Εν αρχή ήσαν τρεις διδακτικές μονάδες. Λίγη ιστορία κι ένα ξεχασμένο ποίημα

Η Μάτση. Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ της Φρίντας Λιάππα
Η Μάτση. Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ της Φρίντας Λιάππα


Εκείνο το εξάμηνο του 1989, ο τίτλος μαθήματος «Σαχτούρης, Σινόπουλος, Χατζηλαζάρου» έκρυβε μια γυναίκα-έκπληξη ανάμεσα σε δυο άντρες. Ο χρόνος τελικά δεν επαρκούσε και για τους τρεις. Όταν ερωτηθήκαμε, ποιον τελικά θα επιλέγαμε να «θυσιάσουμε» από τους άλλους δύο, αφού οι παραδόσεις είχαν ξεκινήσει με τον Σαχτούρη, ήταν φανερό πως η πλάστιγξ έγερνε, ήδη, εκεί που προτιμούσαμε. Θέλαμε την ποιήτρια με το πρωτάκουστο βαφτιστικό «Μάτση». Θέλαμε εκείνην που στα εικοσιένα μας χρόνια δεν είχαμε ακουστά ούτε κατ’ όνομα. Η διδάσκουσα Άντεια Φραντζή είχε επιμεληθεί δυο χρόνια πριν, με αφορμή τον θάνατο της Χατζηλαζάρου τον Ιούνιο του 1987, ένα δεκατετρασέλιδο αφιέρωμα στο περιοδικό Αντί 351(17.7. 1987) με τη συμμετοχή των Δ.Ι. Αντωνίου, Μάνου Χατζιδάκι, Αλέξανδρου Ξύδη, Βάσιας Καρκαγιάννη-Καραμπελιά, Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, Έκτορα Κακναβάτου και της ίδιας. Ξαναβρίσκω τις φωτοτυπίες του αφιερώματος μέσα στον φάκελο με τις σημειώσεις του μαθήματος. Αποτελούσε, ίσως, τη μοναδική βιβλιογραφία του μαθήματος για την ποιήτρια. Τότε το Αντί «ήθελε να συμβάλει στη γνωστοποίηση του έργου της σε ευρύτερα σύνολα αλλά και να προσφέρει ένα αρχικό αλλά σταθερό σημείο αναφοράς για περαιτέρω μελέτη και έρευνα του έργου της». Τριανταπέντε χρόνια μετά, νομίζω ότι το αφιέρωμα του περιοδικού εξακολουθεί να αποτελεί ένα συγκινητικό οδηγό γνωριμίας μαζί της. Και των κατευθύνσεων της ποίησής της που οι κατοπινοί μελετητές διάλεξαν να ασχοληθούν. Η Άντεια Φραντζή είχε την τύχη να τη γνωρίσει από κοντά - προηγήθηκε ένα παλαιότερο κείμενό της στο Αντί πριν από την επιμέλεια του αφιερώματος, «Το ερωτικό τοπίο της Μάτσης Χατζηλαζάρου» (282, 1.3.1985), η ανάγνωση του οποίου έκανε την Χατζηλαζάρου να θέλει να τη γνωρίσει προσωπικά. Μια διδάσκουσα, λοιπόν, ποιήτρια και η ίδια, που είχε προλάβει να γνωρίσει την Μάτση και ν’ αγαπήσει το έργο της, και η τολμηρή συμπερίληψη του μαθήματος γιατί, κακά τα ψέματα, ήθελε τόλμη να προτείνει η Φραντζή και ο τομέας Νεοελληνικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης να αποδεχθεί την πρόταση για «διδασκαλία», όχι μόνο μιας ποιήτριας του καιρού μας αλλά και μιας παντελώς άγνωστης, ή περίπου έτσι, δημιουργού στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της ποίησης, ακόμη και μεταξύ των ειδημόνων της. Αυτές υπήρξαν κατά τη γνώμη μου οι δυο βασικές προϋποθέσεις που οδήγησαν στη σταδιακή μετατροπή του αδαούς ακροατηρίου εκείνου του μαθήματος ειδίκευσης στην αίθουσα 13 της παλιάς Φιλοσοφικής, σ’ ένα από τα πρώτα ευτυχισμένα και κερδισμένα «ευρύτερα σύνολα» στα οποία στόχευε το Αντί με τη δημοσίευση του αφιερώματος.

Α, η γνωριμία μαζί της υπήρξε συγκλονιστική. Κοιτάζοντας, σήμερα, τις σημειώσεις μου καταλαβαίνω πόσο με είχε συνεπάρει ο στίχος της «Η ποίησή μας είναι η ζωή». Επανέρχομαι, σχεδόν, σε κάθε μάθημα, άρα, δεν με βαραίνει η αποκλειστική ευθύνη, όλο και κάτι καινούργιο σημειώνω κάθε φορά, όπως: «Η ποίηση ταυτίζεται με τη ζωή. Η ποίηση φτιάχνει, δημιουργεί. Αυτό που μορφοποιείται σε ποίημα είναι η ίδια η ζωή. Ποίηση = ζωή καθαυτή. Να, το καινούργιο που εισάγει η Μάτση. Η ποίησή της είναι ύμνος της ζωής, ακόμη και των αρνητικών της εκφάνσεων». Ή: «Όλα έχουν λόγο, κάθε τι γίνεται φθόγγος του βιώματος, καταλήγει ποίηση αληθινή. Το φυσικό τοπίο μοιάζει ακίνητο. Όταν, όμως, η ποιήτρια ενεργοποιήσει τα φυσικά στοιχεία, όταν τα ονομάσει, δηλαδή αποκτήσουν φθόγγο, μεταλλαχθούν σε ποίηση, είναι πια κανονική ζωή».

Πριν από δυο μήνες έλαβα με το ταχυδρομείο έναν κίτρινο φάκελο. Αποστολέας η παλιά μου «κυρία» Άντεια Φραντζή. Μου εξηγούσε ότι κάνει εκκαθαρίσεις στο αρχείο και τη βιβλιοθήκη της και σκέφτηκε να μου στείλει κάποια «αρχαία» ενθύμια που είχε φυλάξει από μένα. Με έκπληξη είδα ανάμεσα στα χαρτιά, χειρόγραφα ποιήματα τα περισσότερα, ένα ποίημα που όχι απλώς δεν είχα κρατήσει αντίγραφό του αλλά είχα ξεχάσει ότι μπορεί και να το έγραψα κάποτε. Σιγά σιγά, έβγαλα άκρη. Το ποίημα γράφτηκε κατά τη διάρκεια εκείνου του εξαμήνου, εγώ ξετρελαμένη με τον άστατο, ερωτικό βίο της Μάτσης, όμως, πεπεισμένη για δικούς μου λόγους, κυρίως, για το γεγονός ότι είναι απόλυτα δημιουργική μόνον όταν συμβιώνει μαζί του, πως ο άντρας της ζωής της ήταν ο ζωγράφος Χαβιέρ Βιλατό. Εμφανώς επηρεασμένη από τις παρακολουθήσεις των μαθημάτων και τις συνεχείς αναφορές στην προσωπική της ζωή, ένα βράδυ ήρθε στον ύπνο μου… ο Βιλατό. Αυτό το όνειρο περιγράφω σε στίχους κι αυτό το ποίημα εμπιστεύτηκα στη δασκάλα μου. Μπήκα άπειρες φορές στον πειρασμό να προβώ σε διορθώσεις. Σήμερα με ενοχλεί, ας πούμε, η απουσία στίξης, η χρήση της κεφαλαιογράμματης, τα πολλά λόγια. Από την άλλη, έτσι έγραφα ως εικοσάχρονη και η κοινοποίηση του συγκεκριμένου ποιήματος κάθε άλλο παρά φιλοδοξεί να επανασυνδεθεί με την όποια χαμένη του, λογοτεχνική αξία. Μου αρέσει επειδή, τριαντατρία χρόνια μετά, αποτυπώνει την επίσκεψη της Χατζηλαζάρου στη ζωή μου με όχημα έναν «ονειρικό» άνδρα. Ο Χαβιέρ στο όνειρο μού μιλάει με τα λόγια της. Όχι, η Μάτση δεν είχε ανάγκη τους άνδρες για να υπάρξει. Είχε μόνο την παλαβή, παθιασμένη, φλογερή τους ανάγκη κι αυτό την κάνει στα μάτια μου μία υπέροχα γήινη ύπαρξη που αποκάλυψε τη μουσική της εποχής της και που οι στίχοι της απάλυναν αισθητά τη στιχουργική ακαμψία, μπολιάζοντας την με χιούμορ, φαντασία και ανθρώπινες εκκρίσεις , πράγματα τα οποία αποτελούν αδιάκοπες αναβάσεις προς την ποίηση και το φως. Αντιγράφω το ποίημα:

Tώρα του Αι-Γιαννιού που ανάψανε φωτιές
Ήρθε ο
Χ
αβιέρ με μία ζωγραφιά πίσω στο αυτί του
Τι κάνει η Μάτση ρώτησα. Είπε
Είναι μια θάλασσα χυμοί από γινωμένα φρούτα
η ζωγραφιά, χρώματος του κορμιού της προς τα κάτω
Πετάει στη Γριγρία του απογεύματος τα ψόφια ψάρια του βραδιού
Μου ’δωσε κι ένα λόγο να σου φέρω
να τον ρίξεις στη φωτιά για χάρη της
Πάνω στην ανοιχτή παλάμη του Χαβιέρ τεντώθηκε ο λόγος απ’ τον ύπνο
Ήταν ο ΕΡΩΣ αποκαμωμένος ΩΡΕΣ στο σκοτάδι των δαχτύλων του
(Άραγε είναι αυτός ο λόγος της αγάπης τους)
Τόσες ΩΡΕΣ ποίημα λιώσανε ΕΡΩΣ μες στις φωτιές που ψήλωναν
Ο Χαβιέρ τράβηξε αμίλητος τη ζωγραφιά απ’ τ’ αυτί του
Με το αριστερό την πέταξε, με το δεξί βαφότανε γαλάζιες σπίθες
Τότε απλώθηκε μια μυρωδιά
όπως αν έγλειφαν οι φλόγες τα λεπτά της πόδια
Τι κάνει ρώτησα. Ο Χαβιέρ είπε
Φορώντας μόνο τα καινούργια της γοβάκια από δέρμα μανταρινιού
Την ξέρεις δα τη Μάτση πώς μπαινοβγαίνει στα τοπία


Και τότε και σήμερα, αυτό το ποίημα αφιερώνεται στην Άντεια Φραντζή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: