Τώρα είναι ο καιρός σου



O Τζό­σουα Μπέκ­μαν (Joshua Beckman) γεν­νή­θη­κε το 1971 στο Νιού Χέι­βεν του Κο­νέ­τι­κατ. Έχει δη­μο­σιεύ­σει εν­νέα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και πολ­λές με­τα­φρά­σεις ξέ­νων ποι­η­τών στα αγ­γλι­κά. Η συλ­λο­γή του Your time has come εκ­δό­θη­κε το 2004 και πε­ρι­λαμ­βά­νει 150 σύ­ντο­μα ποι­ή­μα­τα.


Τώρα είναι ο καιρός σου


Δυο νε­ο­φερ­μέ­να σπουρ­γί­τια –
οι του­ρί­στες δεν το ξέ­ρουν
πως εί­ναι νε­ο­φερ­μέ­να.

Τού­το το κα­ρά­βι από τη Ρω­σία
πη­γαί­νει πα­ντού
κι ύστε­ρα κά­θε­ται εδώ
ακί­νη­το και γα­λή­νιο.

Γλά­ροι πλάι στο φέ­ρι­μποτ.
Εί­ναι πα­ρα­τη­ρη­τές αν­θρώ­πων.

Πί­στευε πως υπήρ­χαν πά­ρα πολ­λά ποι­ή­μα­τα –
τώ­ρα εί­ναι μό­νη
και πε­ρι­μέ­νει να γρά­ψει ένα.

Πά­νω στη σκά­λα κιν­δύ­νου
σκε­φτό­μουν πώς να ζή­σω
άλ­λη μια μέ­ρα χω­ρίς δου­λειά.

Πέ­θα­νε τό­σο νέ­ος,
θα πρέ­πει να του πω
τι έγι­νε με­τά.

Ω άτλα­ντα
κοί­τα
έχεις ξε­χά­σει το νη­σί μου.

Σκά­φος που κά­νεις τις φι­γού­ρες σου,
κα­θό­λου δεν εντυ­πω­σια­ζό­μα­στε
από την τα­χύ­τη­τά σου.

Μια ήσυ­χη βρο­χή
μού μού­σκε­ψε τα βι­βλία –
ού­τε καν τα σκυ­λιά
δεν την κα­τα­λά­βα­νε που ερ­χό­τα­νε.

Αρ­γά τη νύ­χτα
η λάμ­ψη της τη­λε­ό­ρα­σης.

Πες του­λά­χι­στον μια κα­λή ιστο­ρία,
αφού δεν έχεις κα­θό­λου λε­φτά.

Πο­λύ κου­ρα­σμέ­νος για να γρά­ψω
και το δια­μέ­ρι­σμα εί­ναι τό­σο ζε­στό
που δεν μπο­ρώ να κοι­μη­θώ.

Θα σε σκο­τώ­σουν αυ­τά τα τσι­γά­ρα.
Το εί­πε τό­σο γλυ­κά
που ήθε­λα ν’ ανά­ψω κι άλ­λο.

Παι­διά ακού­γο­νται
έξω από το πα­ρά­θυ­ρό μου –
έλα να τ’ ακού­σεις.

Πά­νω στο πλοίο
κρα­τώ­ντας την ομπρέ­λα μου,
τι πρα­κτι­κός που εί­μαι.

Ιν­διά­νοι κο­λυ­μπού­σα­νε
στον Κόλ­πο του Μαν­χά­ταν
πριν από χρό­νια.

Τού­τα τα ποι­ή­μα­τα δεν τα βγά­ζουν πέ­ρα
με τη μνή­μη,
για­τί λοι­πόν δεν μου τη­λε­φω­νείς;

Όλη τη μέ­ρα ιδρω­μέ­νος –
ού­τε καν ο ήλιος
δεν σε συ­μπα­θεί.

Φθαρ­μέ­νο μου ση­μειω­μα­τά­ριο,
εί­σαι πο­λύ μι­κρό
για τό­σα πολ­λά ποι­ή­μα­τα.

Μην ανη­συ­χείς,
ζή­σε άλ­λη μια βδο­μά­δα 
κι ανη­συ­χείς τό­τε.

Βου­η­τό του σύ­μπα­ντος,
προ­σπα­θώ να κοι­μη­θώ.

Δεν με ήξε­ρες από πριν
για­τί λοι­πόν νό­μι­ζα
πως αν φε­ρό­μουν δια­φο­ρε­τι­κά
θα ήμουν πιο εν­δια­φέ­ρων.

Θέ­λη­σα να σκε­φτώ λί­γο
και βλα­κω­δώς
έπια­σα στο χέ­ρι μου το στυ­λό.

Τώ­ρα που έχω με­γα­λώ­σει
ο καυ­τός ήλιος μού θυ­μί­ζει άλ­λους καυ­τούς ήλιους.
Πριν από χρό­νια απλώς έκαι­γε.


Ο ιε­ρα­πό­στο­λος στο κα­ρά­βι
ήταν τό­σο ωραία γα­λή­νιος,
δεν εί­ναι όμως ο Θε­ός του
που τον έκα­νε να εί­ναι έτσι.

Με­τά το δεί­πνο
οι ιε­ρα­πό­στο­λοι δεν μι­λά­νε για τον Θεό,
μι­λά­νε για μας.

Θα με πά­ρει ο ύπνος
και θα μου πεις γι’ αυ­τό
αρ­γό­τε­ρα.

Ανό­η­το πλοίο,
ση­μα­σία δεν δί­νεις στο νε­ρό
που το κά­νεις πέ­ρα για να δια­βείς.

Φυ­τά στον διά­δρο­μο
πλάι στο άδειο ασαν­σέρ,
θα σας σώ­σω.

Το να μι­λά­ει κα­νείς για τον και­ρό
κα­τά­ντη­σε κοι­νό­το­πο,
τι θλι­βε­ρό.

Ακό­μη κι η κα­κιά σερ­βι­τό­ρα
αι­σθά­νε­ται τ’ αε­ρά­κι.

Ξύ­πνη­σα νω­ρίς και βάλ­θη­κα
να χα­ζεύω τους βια­στι­κούς αν­θρώ­πους.
Να ξυ­πνάω πιο συ­χνά έτσι νω­ρίς.

Κά­ποιος βολ­τά­ρει πά­νω στο πο­δή­λα­τό του
ακού­γο­ντας ρα­διό­φω­νο.
Ποιον κό­σμο δεν ορί­ζει αυ­τός ο άν­θρω­πος;

Κα­νείς δεν κοι­μά­ται
πά­νω στο νε­ρό.
Ας το δο­κι­μά­σου­με εμείς φέ­τος το κα­λο­καί­ρι.

Κά­θε που βγαί­νω απ’ το σπί­τι
γρά­φω κι από ένα ποί­η­μα –
σή­με­ρα όμως ήμουν όλη τη μέ­ρα μέ­σα.

Τι ωραία που και­γό­μου­να
όλη μέ­ρα κά­τω απ’ τον ήλιο,
τώ­ρα όμως εί­μαι κα­μέ­νος.

Τό­ση ζέ­στη από­ψε,
ακό­μη κι οι μπά­τσοι τρώ­νε πα­γω­τά.

Τι το πα­ρά­ξε­νο υπάρ­χει
στο αγά­πη-ει­ρή­νη-και-
κα­τα­νό­η­ση;
Κα­λή ερώ­τη­ση.

Μη θυ­μώ­νεις,
εί­μαι στο κρε­βά­τι και σε σκέ­φτο­μαι
που εί­σαι στη δου­λειά.

Η κα­ται­γί­δα την πε­ρι­μέ­νει
να φύ­γει,
ύστε­ρα βρέ­χει.

Την έχει κο­πα­νή­σει όλος ο κό­σμος από τη δου­λειά
σή­με­ρα
ή μό­νο εγώ;

Τα σύν­νε­φα σχη­μα­τί­ζουν μι­κρές σκιές
στα χω­ρά­φια.

Σύν­νε­φα μα­ζεύ­ο­νται
πά­νω από τη Γουόλ Στριτ
για φα­γη­τό.

Ένα χί­πης
με πέ­ρα­σε για λο­γι­στή.
Μπο­ρεί και να ‘χει δί­κιο.

Κα­νο­νί­στη­κε λοι­πόν η μέ­ρα μου,
θα κα­πνί­σω κά­τι
και ύστε­ρα θα βολ­τά­ρω.

Ποιος ξέ­ρει τι κά­νει ο κα­θέ­νας μας από­ψε.
Λοι­πόν εγώ εί­μαι στο κρε­βά­τι
και προ­σπα­θώ να γρά­ψω τού­τα τα ποι­ή­μα­τα.

Σή­με­ρα θα πε­ρά­σω τη μέ­ρα μου
εμπο­δί­ζο­ντας τον εαυ­τό μου
να κά­νει αυ­τό που θέ­λει.

Ήθε­λα να στα­μα­τή­σω να γρά­φω
και το ποί­η­μα εί­πε
εί­ναι μια όμορ­φη με­λαγ­χο­λι­κή νύ­χτα
στα­μά­τα να γρά­φεις.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: