Όνειρα

Φωτογραφία του Γκίντερ Άιχ από τη Hilde Zemann. Πηγή: εκδ. Suhrkamp
Φωτογραφία του Γκίντερ Άιχ από τη Hilde Zemann. Πηγή: εκδ. Suhrkamp

Γκί­ντερ Άιχ (Günter Eich) (Λέ­μπους 1907 - Ζάλτσ­μπουργκ 1972). Γερ­μα­νός ποι­η­τής, συγ­γρα­φέ­ας μι­κρών πε­ζο­γρα­φη­μά­των και θε­με­λιω­τής του ποι­η­τι­κού ρα­διο­δρά­μα­τος. Ανα­νε­ω­τής της ποί­η­σης με­τά τη να­ζι­στι­κή επο­χή, ο Άιχ τι­μή­θη­κε με πολ­λά βρα­βεία, με­τα­ξύ των οποί­ων το βρα­βείο Georg Büchner και το βρα­βείο μνή­μης Schiller. Το 2022, με αφορ­μή την 50ή επέ­τειο του θα­νά­του του, ο Άιχ τι­μή­θη­κε σε πολ­λές γερ­μα­νι­κές πό­λεις. Σπού­δα­σε νο­μι­κά, οι­κο­νο­μι­κά και σι­νο­λο­γία στο Βε­ρο­λί­νο, τη Λει­ψία και το Πα­ρί­σι. Ποι­ή­μα­τά του δη­μο­σιεύ­τη­καν ενώ ήταν ακό­μα φοι­τη­τής, κά­ποια με το ψευ­δώ­νυ­μο Erich Günter. Η πρώ­τη πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή εκ­δό­θη­κε το 1930 με τί­τλο Gedichte (Ποι­ή­μα­τα). Το 1932, αφού κα­τά­φε­ρε να εξα­σφα­λί­σει την οι­κο­νο­μι­κή του ανε­ξαρ­τη­σία ως συγ­γρα­φέ­ας, διέ­κο­ψε τις σπου­δές του. Πή­ρε μέ­ρος στο Β΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο και αιχ­μα­λω­τί­στη­κε από τους Αμε­ρι­κα­νούς. Ήταν μέ­λος της Gruppe 47 (Ομά­δα 47), μιας λο­γο­τε­χνι­κής ομά­δας γνω­στών και διά­ση­μων συγ­γρα­φέ­ων που συ­να­ντιό­ταν μέ­χρι το 1967 και διά­βα­ζαν ο ένας στον άλ­λο τα έρ­γα τους. Ο Άιχ υπήρ­ξε ο πρώ­τος που έλα­βε το 1950 το Βρα­βείο της Ομά­δας 47 για την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Abgelegene Gehöfte (Απο­μα­κρυ­σμέ­νες αγροι­κί­ες), η οποία εκ­δό­θη­κε το 1948 και πε­ριεί­χε ποι­ή­μα­τα που αξιο­ποιούν μο­τί­βα του Ρο­μα­ντι­σμού και της Νέ­ας Γερ­μα­νί­ας. Η ικα­νό­τη­τα να εν­σω­μα­τώ­νει το συλ­λο­γι­κό αί­σθη­μα κα­τάρ­ρευ­σης στην ποί­η­σή του τον κα­τέ­στη­σε έναν από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους εκ­προ­σώ­πους της με­τα­πο­λε­μι­κής λυ­ρι­κής τέ­χνης. Το πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο του Άιχ δια­φαί­νε­ται και από τα 100 πε­ρί­που ποι­ή­μα­τα Κι­νέ­ζων συγ­γρα­φέ­ων που με­τέ­φρα­σε με­τα­ξύ 1949 και 1952. Ο ίδιος δια­κρί­θη­κε ιδιαί­τε­ρα και για τα ρα­διο­δρά­μα­τά του, που έγι­ναν εξαι­ρε­τι­κά δη­μο­φι­λή στη δε­κα­ε­τία του 1950. Το Träume (Όνει­ρα) ξε­χώ­ρι­ζε ανά­με­σα σε όλες τις ρα­διο­φω­νι­κές του πα­ρα­γω­γές.


ΠΗΓΕΣ:
https://​kul​turs​tift​ung.​org/​bio​grap​hien/​eich-​gunter-​2

https://​www.​lit​erat​urpo​rtal-​bayern.​de/​journal?​tas​k=lpb​blog.​default&​id=3323&​fbc​lid=IwA​R03S​dssq​ufUl​nDmh​IHw9​ni0a​uABP​Hmeu​bapM​LaIg​VYYC​nc32​ZlLW​X9sL​Rs

Όνειρα



Τα Όνει­ρα εί­ναι ένας κύ­κλος πέ­ντε ρα­διο­θε­α­τρι­κών έρ­γων και ανα­φέ­ρε­ται σε εφιάλ­τες που αφο­ρούν τον Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, τον Ψυ­χρό Πό­λε­μο και την αποι­κιο­κρα­τία. Μια οι­κο­γέ­νεια ηλι­κιω­μέ­νων με τα εγ­γό­νια τους τα­ξι­δεύ­ει εδώ και δε­κα­ε­τί­ες κλει­σμέ­νη σε ένα σκο­τει­νό βα­γό­νι. Γο­νείς πω­λούν τον εξά­χρο­νο γιο τους σε μια πλού­σια Κι­νέ­ζα, ώστε να μπο­ρέ­σει να σώ­σει τη ζωή του βα­ριά άρ­ρω­στου συ­ζύ­γου της. Σε έναν αυ­στρα­λια­νό οι­κι­σμό, οι κά­τοι­κοι πε­ρι­μέ­νουν τον «εχθρό» σε κα­τά­στα­ση ακραί­ου φό­βου. Δύο ερευ­νη­τές στην Αφρι­κή χά­νουν τη μνή­μη και τη μι­λιά τους με­τά από ένα χορ­τα­στι­κό γεύ­μα. Σε ένα δια­μέ­ρι­σμα ου­ρα­νο­ξύ­στη στη Νέα Υόρ­κη τερ­μί­τες με ακό­ρε­στη όρε­ξη αφα­νί­ζουν κά­θε τι από την εσω­τε­ρι­κή του πλευ­ρά.
Η πρώ­τη με­τά­δο­ση των Ονεί­ρων συ­νο­δεύ­τη­κε από ορ­γι­σμέ­να τη­λε­φω­νή­μα­τα και επι­στο­λές δια­μαρ­τυ­ρί­ας εξαι­τί­ας του πε­ριε­χό­με­νου του δεύ­τε­ρου ονεί­ρου, το οποίο θε­ω­ρή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα κυ­νι­κό και σκλη­ρό. Κε­ντρι­κά θέ­μα­τα των Ονεί­ρων εί­ναι η μνή­μη και η λή­θη, η κα­τα­στο­λή και η ευ­θύ­νη, η εχθρό­τη­τα και η αλ­λη­λεγ­γύη, η φυ­γή και η πα­ραί­τη­ση. Πλαι­σιώ­νο­νται από ποι­ή­μα­τα του Άιχ, που εμπε­ριέ­χουν μια πρώ­τη δια­τύ­πω­ση του επα­να­λαμ­βα­νό­με­νου μο­τί­βου «Ό,τι συμ­βαί­νει, σε αφο­ρά», που απα­ντά­ται σε όλο το με­τέ­πει­τα έρ­γο του.

Το πρώτο όνειρο

Ζη­λεύω όλους εκεί­νους που μπο­ρούν να ξε­χά­σουν,
που μπο­ρούν να αφε­θούν ήρε­μοι σε έναν ύπνο δί­χως όνει­ρα.
Ακό­μα και τον εαυ­τό μου ζη­λεύω τις στιγ­μές αυ­το­νό­η­της ικα­νο­ποί­η­σης:
όταν ο προ­ο­ρι­σμός των δια­κο­πών έχει επι­τευ­χθεί, για το θέ­ρε­τρο στη Βό­ρεια Θά­λασ­σα, την Πα­να­γία των Πα­ρι­σί­ων,
για το πο­τή­ρι κόκ­κι­νο κρα­σί Βουρ­γουν­δί­ας και τη μέ­ρα που μπαί­νει ο μι­σθός.
Βα­σι­κά, όμως, θε­ω­ρώ ότι η κα­θα­ρή συ­νεί­δη­ση δεν εί­ναι αρ­κε­τή,
όπως και αμ­φι­βάλ­λω για την ποιό­τη­τα του ύπνου,
στον οποίο όλοι εμείς πα­ρα­δι­δό­μα­στε.

Δεν υπάρ­χει πια κα­θα­ρή ευ­τυ­χία (σά­μπως υπήρ­ξε πο­τέ;)
θα ήθε­λα να ξυ­πνή­σω τυ­χαία έναν απ’ αυ­τούς τους κοι­μι­σμέ­νους και να του πω,
πως κι έτσι, κα­λά εί­ναι.

Και ξάφ­νου, μέ­σα απ’ της αγά­πης την αγκα­λιά, πε­τά­γε­σαι από μια κραυ­γή,
την κραυ­γή εκεί­νη που βγά­ζει η γη αδιά­κο­πα και την οποία εσύ πι­θα­νόν να την πέρ­να­γες για τον ήχο της βρο­χής ή το θρόι­σμα του ανέ­μου.

Να, λοι­πόν, τι υπάρ­χει: Φυ­λα­κή και βα­σα­νι­στή­ρια,

τύ­φλω­ση και πα­ρά­λυ­ση, ο θά­να­τος με τα πολ­λά του πρό­σω­πα,
ένας πό­νος ασώ­μα­τος και ο φό­βος, για να σου θυ­μί­ζει ότι ζεις.
Ανα­στε­ναγ­μοί, που μα­ζεύ­ει η γη από στό­μα­τα σω­ρό
και στα μά­τια των αν­θρώ­πων που αγα­πάς,
να κα­τοι­κεί η απο­γο­ή­τευ­ση.

Ό,τι συμ­βαί­νει, σε αφο­ρά.






Τη νύ­χτα με­τα­ξύ 1ης και 2ας Αυ­γού­στου 1948, ο δια­χει­ρι­στής του πύρ­γου Βί­λελμ Σουλτς από το Ρού­γκεν­βαλντ της Ανα­το­λι­κής Πο­με­ρα­νί­ας, το ση­με­ρι­νό Γκί­τερ­σλο στη Βε­στφα­λία, εί­δε ένα μάλ­λον άσχη­μο όνει­ρο, το οποίο δεν χρειά­ζε­ται να λά­βου­με σο­βα­ρά υπό­ψιν μας, δε­δο­μέ­νου ότι ο Σουλτς, που στο με­τα­ξύ εί­χε πε­θά­νει, εί­χε απο­δε­δειγ­μέ­να πρό­βλη­μα με το στο­μά­χι του. Το στο­μά­χι ευ­θύ­νε­ται για τα άσχη­μα όνει­ρα, εί­τε επει­δή πα­ρα­φά­γα­με, εί­τε επει­δή το αφή­σα­με εντε­λώς άδειο.

Ένα τρέ­νο που τα­ξι­δεύ­ει αρ­γά. Οι φω­νές στο βα­γό­νι.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ήταν η ώρα 4 τη νύ­χτα, που μας πή­ραν μέ­σα από τα κρε­βά­τια μας. Το ρο­λόι χτύ­πη­σε 4.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Όλο τα ίδια και τα ίδια μας λες. Εί­ναι βα­ρε­τό, παπ­πού.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ναι, αλ­λά, ποιος ήταν αυ­τός που ήρ­θε και μας πή­ρε;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Τέσ­σε­ρις άν­δρες με κα­λυμ­μέ­να πρό­σω­πα, δεν εί­πα­με; Κά­θε μέ­ρα τα ίδια και τα ίδια, να μας ανα­μα­σάς το πα­ρελ­θόν. Ηρέ­μη­σε και κοι­μή­σου!

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ναι, αλ­λά ποιοι ήταν αυ­τοί οι άν­δρες; Από την αστυ­νο­μία; Φό­ρα­γαν μια στο­λή, που δεν την ανα­γνώ­ρι­ζα. Δεν ήταν ακρι­βώς στο­λή, αλ­λά φό­ρα­γαν και οι τέσ­σε­ρις τα ίδια.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Εγώ πά­ντως νο­μί­ζω πως ήταν η πυ­ρο­σβε­στι­κή.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πά­ντα το ίδιο λες. Για ποιο λό­γο τό­τε η πυ­ρο­σβε­στι­κή να μας πά­ρει νυ­χτιά­τι­κα από τα κρε­βά­τια μας και να μας κλει­δώ­σει σε ένα φορ­τη­γό βα­γό­νι;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Δεν θα με πα­ρα­ξέ­νευε πε­ρισ­σό­τε­ρο, αν ήταν και η αστυ­νο­μία.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Με τον και­ρό συ­νη­θί­ζει κα­νείς. Η ζωή που ζού­σα­με μέ­χρι τό­τε κα­θη­με­ρι­νά, ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­λύ πιο πα­ρά­ξε­νη.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Ένας Θε­ός ξέ­ρει, πό­σο πα­ρά­ξε­νη ήταν τε­λι­κά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Και κα­τα­λή­γου­με να θε­ω­ρού­με τη ζωή μέ­σα στο βα­γό­νι συ­νη­θι­σμέ­νη;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Σώ­πα, δεν πρέ­πει να το λες αυ­τό.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Για πάψ­τε εκεί πέ­ρα! Αυ­τή η ανό­η­τη φλυα­ρία;

(Σι­γα­νά) Έλα πιο κο­ντά, Γκού­σταφ, να με ζε­στά­νεις.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ναι.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Κά­νει κρύο. Γριά, έλα πιο κο­ντά!

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Δεν μπο­ρώ πια να σε κα­λο­ζε­στά­νω.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πό­σος και­ρός πέ­ρα­σε, που αφή­σα­με το σπί­τι μας; Πό­σο και­ρό εί­μα­στε και τα­ξι­δεύ­ου­με σε αυ­τό το βα­γό­νι;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Χω­ρίς ρο­λόι, χω­ρίς ημε­ρο­λό­γιο…Εντω­με­τα­ξύ με­γά­λω­σαν τα παι­διά, με­γά­λω­σαν και τα εγ­γό­νια, και όταν εί­ναι λί­γο φω­τει­νά έξω…

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Εν­νο­είς όταν έξω εί­ναι μέ­ρα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Όταν έξω εί­ναι πιο φω­τει­νά και μπο­ρώ να δω το πρό­σω­πό σου, δια­βά­ζω στις ρυ­τί­δες σου, ότι εί­σαι πια γέ­ρος κι εγώ γριά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Σί­γου­ρα έχουν πε­ρά­σει σα­ρά­ντα χρό­νια από τό­τε.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Ναι, κά­που τό­σο πε­ρί­που. Ακού­μπα το κε­φά­λι σου στο μπρά­τσο μου. Μην εί­σαι στα σκλη­ρά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Σ’ ευ­χα­ρι­στώ.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Θυ­μά­σαι, υπήρ­χε κά­τι που το λέ­γα­με ου­ρα­νό και δέ­ντρα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πί­σω από το σπί­τι μας υπήρ­χε ένας δρό­μος που έβγα­ζε μέ­χρι την άκρη του δά­σους. Στο λι­βά­δι φύ­τρω­ναν τον Απρί­λη οι πι­κρα­λί­δες.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Πι­κρα­λί­δες, τι πα­ρά­ξε­νες λέ­ξεις χρη­σι­μο­ποιείς!

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πι­κρα­λί­δα, το κί­τρι­νο λου­λού­δι δεν το θυ­μά­σαι, που έντυ­νε τα λι­βά­δια στα κί­τρι­να, στα τοι­χώ­μα­τα του μί­σχου του υπήρ­χε ένας γα­λα­κτώ­δης λευ­κός χυ­μός. Κι όταν τέ­λειω­νε η αν­θο­φο­ρία, κά­τι άσπρα τρι­χω­τά μπα­λά­κια έμε­ναν πά­νω στο μί­σχο του, που όταν τα φυ­σού­σες, τα φτε­ρω­τά σπό­ρια του πέ­τα­γαν μα­κριά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Σχε­δόν τα εί­χα ξε­χά­σει, μα τώ­ρα δα τα ξα­να­θυ­μή­θη­κα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Θυ­μά­σαι και την κα­τσί­κα, που εί­χα­με στο σταύ­λο;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Τη θυ­μά­μαι ακό­μα. Την άρ­με­γα κά­θε πρωί.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Στο υπνο­δω­μά­τιο ήταν η ντου­λά­πα, που εί­χα το κα­λό μου το σκού­ρο μπλε κο­στού­μι. Τί το θυ­μή­θη­κα τώ­ρα; Λες και το σκού­ρο μπλε ήταν το πιο ση­μα­ντι­κό, το κα­λύ­τε­ρο κου­στού­μι που εί­χα!

ΥΠΕ­ΓΗ­ΡΗ: Και ποιο ήταν το κα­λύ­τε­ρο;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Όλα κα­λά ήσαν, και η ακα­κία μπρο­στά στο σπί­τι και τα βα­τό­μου­ρα στο φρά­χτη.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Το κα­λύ­τε­ρο ήταν, που εί­μα­σταν ευ­τυ­χι­σμέ­νοι.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Αλ­λά τό­τε δεν το ξέ­ρα­με.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Πώς το εί­πες το λου­λού­δι, το κί­τρι­νο;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πι­κρα­λί­δα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Πι­κρα­λί­δα, α ναι, μπρά­βο.

Ένα παι­δί αρ­χί­ζει να κλαί­ει.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Τι έχει η μι­κρή;

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Τι έπα­θες Φρί­ντα;

ΠΑΙ­ΔΙ: Όλο γι’ αυ­τό το κί­τρι­νο λου­λού­δι λέ­τε.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Μι­λούν όλη την ώρα για πράγ­μα­τα που δεν υπάρ­χουν.

ΠΑΙ­ΔΙ: Θέ­λω κι εγώ ένα κί­τρι­νο λου­λού­δι.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ορί­στε τί πά­θα­με με αυ­τά που λες, παπ­πού. Θέ­λει τώ­ρα και το παι­δί ένα κί­τρι­νο λου­λού­δι. Και κα­νείς μας δεν ξέ­ρει τι εί­ναι αυ­τό.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Δεν υπάρ­χουν κί­τρι­να λου­λού­δια, παι­δί μου.

ΠΑΙ­ΔΙ: Αφού όλο γι’ αυ­τά μι­λά­νε.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Πα­ρα­μύ­θια, παι­δί μου.

ΠΑΙ­ΔΙ: Πα­ρα­μύ­θια;

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Τα πα­ρα­μύ­θια δεν εί­ναι αλη­θι­νά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Δεν έπρε­πε να του το πεις αυ­τό του παι­διού. Αφού εί­ναι αλή­θεια.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ε, τό­τε δει­ξ’ το μας, το κί­τρι­νο λου­λού­δι!

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Αφού δε γί­νε­ται, το ξέ­ρεις.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ε, τό­τε εί­ναι ψέ­μα­τα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Δη­λα­δή πρέ­πει γι’ αυ­τό το λό­γο να’ ναι ψέ­μα­τα;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Όχι μό­νο το παι­δί, αλ­λά και μας θες να μας τρε­λά­νεις με αυ­τά που λες. Τέ­λος με αυ­τά τα πα­ρα­μύ­θια πια, δεν θέ­λου­με να ξέ­ρου­με μέ­ρα-νύ­χτα τι ονει­ρεύ­ε­σαι.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Μα δεν εί­ναι όνει­ρα. Αυ­τή ήταν η ζωή που ζού­σα­με πα­λιά. Κα­λά δεν τα λέω, γριά;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Πράγ­μα­τι, έτσι ήταν.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ση­μα­σία δεν έχει εάν εί­ναι αλή­θεια ή όχι. Πι­στεύ­εις δη­λα­δή ότι μας κά­νεις χα­ρού­με­νους όταν μας δι­η­γεί­σαι ότι πα­λιό­τε­ρα ήταν πιο ωραία και ότι κά­που αλ­λού εί­ναι κα­λύ­τε­ρα, απ’ ότι σε μας τώ­ρα; Ότι υπάρ­χουν, λέ­ει, κί­τρι­να λου­λού­δια και κά­τι πλά­σμα­τα που τα λέ­νε ζώα, και ότι κοι­μό­σουν πά­νω σε κά­τι που το απο­κα­λείς κρε­βά­τι, και ότι έπι­νες κά­τι που το λέ­νε κρα­σί; Όλο λό­για, λό­για, κι εμείς τώ­ρα τι να τα κά­νου­με;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Μα πρέ­πει να το γνω­ρί­ζεις, δεν μπο­ρεί κα­νείς να με­γα­λώ­νει δί­χως ιδέα για το πως εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός κό­σμος.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Άλ­λος κό­σμος πέ­ρα από αυ­τόν εδώ δεν υπάρ­χει.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πέ­ρα από αυ­τό εδώ το κλου­βί που ζού­με; Πέ­ρα από αυ­τό το βα­γό­νι που κι­νεί­ται διαρ­κώς;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Μια ανε­παί­σθη­τη εναλ­λα­γή ανά­με­σα στο φως και το σκο­τά­δι, τί­πο­τα άλ­λο.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Κι από που νο­μί­ζεις προ­έρ­χε­ται αυ­τό το αμυ­δρό φως;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Από το άνοιγ­μα, που μας σπρώ­χνουν το ψω­μί.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Αυ­τό το μου­χλια­σμέ­νο ψω­μί.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Το ψω­μί εί­ναι ού­τως ή άλ­λως μου­χλια­σμέ­νο.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ναι, επει­δή δεν γνω­ρί­ζεις άλ­λο πέ­ρα από αυ­τό.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Γι’ άκου­σέ με, εγ­γο­νέ μου. Ποιος μας σπρώ­χνει το ψω­μί εδώ μέ­σα;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Και πού να ξέ­ρω.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Υπάρ­χει λοι­πόν και κά­τι έξω από αυ­τό εδώ το δω­μά­τιο που βρι­σκό­μα­στε.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Οπωσ­δή­πο­τε, αλ­λά δεν θα ‘ναι κα­λύ­τε­ρο από αυ­τό εδώ.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Εί­ναι κα­λύ­τε­ρο.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Αυ­τό δε το ξέ­ρου­με και κα­λύ­τε­ρα να μας λεί­πουν οι φα­ντα­σιο­πλη­ξί­ες. Αυ­τός εί­ναι ο κό­σμος μας, εδώ που ζού­με. Απο­τε­λεί­ται από τέσ­σε­ρις τοί­χους και σκο­τά­δι και κι­νεί­ται προς μια κα­τεύ­θυν­ση. Εί­μαι σί­γου­ρος, ότι και το έξω δεν εί­ναι πα­ρά ίδια σκο­τει­νά δω­μά­τια που κι­νού­νται μέ­σα στη νύ­χτα.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Δί­κιο έχει.

ΦΩ­ΝΕΣ: Ναι, δί­κιο έχει.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Δεν πι­στεύ­ου­με ότι υπάρ­χει ο κό­σμος για τον οποίο μι­λά­τε. Στον ύπνο σας τα εί­δα­τε.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ήταν μο­νά­χα όνει­ρο, γριά;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Δεν ξέ­ρω.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Κοι­τάξ­τε γύ­ρω σας. Δεν υπάρ­χει ίχνος από τον κό­σμο σας.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Μπας και έχουν δί­κιο; Χρι­στέ μου, έχει πε­ρά­σει και τό­σος και­ρός. Ίσως τε­λι­κά και να τα ονει­ρεύ­τη­κα όλα αυ­τά, το μπλε κο­στού­μι, την κα­τσί­κα, την πι­κρα­λί­δα…

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: …και ‘γω να τα γνω­ρί­ζω απλά επει­δή μου τα πες.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ναι, αλ­λά πώς βρε­θή­κα­με μέ­σα σε αυ­τό το βα­γό­νι; Τέσ­σε­ρις τη νύ­χτα δεν ήταν, που μας πή­ραν από τα κρε­βά­τια μας; Ναι, το ρο­λόι χτύ­πη­σε τέσ­σε­ρις.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Τώ­ρα αρ­χί­ζεις τα ίδια πά­λι από την αρ­χή, παπ­πού.

Το παι­δί αρ­χί­ζει ξα­νά να κλαί­ει.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Τι εί­ναι παι­δί μου;

ΠΑΙ­ΔΙ: Να, κοί­τα εκεί, στο πά­τω­μα!

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ένα γυα­λι­στε­ρό ρα­βδί που λά­μπει. Όμως δεν μπο­ρείς να το αγ­γί­ξεις. Δεν πιά­νε­ται.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Μια δέ­σμη φω­τός. Πρέ­πει να άνοι­ξε μια ρωγ­μή στον τοί­χο και μπαί­νει μια ηλια­χτί­δα.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Μια ηλια­χτί­δα, τι εί­ναι αυ­τό;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Τώ­ρα με πι­στεύ­εις που σου λέω, ότι έξω εί­ναι αλ­λιώς;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Αν υπάρ­χει τρύ­πα στον τοί­χο, τό­τε μπο­ρού­με να δού­με έξω.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Εντά­ξει, για να ρί­ξω μια μα­τιά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Τί βλέ­πεις;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Βλέ­πω πράγ­μα­τα που δεν κα­τα­λα­βαί­νω.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Πε­ρί­γρα­ψέ τα.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Δε ξέ­ρω τις λέ­ξεις να τα πε­ρι­γρά­ψω.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Για­τί στα­μά­τη­σες να κοι­τάς;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Όχι άλ­λο, φο­βά­μαι.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Δεν εί­ναι κα­λό αυ­τό που βλέ­πεις;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Εί­ναι τρο­μα­κτι­κό.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Για­τί εί­ναι και­νού­ριο.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Να την κλεί­σου­με την τρύ­πα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πώς; Δεν θέ­λε­τε να δεί­τε τον κό­σμο όπως πραγ­μα­τι­κά εί­ναι;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Όχι, φο­βά­μαι.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Άσε με να δω.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Δες και πες μου αν εί­ναι αυ­τός ο κό­σμος για τον οποί­ον μου μί­λα­γες συ­νέ­χεια.

Παύ­ση

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Τί βλέ­πεις;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Αυ­τός εί­ναι ο έξω κό­σμος. Μας προ­σπερ­νά­ει.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Βλέ­πεις τον ου­ρα­νό, τα δέ­ντρα;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Βλέ­πω την πι­κρα­λί­δα, κί­τρι­να τα λι­βά­δια από δαύ­τη. Πέ­ρα τα βου­νά και τα δά­ση, Θεέ μου!

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Αντέ­χεις να το βλέ­πεις αυ­τό;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Αλ­λά (δι­στά­ζο­ντας) αλ­λά κά­τι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Για­τί δεν κοι­τάς άλ­λο έξω;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Οι άν­θρω­ποι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Τί έχουν οι άν­θρω­ποι;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ίσως να κά­νω λά­θος. Για κοί­τα κι εσύ!

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Ναι.

Παύ­ση

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Τι βλέ­πεις;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ σο­κα­ρι­σμέ­νη: Οι άν­θρω­ποι δεν εί­ναι πια όπως τους ξέ­ρα­με.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Το βλέ­πεις κι εσύ;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Φτά­νει, δεν θέ­λω να δω άλ­λο. (Ψι­θυ­ρι­στά) Εί­ναι γί­γα­ντες ψη­λοί ίσα με τα δέ­ντρα. Φο­βά­μαι.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Να την κλεί­σου­με την τρύ­πα.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ναι, να την κλεί­σου­με. Να, έτσι.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Δό­ξα τω Θεώ, όλα εί­ναι όπως πριν.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Δεν εί­ναι όπως πριν.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Στη σκέ­ψη των κί­τρι­νων λου­λου­διών ανα­τρι­χιά­ζω.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Και τι θα σκε­φτό­μα­στε τώ­ρα;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Οι ανα­μνή­σεις μου φέρ­νουν φό­βο.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Μην κου­νιέ­στε! Δεν νιώ­θε­τε κά­τι;

Παύ­ση

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Τι;

Το παι­δί αρ­χί­ζει πά­λι να κλαί­ει

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Τι έχεις, Φρί­ντα;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Δεν το νιώ­θε­τε κι εσείς; Κά­τι έχει αλ­λά­ξει.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ναι, ο κό­σμος έξω.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Όχι, σε μας εδώ κά­τι.

Παύ­ση, ενώ ακού­γο­νται ευ­κρι­νώς οι τρο­χοί που κυ­λά­νε.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Για­τί έκλαι­γες παι­δί μου;

ΠΑΙ­ΔΙ: Δεν ξέ­ρω.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Κά­τι έχει αλ­λά­ξει. Το παι­δί το κα­τά­λα­βε.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Ξέ­ρω τι εί­ναι. Δεν το νιώ­θε­τε κι εσείς;

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ ψι­θυ­ρι­στά, γε­μά­το φρί­κη: Πη­γαί­νου­με πιο γρή­γο­ρα.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Ναι, τα­ξι­δεύ­ου­με πιο γρή­γο­ρα.

Παύ­ση

Οι τρο­χοί επι­τα­χύ­νουν ελα­φρά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Τι να ση­μαί­νει αυ­τό;

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Δεν ξέ­ρω τι, αλ­λά σί­γου­ρα δεν εί­ναι κα­λό.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Πρέ­πει να κα­τα­λά­βε­τε, αν η τα­χύ­τη­τα θα πα­ρα­μεί­νει στα­θε­ρή.

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Αλ­λιώς;

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Ή αν αυ­ξη­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρο.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΗ: Ακού­στε!

Παύ­ση

Οι τρο­χοί επι­τα­χύ­νουν ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ ψι­θυ­ρι­στά: Πά­ει όλο και πιο γρή­γο­ρα.

ΓΥ­ΝΑΙ­ΚΑ: Ναι, όλο και πιο γρή­γο­ρα.

Οι τρο­χοί επι­τα­χύ­νουν και ακού­γο­νται πιο δυ­να­τά.

ΥΠΕΡ­ΓΗ­ΡΟΣ: Νο­μί­ζω θα συ­γκρου­στού­με. Να μας βοη­θή­σει δεν μπο­ρεί κά­ποιος;

ΕΓ­ΓΟ­ΝΟΣ: Ποιος όμως;

Ο ήχος του τρέ­νου κο­ρυ­φώ­νε­ται, στη συ­νέ­χεια απο­μα­κρύ­νε­ται με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα και σβή­νει ολο­έ­να ξε­μα­κραί­νο­ντας.



Για σκέ­ψου, ο άν­θρω­πος για τον άν­θρω­πο εί­ναι λύ­κος
και ότι το μυα­λό του εί­ναι στην κα­τα­στρο­φή.
Πά­ντα να το σκέ­φτε­σαι, σκέ­ψου το δα και τώ­ρα,
όσο διαρ­κεί μια στιγ­μή του Απρί­λη,
κά­τω από τον συν­νε­φια­σμέ­νο τού­το ου­ρα­νό,
ενώ θαρ­ρείς ότι αφου­γκρά­ζε­σαι τη φύ­ση να ξυ­πνά
σαν ένα ανε­παί­σθη­το τρί­ξι­μο,

όταν τα κο­ρί­τσια ξε­ρι­ζώ­νουν τα γαϊ­δου­ρά­γκα­θα
με το τρα­γού­δι του κο­ρυ­δαλ­λού στ’ αυ­τιά,
ακό­μα και τό­τε, σκέ­ψου το!

Ενώ δο­κι­μά­ζεις το κρα­σί στα κε­λά­ρια του Ρά­ντερ­ζά­κερ
ή μα­ζεύ­εις πορ­το­κά­λια στους κή­πους του Αλι­κά­ντε,
κα­θώς κοι­μά­σαι στο ξε­νο­δο­χείο Μι­ρα­μάρ, κο­ντά στην πα­ρα­λία της Τα­ορ­μί­νας,
ή ανά­βεις ένα κε­ρί στο νε­κρο­τα­φείο του Φόι­χτ­βάν­γκεν την Ημέ­ρα των Ψυ­χών,

κά­πο­τε ψα­ράς να σέρ­νεις τα δί­χτυα σου στην όχθη του Ντό­γκερ,
στο Ντι­τρόιτ όταν παίρ­νεις μια βί­δα από τη γραμ­μή συ­ναρ­μο­λό­γη­σης,
ή στις πε­ζού­λες του Σε­τσουάν σαν φυ­τεύ­εις το ρύ­ζι,
ενώ δια­σχί­ζεις τις Άν­δεις ιπ­πεύ­ο­ντας το μου­λά­ρι σου,
έχε το στο νου σου!

Σκέ­ψου το, όταν ένα χέ­ρι σ’ αγ­γί­ζει τρυ­φε­ρά,
στην αγκα­λιά της γυ­ναί­κας σου σαν βρί­σκε­σαι,
όταν το παι­δί σου γε­λά!

Μην ξε­χνάς, ότι με­τά τον όλε­θρο
ο κα­θέ­νας θα βε­βαιώ­σει πε­ρί της αθω­ό­τη­τάς του.

Και σκέ­ψου ακό­μα:

Που­θε­νά στο χάρ­τη δεν υπάρ­χει η Κο­ρέα ή τα Μπι­κί­νι,
πα­ρά μο­νά­χα στην καρ­διά σου
Θυ­μή­σου πως για κα­θε­τί φρι­κτό
που συμ­βαί­νει μα­κριά από σέ­να,
ευ­θύ­νε­σαι εσύ ο ίδιος.

[ Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος ]

_____________
Πρώ­τη ρα­διο­φω­νι­κή με­τά­δο­ση 19 Απρι­λί­ου 1951, NWDR
Η π
ρώ­τη έντυ­πη έκ­δο­ση πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το 1953 από τον οί­κο Suhrkamp, όπου και βα­σί­ζε­ται η πα­ρού­σα με­τά­φρα­ση.