Το 1979 η Μάτση Χατζηλαζάρου

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ της Φρίντας Λιάππα
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ της Φρίντας Λιάππα

 


Όταν το φθινόπωρο του 1979 είδα στη βιτρίνα βιβλιοπωλείου —της Ενδοχώρας, στη Σόλωνος, βαλμένο σίγουρα εκεί από το χέρι του Μάνου Μοσχονά—ένα καλοτυπωμένο βιβλίο με τον, τραβηχτικό ομολογουμένως, τίτλο «Ερως μελαχρινός», δεν γνώριζα πολλά για τη Μάτση Χατζηλαζάρου.
Μάλλον γνώριζα ελάχιστα, όπως ότι είχε υπάρξει σύζυγος του Εμπειρίκου και ότι της είχε αφιερώσει την Ενδοχώρα (αυτές οι υπέροχες συμπτώσεις!). Το αγόρασα, από ενδιαφέρον, επειδή μου άρεσε από τότε να ανακαλύπτω άγνωστους (σε μένα) συγγραφείς και ποιητές. Διάβασα, ή μπορώ να πω ρούφηξα τα ποιήματα. Αυτό που με μάγεψε δεν ήταν το γεγονός ότι τότε ήμουν κι εγώ μελαχρινός, ούτε και ότι ήμουνα εικοσιπέντε χρονών, αλλά ήταν οι ποιητικές εικόνες και η ελευθερία της γραφής. Και η γλώσσα. Γλώσσα πρωτόγνωρη, γνήσια. Γλώσσα ελεύθερη. Γλώσσα ερωτική.
Υπήρξε για μένα μια αποκάλυψη. Είχαν πια καταλαγιάσει οι ηρωϊκές εποχές μετά το τέλος της χούντας, όπου, μέσα στο μετεφηβικό μπέρδεμα, συνυπήρχαν οι κομματικές νεολαίες, οι πορείες, τα «καλέσματα», οι νομοτέλειες, οι καθοδηγητές, η ξύλινη γλώσσα, μαζί με έρωτες και βράδυα σε ταβέρνες, με κουβέντες και μεθύσια με ούζα και άλλα ποτά, με την επιθυμία για έναν δικό μας χώρο, ένα δωμάτιο έστω, έξω απ’ το σπίτι των γονιών και με – αλλοπρόσαλλα θα λέγαμε σήμερα - διαβάσματα. Είχα διαβάσει Λουντέμη και Θέμο Κορνάρο, αλλά και υπερρεαλιστές ποιητές: είχαν επανεκδοθεί μετά το 1974 τα βιβλία του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, η ρηξικέλευθη «Οδός Νικήτα Ράντου» του Κάλας, που είχαν αποκαλύψει μια άλλη ήπειρο. Ψαχνόμασταν – στον πληθυντικό, δεν αφορά μόνο εμένα, ούτε όμως και όλους τους εικοσικάτι της εποχής – μέσω της ποίησης, της τέχνης, μήπως από κει βρούμε κάποια άκρη μέσα σε κείνη την ανακαταμένη περίοδο.
Κύριο θέμα το ερωτικό - και πολύ πιο πιεστικό όταν είσαι είκοσι χρονών. Αλλά και το θέμα της πολιτικής στράτευσης, κι αυτό πιεστικά παρόν τα χρόνια εκείνα. Στο ερωτικό οι άδοξοι έρωτες μάς πήγαιναν απ’τη ζέστη στο κρύο και πάλι πίσω – δε χωρούσε μέση κατάσταση. Όσο για την πολιτική, περάσαμε από πολιτικές νεολαίες, αλλά οι περισσότεροι δε γίναμε κομματικοί, θητεία κάναμε λόγω ηλικίας και συνθηκών, δεν ψάχναμε σπίτι να μας στεγάσει. Ανέστιοι ήμασταν και έτσι μείναμε. Ας μη θεωρηθούν όμως αυτά σαν κανένα κατόρθωμα. Παιδιά ήμασταν τελικά, με τις ευαισθησίες μας, με τα τραύματά μας, με τις ικανότητές μας. Ίσως όμως και να μας ένωνε —εμάς, εννοώ τους ανθρώπους που έκανα παρέα— το ότι δεν θέλαμε να μας «καπελώνουν» (πολυφορεμένο το ρήμα) και θέλαμε να κάνουμε το δικό μας κι ας μη μας έβγαζε αυτό πουθενά κι ας το πληρώνουμε ακόμα.
Έτσι λοιπόν, το καλοκαίρι του 1979 εμφανίστηκε στη ζωή μου η Μάτση, με τον Έρωτά της τον μελαχρινό και με τη γητειά της. Η οποία επιπλέον δήλωνε ότι τα λόγια έχουν κρόσσια!
Μου άρεσε και η προμετωπίδα του Javier, τον οποίο δεν ήξερα καθόλου. Ήθελα να αποκτήσω ένα από τα αριθμημένα αντίτυπα του βιβλίου, με την πρωτότυπη χαλκογραφία, όμως και το κοινό αντίτυπο που είχα αγοράσει έκανε καλά τη δουλειά του – αν μπορώ να το πω έτσι. Έδωσε μια δυνατή σπρωξιά κι άνοιξε διάπλατα, τέντα, ένα μεγάλο παράθυρο, δίφυλο, που είχαν μέχρι τότε ανοίξει – ο καθένας με τον τρόπο του – ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Κάλας και άλλοι ακόμα, κι έμπαινε τώρα από κει ανεμπόδιστα φως λαμπερό και καθαρό και φρέσκος αέρας, ευωδιαστός, και ανάπνεα κι εγώ, ο ακόμα τότε σαστισμένος νεαρός. Έμπαινε κι ο κάτισχνος Πούμας, έμπαινε η βασίλισσα του Περού, έμπαινε μια καρδιοδόχη σακάτικη, ένας τζιτζικο-ζηλεμένος, τα γριγριά μαζί με τη Γριγρία και άλλα πολλά και θαυμαστά.
Πολλοί, που ζήσαμε την εφηβεία μας μέσα στη χούντα, ενηλικιωθήκαμε ακούγοντας τραγούδια με μηνύματα, βλέποντας στο Στούντιο και στην Αλκυονίδα ταινίες με μηνύματα, ενώ τραγουδούσαμε τα Τραγούδια του αγώνα, τη Ρωμιοσύνη και αντάρτικα. Και λίγα χρόνια αργότερα, λίγο πριν τελειώσει η δεκαετία που καθόρισε τη ζωή μου, εμφανίστηκε ξαφνικά η Μάτση για να μου πεί, στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου της «...δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων».

Άραγε, τι θα έλεγε άραγε πάνω σ’ αυτό ο όποιος καθοδηγητής του καιρού εκείνου;

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: