Ο τελευταίος – πρώτος άνθρωπος

Ο τελευταίος – πρώτος άνθρωπος


Ο Μπλαν­σό εξη­γεί­ται εξαρ­χής: H λο­γο­τε­χνία εί­ναι ένα δι­καί­ω­μα στον θά­να­το. Η τέ­χνη και ο θά­να­τος έχουν κοι­νούς δε­σμούς. Η γλώσ­σα φέρ­νει το έρ­γο στο μη­δέν κι από εκεί ανοί­γε­ται στην καρ­διά της μυ­θο­πλα­σί­ας μέ­σα σε μια νύ­χτα που κά­θε φο­ρά εί­ναι φτιαγ­μέ­νη από έναν και μό­νο άν­θρω­πο. Τον τε­λευ­ταίο άν­θρω­πο.
Η λο­γο­τε­χνία σε «κρί­ση». Ο «κρί­σι­μος» άν­θρω­πος δια­λύ­ε­ται μέ­σα στην ίδια τη σε­λί­δα που σχε­διά­ζει. Η γρα­φή, σχε­δόν πά­ντα κυ­κλι­κή και κυ­κλο­τε­ρής πε­ρι­δι­νεί­ται στα βά­θη του κει­μέ­νου και εξα­λεί­φε­ται εντός του. Το πα­ρόν γί­νε­ται την ίδια στιγ­μή μέλ­λον ανα­ζη­τώ­ντας συ­νε­χώς την ελ­λι­πή κα­τα­γω­γή του ολέ­θρου και εν τέ­λει, του ίδιου του υπο­κει­μέ­νου. Τα κεί­με­να του Μπλαν­σό κα­τα­στρέ­φο­νται -σε μια τε­λε­τουρ­γι­κή εμπει­ρία- μέ­σα στην ίδια την κί­νη­ση με την οποία γρά­φο­νται.

«Η γλώσ­σα, λέ­ει ο Μπλαν­σό, εί­ναι σκο­τει­νή επει­δή λέ­ει πά­ρα πολ­λά, αδια­φα­νής επει­δή δεν λέ­ει τί­πο­τα. Το δι­φο­ρού­με­νο εί­ναι πα­ντού». (Mο­ρίς Μπλαν­σό, Ο τε­λευ­ταί­ος άν­θρω­πος, Άγρα 1994, μτ­φρ. Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης, σ. 15)

Αυ­τή εί­ναι και η δια­κύ­βευ­ση της ίδιας της γρα­φής, της λο­γο­τε­χνί­ας. Ο συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι εκεί­νος που ακού­ει διαρ­κώς μια γλώσ­σα ακα­τά­λη­πτη και ανερ­μή­νευ­τη.

Μπή­κα στον κό­σμο του Μπλαν­σό γύ­ρω στα εί­κο­σί μου χρό­νια. Ήταν το βι­βλίο Ο τε­λευ­ταί­ος άν­θρω­πος, σε με­τά­φρα­ση και ει­σα­γω­γή Δη­μή­τρη Δη­μη­τριά­δη. Με μια πρώ­τη ανά­γνω­ση, μου φά­νη­κε δύ­σκο­λο και δύ­στρο­πο. Όμως την ίδια στιγ­μή αντι­λή­φθη­κα ότι κά­τι ανε­ξή­γη­το με σα­γή­νευε, με τρα­βού­σε μέ­σα σε μια τε­λε­τουρ­γία στο­χα­στι­κής γρα­φής. Όταν ολο­κλή­ρω­σα το βι­βλίο και επα­νήλ­θα για μια δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση στα­μα­τώ­ντας στα δε­κά­δες απο­σπά­σμα­τα που εί­χα υπο­γραμ­μί­σει, ο κό­σμος μου εί­χε πια αλ­λά­ξει. Πο­τέ από εδώ και πέ­ρα δεν θα ήταν ο ίδιος.

Ακο­λού­θη­σαν κι άλ­λα σπου­δαία βι­βλία του, όπως Ο χώ­ρος της λο­γο­τε­χνί­ας, Η τρέ­λα της ημέ­ρας, Η στιγ­μή του θα­νά­του μου, Η λο­γο­τε­χνία και το δι­καί­ω­μα στον θά­να­το, κι αρ­γό­τε­ρα, Θω­μάς ο σκο­τει­νός κι Εκεί­νος που δεν με συ­ντρό­φευε. Όμως έπια­να τον εαυ­τό μου να επα­νέρ­χε­ται ανά τα­κτά δια­στή­μα­τα στον «τε­λευ­ταίο άν­θρω­πο». Ένα από τα 10-15 βι­βλία που με κα­θό­ρι­σαν αρ­χι­κά σαν ανα­γνώ­στη κι έπει­τα σαν συγ­γρα­φέα.

Η λο­γο­τε­χνία του Μπλαν­σό, πά­ντα με­τέ­ω­ρη με­τα­ξύ μιας ευ­ερ­γε­τι­κής κα­τά­φα­σης και μιας αγω­νιώ­δους άρ­νη­σης. Μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του μη πραγ­μα­τι­κού, ένα συ­νε­χές εκτό­πι­σμα του νο­ή­μα­τος σε μια μου­σι­κή, σε ένα θρόι­σμα φύλ­λων, σε έναν κυ­μα­τι­σμό, σε μια στιγ­μή διαύ­γειας που εκτο­πί­ζει τη γλώσ­σα πέ­ρα από τη γλώσ­σα, δη­μιουρ­γώ­ντας έναν άλ­λο, πα­ρα­κεί­με­νο κό­σμο – σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις πιο πραγ­μα­τι­κό από τον πραγ­μα­τι­κό.

Σή­με­ρα, εί­κο­σι και πλέ­ον χρό­νια με­τά την πρώ­τη μου επα­φή με το μπλαν­σο­τι­κό σύ­μπαν, βα­δί­ζω στην πα­ρα­λία της Θεσ­σα­λο­νί­κης και ανά­με­σα στην ομορ­φιά της ημέ­ρας και στην πυ­κνή πλη­ρο­φο­ρία της ει­κό­νας, ένα απα­λό αε­ρά­κι μου φέρ­νει στ’ αυ­τιά απο­σπά­σμα­τα από τις σκέ­ψεις του - εξαρ­θρω­μέ­νες, ελι­κοει­δείς, δύ­σθυ­μες, μα σχε­δόν λυ­τρω­τι­κές.

«Αν στο­χα­στώ το γε­γο­νός που συ­νέ­βη, θα έπρε­πε να πω ότι για μέ­να σχε­δόν συγ­χέ­ε­ται με τη γα­λή­νη που μου επέ­τρε­ψε να τον αντι­με­τω­πί­σω. Γα­λή­νη συ­ναρ­πα­στι­κή, εγ­γύ­τα­τη στη λέ­ξη εκεί­νη που ερ­χό­ταν από τό­σο μα­κριά: όχι εντε­λώς στα μέ­τρα μου, και μά­λι­στα εξαι­ρε­τι­κά έξω από μέ­να… σαν για να με συ­γκρα­τή­σει στο χεί­λος της στιγ­μής αυ­τής όπου θα όφει­λα να εί­μαι γα­λή­νιος.» ( Ο τε­λευ­ταί­ος άν­θρω­πος, σ. 143)

Σκέ­φτο­μαι πως η λο­γο­τε­χνία του Μπλαν­σό με εξω­θεί στις σχι­σμές της νύ­χτας. Στο τε­λευ­ταίο σύ­νο­ρο μιας φα­ντα­στι­κής πό­λης που δη­μιουρ­γεί­ται και κα­τα­στρέ­φε­ται εδώ, την κά­θε στιγ­μή, στον εκά­στο­τε πα­ρό­ντα χρό­νο.

Σή­με­ρα επι­στρέ­φω στο Πα­ρί­σι. Πε­ρι­δια­βαί­νο­ντας τα στε­νά δρο­μά­κια πε­ρι­με­τρι­κά του Μα­ρέ, την ώρα που ο ήλιος βρί­σκε­ται στη δύ­ση του, σκέ­φτο­μαι συ­νειρ­μι­κά τη δύ­να­μη εκεί­νη με την οποία η νύ­χτα ξε­δι­πλώ­νε­ται στην καρ­διά της ποί­η­σης. Σε μια  ου­δε­τε­ρό­τη­τα αυ­τής της στιγ­μής κα­θώς ανά­βουν ταυ­τό­χρο­να τα φώ­τα της πε­ριο­χής – θαρ­ρείς μια το­νι­κό­τη­τα που το­νί­ζει και συ­νά­μα κλο­νί­ζει κά­θε σκέ­ψη και κά­θε αδυ­να­τό­τη­τα σύν­θε­σης ενός φα­ντα­σια­κού, του δι­κού μου προ­σω­πι­κού «τε­λευ­ταί­ου αν­θρώ­που».

Ανα­λο­γί­ζο­μαι πως με τους όρους του Μπλαν­σό, η πε­ριο­χή που πε­ρι­δια­βαί­νω αυ­τή τη στιγ­μή ορί­ζε­ται ίσως ως ένας «μη τό­πος», όπου η σκέ­ψη και η γρα­φή εί­ναι διαρ­κώς σε θέ­ση να δια­γρά­φει τα ίχνη της επι­νο­ώ­ντας τα δι­κά της «πα­ρα­πα­τή­μα­τα» προς μια μο­ντερ­νι­στι­κή κα­τεύ­θυν­ση, μιας αέ­ναης συ­νο­μι­λί­ας με τη «Γρα­φή της Κα­τα­στρο­φής» – με­τα­ξύ άλ­λων, των Χέλ­ντερ­λιν, Κάφ­κα, Ρίλ­κε, Ρε­νέ Σαρ, Αρ­τό, Μπα­τάιγ.

Με­σά­νυ­χτα στο Πα­ρί­σι και τα φώ­τα μέ­σα από τα πα­ρά­θυ­ρα φθί­νουν και σι­γά σι­γά σβή­νουν σπο­ρα­δι­κά και απο­σπα­σμα­τι­κά προς μια αρ­γία της νύ­χτας. Μου έρ­χο­νται στο μυα­λό σκέ­ψεις από κεί­με­να του Μπλαν­σό – μια εμ­φα­νής αί­σθη­ση του τρα­γι­κού, της αν­θρώ­πι­νης συν­θή­κης, κεί­με­να διά­τρη­τα, δια­κε­κομ­μέ­να, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να, μια απου­σία του όντος που απο­μα­κρύ­νε­ται όσο μα­κρύ­τε­ρα γί­νε­ται από τον εαυ­τό του και βυ­θί­ζε­ται μέ­σα στην ίδια την γρα­φή που δη­μιουρ­γεί.

Η κί­νη­ση του «έξω» όπως θα έγρα­φε ο Φου­κό που τεί­νει διαρ­κώς να σπρώ­χνει το υπο­κεί­με­νο μέ­σα στα νε­ρά μιας δια­φά­νειας του θα­νά­του. Ο Ση­κουά­νας σκο­τει­νός από­ψε και σχε­δόν ιε­ρός, μέ­σα σε ομό­κε­ντρος κύ­κλους που δη­μιουρ­γεί το απα­λό ρεύ­μα, ένα ζευ­γά­ρι κύ­κνων ερω­το­τρο­πούν – ένα εί­δος ώσμω­σης με­τα­ξύ της στιγ­μής που πέ­ρα­σε κι όμως πα­ρα­μέ­νει εδώ. Οι κύ­κλοι του Μπλαν­σό σε με­τα­φέ­ρουν στις όχθες της αγά­πης και του έρω­τα, στη δύ­να­μη του λυ­ρι­σμού.

Τέ­τοιες σκέ­ψεις και μνή­μες με με­τα­φέ­ρουν πί­σω στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην βρα­δύ­τη­τα του Θερ­μαϊ­κού, έτσι όπως βυ­θί­ζε­ται μέ­σα μου έως το μα­κρύ­τε­ρο όριο της νύ­χτας όπου βα­σι­λεύ­ει από­λυ­τη γα­λή­νη. Εί­ναι μια στιγ­μή μο­να­δι­κή, στιγ­μή όπου η γρα­φή φτά­νει στο τε­λευ­ταίο σύ­νο­ρο της σκέ­ψης μου κι εκεί με πα­ρα­δί­δει στην φρο­ντί­δα μιας όμορ­φης γυ­ναί­κας. Την αγ­γί­ζω και με οδη­γεί. Αγρυ­πνού­με μα­ζί γύ­ρω από αυ­τή τη στιγ­μή γα­λή­νης – σκέ­ψη απει­ρο­ε­λά­χι­στη, σκέ­ψη μα­κρι­νή, μπλαν­σο­τι­κή σκέ­ψη.

Αυ­τή, αρ­γό­τε­ρα, ανα­ρω­τιέ­ται πώς εί­χε ει­σέλ­θει σε αυ­τή την στιγ­μή γα­λή­νης. Δεν μπο­ρού­σε να βρει κα­μία απά­ντη­ση στον εαυ­τό της. Μό­νο μια πα­ρά­ξε­νη αδιό­ρα­τη ευ­δαι­μο­νία – που βρί­σκε­ται σε σχέ­ση με τις λέ­ξεις. «Αυ­τή, αρ­γό­τε­ρα…» – έγει­ρε κι απο­κοι­μή­θη­κε στο στή­θος μου, σαν να ήμουν ο πρώ­τος, ο τε­λευ­ταί­ος άν­θρω­πος στον κό­σμο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: