Στα τέλη του ’93 σε ομιλία μου στην Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης, που μια συντομευμένη της μορφή δημοσιεύθηκε στο περ. Αντί το ‘94 με τίτλο «Σχολιάζοντας τη σύγχρονη ελληνική ποίηση» έγραφα: «Δεν έχω σκοπό να μιλήσω για ''γενιά'' ― αρκετές ''γενιές'' έχουν εφευρεθεί τα τελευταία χρόνια για να έχω την αφέλεια να προσθέσω άλλη μία: η λεγόμενη γενιά του ’70 ή γενιά τής αμφισβήτησης, μετά την αυτοανακήρυξή της, αυτοκαταργήθηκε ― η λεγόμενη γενιά του ’80 ή του ιδιωτικού οράματος, μετά την αυτοανθολόγησή της, αποκοιμήθηκε».
Αναρωτιέμαι τώρα: Ιδιώτικό και δημόσιο, πόσο να διαφέρουν άραγε;
Λοιπόν, εν έτει 2020 μιλάμε για τη Γενιά του ’70: Προφανώς για να είμαστε εδώ έχουμε, έστω σιωπηρά, αναγνωρίσει ότι όντως υπήρξε. Κατά τη γνώμη μου οι γενεαλογίες είναι συμβάσεις, που αρχικά φτιάχνουν μια μορφή ενότητας. Στην χρονική διάρκειά τους, ωστόσο, διαμορφώνονται τα ποιητικά πρόσωπα, παίρνουν τον ατομικό τους δρόμο και η ένταξη σε μια γενιά αποκτά ένα συμβολικό χαρακτήρα. Νομίζω πως η διακηρυγμένη «σιωπή» των συγγραφέων στα χρόνια της δικτατορίας έπαιξε έναν έμμεσο ρόλο στην ανάδειξη της γενιάς του ΄70. Ούτως ή άλλως η δικτατορία συμπίεσε τις φωνές των νέων ποιητικών δυνάμεων που ασφαλώς υπήρχαν και εν πολλοίς ανέστειλε την εκφορά δημόσιου λόγου, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Ειδικά στην περίπτωσή μας καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι παρέες και τα περιοδικά που διαμόρφωσαν (κάτι ανάλογο, βεβαια, με ό,τι ίσχυε και στο παρελθόν): Μνημονεύω αρχικά το Τραμ, που ξεκίνησε με τον Καλοκύρη, τον Θεοδωρίδη, τον Χουλιάρα και τον Σουλιώτη, το 1971. Κι αυτό γιατί πρώτο έδωσε το παρόν με αποτέλεσμα τις γνωστές συνέπειες εκ μέρους της χούντας, δίκες και λοιπά. Το περιοδικό κυκλοφόρησε εκ νέου με τη Μεταπολίτευση. Στη συνέχεια το Δέντρο με τον Γκανά, τον Πατίλη και τον Μαυρουδή. Επίσης, η Λέξη, με τον Φωστιέρη και τον Νιάρχο. Παράλληλα, το περιοδικό Διαβάζω έφερε στο προσκήνιο τη δημόσια διάσταση της γενιάς. Υπάρχουν, βέβαια και άλλα, αλλά δεν θα κάνω τώρα μελέτη του θέματος. Αναφέρομαι σε όσα περιοδικά, πήραν, κατά τη γνώμη μου, το αρχικό βάρος της πρωτοβουλίας. Άλλωστε, υπάρχει ένα βιβλίο του Καλοκύρη για τα Νεοελληνικά Λογοτεχνικά Περιοδικά,
ιδιαίτερα χρήσιμο.
Παράλληλα, διαμορφώθηκε μια τάση για την προφορική δημόσια ανάγνωση και επομένως οι νέοι τότε ποιητές, παρουσιάζονταν, λ.χ. 4-5 μαζί στη γκαλερί «Ώρα» του Μπαχαριάν και αλλού. Κάποιες ακόμη συνάξεις νέων ποιητών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη δημιουργούσαν ανασυνθέσεις στις παρέες.
Οι τάσεις ήταν ποικίλες και σίγουρα μπορούσες να διαπιστώσεις αγάπη και μίσος για τη γενιά του ’30. Αγάπη, γιατί είχε επηρεάσει βαθιά τους περισσότερους και μίσος για λόγους «απεξάρτησης»… Ο Ελύτης πάλι, υπήρξε το Μέγα Μετέωρο, ενώ η υπερεαλιστική ομάδα έδρασε καταλυτικά στη συνείδησή μας, κυρίως όμως ανέδειξε στην καρδιά τη δική μου, τουλάχιστον, τον ιδιοσυγκρασιακό Εγγονόπουλο. Ωστόσο, οι τάσεις που είχαν διαφανεί με την Πρώτη και τη Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά έδρασαν περισσότερο πολιτικά και πολύ λιγότερο με συγκεκριμένες προτάσεις ποιητικής. Υπάρχουν, βέβαια και εξαιρέσεις… Σιγά σιγά αλλά σταθερά ήρθε στο προσκήνιο ο Καρυωτάκης και η λεγόμενη γενιά του ΄20.

Τι ήταν όμως αυτό που πέρα από τα γενεολογικά κριτήρια έδωσε υπόσταση στην γενιά του ’70; Θα έλεγα, η μεγάλη βουτιά στο παρελθόν χωρίς όρια, καθώς και η πολυσυλλεκτικότητα στις λογοτεχνικές, ιστορικές, φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές επιλογές και το δυναμικό άνοιγμα σε κάθε τι διαφορετικό. Οι ποιητές πρωτίστως είναι αναγνώστες. Πλέον παρατηρούν λιγότερο τη φύση και ακολουθούν λιγότερο τις ενορμήσεις τους. Η φύση μεταμορφώνεται σε αστικό τοπίο και στη θάλασσα συλλέγουν βότσαλα…
Μεταμορφώνονται συχνά σε τυφλοπόντικες που αναζητούν σκάβοντας να βρουν μιαν έξοδο στο φως. Σκοτάδι και φως λοιπόν που άλλοτε έχει εντοπιότητα, άλλοτε κυριεύεται από το ξένο και αλλότριο και άλλοτε πάλι, σπανιότερα, οδεύει προς το διάστημα ακόμη και με τεχνολογικές εξαρτήσεις.

Ωστόσο, η ζωή συνεχίζεται και νεότερες γενιές εμφανίζονται, ανθολογίες φτιάχνονται και πάντα κάτι προβάλλει άξιο να μας πείσει πως η ποσότητα δεν μας στερεί αναγκαστικά από την ποιότητα… που κι αυτή μπορεί ανά πάσα στιγμή να αμφισβητηθεί. Σ’ αυτό το γαϊτανάκι όσοι ποιητές συμπράττουν είναι ενδεχόμενο να νιώθουν κάπως σαν τους απόστρατους, που καλείται ξανά η κλάση τους. Όσο για τις ποιήτριες, χωρίς να θέλω να γενικεύσω, μάλλον σαν να πηγαίνουν σε σχολικό reunion. Ξεχωρίζω τις γυναίκες ποιήτριες από τους άντρες για ένα, κυρίως, λόγο: Οι γυναίκες είναι μαχόμενες ― παλεύουν για να ακουστούν, και στη γενιά του 70 αυτό έγραψε μια μικρή ιστορία. Ωστόσο, για να πω κάτι εντελώς κοινότοπο, ακόμη ζούμε στην πατριαρχία και αυτό δεν μπορούμε να το διαγράψουμε. Στο άρθρο μου, που προανέφερα, σημείωνα σχετικά για τις γυναίκες ποιήτριες: «η δυναμική παρουσία των γυναικών τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μάλιστα στην ποίηση, είναι ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του ζητήματος ― η παρουσία των γυναικών εκτός από τη συνάρτησή της με τις κοινωνικές παραμέτρους που έδωσαν, ούτως ή άλλως, στις γυναίκες τη δυνατότητα μιας ισότιμης έκφρασης, στην προκειμένη περίπτωση αποκτά έκτακτο ενδιαφέρον για ορισμένες πλευρές, για ό,τι δηλαδή συνηθίζουμε να ονομάζουμε ιδιαιτερότητα της συμβολής τους― άποψη που δεν προϋποθέτει αναγκαστική συμφωνία για την ύπαρξη αυτής της ιδιαιτερότητας, αλλά σίγουρα θέτει ένα ζήτημα προς διερεύνηση». Αναγκαιότητα ή φεμινιστικό πρόταγμα; Μένει εκκρεμές προς απάντηση…
24 Μαρτίου 2020, στον καιρό του κορονοϊού
[ Απόσπασμα ομιλίας στο βιβλιοπωλείο των εκδ. Γκοβόστη που, λόγω καραντίνας, ματαιώθηκε ]