αυτή την περιδιάβαση στον καιρό των πρώτων ποιημάτων της Μάτσης Ανδρέου (Χατζηλαζάρου), είναι φανερό ότι οι επικριτές της τα επέκριναν γιατί τα θεώρησαν υπερρεαλιστικά, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην τολμηρή έκφραση της ερωτικής επιθυμίας,[22] που είχε αναδυθεί σε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ελλήνων υπερρεαλιστών ποιητών. Αυτό που για τους υποστηρικτές της ήταν η μεγάλη αρετή της ποίησής της, ήταν ό,τι κυρίως ενόχλησε τους αρνητές της: οι «χαβάδες» της, οι ερωτικοί αμανέδες της με τους ανατολίτικους και αφρικάνικους τόνους, που συνομιλούν απρόσμενα με το περιθωριοποιημένο ακόμη τότε ρεμπέτικο. Οι χαβάδες της Μάτσης λοιπόν· για έπαινο και για ψόγο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: