Στροφές από ένα βιβλίο

Στους Δελφούς
Στους Δελφούς / φωτ. Βασίλης Παπαγεωργίου

Συ­νέ­χεια από τον Χάρ­τη #45

Τα ποι­ή­μα­τα του Michael Economou προ­έρ­χο­νται από το βι­βλίο Vid ödekyrkan i Svensköps socken [Στην έρη­μη εκ­κλη­σία της ενο­ρί­ας Σβέν­σεπ, 2021]. Όλα μι­λούν με αγά­πη για τη μη­τέ­ρα του Brita Economou (1933-1999), από τη μι­κρή πό­λη Kristianstad στη Νό­τια Σου­η­δία, και τον Αθη­ναίο πα­τέ­ρα του Χρί­στο Οι­κο­νό­μου (1926-2017). Η πρώ­τη τους συ­νά­ντη­ση έγι­νε μέ­σα σ’ ένα τραμ στην Αθή­να, όπου η μη­τέ­ρα του ποι­η­τή «ερ­γα­ζό­ταν ως au pair» αμέ­σως με­τά τον δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο. Προς το τέ­λος της δε­κα­ε­τί­ας εκεί­νης με­τα­κό­μι­σαν στη Σου­η­δία.

Όλα έγι­ναν τό­σο γρή­γο­ρα.
 Άγιος Λαυ­ρέ­ντιος επέ­ζη­σε του θα­νά­του

του Χρι­στού στον σταυ­ρό.

*

Μπο­ρέ­σα­με να μεί­νου­με μα­ζί σου, μπα­μπά
όταν σ’ άφη­σαν να πε­ρά­σεις την πύ­λη.

Τι μυ­στή­ριο: τό­σο φω­τει­νό.

*

Ποιοι ήταν οι Μαυ­ρο­ντυ­μέ­νοι μο­να­χοί;
Με ποιο δι­καί­ω­μα εί­παν: Ο Θε­ός εί­ναι μέ­γι­στος,

πλού­σιος στη φτώ­χεια σας;

*

Μέ­σα μου της απου­σί­ας
ο οξύς φω­τει­νός κα­τα­να­γκα­σμός – εσείς νε­κροί

φω­τει­νοί ζεί­τε.

*

(Σύ­ντο­μα θα συρ­ρά­ψουν οι αρ­χαιο­λό­γοι
το σχέ­διο της ζω­ής των νε­κρών
μέ­σ’ από το χώ­μα των θαυ­μά­των.

*

Η πα­ρου­σία της θλί­ψης
της μα­μάς εί­ναι αντι­πυ­ρι­κή ζώ­νη μέ­σ’ από

τη φω­τει­νή μας πύ­λη.

*

Βα­θιά κά­τω
αστρά­φτει ένας ακό­μη σταυ­ρός.
Ο άφθαρ­τος 13ος αιώ­νας!)

*

Δεν αντέ­χω δί­χως το φως της ζω­ής σας.

*

Το αη­δό­νι ακού­ει
τη θλί­ψη που βγαί­νει από την ίδια του τη μου­σι­κή

στην αρ­ρυθ­μία των ερει­πί­ων.

*

Η ξαν­θιά από τον βορ­ρά,
ο με­σο­γεια­κός μά­τσο: σας κλεί­δω­σαν στην

ευ­ρω­παϊ­κή σας συ­νά­ντη­ση;

*

Άλο­γα που τρέ­χουν
στη no man’s land κά­νουν την ελευ­θε­ρία

αχα­λί­νω­τη ερω­τι­κά.

*

Η φω­τει­νή σκέ­ψη που σας μι­λώ.

*

Υγρός χυ­μός του δά­σους
διώ­χνει τον ερω­διό

από το ίδιο του το φως.

*

Φω­τει­νοί νε­κροί, ζεί­τε μέ­σα μου.

*

Ο ήλιος σε ανα­πο­διά.
Σύν­νε­φο με γκρί­ζο τα­ξι­διω­τι­κό κο­στού­μι ανε­βαί­νει

στις τέσ­σε­ρις θά­λασ­σες του ου­ρα­νού.

*

Βγες έξω στη ζωή, εί­πε
ο μπα­μπάς, δεν θα κα­τα­λά­βεις πο­τέ

για­τί εί­μαι Έλ­λη­νας.

*

Τέσ­σε­ρις θά­λασ­σες, και πέμ­πτη
κα­μιά για να μπο­ρέ­σω ν’ ανα­ζη­τή­σω

επα­κρι­βή πλου.

*

Όλα εκτός από την αγά­πη
τον χρό­νο και τις σκέ­ψεις για τους νε­κρούς μου

με σκο­τώ­νει.

*

Οι αξιώ­σεις του Θε­ού
κα­τα­λα­γιά­ζουν με τα χε­λι­δό­νια.

Πέ­ταγ­μα της προ­σευ­χής.

*

Ο Μπέν­τζα­μιν Σποκ σου δεν σε βο­ή­θη­σε,
μα­μά: δεν ήταν

ο σω­στός θε­ός σου.*

*

Τα βρό­μι­κα πό­δια
των αγί­ων εί­ναι μια αιώ­νια λι­τα­νεία

πε­ρί χά­ρι­τος και αδι­κί­ας.

*

Δεν έχω τα­ξι­δέ­ψει αρ­κε­τά στο τα­ξί­δι ζω­ής τού μπα­μπά.

*

Πά­νω στην Αγία Τρά­πε­ζα
ο κοκ­κι­νο­λαί­μης αι­σθά­νε­ται

τη θρη­σκεία της βα­λα­νι­διάς.

*

Δεν έχω βρει το μυ­στή­ριο της ζω­ής της μα­μάς.

*

Φλύ­α­ροι σκί­ου­ροι:
τι έχουν να πουν, δί­χως λέ­ξεις –

κά­τι που δεν λέ­ει τη φύ­ση τους;

*

Τα χά­πια εί­πες,
μα­μά, τα χά­πια: φ έ ρ’ τ α

ε δ ώ. Τα χά­πια.

*

Ο κισ­σός σκαρ­φα­λώ­νει
πά­νω από τη σιω­πή στην Αγία Τρά­πε­ζα.

Ιε­ρά εξέ­τα­ση της βλά­στη­σης.

*

Χρή­μα­τα ή χά­πια:
πού – πώς – πό­τε – βρή­κα­τε την
ασφά­λειά σας;

*

Το αγιό­κλη­μα
δί­πλα στον τοί­χο σβή­νει τις μνή­μες

πα­λιών υψη­λών πο­λι­τι­σμών.

*

Τι κρυ­βό­ταν
στη σχέ­ση της Κλά­ρας και του Τού­ρε

που σου έκα­νε να δια­βά­ζεις τον Μπέν­τζα­μιν Σποκ;

*

Φύλ­λα του Νο­εμ­βρί­ου
κρύ­βο­νται στη λάμ­ψη

πα­λιών αιώ­νων.

*

Κων­στα­ντί­να και Γρη­γό­ριος:
Η φτώ­χεια τους δεν θα τε­λειώ­σει

πο­τέ.

*

Σιω­πή
στη βρο­χή του δά­σους: έτσι, χω­ρίς λό­γο
οι ήχοι.

*

Ο Οκτώ­βριος
εί­ναι το άλ­μα του κοκ­κι­νο­λαί­μη

στον χει­μώ­να.

*

Η τε­φρο­δό­χος σου δεν ήταν ελα­φριά.
Εί­μαι ένας απ’ αυ­τούς που δεν τους άφη­σαν

να την κρα­τή­σουν.

*

Τι λέ­νε τα δέ­ντρα;
Χω­ρίς φύλ­λα και ήλιο μπο­ρούν

να ονει­ρεύ­ο­νται μό­νο.

*

Φέ­ρω τη λύ­πη όπως την πεί­να μου για νό­η­μα.

*

Ο θά­μνος τρέ­μει.
Η θη­ριώ­δης τουα­λέ­τα

του αγριο­γού­ρου­νου.

*

Η στιγ­μή περ­νά­ει
μαρ­γα­ρι­τά­ρια στον ιστό της αρά­χνης: σύ­ντο­μα

θα εί­μα­στε ανα­μνή­σεις, μα­ζί.

*

Χω­ρι­σμός, επι­στρο­φή στο σπί­τι.
Τί­πο­τε άλ­λο στην απά­ντη­ση

της ψυ­χής του που­λιού στον κό­σμο.

*

Η ευ­ρω­παϊ­κή σας συ­νά­ντη­ση
στο ανά­θε­μα του κα­θρέ­φτη του αυ­το­κι­νή­του.

Ο 20ός αιώ­νας προ­σκρού­ει πά­νω μου.

*

Η ανη­λε­ής
απα­νε­μιά στο ότι χρό­νος και μέ­ρα

εί­ναι ένα επέ­κει­να ​​κα­θ’ οδόν.

*

Αν μό­νο άνοι­γες λί­γο
την πόρ­τα, μα­μά, θα μοι­ρα­ζό­μα­σταν

το σκο­τά­δι μα­ζί σου;

*

Το να πι­στεύ­εις ότι οι πε­τα­λού­δες ακού­γο­νται και αγκα­λιά­ζο­νται ανα­βάλ­λει τον θά­να­το.

*

Ήσυ­χη συ­νεί­δη­ση: Λο­γα­ρια­σμός ττ. 90-1950.
Πει­να­σμέ­να παι­διά μπο­ρού­σαν να σε κρα­τούν

άυ­πνη για βδο­μά­δες.

*

Ο μυ­κηθ­μός των ελα­φιών βρο­ντά
με τέ­τοια έντα­ση που ο ρυθ­μός των που­λιών

χει­ρο­τε­ρεύ­ει.

*

Τι εί­δους φί­λες;
Αφού δεν μπο­ρού­σες να στρα­φείς

σε κά­ποια απ’ αυ­τές.

*

Το βρά­δυ εκεί­νο στο ήσυ­χο
φέγ­γος της προ­σφώ­νη­σης του Θε­ού

εί­ναι εντε­λώς αφέγ­γα­ρο.

*

Στο μαρ­γα­ρο­κό­χυ­λο
μπο­ρού­σες πά­ντα ν’ ακούς την ηχώ

της πεί­νας σου για ομορ­φιά.

*

Πιο κο­ντά στο έδα­φος.
Aρ­γό περ­πά­τη­μα

στους αστε­ρι­σμούς.

*

Η στιγ­μή τον χει­μώ­να του 1974.
Με­γά­λη ανα­κού­φι­ση: οι απο­σκευ­ές σας ήταν ελα­φριές.

Τολ­μή­σα­τε την ευα­λω­τό­τη­τα!

*

Αι­νιγ­μα­τι­κή διαύ­γεια.
Μια νύ­χτα δί­χως μο­να­ξιά,

μό­νος.

*

Κα­νείς δεν φο­ρού­σε μά­σκα.
Η ζωή χα­λά­ρω­σε, δια­λύ­θη­κε

με τα σύν­νε­φα.

*

Δεν εί­ναι ασυ­ντό­νι­στο,
το δια­στη­μι­κό σκο­τά­δι σε τρα­χιά

σιω­πή.

*

Δεν κου­βα­λού­σες κα­μιά σκιά και κα­νέ­να πα­ρελ­θόν τη μέ­ρα εκεί­νη.

*

Φω­τει­νές ανα­λα­μπές στο υστε­ρό­βρα­δο.
Η σε­ρε­νά­τα των δια­στη­μι­κών τό­νων εκ των άνω

το μό­νο που δεν τε­λειώ­νει.

*

Το πο­λύ­τι­μο
στο μι­κρό, πέ­ρα ​​από κά­θε έν­νοια.

Η στιγ­μή δεν τε­λειώ­νει πο­τέ.

*

Η λο­βέ­λια βλέ­πει
με μά­τια που εί­ναι αστε­ρι­σμοί: η γη

εί­ναι ένας μαύ­ρος σβό­λος.

*

Κά­πο­τε στον δι­πλα­νό τά­φο
θα βρω ευ­τυ­χία, θα απο­κα­λύ­ψω ό,τι

έχω στην καρ­διά μου.

*

Κλει­σμέ­νη σε πε­φτα­στέ­ρια
η φω­τιά σι­γο­καί­ει για ένα δέ­κα­το του δευ­τε­ρο­λέ­πτου.

Τα κα­τα­κόκ­κι­να δά­κρυα του δια­στή­μα­τος.

*

Η απελ­πι­σία σου ήταν βα­ριά.
Όταν πια ήταν πο­λύ αρ­γά ήθε­λαν όλοι

να τη φέ­ρουν μέ­σα τους.

*

Στα πε­φτα­στέ­ρια οι ερω­τή­σεις
κι­νού­νται όπως η σύ­ντο­μη στιγ­μή μας

πά­νω στη γη.

*

Κου­βα­λά­με μα­ζί το μέλ­λον
μας, τις ανα­μνή­σεις μας, τη θλί­ψη μας.

Τα λύ­τρα μας ενώ­πιον της φω­τει­νής πύ­λης.

* Ανα­φο­ρά στο γνω­στό βι­βλίο του Αμε­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα Benjamin Spock The Common Sense Book of Baby and Child Care, 1946.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: