Μικρή μεθόριος

Μικρή μεθόριος

Ελένη Αράπη, «Μικρή μεθόριος», εκδ. Ιωλκός


Όποτε πιάνω να διαβάσω ένα καινούργιο βιβλίο ποίησης, μου αρέσει να ξεκινάω, όταν είναι δυνατόν, κάνοντας μια γρήγορη σύνδεση με τα προηγούμενα, γιατί πάντα τη θεωρώ χρήσιμη, αν όχι απαραίτητη· λίγο παραπάνω ίσως σε αυτή την περίπτωση, καθώς ένα τουλάχιστον ποίημα της Ελένης Αράπη περιλαμβάνεται αυτούσιο και στα δύο βιβλία της, συνδέοντάς τα, αλλά και υπαινισσόμενο ότι η ποιήτρια, ενδεχομένως, κρατάει από την προηγούμενη συλλογή της ό,τι θεωρεί ακόμα δραστικό, αφήνοντας πίσω της τα υπόλοιπα. Πρόκειται για το ποίημα με τον τίτλο Ενάντια το οποίο συντίθεται ολόκληρο πάνω σ’ έναν προεξαγγελτικό μέλλοντα που μοιάζει να απηχεί μια βασική σκέψη της ποιήτριας, και κάθε ίσως ποιητή, την αντίθεσή της στον κόσμο όπως είναι φτιαγμένος: «Θα χτίσω στην άμμο / δίχως λογική, κόσμε / λογικέ, στραγγαλισμένε. // Θα χτίσω ενάντια, ενάντια / με μόνη μου ηδονή, το γκρέμισμα».
Τα στοιχεία λοιπόν –οι λέξεις δηλαδή– που κυριαρχούν στο προηγούμενο βιβλίο της Ελένης Αράπη, την ποιητική συλλογή Με βράγχια ανασαίνω η οποία κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, είναι το αίμα (πολλές φορές το αίμα), η σκουριά, η φωτιά, η αλμύρα και η ποίηση. Ας διαβάσουμε ένα ποίημα από εκείνη τη συλλογή, στο οποίο αποτυπώνονται, νομίζω, τα βασικά μοτίβα και οι σταθεροί εκφραστικοί τρόποι της Ελένης Αράπη, όπως τους βρίσκουμε και στο νέο της βιβλίο. Λέγεται «Οι ονειρευτές»· θα μπορούσε να λέγεται επίσης «Οι ποιητές»:

Στα βράχια και στις λάσπες του βυθού
του μέσα και του έξω
ιχνηλατούν τον αχινό.

Κι αν ανέλπιστα τον ανταμώσουν
ολάκερο τον τρώνε με τ’ αγκάθια
άχνα δεν βγάζουν κι ας πονάνε.

Με αίμα τον ταΐζουν
αργή ροή στα σωθικά.

Αν αντέξουν μπορεί να αξιωθούν
να ξεστομίσουν τη σπορά του.

Ίσως να γεννηθεί το ποίημα.

Λίγο δεν είναι.


Η πίστη στη δύναμη της ποίησης (που εν προκειμένω δηλώνεται, έστω μετριοπαθώς, με το καβαφικό εκείνο «λίγο δεν είναι») και η πεποίθηση ότι, για να γεννηθεί το ποίημα, ο ποιητής οφείλει να ματώσει αποτελούν σταθερά επανερχόμενες ιδέες στα ποιήματα της Ελένης Αράπη, οι οποίες την τοποθετούν πάνω στη μακριά γραμμή του ρομαντισμού που μας έρχεται από την εποχή της Υπεράσπισης της ποίησης του Shelley και, περνώντας οπωσδήποτε από τον Σικελιανό, φτάνει εμφανώς εξασθενημένη στις μέρες μας. Η Αράπη όμως αυτόν ακριβώς τον υψηλό λυρισμό υπερασπίζεται με τα ποιήματά της, αρνούμενη την πεζολογία και την πρόχειρη αφαιρετικότητα που μοιάζει να επικρατούν σήμερα.
Γιατί η ποίηση, μας λέει, είναι η ηχώ εκείνης της ερωτικής κραυγής που δεν σβήνει ποτέ, είναι η βασιλική οδός ή, μάλλον, η μόνη οδός για την αθανασία, είναι το αιώνιο τίποτα, η αιώνια ματαιότητα, το αιώνιο πάντα, όπως διαβάζουμε σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής. Η ποίηση είναι το όπλο που μπορεί να ρίξει κάτω τον θάνατο, είναι το μέσο που διαθέτει ο άνθρωπος για να αντιμετωπίσει τη στασιμότητα και την ασχήμια. Είναι ο φόβος του θανάτου που γίνεται οίστρος της ζωής, όπως μας λέει ένας ακόμη δάσκαλος της ποιήτριας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ποια ποίηση ωστόσο; Όχι εκείνη που δεν είναι παρά παιχνίδισμα με τις λέξεις και άσκηση επί χάρτου ή άμουση καταγραφή σκέψεων και άτεχνη εξομολόγηση, αλλά —μας το λέει αυτό αναλυτικά η ποιήτρια— εκείνη που νιώθεται σαν ένα ανατρίχιασμα στο σώμα, που αχνίζει κάτω απ’ τις στάχτες γιατί έρχεται πάντα με τη φωτιά, εκείνη που γεννιέται απ’ την πληγή, που κρύβεται κάτω απ’ τη σκουριά, που υψώνεται από τα ερείπια· η ποίηση κυρίως που αναβλύζει από το σώμα του ποιητή μαζί με το αίμα του. Γιατί η Ελένη Αράπη φαίνεται να συμφωνεί με τον Νίτσε, στον οποίο αφιερώνει μάλιστα ένα ποίημα στο βιβλίο της, όταν λέει «Από όλα όσα έχουν γραφτεί, αγαπώ μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του».

Η ποίηση ωστόσο δεν είναι το μόνο όπλο που διαθέτει ο άνθρωπος για να αντιμετωπίσει τη φθορά και τον θάνατο. Ο έρωτας έχει και αυτός την ίδια δύναμη, αλλά ο έρωτας όταν είναι κι αυτός ποίηση, όταν ανθίζει από το αίμα των εραστών, ο έρωτας που κρύβει μέσα του ένα «αποτρόπαιο βάθος», που γίνεται νυχιά και κραυγή, που συνενώνει σώμα και ψυχή, σάρκα και πνεύμα, το διονυσιακό και το απολλώνιο. Το «όσοι γεννήθηκαν θάλασσες / μόνο με βράγχια ανασαίνουν / κι ας ναυαγούν διαρκώς», που διαβάζουμε στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της Ελένης Αράπη, γίνεται μετά από τη μεσολάβηση της οργασμικής ροής που περιγράφεται στην τωρινή της συλλογή: «τα βράγχια / —επιτέλους— / βρήκανε πνεύμονες / ν’ ανασάνουν». Γιατί είναι ακριβώς ο έρωτας που γίνεται οξυγόνο για τους ναυαγούς και αίμα για τους διψασμένους νεκρούς· είναι ο έρωτας που νικάει τον θάνατο.
Σε ένα από τα ποιήματα της πρώτης ενότητας του βιβλίου, η οποία τιτλοφορείται «Έρωτας», η ιδέα αυτή εικονογραφείται πολύ χαρακτηριστικά. Το ποίημα ξεκινάει με την εικόνα ενός μάλλινου σακακιού που ρίχνεται κατάχαμα για να γίνει νυφικό σεντόνι για τους δύο εραστές και κλείνει με την καταληκτική φράση, σε μορφή αφορισμού όπως συνηθίζει η ποιήτρια: «Κάτω απ’ το σακάκι / ο θάνατος λιώνει». Ή, όπως διαβάζουμε σε άλλο ποίημα της ενότητας: «Κάτω απ’ τις στάχτες / το σπέρμα ακόμα αχνίζει».
Επέμεινα σε δύο μόνο από τα νήματα που διατρέχουν τα ποιήματα της Μικρής μεθορίου και της χαρίζουν την ενότητα που τη διακρίνει: στον ποιητικό λόγο και στην ερωτική πράξη ως δυνάμεις που αντιστρατεύονται τον θάνατο, και άφησα κατά μέρος άλλα στοιχεία του βιβλίου που αξίζουν σχολιασμό, όπως —για να αναφέρω δύο από αυτά— το πλήθος των αρχαιοελληνικών αναφορών που συναντάει σε κάθε σελίδα της συλλογής ο αναγνώστης, καθώς και τη δεντρολατρεία της ποιήτριας που κατάγεται από τη μινωική θρησκεία και στα χρόνια μας τη συναντάμε έντονα στα ποιήματα του Δημήτρη Παπαδίτσα – ο οποίος χωρίς κανένα δισταγμό θα προσυπέγραφε στίχους σαν τους «στο χνότο του ελάτου / νικιέται ο θάνατος» ή «να μετρηθώ και να χαθώ / στο άγιο πάτημα του ελάτου».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: