Η ποιήτρια και ο τυπογράφος ποιητής

Συνα­ντή­θη­καν στο Πα­ρί­σι. Εκεί­νος, ο Guy Lévis Mano, ήταν σπου­δαί­ος εκ­δό­της, τυ­πο­γρά­φος και ποι­η­τής, ήδη από τον Με­σο­πό­λε­μο, εκεί­νη, η ποι­ή­τρια Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, εί­χε έρ­θει από την Αθή­να στο Πα­ρί­σι το 1945 με το «Μα­τα­ρόα». Πο­λύ λί­γα γνω­ρί­ζου­με για τη ζωή εκεί­νου. Γεν­νή­θη­κε πά­ντως στις 15 Δε­κεμ­βρί­ου 1904 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και το 1918 έφτα­σε στο Πα­ρί­σι. Μι­λού­σε πολ­λές γλώσ­σες λό­γω της εβραϊ­κής σε­φα­ρα­δί­τι­κης κα­τα­γω­γής του: αρ­χαϊ­κά ισπα­νι­κά, αγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά. Ο ίδιος το 1925 λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «Δεν ξέ­ρω ποιος εί­μαι, έρ­χο­μαι από χώ­ρες μα­κρι­νές». Για εκεί­νη γνω­ρί­ζου­με πολ­λά.
Δεν ξέ­ρω πό­τε συ­να­ντή­θη­καν ακρι­βώς, αλ­λά στο 1ο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του Le temps de la poésie το 1948 δη­μο­σιεύ­ο­νται δύο ποι­ή­μα­τα της Μά­τσης, και το 1949 η ποι­ή­τρια εκ­δί­δει το βι­βλίο της 5 Fois, στοι­χειο­θε­τη­μέ­νο στο χέ­ρι από τον ίδιο και με 6 χα­ρα­κτι­κά του Xavier Vilatò, ο οποί­ος συ­νερ­γα­ζό­ταν ήδη μα­ζί του. Θε­ω­ρώ βέ­βαιο πως ο Vilatò ήταν αυ­τός που την γνώ­ρι­σε στον GLM.

 

Ο Guy Lévis Mano, Παρίσι 1957 (Φωτ. Vero)
Ο Guy Lévis Mano, Παρίσι 1957 (Φωτ. Vero)

 

Το τυ­πο­γρα­φείο και ο εκ­δο­τι­κός οί­κος βρί­σκο­νταν από το 1933 στο βά­θος μιας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κής πα­ρι­ζιά­νι­κης αυ­λής στον αριθ­μό 6 της οδού Huyghens, στο 14ο Δια­μέ­ρι­σμα.Έμπαι­νες από μια με­γά­λη αυ­λό­πορ­τα και στο βά­θος μια μι­κρή λευ­κή κε­ρα­μι­κή πλά­κα με τρία γράμ­μα­τα: GLM. Τα ερ­γα­στή­ρια ήταν δύο. Το τυ­πο­γρα­φείο, ένα μα­γι­κό μέ­ρος, όπως όλα τα τυ­πο­γρα­φεία μιας επο­χής, με τα ανα­λό­για και τις κά­σες με τις αγα­πη­μέ­νες του οι­κο­γέ­νειες των στοι­χεί­ων: Garamond, Baskerville, Plantin, Caslon, Bodoni, τις χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές μυ­ρου­διές, τις φόρ­μες έτοι­μες για το πιε­στή­ριο και τον τυ­πο­γρά­φο σκυμ­μέ­νο πά­νω στις τυ­πο­γρα­φι­κές φόρ­μες. 

 

To τυπογραφείο στην οδό Huyghens, 1936 (φωτ. Lokay)
To τυπογραφείο στην οδό Huyghens, 1936 (φωτ. Lokay)

 


Πα­ντού απλω­μέ­να δο­κί­μια των μελ­λο­ντι­κών βι­βλί­ων. Το πιε­στή­ριο θα μπει μπρο­στά μό­λις ο τυ­πο­γρά­φος θα εί­ναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από την ισορ­ρο­πία των λευ­κών και των μαύ­ρων. Εδώ, μέ­σα στη φαι­νο­με­νι­κή ακα­τα­στα­σία, βα­σι­λεύ­ει μια μυ­στι­κή τά­ξη, που το κλει­δί της το γνω­ρί­ζει μό­νο ο τυ­πο­γρά­φος, που πει­ρα­μα­τί­ζε­ται, δια­σκε­δά­ζει, δί­νει πνοή στα γράμ­μα­τα, κρα­τώ­ντας πά­ντα τη γεύ­ση της απλό­τη­τας, ψά­χνο­ντας πά­ντα τον άν­θρω­πο πί­σω από τον ποι­η­τή.

Κι ένας δεύ­τε­ρος χώ­ρος, με δύο πα­λιά πιε­στή­ρια πα­ρο­πλι­σμέ­να ήδη, και με όλα τα έρ­γα των χε­ριών του. Βι­βλία ποι­η­τών σύγ­χρο­νων, διά­ση­μων ή ακό­μα άγνω­στων, γάλ­λων και ξέ­νων, και στους τοί­χους πορ­τρέ­τα τους. Λο­τρε­α­μόν, Ελιάρ, Μπρε­τόν, Μπλαν­σάρ, Μπα­τάιγ, Ζουβ, Μι­σό, Σαρ, Πρε­βέρ, Λεϊ­ρίς, Τζα­ρά, Λόρ­κα και τό­σοι άλ­λοι. Χα­ρά­κτες και ζω­γρά­φοι που ει­κο­νο­γρα­φούν τα βι­βλία: Τζα­κο­μέ­τι, Μα­σόν, Μα­γκρίτ, Μι­ρό, Πι­κά­σο, Ερνστ, Vilatò, Μαν Ρέι, Λόρ­κα…

Από το 1923 ως το 1974, οπό­τε και στα­μά­τη­σε την εκ­δο­τι­κή και τυ­πο­γρα­φι­κή δου­λειά, «ένας άν­θρω­πος, τις πιο πολ­λές φο­ρές μό­νος του, δού­λε­ψε για να δώ­σει στα ποι­ή­μα­τα που αγα­πού­σε την πιο σω­στή, όπως ο ίδιος θε­ω­ρού­σε, κα­τοι­κία τους» γρά­φει ο Antoine Coron στον πρό­λο­γο του κα­τα­λό­γου της έκ­θε­σης, με ολό­κλη­ρη την εκ­δο­τι­κή του πα­ρα­γω­γή, στην Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη της Γαλ­λί­ας, το 1981. Εκτός από τα βι­βλία ο κα­τά­λο­γος πε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δύο πε­ριο­δι­κά που εξέ­δι­δε Le temps de la poésie και τα Cahiers de GLM (9 τεύ­χη 1936-1939), όπου συν­δύ­α­ζε κεί­με­να και ξυ­λο­γρα­φί­ες, κα­θώς και τις με­τα­φρά­σεις του. Η σο­δειά εί­ναι με­γά­λη: Κό­λε­ριτζ, Λόρ­κα, Ρα­φα­έλ Αλ­μπέρ­τι, Νε­ρού­δα, Χι­μέ­νεθ και τό­σοι άλ­λοι. Ό,τι βγαί­νει από τα χέ­ρια του εί­τε εί­ναι ποι­ή­μα­τα ή κα­τά­λο­γοι των εκ­δό­σε­ών του μαρ­τυ­ρούν το πό­σο κα­λά κα­τεί­χε τα μυ­στι­κά της πα­λιάς τέ­χνης της τυ­πο­γρα­φί­ας.

Η δου­λειά του GLM εί­ναι πά­ντα μια «τυ­πο­γρα­φι­κή ερ­μη­νεία» του κει­μέ­νου, η ανα­ζή­τη­ση μιας γε­νι­κής αρ­μο­νί­ας. Βα­σι­κό στοι­χείο η επι­λο­γή των τυ­πο­γρα­φι­κών στοι­χεί­ων, η έγνοια για την ακρί­βεια και την ανα­γνω­σι­μό­τη­τα. Ο Πολ Ελιάρ έγρα­ψε πως του οφεί­λου­με «ότι έλ­πι­ζε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τη γνή­σια ανα­γνω­σι­μό­τη­τα» και ο Ρε­νέ Σαρ του ανα­γνώ­ρι­ζε τη «βα­θιά αγά­πη», κυ­ρί­αρ­χο αί­σθη­μα χω­ρίς το οποίο δεν υπάρ­χει θαυ­μα­στό έρ­γο.

Με τον Πολ Ελιάρ, 1938 (Φωτ. Lokay)

Ο GLM λοι­πόν θα γί­νει τυ­πο­γρά­φος για­τί εί­ναι ποι­η­τής και έπει­τα εκ­δό­της για­τί εί­ναι τυ­πο­γρά­φος.

Εξαι­τί­ας του πο­λέ­μου και του εγκλει­σμού του σε διά­φο­ρα στρα­τό­πε­δα από το 1940 ως το 1945, η πα­ρα­γω­γή δια­κό­πη­κε, αλ­λά συ­νε­χί­στη­κε με­τά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του και την επά­νο­δό του στο Πα­ρί­σι. Τα χρό­νια που πέ­ρα­σε στα στρα­τό­πε­δα έγρα­ψε εξαι­ρε­τι­κά ποι­ή­μα­τα. Τα χει­ρό­γρα­φά τους βγή­καν πα­ρά­νο­μα και κυ­κλο­φό­ρη­σαν με τί­τλο Images de l’homme immobile (Ει­κό­νες του ακί­νη­του αν­θρώ­που) και Captif de ton jour et captif de ton nuit (Δέ­σμιος της μέ­ρας σου και δέ­σμιος της νύ­χτας σου), με το ψευ­δώ­νυ­μο Jean Garamond, όνο­μα που πα­ρα­πέ­μπει βέ­βαια στην πε­ρί­φη­μη γραμ­μα­το­σει­ρά.

Το 1949 λοι­πόν εκ­δί­δε­ται από τον GLM σε με­γά­λο σχή­μα το 5 Fois της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου με το γκρί­ζο εξώ­φυλ­λο και τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό κο­λο­φώ­να

 

Η ποιήτρια και ο τυπογράφος ποιητής

 

(όπως όλοι εξάλ­λου οι κο­λο­φώ­νες των βι­βλί­ων του) και το 1951, το μι­κρό αν­θο­λό­γιο με 24 ελ­λη­νι­κά δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια Chants populaires de Grèce σε με­τά­φρα­σή της. Στα χέ­ρια μου κρα­τώ άδε­το το βι­βλια­ρά­κι με τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, που μου χά­ρι­σε η ίδια. Θα πρέ­πει ίσως να της το έδω­σε ο GLM πριν από το τύ­πω­μα για μια τε­λευ­ταία μα­τιά. Και τον Απρί­λιο του 1954 η ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή La frange des mots, αφιε­ρω­μέ­νη στον Xavier Vilatò, σε μι­κρό σχή­μα και με μπλε εξώ­φυλ­λο, που πε­ρι­λαμ­βά­νει επτά ποι­ή­μα­τα, το τρί­το βι­βλίο της από τον GLM.

Σχέ­διο του Βι­λα­τό


Το 1982 δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του, για το αφιέ­ρω­μα φό­ρο τι­μής στον τυ­πο­γρά­φο από τις εκ­δό­σεις Fata morgana η Μ.Χ. γρά­φει το ποί­η­μα «Ecrire France». Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί εί­ναι οι δύο στί­χοι προς το τέ­λος του ποι­ή­μα­τος: GLM était un éditeur rare / Guy Lévis Mano était un vrai poète (ο GLM ήταν ένας σπά­νιος εκ­δό­της / ο Guy Lévis Mano ήταν ένας αλη­θι­νός ποι­η­τής), χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα αρ­χι­κά για τον εκ­δό­τη τυ­πο­γρά­φο και ολό­κλη­ρο το όνο­μα για τον ποι­η­τή.

Το 1973 η Μά­τση επι­στρέ­φει ορι­στι­κά στην Αθή­να. Το 1979 ακο­λου­θεί ο Έρως Με­λα­χρι­νός από τις εκ­δό­σεις Ίκα­ρος, μια συ­γκε­ντρω­τι­κή συλ­λο­γή. Χά­ρη σε αυ­τό το βι­βλίο μά­θα­με ότι ζει στην Αθή­να αλ­λά δυ­στυ­χώς αρ­γή­σα­με να την πλη­σιά­σου­με, μό­λις το 1983. Κι όμως ο Φί­λιπ­πος Βλά­χος την εί­χε στο μυα­λό του από τό­τε που διά­βα­σε στην Αν­θο­λο­γία του Ρέ­νου Απο­στο­λί­δη πέ­ντε ποι­ή­μα­τά της. Η συ­νά­ντη­ση μα­ζί της μας χά­ρι­σε την τρί­γλωσ­ση έκ­δο­ση της συλ­λο­γής 7x3 εφτά γρα­πτά στα ελ­λη­νι­κά – sept textes en français – seven writings in English, το 1984, και στη συ­νέ­χεια το 1985 Το δί­χως άλ­λο και την Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση - dédicace à rebours. ΄Ισως στα Κεί­με­να και στην «τρέ­λα» του Φί­λιπ­που να βρή­κε κά­τι από την ατμό­σφαι­ρα του GLM. Ίσως την συ­γκί­νη­σε η προ­σπά­θειά μας. Η Μά­τση έχο­ντας ζή­σει από κο­ντά την τυ­πο­γρα­φι­κή δου­λειά του GLM εκτί­μη­σε την προ­σπά­θεια και μας εμπι­στεύ­θη­κε.

Έτσι τη γνώ­ρι­σα, χά­ρη στην έκ­δο­ση των βι­βλί­ων της από τα Κεί­με­να. Στην αρ­χή τη συ­να­ντού­σα τα­κτι­κά, σχε­τι­κά με την έκ­δο­ση των βι­βλί­ων, όμως στη συ­νέ­χεια η σχέ­ση έγι­νε φι­λι­κή. Σι­γά σι­γά ανα­κά­λυ­πτα την ποι­ή­τρια αλ­λά και τον άν­θρω­πο, την κο

σμο­πο­λί­τισ­σα γυ­ναί­κα με τις απί­στευ­τες εμπει­ρί­ες και έναν πλα­τύ ορί­ζο­ντα. Οι επι­σκέ­ψεις στο σπί­τι της στο υπό­γειο της Πα­τριάρ­χου Ιω­α­κείμ με με­τέ­φε­ραν σε έναν άλ­λο κό­σμο γε­μά­το δι­η­γή­σεις από άλ­λες επο­χές και άλ­λους τό­πους, γε­μά­το σπου­δαί­ους αν­θρώ­πους από τη ζωή της στο Πα­ρί­σι. Δυ­στυ­χώς όλα αυ­τά τέ­λειω­σαν με τον θά­να­τό της το 1987. Εί­χα πά­ντως το εξαι­ρε­τι­κό προ­νό­μιο να στοι­χειο­θε­τή­σω γράμ­μα γράμ­μα με τα μο­λυ­βέ­νια στοι­χεία τα ποι­ή­μα­τά της. Να την συ­να­ντώ στην πο­ρεία της έκ­δο­σής τους, να συ­ζη­τά­με για τη μορ­φή τους. Ναι. η Μά­τση εν­δια­φε­ρό­ταν για την τυ­πο­γρα­φία και τα κα­λά βι­βλία, κλη­ρο­νο­μιά της σχέ­σης με τον με­γά­λο τυ­πο­γρά­φο. Ήξε­ρε τι ήθε­λε. Εί­χε δει από κο­ντά τι ση­μαί­νει κα­λό βι­βλίο, όχι μό­νο ως προς το πε­ριε­χό­με­νο αλ­λά και ως προς τη μορ­φή. Κρα­τώ ακό­μα ένα κι­τρι­νι­σμέ­νο φύλ­λο χαρ­τί με τα ση­μά­δια που χρη­σι­μο­ποιεί ο διορ­θω­τής δο­κι­μί­ων και τις επε­ξη­γή­σεις τους γραμ­μέ­νο από την ίδια στα γαλ­λι­κά, κα­τά­λοι­πο μιας άλ­λης επο­χής, μιας άλ­λης ζω­ής.

Η Μά­τση δεν εί­ναι πια κο­ντά μας εδώ και 35 χρό­νια, όμως εί­ναι πά­ντα πα­ρού­σα με τα βι­βλία και τις αφιε­ρώ­σεις της, και με τη φω­νή της όταν δια­βά­ζει ποι­ή­μα­τά της, όπως το με­γά­λο τε­λευ­ταίο της ποί­η­μα «Αντί­στρο­φη αφιέ­ρω­ση», με την τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή αξέ­χα­στη φω­νή της.


 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: