Η ποίηση της Άντειας Φραντζή κινήθηκε ανάμεσα στον υψηλό μοντερνισμό και στο λυρικό παίγνιο. Ο υψηλός μοντερνισμός (όπως τον υπηρέτησαν, φερειπείν, οι μεγάλες Ελληνίδες ποιήτριες Ελένη Βακαλό (1921-2001) και Μαντώ Αραβαντινού (1926-1998), με το έργο των οποίων η Φραντζή είχε ασχοληθεί και ως φιλόλογος) ήταν ένα ύφος ήδη ‘ντεμοντέ’ και καταφρονημένο από την ‘γενιά του 1970’ στην οποία βιβλιογραφικώς εντάσσεται η Φραντζή. Ομοίως και τα παίγνια λυρισμού (είδος που θα ‘επανανομιμοποιούνταν’ σε κατοπινές δεκαετίες): είτε με την σποραδική χρήση μέτρου και ομοιοκαταληξίας, είτε με την υιοθέτηση παραδοσιακών, ‘κλειστών’ ποιητικών μορφών, όπως το σονέτο – πόσο μάλλον η στεφάνη σονέτων (Στεφάνι, 1993).
Όσο ξηρά θελκτική είναι η μοντερνιστική αυστηρότητα κάποιων ποιημάτων της Φραντζή, άλλο τόσο γοητεύει η παιδικότητα, η αγνή χάρη, η καθαρότητα των λυρικών παιγνίων της. Η Φραντζή δεν μεγαληγορεί όταν είναι σοβαρή – και δεν ακκίζεται όταν παίζει. Αυτή η δίκοπη διαύγεια είναι, νομίζω, βασική αρετή της ποίησής της. (Ο «στιμμένος από ζουμιά» –για να μνημονεύσω την εντολή του αείμνηστου Βασίλη Διοσκουρίδη– αλλά παραμένων χυμώδης και μεστός χειρισμός της σωματικότητας, είναι μια άλλη αρετή της.)
Το ότι η ποίησή της δεν συζητήθηκε επαρκώς –αν δεν σφάλλω– όσο η ποιήτρια ζούσε, είναι ένα από τα ουκ ολίγα σκάνδαλα αποσιώπησης γυναικείων, κυρίως, φωνών της νεοελληνικής ποίησης. Εύχομαι το ποιητικό μνημόσυνο του οποίου μικρό τμήμα αποτελεί το παρόν κείμενο, να ξανανοίξει την συζήτηση για την ποιήτρια Άντεια Φραντζή όπως της αξίζει.
Στο ελάχιστο ανθολόγιο που ακολουθεί, διάλεξα ένα ποίημα από καθένα από εννέα ποιητικά βιβλία της – το δε ‘σονέτο’ που «εκπροσωπεί» το προτελευταίο βιβλίο της, 7 νυχτερινά σονέτα + 1 στροφή
(2012), έχει συντεθεί από τετράστιχα και τρίστιχα τεσσάρων εκ των σονέτων του βιβλίου. Μοναδικό κριτήριο, ο προσωπικός μου θαυμασμός. Πιστεύω, ωστόσο, ότι, παραταύτα, λάμπει όλο το φάσμα των ποιητικών τρόπων και επιτευγμάτων της Άντειας Φραντζή.