Μικροί οδηγοί ακρόασης / Και ποιήσας πηλόν τρυφερόν

——————

ΜΙ­ΚΡΟΙ ΟΔΗ­ΓΟΙ ΑΚΡΟ­Α­ΣΗΣ

——————

 



—Το στή­θος μου βρά­ζει, για­τρέ.
—Γδυ­θεί­τε να σας ακρο­α­στώ
.

*

Ερ.: Μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για τη μου­σι­κή;
Απ.:  Δεν μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για τη μου­σι­κή.


 

…και ποι­ή­σας πη­λόν τρυ­φε­ρόν

 

Robert Fludd ή Roberto de Fluctibus (1574-1637) Συμβολική αναπαράσταση της ακοής. Χαρακτικό από τη «Metaphysica Historia», 1617
Robert Fludd ή Roberto de Fluctibus (1574-1637) Συμβολική αναπαράσταση της ακοής. Χαρακτικό από τη «Metaphysica Historia», 1617


[…] και ποι­ή­σας πη­λόν τρυ­φε­ρόν έπλα­σεν εξ αυ­τού στρου­θία ιβ’
[…] έφτια­ξε μα­λα­κό πη­λό και έπλα­σε απ’ αυ­τόν δώ­δε­κα σπουρ­γί­τια

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛΙΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΘΩΜΑ, 2.2


Η μου­σι­κή βιο­γρα­φία εί­ναι φι­λο­λο­γι­κό εί­δος που συ­νί­στα­ται σε διευ­θε­τη­μέ­νες από τον συγ­γρα­φέα γρα­πτές αφη­γή­σεις της ζω­ής ατό­μων που εμπλέ­κο­νται στη δη­μιουρ­γία, την πα­ρα­γω­γή, τη διά­δο­ση και την υπο­δο­χή της μου­σι­κής, ει­δι­κό­τε­ρα της ζω­ής συν­θε­τών και μου­σι­κών εκτε­λε­στών, αλ­λά πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται επί­σης και οι λι­μπρε­τί­στες, οι εκ­δό­τες, οι κα­τα­σκευα­στές μου­σι­κών ορ­γά­νων, οι πά­τρο­νες, οι φι­λό­μου­σοι, οι μου­σι­κο­λό­γοι και οι συγ­γρα­φείς … Η μου­σι­κή βιο­γρα­φία ασχο­λεί­ται κυ­ρί­ως με την τεκ­μη­ρί­ω­ση και την ερ­μη­νεία γε­γο­νό­των, επι­δρά­σε­ων και σχέ­σε­ων στο πλαί­σιο μιας ζω­ής, αλ­λά το νό­μι­μο πε­δίο της έρευ­νάς της εκτεί­νε­ται στην βιο­λο­γι­κή και προ­γο­νι­κή κλη­ρο­νο­μιά, το ιστο­ρι­κό και κοι­νω­νι­κό πλέγ­μα, την μου­σι­κή πα­ρά­δο­ση και το πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Έτσι, η μου­σι­κή βιο­γρα­φία εί­ναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νη με τις πει­θαρ­χί­ες της ιστο­ρί­ας, της μυ­θο­λο­γί­ας, της ιστο­ρί­ας της μου­σι­κής, της γε­νε­α­λο­γί­ας των θε­σμών, της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας και της ψυ­χο­λο­γί­ας.

ΜΕÏΝΑΡΝΤ ΣΟΛΟΜΟΝ, ΛΗΜΜΑ «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ» ΣΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ «GROVE MUSIC ONLINE», 2001.

 

Η προ­μη­θεϊ­κή ιδέα

Οι βιο­γρα­φί­ες μοιά­ζουν με δί­χτυα ψα­ρι­κής. Ηρε­μούν ακί­νη­τες στο πέ­λα­γος της πλη­ρο­φο­ρί­ας που εγκλω­βί­ζε­ται τυ­χαία κι απο­δί­δουν σαν ση­κω­θούν βα­ριές από προ­κάτ ση­μα­σία μια τυ­χαία και πά­λι ει­κό­να της ζω­ής των βυ­θών. Τού­τη η αφρο­ντυ­μέ­νη γυα­λι­στε­ρή ανα­δυο­μέ­νη εκτε­θει­μέ­νη απ’ όλες τις πλευ­ρές στα αδιά­κρι­τα βλέμ­μα­τα παίρ­νει τη θέ­ση της στο πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νο μου­σείο των ιστο­ρι­κών προ­κα­τα­λή­ψε­ων. Εκεί όπου μα­ρα­γκιά­ζουν πλή­θη πα­ρά­δο­ξα, μου­σεια­κοί σω­σί­ες της άπια­στης πραγ­μα­τι­κής ζω­ής, κα­μω­μέ­νοι από αλ­λο­πρό­σαλ­λα υλι­κά αριθ­μη­μέ­να με τη χρο­νο­λο­γία λή­ξε­ως. Σχε­δόν χω­ρίς εξαι­ρέ­σεις (τέσ­σε­ρες εξαι­ρέ­σεις—ποι­η­τι­κές εκτρο­πές— που βιά­ζο­μαι να ση­μειώ­σω, και με όλον το σε­βα­σμό στον πε­ριο­ρι­σμό της ατο­μι­κής επο­πτεί­ας: ο Προυστ του Τζορτζ Πέι­ντερ, ο Λόρ­δος Ρό­τσε­στερ και η μαϊ­μού-του του Γκρέιαμ Γκριν, ο Μό­τσαρτ του Χίλ­ντε­σάι­μερ, ο Μπε­τό­βεν του Μέι­ναρντ Σό­λο­μον). Μέ­χρι να ση­κω­θεί η αυ­λαία και να υπο­κλι­θεί στο αμή­χα­νο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό του γρα­πτού πο­λι­τι­σμού μας απρό­σκλη­το το ποι­η­τι­κό κί­νη­τρο σαν πο­λύ­χρω­μο εξω­τι­κό που­λί που πα­ρέ­συ­ραν οι άνε­μοι από τη γα­λα­νή Σα­μαρ­κάν­δη της φα­ντα­σί­ας και το απί­θω­σαν στην σκη­νι­κή φα­ντα­σμα­γο­ρία της βιο­γρά­φη­σης για να δι­δά­ξει τις αι­σθή­σεις να αι­σθά­νο­νται, τη φα­ντα­σία να φα­ντά­ζε­ται, την ανά­λα­φρη χρυ­σαλ­λί­δα της ψυ­χής (πού­που­λα, χνού­δια, ό,τι στη γην ανά­λα­φρο έχει μεί­νει) να κα­τοι­κή­σει τον τρυ­φε­ρό πη­λό-φω­λιά για των αι­σθή­σε­ων το κα­μί­νι. Εξαγ­γέλ­λε­ται και εφαρ­μό­ζε­ται ένας απί­θα­νος αυ­το­σχε­δια­σμός που όμως απο­δει­κνύ­ε­ται ο μό­νος ικα­νός να δι­δά­ξει στο αν­θρώ­πι­νο εί­δος τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τά του. Στον πυ­ρή­να της ποι­η­τι­κής προ­σω­πο­γρα­φί­ας βρί­σκε­ται φερ­μέ­νη από άπα­τους βυ­θούς η επι­τα­γή να ανα­δυ­θεί πλα­στι­κά και γλωσ­σι­κά(=λο­γο­τε­χνι­κά, μου­σι­κά, ει­κα­στι­κά, αρ­χι­τε­κτο­νι­κά) η ατο­μι­κή ψυ­χι­κή και­νο­το­μία σε ανα­ζή­τη­ση ακό­ρε­στη μιας άλ­λης ψυ­χής. Ένα ιδα­νι­κό αγκά­λια­σμα-συ­νεύ­ρε­ση μέ­σα στη χρυ­σή βρο­χή μιας ακα­τά­σχε­της αι­σθη­τη­ρια­κής ει­κο­νο­ποι­ί­ας , ενός συ­ναι­σθη­τι­κού συ­να­γερ­μού που η πολ­λα­πλό­τη­τά του δεν μπο­ρεί πα­ρά να ανα­στή­σει και νε­κρούς—«ο λό­γος ήταν στην αρ­χή» και κά­θε λέ­ξη του άγνω­στου («από πού κα­τά­γε­ται αυ­τό το παι­δί;») ποι­η­τή (ου­ρα­νού και γης) ήταν μια τε­λειω­μέ­νη πρά­ξη: «κά­νει η ποί­η­ση το τί­πο­τα να υπάρ­ξει».

Πα­ραλ­λα­γές Μπε­τό­βεν

Οι Πα­ραλ­λα­γές Μπε­τό­βεν (Beethoven Variations. 2020), ποι­η­τι­κή προ­σω­πο­γρα­φία του συν­θέ­τη από την ποι­ή­τρια και μου­σι­κό Ρουθ Πά­ντελ , ακού­γο­νται σε 49 Ποι­ή­μα­τα με αφορ­μή μια ζωή (=Poems on a Life, Ποι­ή­μα­τα που ακου­μπούν σε μια ζωή). Τα ποι­ή­μα­τα μοι­ρά­ζο­νται σε ένα ποι­η­τι­κό προ­α­νά­κρου­σμα και τέσ­σε­ρα μέ­ρη από 12 ποι­ή­μα­τα το κα­θέ­να πα­ρα­κι­νώ­ντας τους μυ­στα­γω­γούς της αριθ­μο­λο­γί­ας να αι­σθαν­θούν την ελ­κτι­κή κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη της τε­τρα­φω­νί­ας, και των ποι­η­τι­κών πολ­λα­πλα­σί­ων της, εί­τε ως κουαρ­τέ­το έγ­χορ­δων μου­σι­κών ορ­γά­νων εί­τε ως μου­σι­κή σύν­θε­ση-κο­ρύ­φω­ση του μπε­το­βε­νι­κού έρ­γου. Το ποι­η­τι­κό προ­α­νά­κρου­σμα τι­τλο­φο­ρεί­ται «Αφου­γκρά­σου» και ει­σά­γει στην επι­στη­μο­νι­κή διά­στα­ση του μπε­το­βε­νι­κού θέ­μα­τος που εί­ναι η ακοή και η αν­θρω­πο­λο­γι­κή, κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­σμι­κή ση­μα­σία της ενώ αντα­να­κλά έναν χυ­μώ­δη ατο­μι­κό, βιω­μα­τι­κό, κο­σμο­γο­νι­κό μύ­θο που μας μπά­ζει από την πί­σω πόρ­τα της προ­σω­πι­κής ζω­ής της ποι­ή­τριας στο μπε­το­βε­νι­κό ακου­στι­κό δρά­μα: Η Πά­ντελ εί­ναι ένα από τα εβδο­μή­ντα δύο τρι­σέγ­γο­να του Κά­ρο­λου Δαρ­βί­νου ενώ δι­δά­χτη­κε βιό­λα (το μου­σι­κό όρ­γα­νο που έπαι­ζε «επαγ­γελ­μα­τι­κά» και ο μι­κρός—δε­κά­χρο­νος— Μπε­τό­βεν) και υπήρ­ξε με τον πα­τέ­ρα και τ’ αδέλ­φια της μέ­λος μιας πο­λυ­με­λούς οι­κο­γε­νεια­κής έγ­χορ­δης συ­ντρο­φιάς (με εξαί­ρε­ση την κλα­ρι­νε­τί­στρια-πια­νί­στρια μη­τέ­ρα της) που ασκού­νταν και ψυ­χα­γω­γού­νταν με μου­σι­κές εκτε­λέ­σεις στο σπί­τι. Από τις πρώ­τες μου­σι­κές εμπει­ρί­ες της εί­ναι η συμ­με­το­χή της στα Τρίο για έγ­χορ­δα έρ­γο 9. Τα τέσ­σε­ρα μέ­ρη των Πα­ραλ­λα­γών τι­τλο­φο­ρού­νται δια­δο­χι­κά: Μου­σι­κή στη σκο­τει­νιά του μυα­λού — Βιρ­τουό­ζος — Ήρω­ας — Δεν πρέ­πει να εί­σαι αν­θρώ­πι­νος. Συ­νο­δεύ­ο­νται από μό­το πα­ρα­πο­μπών που συ­γκρο­τούν από μό­νες τους ένα κρί­σι­μο και κρι­τι­κό αν­θο­λό­γιο επι­γραμ­μα­τι­κών κει­μέ­νων που θα μπο­ρού­σαν να τι­τλο­φο­ρού­νται «Ο Μπε­τό­βεν με τα ίδια του τα λό­για και στις ανα­μνή­σεις των συγ­χρό­νων του». Λει­τουρ­γούν αυ­τά σαν ένας μου­σι­κός αντι­κα­το­πτρι­σμός που φι­λο­δο­ξεί να γειώ­σει στην αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα το αό­ρι­στο εί­δω­λο που εί­ναι ο ρό­λος των ποι­η­τι­κών υπερ­βά­σε­ων να το ολο­γρα­φή­σουν. Δείγ­μα:

«Ο αλη­θι­νός αυ­το­σχε­δια­σμός έρ­χε­ται μό­νο όταν δεν νοια­ζό­μα­στε για το τι παί­ζου­με, έτσι ώστε αν θέ­λου­με να αυ­το­σχε­διά­σου­με με τον κα­λύ­τε­ρο, αυ­θε­ντι­κό­τε­ρο τρό­πο, πρέ­πει να αφη­νό­μα­στε ελεύ­θε­ρα σε οτι­δή­πο­τε μας έρ­χε­ται στο μυα­λό» (ση­μεί­ω­μα του Μπε­τό­βεν, από Ση­μειω­μα­τά­ριο του 1809).

Συ­μπλη­ρώ­νο­νται με μια πε­ζο­γρα­φι­κή κό­ντα από βιο­γρα­φι­κές ση­μειώ­σεις σε κα­μιά κα­το­στή πα­ρα­γρά­φους διό­λου επε­ξη­γη­μα­τι­κές-υπο­νο­μευ­τι­κές της προη­γη­θεί­σας ποι­η­τι­κής σύ­νο­ψης, αλ­λά ας πού­με σαν μια προ­σγεί­ω­ση, με­τά την κα­θαυ­τό ποι­η­τι­κή πτή­ση, σε μια τυ­πο­λο­γι­κά διά­φο­ρη πε­ζο­ποι­η­τι­κή Εδέμ για να ικα­νο­ποι­η­θεί το μέ­ρος της ανα­γνω­στι­κής πρό­σλη­ψης που η φα­ντα­σία στέ­ρη­σε από τη λο­γι­κή. Δείγ­μα:

«Ο Γιό­χαν [πα­τέ­ρας του Μπε­τό­βεν] ανα­γνώ­ρι­σε το χά­ρι­σμα του γιου του, και του άρ­χι­σε μα­θή­μα­τα βιο­λιού, βιό­λας και πλη­κτρο­φό­ρου στα τέσ­σε­ρα, ύστε­ρα προ­σέ­λα­βε δα­σκά­λους. Όταν ο Μπε­τό­βεν πλη­σί­α­ζε τα δέ­κα, ο Γιό­χαν τον πή­ρε απ’ το σχο­λείο και τον έβα­λε να δου­λέ­ψει στην ορ­χή­στρα της Αυ­λής του Εκλέ­κτο­ρα, παί­ζο­ντας βιό­λα, με­σαίο μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας του βιο­λιού. Στην Οι­κία Μπε­τό­βεν βλέ­που­με σή­με­ρα τη βιό­λα που έπαι­ζε. Πολ­λοί συν­θέ­τες έπαι­ζαν βιό­λα. Δεν έχει τη λα­μπρό­τη­τα του βιο­λιού ή τη δύ­να­μη του βιο­λον­τσέ­λου, αλ­λά όταν την παί­ζεις ακούς όλα όσα συμ­βαί­νουν γύ­ρω σου, όλες τις μου­σι­κές σχέ­σεις και τις αρ­μο­νί­ες, από μέ­σα. Εί­ναι το μου­σι­κό όρ­γα­νο του συγ­γρα­φέα, εσω­στρε­φές και εν­διά­με­σο.»

Ολο­κλη­ρώ­νο­νται χρο­νο­λο­γι­κά — μια ευ­θύ­γραμ­μη με­λω­δι­κή αφή­γη­ση από τη γέν­νη­ση στο θά­να­το, μοι­ρα­σμέ­νη κι αυ­τή σε τέσ­σε­ρα ομό­τι­τλα με τα ποι­η­τι­κά μέ­ρη κε­φά­λαια. Έτσι ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να τις ακού­σει σε συν­δυα­σμό με την αντί­στοι­χη ποι­η­τι­κή σύλ­λη­ψη αντι­στι­κτι­κά — το ποι­η­τι­κό μέ­ρος το δια­τρέ­χουν υπερ­σε­λί­διες χρο­νο­λο­γι­κές εν­δεί­ξεις που διευ­κο­λύ­νουν: 1770-1792, 1792-1802, 1803-1812, 1812-1827. Τα δυο τε­λευ­ταία χω­ρία:

«Ο Καρλ [ο ανε­ψιός από τον αδελ­φό του Καρλ —πα­τέ­ρας και γιος έχουν το ίδιο όνο­μα: Carl ο πα­τέ­ρας, Karl ο γιός— ο άλυ­τος ψυ­χι­κός κό­μπος του Μπε­τό­βεν] τον φρό­ντι­σε στην αρ­ρώ­στια, αλ­λά στρα­τεύ­τη­κε στις 2 Ια­νουα­ρί­ου 1827. Ο Μπε­τό­βεν δεν τον ξα­νά­δε πο­τέ. Γι­νό­ταν όλο και πιο αδύ­να­μος. Τον επι­σκέ­φτη­καν πα­λιοί του φί­λοι, το “πα­ντε­λο­νό­κου­μπο” [τρυ­φε­ρό πα­ρα­τσού­κλι που ο Μπε­τό­βεν εί­χε δώ­σει στον δω­δε­κά­χρο­νο γιο αγα­πη­τού του φί­λου] πε­τα­γό­ταν κά­θε τό­σο να τον δει και να του φτιά­ξει το κέ­φι. Κα­τα­χά­ρη­κε με τις 100 λί­ρες που έλα­βε από τη Φι­λαρ­μο­νι­κή Εται­ρεία του Λον­δί­νου, μι­λού­σε για μια ακό­μα συμ­φω­νία που θα έγρα­φε γι’ αυ­τούς και πως θα επι­σκε­πτό­ταν το Λον­δί­νο μό­λις ένιω­θε κα­λύ­τε­ρα, διά­βα­ζε Γουόλ­τερ Σκοτ και Όμη­ρο, προ­σπα­θού­σε να μά­θει επι­τέ­λους την προ­παί­δεια, έγρα­φε γράμ­μα­τα, ευ­χα­ρι­στού­σε τον πα­λιό του σπι­το­νοι­κο­κύ­ρη βα­ρό­νο Πα­σκουα­λά­τι για ένα μπου­κά­λι σα­μπά­νια.»

Και:

«Όταν εί­χε σχε­δόν χά­σει τη συ­νεί­δη­ση, κα­τέ­φτα­σε ένα κι­βώ­τιο με κρα­σί του Ρή­νου —  κρα­σί της ιδιαί­τε­ρης πα­τρί­δας του. «Κρί­μα, πο­λύ αρ­γά» εί­πε και του έδω­σαν μια κου­τα­λιά. Μες στην κα­ται­γί­δα στις 26 του Μάρ­τη, μέ­σα σε μια αστρα­πή, σ’ ένα μυ­ϊ­κό σπα­σμό ή μια τε­λευ­ταία πρό­κλη­ση, ύψω­σε τη γρο­θιά του, και έφυ­γε. Έγι­νε νε­κρο­ψία για να ανα­κα­λύ­ψουν, όπως εί­χε ζη­τή­σει ο ίδιος, την αι­τία της κώ­φω­σής του. Μια εγ­γρα­φή στην έκ­θε­ση ανα­φέ­ρει τη λε­πτο­μέ­ρεια «υπερ­βο­λι­κή πτύ­χω­ση» του εγκε­φα­λι­κού φλοιού: «δυο φο­ρές πιο βα­θιά από το σύ­νη­θες και πιο πυ­κνή, πιο ογκώ­δης». Τη μέ­ρα της κη­δεί­ας του τα σχο­λεία της Βιέν­νης έμει­ναν κλει­στά και χι­λιά­δες κό­σμος ακο­λού­θη­σαν την πέν­θι­μη πο­μπή κα­θώς διέ­σχι­ζε τους δρό­μους της πό­λης.»

Για τα Τρία Εκουά­λε για τέσ­σε­ρα τρο­μπό­νια του (WoO 30) (που επα­να­φέ­ρουν τον αριθ­μο­λο­γι­κό απο­κρυ­φι­σμό (3Χ4=12) στη διευ­θέ­τη­ση της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής) και αντή­χη­σαν («με από­κο­σμη απλό­τη­τα και ευ­γε­νι­κή θλί­ψη» κα­τά μια ύστε­ρη πε­ρι­γρα­φή) στη με­γα­λό­πρε­πη κη­δεία του, στην πε­ζο­γρα­φι­κή της από­κρι­ση η Πά­ντελ γρά­φει:

«Συν­δέ­θη­κε φι­λι­κά με τον Φραντς Γκε­γκλ, τον Μου­σι­κό Διευ­θυ­ντή του Κα­θε­δρι­κού του Λιντς. Ζή­τη­σε ν’ ακού­σει μια μου­σι­κή απο­κλει­στι­κό­τη­τα του Λιντς, ένα κομ­μά­τι που παί­ζο­νταν στις κη­δεί­ες και την Ημέ­ρα των Ψυ­χών: ένα Εκουά­λε (Equale), όπου μου­σι­κά όρ­γα­να της ίδιας οι­κο­γέ­νειας—τρο­μπό­νια—συμ­με­τεί­χαν ισό­τι­μα. Με­τά έγρα­ψε τρία και­νούρ­για για τον Γκε­γκλ. “Ο Μπε­τό­βεν μου σύν­θε­σε κά­ποια πέν­θι­μα κομ­μά­τια για τρο­μπό­νια. Τα έγρα­ψε στο δω­μά­τιό μου” έγρα­ψε ο Γκε­γκλ στον Ρό­μπερτ Σού­μαν το 1838. Ένα κουαρ­τέ­το για ισό­τι­μες φω­νές από την ίδια οι­κο­γέ­νεια ορ­γά­νων θα βρή­κε αντα­πό­κρι­ση στα δη­μο­κρα­τι­κά έν­στι­κτα του Μπε­τό­βεν και το εν­δια­φέ­ρον του για τη μορ­φή του κουαρ­τέ­του ακό­μα και εν μέ­σω —και ίσως ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο λό­γω— οι­κο­γε­νεια­κής σύρ­ρα­ξης

Ας δού­με και την ποι­η­τι­κή μορ­φή του θα­νά­του του Μπε­τό­βεν στο Musica humana. Επι­λο­γι­κό ποί­η­μα της συλ­λο­γής με τί­τλο πο­λυ­διά­στα­το. Βλέμ­μα δα­κρυ­σμέ­νο και ιδε­α­λι­στι­κά αν­θρω­πι­στι­κό στην αν­θρώ­πι­νη τρα­γω­δία μα και άμε­ση πα­ρα­πο­μπή-κα­τά­δυ­ση στο βά­θος του χρό­νου, στο quadrivium, την τε­τρα­κτύν (ιε­ρή αριθ­μη­τι­κή σει­ρά των Πυ­θα­γο­ρεί­ων—και πά­λι η μαγ­γα­νεία του αριθ­μού 4) των ελευ­θέ­ριων τε­χνών (artes liberales) της με­σαιω­νι­κής λα­τι­νι­κής εγκύ­κλιας παι­δεί­ας που πε­ρι­λαμ­βά­νει τη Μου­σι­κή. Ο ιστο­ρι­κός-αν­θρω­πο­λο­γι­κός ορι­σμός της Musica humana, δεύ­τε­ρο σπου­δαίο εί­δος της Μου­σι­κής κα­τά τον Βο­ή­θιο (σαν Μου­σι­κή αν­θρω­πί­νη με­τα­φέ­ρε­ται στο Θε­ω­ρη­τι­κόν Μέ­γα της Μου­σι­κής του Χρυ­σάν­θου—τα άλ­λα δύο εί­ναι η Musica mundana, Μου­σι­κή κο­σμι­κή και η Musica instrumentalis, Μου­σι­κή ορ­γα­νι­κή), στο Πε­ρί θε­με­λιώ­σε­ως της Μου­σι­κής (De Institutione Musica libri quinque):

«Τι εί­ναι η αν­θρώ­πι­νη Μου­σι­κή κα­θέ­νας το αντι­λαμ­βά­νε­ται αν εξε­τά­σει την ίδια του τη φύ­ση. Για­τί τί εί­ναι αυ­τό που ενώ­νει την ασώ­μα­τη δρά­ση του λό­γου με το σώ­μα, αν όχι μια κά­ποια αμοι­βαία προ­σαρ­μο­γή, τρό­πον τι­νά μια κρά­ση χα­μη­λών και ψη­λών τό­νων σε μια μο­να­δι­κή συμ­φω­νία; Τι άλ­λο συ­νε­νώ­νει τα μέ­ρη της ίδιας της ψυ­χής που κα­τά τον Αρι­στο­τέ­λη εί­ναι μια ένω­ση του λο­γι­κού με το άλο­γο; Τι προ­κα­λεί το αρ­μο­νι­κό συ­νταί­ρια­σμα των στοι­χεί­ων του σώ­μα­τος ή συ­γκρα­τεί τα μέ­ρη του σε εδραιω­μέ­νη θέ­ση;»

Το ποί­η­μα δια­λαμ­βά­νει τα της ανταρ­σί­ας του σώ­μα­τος, το στα­μά­τη­μα της μου­σι­κής του:

Martin Agricola (1436-1556), «Musica instrumentalis»: Ανα­λο­γί­ες - βά­ρος και αντή­χη­ση των τεσ­σά­ρων σφυ­ριών (1529)


MUSICA HUMANA


Ελ­πί­ζω ακό­μα να δη­μιουρ­γή­σω λί­γα σπου­δαία έρ­γα και με­τά, σαν ένα γε­ρα­σμέ­νο παι­δί, να τε­λειώ­σω την επί­γεια ζωή μου κά­που ανά­με­σα σε κα­λούς αν­θρώ­πους.
Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΦΡΑΝΤΣ ΒΕΓΚΕΛΕΡ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1826

Ο ακου­στι­κός πό­ρος
σκε­πα­σμέ­νος με γλοιώ­δη λέ­πια
γυα­λί­ζουν όσο κρα­τά­ει η νε­κρο­ψία

οι ακου­στι­κές αρ­τη­ρί­ες
πα­χυ­σμέ­νες και χόν­δρι­νες
σαν τα­νυ­σμέ­νες ίσα­με κο­ρα­κί­σιο φτε­ρο­κά­λα­μο

και το ακου­στι­κό νεύ­ρο
νε­κρω­μέ­νο
σχε­δόν μία λευ­κή κλω­στή

Όμως δια­βά­ζο­ντας την τε­λευ­ταία σε­λί­δα
στο βι­βλίο της επί­γειας ζω­ής του
πώς αστειευό­ταν

στο για­τρό που λόγ­χι­σε την κοι­λιά του,
και γα­λό­νια υγρό τι­νά­χτη­κε και χύ­θη­κε στο πά­τω­μα,
Μου θυ­μί­ζεις το Μω­υ­σή που χτύ­πη­σε με το ρα­βδί το βρά­χο

πώς γε­λού­σε, σαν μπο­ρού­σε, πώς διά­βα­ζε
και ξα­να­διά­βα­ζε—πό­σο χαί­ρο­νταν, έλε­γε, να το κά­νει—ένα τε­λευ­ταίο δώ­ρο,
μια σα­ρα­ντά­το­μη σει­ρά με τα άπα­ντα του Χέ­ντελ

και πώς πέ­θα­νε
υψώ­νο­ντας τη γρο­θιά
σα να κρα­τού­σε στη χού­φτα ένα που­λί για να το αφή­σει ελεύ­θε­ρο στην κα­ται­γί­δα

που σφυ­ρο­κο­πού­σε με χιό­νι τη Βιέν­νη
σαν τ’ από­κο­τα φτε­ρά που φτε­ρώ­νουν κά­θε ζω­ντα­νό
να δι­ψά­ει για όλο και πιο πο­λύν, όλο και πιο άπλε­τον αέ­ρα,

Ακούω τη σο­νά­τα για βιο­λον­τσέ­λο έρ­γο 69
κι ακούω το αξε­δί­ψα­στο πνεύ­μα
που την κά­θε νό­τα που έγρα­ψε εμ­ψυ­χώ­νει

και πά­ντα ζει
χο­ρεύ­ο­ντας, χο­ρεύ­ο­ντας
μέ­σα σου, μέ­σα μου, μες στον κα­θέ­να


Ακου­στι­κά κέ­ρα­τα-τρο­μπέ­τες: ακου­στι­κά βα­ρη­κο­ΐ­ας του Μπε­τό­βεν κα­τα­σκευα­σμέ­να από τον εφευ­ρέ­τη τού με­τρο­νό­μου και του "Πα­ναρ­μο­νι­κού" πο­λυόρ­γα­νου, Γιό­χαν Νέ­πο­μουκ Μέλ­τσελ το 1813.



Αστρα­πές

Στο ποί­η­μα τού­το κά­τι αστρά­φτει. Κά­ποιο δρο­σε­ρό ρί­γος το δια­περ­νά. Δεν εί­ναι το ζω­ντα­νό αί­σθη­μα πως ο ποι­η­τι­κός λό­γος πα­ρα­πα­τά­ει πει­θα­να­γκα­σμέ­νος να συ­γκα­τοι­κή­σει με την επι­στη­μο­νι­κή αλή­θεια στις σχε­δόν κα­τά λέ­ξη φρά­σεις της ια­τρο­δι­κα­στι­κής έκ­θε­σης για τη σο­ρό του Μπε­τό­βεν στις τρεις πρώ­τες στρο­φές. Ού­τε ο δια­σκε­λι­σμός από την πρω­το­πρό­σω­πη απο­στρο­φή της προ­τε­λευ­ταί­ας στη γέ­φυ­ρα προς το δη­μό­σιο αί­σθη­μα στην τε­λευ­ταία (στ’ αλή­θεια δεν θα έβλα­φτε αν έλει­παν τα δυο τε­λευ­ταία τρί­στι­χα). Ακό­μα οι στρο­φές 4-5-6 με όλον τον παλ­λό­με­νο τό­νο που ανοί­γει χώ­ρο για τη ζωή μέ­σα στη μα­κα­βριό­τη­τα ξε­σκο­νί­ζο­ντας την άχρω­μη φθαρ­μέ­νη ανεκ­δο­το­λο­γία—ού­τε κι αυ­τές. Μα στην 7η στρο­φή εί­ναι η μο­νά­κρι­βη ει­κό­να, ο αιφ­νι­δια­σμός της ποι­η­τι­κής αρ­πα­χτής του που­λιού που η Πά­ντελ ανοί­γο­ντας με τρυ­φε­ρό­τη­τα τα δά­χτυ­λα τής — μαρ­τυ­ρη­μέ­νης από απο­μνη­μο­νευ­μα­το­γρά­φους και πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νης—τε­λευ­ταί­ας σφιγ­μέ­νης και υψω­μέ­νης γρο­θιάς του ετοι­μο­θά­να­του Μπε­τό­βεν απο­θέ­τει μέ­σα της προ­σε­κτι­κά, όπως ται­ριά­ζει σ’ ένα εύ­θραυ­στο έμ­ψυ­χο δη­μιούρ­γη­μα. Βρί­σκε­ται εκεί για να του απο­δο­θεί από τον ποι­η­τή του η ελευ­θε­ρία μέ­σα στην κα­ται­γί­δα που μαί­νε­ται την ει­κο­στή έκτη Μαρ­τί­ου 1827 στη Βιέν­νη, αλ­λά μαί­νε­ται κά­θε στιγ­μή πα­ντού και εί­ναι η ζωή όλων μας φτε­ρω­μέ­νη από τον ίδιο ακα­τά­λυ­το πό­θο για όλο και πιο άπλε­τη, όλο και πιο προ­σω­πι­κή ελευ­θε­ρία — την τε­λευ­ταία λέ­ξη της μου­σι­κής του.

Πα­ράλ­λη­λες ανα­γνώ­σεις

Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, Ο Δω­δε­κα­ε­τής, Μή­τηρ Θε­ού. Έκ­θε­ση της παι­δι­κής ηλι­κί­ας του Κυ­ρί­ου από τον Ισ­ραη­λί­τη φι­λό­σο­φο Θω­μά (Ελ­λη­νι­κό κεί­με­νο, πρω­τό­τυ­πο από Tischendorf, Evangelia apocrypha και μτ­φρ. από Από­κρυ­φα χρι­στια­νι­κά κεί­με­να , Α’, Από­κρυ­φα Ευαγ­γέ­λια, μτ­φρ. Ιω­άν­νης Δ. Κα­ρα­βι­δό­που­λος). Γ.Χ. Όντεν, Στη μνή­μη του Γ. Μπ. Γέιτς, ΙΙ.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: