Στροφές από ένα βιβλίο

Μίκαελ Οικονόμου
Μίκαελ Οικονόμου



 

O πουλίσιος παφλασμός του ρυακιού.
Όνειρα για μεγαλύτερες ροές

στο νερό της καρδιάς.


*

Αν τραγουδήσουμε μαζί,
εσείς σαν φωτεινοί νεκροί, εγώ

εν ζωή ακόμη.

**

Το φύλλο της βελανιδιάς τρέμει
στον ρυθμό του κοκκινολαίμη.

Ο άνεμος είναι κολπικός.


*

Έχω αρκετό χρόνο
να αναμένω εκατοντάδες χρόνια

των βιογραφιών σας.


**

Ένα μονοπάτι πέρα
από κάθε κατεύθυνση προς τα εμπρός, φυγή

κάθε παρουσίας.


*

Τι σου έκανε
ο πόλεμος, μπαμπά, η πείνα –

τι έκανε στην όρεξή σου για ζωή;


**

Κρυμμένη στην ομίχλη
η πουλίσια ψυχή του Φραγκίσκου τραγουδά

πάνω από άσπρες πέτρες.


*

Αν θυμάμαι
καλά, αν το σκοτάδι

με σβήνει.


**

Ρίζα σφένδαμου και βελανιδιάς
μεγαλώνουν μαζί, κι έτσι – η έκσταση

στις καρδιές των νεκρών!


*

Αν κάποιος σου κρατούσε
το χέρι, αν κάποιος το

εννοούσε: θα άντεχες τότε;


**

Το σχίσιμο, γαλάζιο
στο ύφασμα του σύννεφου ράβεται μαζί

με το φως του λιβαδιού.


*

Θρησκεία:
Ελληνορθόδοξη – κατά το πλείστον

διακοσμητικές δόσεις.


**

Μια μύχια αίσθηση ότι νεκρά πουλιά τραγουδούν ακόμη στα δέντρα.


*


Θρησκεία:
η φαρμακοβιομηχανία – μεγάλες

αθέλητες δόσεις.


**

Φθινόπωρο για τα καλά.
Τα δέντρα πετούν στα χρώματά τους

πάνω απ’ το σκοτάδι του εδάφους.


*

Η τρυφερότητά σας ζει
στις λέξεις σας για μένα: παιδάκι, αγοράκι,

καραγκιοζάκο. Μιχάλη.


**

Λαμπερό,
το φθινοπωρινό φύλλο στο ξεθωριασμένο

ασήμι του νερόλακκου.


*

Η απόσταση απ’ τον
κοσμοπολίτη στον μπαμπά

λεπτή σαν τα φυλλαράκια χόρτου.


**

Αυτές τις στιγμές τα δέντρα ηρεμούν την παγκόσμια αναστάτωση.


*

Η σιωπή της Άγιας Τράπεζας:
τόσο παράξενο να σας ακούω.

Όχι τότε, όχι τότε.


**

Τα ερείπια του ναού ανοίγουν
όταν οι καλεσμένοι στην κηδεία έχουν πεθάνει

στην παλιά τους πίστη.


*

Τόσο ήρεμη, η ανησυχία για το
σκοτάδι που καίει μέσα μου,

που δεν θέλει να σβήσει.


**

Ξεθάψτε, ξεθάψτε
τα βρώμικα κόκκαλα των αγίων.

Διαφορετικά θα κρυώσουν οι προσευχές.


*

Δεν είμαστε όμως κανενός
ο θάνατος, λέτε – είμαστε τα δέντρα

των ριζών σου.


**

Το όνομά σου, Θεέ,
ακατανόμαστο – είσαι τόσο σιωπηλός

στο απώτερο σύμπαν του εγώ.


*

Εσείς νεκροί: τι λέτε
πέρα ​​απ’ το σκοτάδι – άλλο απ’ αυτό που λέει

το φως πάνω απ’ τον τάφο;


**

Κάτω απ’ τα ερείπια του ναού φυτρώνουν ρίζες μέσ’ απ’ το σκανικο-ρωμαϊκό μαυρόχωμα.


*

Οι ρίζες όμως επιθεωρούν το σπίτι
πάνω απ’ τη γη: κανένα ερείπιο – μόνο

η ζέστη του θανάτου σας.


**

Οι μαραμένες ορχιδέες
είναι ένας πανδημικός θησαυρός, τιμημένος

επίσης απ’ τον Άγιο Λαυρέντιο.


*

Σοφός σαν τους πατέρες της ερήμου –
καλά, σχεδόν – προσδοκώ τη ζωή σας

πέρα απ’ τον θάνατό σας.


**

Τη ζωή του Θεού στην πίστη
ακολούθησε η διαφάνεια του Θεού στο δάσος.

Τώρα ακούγονται πουλιά.


*

Θα σας πω
πού είστε ακόμη ζωντανοί μέσα μου – αν

ακούτε τι σας θέλω.


**

Γιατί ήρθαν
μέσ’ από το δάσος: οι λιθοξόοι;

Η Ευρώπη των Μαυροντυμένων μοναχών.


*

Τηλεόραση με προσποιητή αγάπη.
Μπαμπά, πρόσεχες την αγάπη μας.

Έκλεινες τον απαίσιο κόσμο.


**

Κανένας κάτοικος δάσους δεν καταλάβαινε
τη σιωπή τους, τις απαιτήσεις τους:

κρασί και σκλάβοι.


*

Άστεγοι, ζητιάνοι:
μπαμπά, δεν τους προσπερνούσες – όπως

όλοι εκείνοι που κοίταζαν αλλού.


**

Αυτό που ήθελαν οι λιθοξόοι,
αυτό που επιβλήθηκε δεν

εξάλειψε την αρχαία σκανδιναβική θρησκεία.


*

Σε μεγάλη δυστυχία;
Όχι, μαμά. Ποτέ δεν ήσουν τόσο ειλικρινής

για το σκοτάδι σου.


**

Κανείς δεν έχυσε δάκρυα
όταν εξαφανίστηκαν στο δάσος

τρία φθινόπωρα αργότερα.


*

Ήθελα να σε λέω
Αρισμαρί, αν και δεν το ήθελες.

Αρτεμισία ήταν το καρύκευμα σου.


**

Οτιδήποτε ήταν Χριστός
χύθηκε σαν άνθρωποι

στους δρόμους του στίγματος.


*

Κανείς δεν κράτησε το χέρι σου, μαμά.
Πόσο σκοτεινά ήταν όταν μας άφησες,

τόσο εγκαταλειμμένη;


**

Ναι, η έκσταση στις καρδιές των δέντρων!


*

Υπάρχει νόημα, έγραψες –
μόνο αφού είχες πεθάνει

έζησα στην απάντησή σου.


——————

Στροφές από το βιβλίο Vid ödekyrkan i Svensköps socken ( Στην έρημη εκκλησία της ενορίας Σβένσεπ ), 2021

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: