Ι. Στιγμιότυπο πρώτο
Για πολλά χρόνια, κάθε φορά που ήμουν στην Αθήνα, έπαιρνα το μετρό και το λεωφορείο για τη Βούλα. Στάση «Άγιος Ιωάννης» και μετά κατηφόρα γεμάτη πεύκα μέχρι να βρω το σπίτι της Άντειας. Συχνά από το πρωί μέχρι το βράδυ, με καφέ και κουλουράκια, με καρπούζι τα καλοκαίρια, παρέα με την Άντεια και τις ιστορίες της. Κάποια στιγμή τη ρώτησα: «Άντεια, να ηχογραφήσω τις αφηγήσεις σου; Είναι κρίμα να ξεχαστούν». Αρνήθηκε. Ας είναι, ας μείνουν, όσα μείνουν, στη μνήμη. Ας ξεφυτρώνουν αναμνήσεις από παλιές συνομιλίες εκεί που δεν το περιμένεις. Την ώρα που διαβάζω ένα ποίημα και θυμάμαι την Άντεια να αφηγείται, καθισμένη στο καναπεδάκι του σαλονιού, να ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και να μεταμορφώνει τις αναμνήσεις σε κινηματογραφικά στιγμιότυπα με νοσταλγία και αγάπη, ενώ το εφιαλτικό στοιχείο παραμονεύει κρυφά στις γραμμές:
«Οι φωτογραφίες»
Κωνσταντινούπολη 1956
Χτίζω με φωτογραφίες το μάτι μου∙
ακούω ένα τραγούδι
που είναι όλα τα παιδικά μου
χρόνια
ένα κέντημα στα χέρια της μάνας
όλος ο διωγμός στην αντίπερα όχθη
ένα ταούκ κιοξού στο Βόσπορο
τα ψάρια που λείπαν απ’ το Μπαλουκλί
οι ταφόπλακες που στρώναν
την αυλή της εκκλησίας.
Οι ουρές των παγονιών ανοιγο-
κλείνουν
κι εγώ πίνω για εβδόμη φορά αγί-
ασμα.
Χωθήκαμε στο χαμάμ
όλο ατμισμένα και
στο βάθος γυναικεία κορμιά γυμνά
όσα δεν έχω δει σ’ όλη μου τη ζωή.
Εφιάλτης με στρογγυλές γραμμές∙
ο δάσκαλος να έχει ειδική ώρα ύπνου
με τις μαθήτριές του
σε χωριστά όμως κρεβάτια.
Του δασκάλου τα παπούτσια τα θυμάμαι
να εξέχουν απ’ την νεκρόκασα
του πατέρα μου τα μανικετόκουμπα
να γυαλίζουν.
Έμπαινες στο σπίτι∙
μα τώρα
το σπίτι είναι αληθινό
εσύ σκιά.
Φύγε φύγε παλιομπαμπά
γιατί με τρομάζεις∙
καλύτερα στη φωτογραφία
να σ’ αγαπώ.
Φάγαμε καλαμπόκι βραστό με μπόλικο αλάτι
η Φλώρα μου έδειξε κοπανέλι
μου έφτιαξε γλυκό σταφύλι.
Σταμάτησα το κλάμα και σ’ αγαπώ πάλι
όμως μη μου ζητάς
να μην ονειρεύομαι
τις κορινθιακές κολόνες
τη λαδομπογιά
και τα πλακάκια της κουζίνας.
Έδειρα πάλι τα παιδιά στο σχολείο.
Όταν με είδε η δασκάλα μού είπε:
απ’ τα μάτια σου καταλαβαίνω
εσύ έχεις άδικο.
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη και
δοκιμάζω βλέμματα.
Μα γιατί με προδίνουν τα μάτια μου;
Θα τα βγάλω λοιπόν κι εγώ
με το κουτάλι του γλυκού.
Θα τα δώσω στη μαμά και
στον μπαμπά για νερατζάκι∙
γούστο θα ’χει.
Στην αρχή θα τρομάξουν
μα στο τέλος θα γελάσουν∙
αυτό άλλωστε έχει σημασία.
ΙΙ. Στιγμιότυπο δεύτερο
Το πρώτο καλοκαίρι που επέστρεψα στην Ελλάδα η Άντεια μου είχε ετοιμάσει μια έκπληξη: κανόνισε να πάμε εκδρομή στο Σούνιο. Ο ναός, ο ουρανός, η θάλασσα, το άσπρο και το μπλε, σαν να ήθελε να μου υπενθυμίσει την πατρίδα, να μου δώσει ένα ερέθισμα να συνδεθώ ξανά με τον τόπο και το τοπίο. Μου έλεγε συχνά πόσο αγαπούσε τη θάλασσα και καταλάβαινε αντίστοιχα την αγάπη μου για το βουνό. Με τον καιρό, ορίσαμε τις ταυτότητές μας, η Άντεια η θαλασσινή, εγώ η βουνίσια.
Στα ποιήματά της το υγρό στοιχείο είναι έντονα παρόν, το νερό, η θάλασσα, η βροχή, το κύμα, οι λέξεις που γίνονται υδρατμοί και κυριεύουν το ποιητικό υποκείμενο, οι λέξεις που τελετουργικά αφήνονται σαν σπονδή στο κύμα:
Στο κύμα
Με διάφανα φτερά
στη γυάλινη γραμμή
ακουμπώ τα κομμάτια απ’ τη σπασμένη
λέξη στο κύμα.
Στα ποιήματά της η φύση είναι έντονα παρούσα, ακόμη και τα μικρά και αθέατα του φυσικού κόσμου, στα οποία άλλοτε δίνει λόγο το ποιητικό εγώ άλλοτε συνομιλεί μαζί τους και κάποτε ταυτίζεται με τις ιδιότητές τους. Διαβάζουμε για τα πουλιά, τα έντομα, τα δέντρα, «τον πράσινο μίσχο και το ξερό κλωνάρι» που ανθίζει η δύναμη του έρωτα, τις πέτρες, τον τζίτζικα που αφουγκράζεται τον κόπο και την αγωνία της ποιητικής δημιουργίας, τα λουλούδια που στρώνουν τον ποιητικό καμβά «από τη μυγδαλιά στην πασχαλιά / μες στο χορτάρι να σε κυλήσω λέξη», τη μικρή αράχνη που υφαίνει τις λέξεις να γεννηθεί το ποίημα και βέβαια την πεταλούδα, που τριγυρνά συχνά στις γραμμές των ποιημάτων παραμένοντας εγχάρακτη στο δέρμα του ποιητικού υποκειμένου:
Η πεταλούδα
Κατάλαβα κάπως αργά
τι σήμαιναν οι κίτρινες και κόκκινες κηλίδες
που έβλεπα από μικρή εγχάρακτες στο στήθος μου.
Τώρα που τα γονίδια άρχισαν να γερνούν
και οι κηλίδες να σκουραίνουν
τα φτερά της να τσουρουφλίζονται τις νύχτες
στο φως της λάμπας
κι η πεταλούδα να μην μπορεί πια να πετάξει.
Τώρα κάπως αργά
για να λάμψουν τα χρωμοσώματα
την πρώτη λάμψη τους∙
κατάλαβα του στέρνου μου την πεταλούδα.
ΙΙΙ. Στιγμιότυπο τρίτο
Άντεια, αγάπησες πολύ τις λέξεις. Τις δίδαξες, τις διόρθωσες, τις μίλησες, τις τραγούδησες, τις πήρες μία-μία και έχτισες τα ποιήματά σου, τις σκάλισες με την υπομονή του τεχνίτη που λαξεύει το μάρμαρο και βγήκαν ζωντανά, παλλόμενα ποιήματα. Μίλησες για τη δημιουργία της τέχνης και της ζωής, τη δυσκολία και τον πόνο της ακύρωσής της, τον έρωτα και το σώμα, την απώλεια και τον θάνατο, τη γέννα και τα βρέφη, έγραψες ποιήματα με τη λεπτή μελαγχολία που αφήνει ενθύμιο η οδύνη, αλλά ποτέ δεν παραιτήθηκες, έγραψες τους στίχους σου για να’ χουν να τραγουδούν, να βρίσκουν δύναμη και αντοχή να προχωράνε οι σημαδεμένοι, τα σημαδεμένα κορίτσια του κόσμου τούτου:
Η μικρή Ελένη
Στο πρόσωπό της σταματά μια κάθετη ουλή
είναι η σημαδεμένη
γι’ αυτό τη βλέπετε να περπατά
ατάραχη και σιωπηλή
δεν είναι και δεν γίνεται να είναι φοβισμένη.
Είναι η μικρή Ελένη
που κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της.
Στο πρόσωπό της σταματά μια κάθετη ουλή.
Είναι η μικρή Ελένη
γι’ αυτό τη βλέπετε να σπαρταρά
με βλέμμα σα μικρό πουλί
πικρό πουλί πετούμενο φτερούγα συντριμμένη.
Είναι η σημαδεμένη
που σκύβει και μου λέει: Σήκω επάνω
τα μάτια κλείσε κι αποχαιρέτησε.
7. «Η μικρή Ελένη» ΜΡ3
Η Άντεια Φραντζή διαβάζει το ποίημα στην εκπομπή της ΕΡΤ «Η φωνή της Ελλάδας»
_____________
Όλα τα ποιήματα που αναφέρονται στο κείμενο προέρχονται από την τελευταία συγκεντρωτική έκδοση: Άντεια Φραντζή, Το έσω χάραγμα, 1975-2015, εκδ. Sestina 2021