Βραβείο Πεζογραφίας 2022

Βραβείο Πεζογραφίας 2022

Ο Κώστας Μαυρουδής γεννήθηκε το 1948 στην Τήνο. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρουσιάστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Λόγοι δύο (1973). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: Ποίηση (Τραμ 1978)· Το δάνειο του χρόνου (Κέδρος 1989)· Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (Κέδρος 2001) και Τέσσερις εποχές (Κέδρος 2010). Έχει εκδώσει επίσης τα εξής βιβλία με πεζά: Με εισιτήριο επιστροφής (Εστία 1983, β΄ έκδ. Πλέθρον 1999)· Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Νεφέλη 2000)· Στενογραφία (Κέδρος 2006) και Η αθανασία των σκύλων (Πόλις 2013 - Κρατικό Βραβείο Διηγήματος,  βραβείο του περ. Αναγνώστης). Στον τόμο Η ζωή με εχθρούς (Δελφίνι 1998, β΄έκδ. Μελάνι 2008) συγκεντρώνονται άρθρα και σχόλια που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Τέλος, εξέδωσε το βιβλίο Τέσσερις εποχές: τέσσερις πίνακες και τέσσερα ποιήματα (2018) σε συνεργασία με τον Χρόνη Μπότσογλου. Ποιητικά και πεζογραφικά βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε τέσσερις ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Από το 1978 εκδίδει ανελλιπώς το λογοτεχνικό περιοδικό Το Δέντρο (από το 1983 με τον Τάσο Γουδέλη)

Το αλάτι του Bad Ischl

Πεζά κείμενα

ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΟΥ BAD ISCHL, απόπειρα βιωματικής χαρτογράφησης, διαθλασμένη μέσω της ποίησης και του στοχασμού, βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τις έννοιες του χρόνου και της τέχνης. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό έκκεντρων θεματικά και μορφολογικά κειμένων, τα οποία αποκτούν ενότητα χάρη σε έναν αθέατο σύνδεσμο: το βλέμμα του παρατηρητή. Συγχρόνως, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι μέσα από αναφορές σε έργα τέχνης και αποσπάσματα από την παγκόσμια λογοτεχνία, τα οποία συνυφαίνονται με θραύσματα μνήμης στον ιστό του κειμένου, ο συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει όψεις της καθημερινής ζωής, αλλά και το αντίστροφο: να μετουσιώσει το απλό και τετριμμένο σε αισθητική εμπειρία. Έτσι, τέχνη και πραγματικότητα διασταυρώνονται, συχνά κατά απροσδόκητο τρόπο, καταργώντας τα μεταξύ τους όρια.
Η γραφή του Κώστα Μαυρουδή χαρακτηρίζεται από λεπτή ειρωνεία, από έναν διάχυτο σκεπτικισμό για την ανθρώπινη φύση και την πορεία της Ιστορίας, και βέβαια από προσήλωση στην αισθητική διάσταση της ζωής.
Το Αλάτι του Bad Ischl αποτελεί το τελευταίο μέρος μιας τετραλογίας, η οποία συγκροτείται από τα βιβλία: Με εισιτήριο επιστροφής (1983), Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (2000) και Στενογραφία (2006).

*

«Έργα με σύμμεικτα κείμενα δεν έχουν παράδοση στα γράμματά μας. Το μικροδοκίμιο, το ταχυαφήγημα,
πλάι στην ημερολογιακή εγγραφή, στον αφορισμό και στον στοχασμό
μπορεί να δίνουν στους νεότερους μια εικόνα μοντερνικότητας εξαιτίας της ετερογένειάς τους,
αλλά είναι παμπάλαιος λόγος που κατάγεται από τους ηθολόγους.
Στα βιβλία μου, όσα δεν είναι ποιητικά ή αφηγήματα, καλλιεργείται αυτή η μορφή.»
Κ.Μ.

–––––––––––––

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΟΥ BAD ISCHL

–––––––––––––

ΠΕΝΤΕ ΕΞΕΖΗΤΗΜΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Αν και στις συμπεριφορές του Μ.Λ. (1942-) αναγνωρίζονταν τα τυπικά χαρακτηριστικά του δανδισμού, ο ίδιος διέθετε αυστηρή αίσθηση του μέτρου. Ήξερε ότι ο αισθητισμός θεωρήθηκε (και πολύ συχνά ήταν) επιφα­νειακή στάση, ότι πολλές σελίδες του υπήρξαν αβαθές παιχνίδι αυταρέσκειας. Κάποτε, μια αφρικανική παροιμία τον έκανε να κοιτάξει με προσοχή την ιστορία του: «Χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί». Μεσήλικας, είχε παραλλάξει ελαφρά την ιδέα: «Χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να έχεις παιδική ηλικία». Τα ενδιαφέροντά του ήταν ετερόκλητα. Για το πιο ιδιότυπο απ’ αυτά όμως, τα παπούτσια, έδειξε επί σειρά ετών ερευνητικό πάθος. Πίστευε πως όχι μόνο σχε­τίζονται με την προσωπικότητα, αλλά είναι η πρώτη ονειροπόληση ωριμότητας, αφού, μικροί ακόμα, με τα παπούτσια του πλησιέστερου άνδρα επιχειρήσαμε τη συμβολική μας ενηλικίωση. Γνώριζε, και είχε καταγράψει, αναρίθμητες περιπτώσεις υποδηματοποιών, περισσότερο απ’ τα γράμματα και το σινεμά παρά απ’ τη μόδα: τον τσαγκάρη πατέρα του ελληνολάτρη Γιόχαν Βίνκελμαν, τον δεξιοτέχνη θείο του διάσημου Καζανόβα, τον υποδηματοποιό πατέρα τού Μαρέν Μαραί (συνθέτη των «Κωδωνοκρουσιών της Αγίας Γενεβιέβης»), τον εκκεντρικό Γάλλο τσαγκάρη που, επειδή δεν ήθελε να σκύβει για τα μέτρα, επιδιόρθωνε μόνον φθορές, εκείνον που έσω­σε απ’ τη λαιμητόμο τη μαρκησία Ντε Κυστίν (ερωμένη, πολύ αργότερα, του Σατωμπριάν), τον Φόιγκτ, άριστο τεχνίτη, τον οποίο ο συντοπίτης του ζωγράφος Γκυστάβ Κουρμπέ συμπεριέλαβε στο πλήθος της «Ταφής στην Ορνάν», ακόμα και κάποιον που, παρά το παρουσιαστικό του, κατάφερε να μπει στο δημαρχείο του Καίπενικ (στα περίχωρα του Βερολίνου), να συλλάβει τον δήμαρχο και να γίνει πρωταγωνιστής ενός βιβλίου του Τσουκμάγιερ. Ανάλογα με την περίσταση μιλούσε για διαφορετικό χαρακτήρα. Σε ορισμένους υπεν­θύμιζε τον παπουτσή απ’ τον Κόκκινο κρίνο του Ανατόλ Φρανς, και σε άλλους τον ιδιοκτήτη του «Φλοριάν» της Βενετίας, για τα παραμορφωμένα πόδια του οποίου ο Κανόβα (ναι, ο περίφημος Κανόβα!) είχε φτιάξει ειδικό καλούπι. Στους αρχαιόφιλους μπορούσε να μιλήσει για τον τσαγκάρη που βρήκε το λάθος στα σανδάλια μιας εικόνας του Απελλή, στους φιλοσοφούντες έκανε λόγο για τον Ιάκωβο Μπαίμε, υποδηματοποιό του 17ου αιώνα που θεωρούσε αντιχριστιανικές τις φιλοσοφικές έριδες («Κάθε έρις αφορά ένα είδωλο»), και ένα βράδυ μνημόνευσε τον φιλήσυχο κύριο Όλμπρεχτ, με γερμανική καταγωγή, που ο όχλος της αμερικανικής κωμόπολης (Τζων Στάινμπεκ, Ανατολικά της Εδέμ) έσπασε τη βιτρίνα του όταν η Αμερική μπήκε στον πόλεμο (1917). Στον κόσμο της γραφής ήταν πλήθος οι ήρωες. Χάρις στην υπόδειξή του διαβάσαμε τους «Μικρούς παπουτσήδες» του Ισαάκ Μπασέβις Σίν­γκερ, την ιστορία του Άμπα, Εβραίου απ’ την παλιά Πολωνία που δίδαξε την τέχνη στα παιδιά του («το κυριότερο πρόβλημα εφαρμογής βρίσκεται στο μεγάλο δάχτυλο») και τους έδειξε πώς αντιμετωπίζεται η πλατυποδία και η σφυροδακτυλία. Με τη σειρά τους εκεί­να έγιναν δάσκαλοι των δικών τους παιδιών, έφυγαν για την Αμερική και δεν άργησαν να κατακτήσουν τη Νέα Υόρκη. Κάποτε μας πρότεινε την αυτοβιογραφική νουβέλα μιας άγνωστης συγγραφέως: «Η ιστορία της ζωής μου ξε­κίνησε όταν η βιοτεχνία παπουτσιών του πατέρα μου χρεοκόπησε. Είχε αμέσως την ιδέα να ξεχωρίσουμε όλα τα παπούτσια κατά μέγεθος. Να υπολογίσουμε με ακρίβεια πόσα ζευγάρια θα χρειαζόταν ο καθένας μας για το υπόλοιπο της ζωής του και να τα κρατήσουμε για το μέλλον!».

Ήξερε τις μεταμορφώσεις των παπουτσιών στον χρόνο όπως οι βιολόγοι την εξέλιξη των ειδών: τα σάνδαλα με τους προϊστορικούς προγόνους και την ανεξάντλητη ποικιλία ανά τους αιώνες, τις γαλότζες με τη ρωμαϊκή καταγωγή, τα βασανιστικά σαμπό, τα ιαπωνικά Ζόρι, τις γόβες (με αναφορά σε εκείνες της Έμμας Μποβαρύ, που η σόλα τους κιτρίνισε από το κερί του παρκέ στο πρώτο της πάρτι), τις σαγιονάρες από άχυρο ρυζιού ή ύφασμα, τα μοκασίνια, τα Τίμπερλαντ, τις πουέντ (που καλύτερα να μη δούμε ποτέ τι πόδια φτιάχνουν), τα λουστρίνια (με ή χωρίς γκέτες), τα σύγχρονα –πάντοτε παιδόμορφα– Camper beetle, τις πλατφόρμες, τα ομορφάσχημα Βirkenstock, κολακευτικά για τα εύσχημα δάχτυλα. Το ίδιο καλά είχε κατατάξει πρόσωπα και εποχές. Μπορούσε να συνθέσει έναν ετερόκλητο κατάλογο, παγκόσμιο ανθολόγιο χαρακτήρων: την ηρωίδα στα Κόκκινα παπούτσια του Άντερσεν, την Ελεονώρα Ρούσβελτ, σύζυγο του Αμε­ρικανού προέδρου που πρώτη φόρεσε Όξφορντ (ανδρικό παπούτσι με κορδόνια), τον εκκεντρικό Μπουγκάτι που του έφτιαχναν παπούτσια με δάχτυλα (σαν γάντια), τον Καζαντζάκη που φόρεσε στενά μοκασίνια σ’ έναν περίπατο (στην Ιταλία) επειδή δεν ήθελε να απολαμβάνει ατιμωρητί τόση ομορφιά, τον Τόμας Μπέρνχαρντ που προμηθευόταν ολόκληρες κούτες και τις άφηνε στα αγορασμένα με δάνεια αγροτόσπιτα, τη Μαργκερίτ Ντυράς, ηδυπαθή έφηβη με εσπαντρίγιες πλάι σ’ ένα ποτάμι της Ινδοκίνας, τον παππού του, στο σημειωματάριο του οποίου (1931) βρήκε γραμμένη τη φράση «Bitte zeigen Sie mir Schuhe schwarze»10 (προετοιμασία για το ταξίδι του στο προπολεμικό Βερολίνο). Θα συμπεριλάμβανε επιπλέον τον καταδικασμένο για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ Γρηγόρη Στακτό­πουλο, που φυλακίστηκε το 1949 και βγαίνοντας στον κόσμο, μετά από τριάντα χρόνια, είδε ότι τα παπούτσια δεν είχαν πια κορδόνια («είναι ευκολοφόρετα και τα λένε παντοφλέ», του εξήγησε η αδελφή του), τον Εβδόμερο απ’ το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντε Κίρικο («με αθόρυβα παπούτσια φτιαγμένα στο εργαστήριο του Περπινιάνι»), τη μικρή πιανίστρια που περνά σε μια σελίδα του Αλμπέρτο Σαβίνιο («με έλασμα στα παπούτσια για τις πατικωμένες απ’ τα πεντάλ πατούσες της»), τον εαυτό του σε ένα παζάρι στο Παρίσι, όταν αγνόησε τις επίμο­νες προτροπές της πωλήτριας για τα χειροποίητα Edward Green («Profitez-vous, monsieur, profitez-vous!»), ακό­μα και την Γκρέτα Γκάρμπο στο Χόλυγουντ, που, πριν ανταλλάξει χειραψία γνωριμίας με τον Μαστρογιάνι, κοίταξε το έδαφος και αναστέναξε: «Italian shoes!».

Το 2017, ένας τεχνοκριτικός είχε συσχετίσει τις αρβύλες στον πασίγνωστο πίνακα του Βαν Γκογκ με εκείνες που φορά ο Οιδίποδας του Χαλεπά στο έργο «Οιδίπους και Αντιγόνη».2 Θεωρώντας ότι συνδέονται μεταξύ τους, ισχυρίστηκε ότι ο γλύπτης βάζει στα πόδια του ήρωά του τα παπούτσια που είχε ήδη δει στον πίνακα του Ολλανδού – παρεμφερή, σημειωτέον, με εκείνα τα οποία φορούσε και ο ίδιος στα πέτρινα μονοπάτια της Τήνου. Τα δύο ζεύγη δημιουργούσαν έναν σιωπηλό σύνδεσμο, υποδήλωναν σαν βέρες τον υμέναιο δύο μεγαλοφυών παραφρόνων. Αναφερθήκαμε ήδη σε πολλά. Ας πούμε επιπλέον ότι ο ήρωας της ιστορίας μας –πρόσωπο ιδιότυπο– είχε συντηρήσει με επιμέλεια ένα παλιό ζευγάρι χρώματος ταμπά, χωρίς κορδόνια, με πολύ μαλακό δέρμα και κλασικές σόλες. Η γραμμή τους, χρόνια μετά, παρέμενε μοντέρνα. Του θύμιζαν την ημέρα της αγοράς τους (11 Αυγούστου του 1979), όταν στην πνιγμένη απ’ την υγρή ζέστη Καράρα –στη μεγάλη κατωφερή πλα­τεία της– είχε φορέσει τις μακριές κάλτσες της δοκιμής, κράτησε μάλιστα το διαφημιστικό κόκαλο: «Calzature Marelli, la marca di fiducia». Το 1988 άρχισε να γράφει ένα διήγημα με θέμα τα παπούτσια της Καράρα. Θα επιχειρούσε, πράγμα δύσκολο, να τα συσχετίσει με δύο ηλικιωμένες αδελφές που γνώρισε όταν ήταν παιδί. Η ζωή τους –ένας συνεταιρισμός μοναξιάς– έμοιαζε με τον απόλυτο σύνδεσμο των δύο παπουτσιών. Άγνωστο γιατί, μια θεία του τον είχε οδηγήσει, μεσημέρι Αυγούστου, στο παραμελημένο τους διώροφο. Ήταν μια τριτοπρόσωπη αφήγηση τοποθετημένη στην Πάτρα του 1952, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του. «Τον ρώτησαν αν ήθελε ένα γλυκό από φύλλα τριαντάφυλλου. Δεν έδειχναν διάθεση να ασχοληθούν μαζί του ή να του μι­λήσουν. Δυσφορούσε απ’ την πρώτη στιγμή καθώς τις άκουγε να επαναλαμβάνουν, σαν ηχώ, η μία τα λόγια της άλλης. Τον απωθούσε το άδειο σπίτι, η εσωτερική σκάλα, το πάτωμα που έτριζε σε κάθε βήμα, αλλά η λαχτάρα να φύγει έγινε εντονότερη όταν οι γυναίκες με τις γκρίζες ρόμπες τον αγνόησαν και έμειναν στο παράθυρο κοιτάζοντας για ώρα τον κήπο της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Στη συνέχεια, όπως πιθανόν συνέβαινε καθημερινά, αποσύρθηκαν στο μεγάλο τους υπνοδωμάτιο. Δυο τρεις φορές πλησίασε και τις κοίταξε απ’ το άνοιγμα της πόρτας. Στα σιδερένια κρεβάτια τους, αντίγραφο η μία της άλλης, κοιμόνταν με στόματα ανοιχτά. Δεν υπήρχε τίποτε να τον απασχολήσει εκτός απ’ το κλειστό ραδιόφωνο, το ψυγείο του πάγου και μια μεταλλική κλεψύδρα που κατέβασε, παρά την επιφύλαξή του, από τα ράφια της κουζίνας. Με συνοδεία την αναπνοή τους (συχνά γινόταν ανήσυχος ρόγχος) άρχισε να παρατηρεί την κίνηση της άμμου, τη στάθμη που μεταβαλλόταν αδιόρατα. Υπολόγιζε τον χρόνο με το ρολόι του τοίχου. Περνούσαν εννέα λεπτά για να μεταγγιστεί όλη η ποσότητα στο κάτω δοχείο».

Δεν ήταν συγγραφέας. Τον ενδιέφερε ο αφηγημένος κόσμος, όχι η αναμέτρηση με τη δημιουργία του. Κανένα απ’ τα διηγήματα που κατά καιρούς έγραψε δεν είχε ­τελειώσει. Η επιφύλαξή του ήταν δυνατότερη απ’ την ανάγκη για την προσοχή των άλλων. Ειδικά στο συγκεκριμένο, η προφανής αλληγορία (οι γυναίκες και τα παπούτσια του 1979) άρχισε να του φαίνεται υπερβολική. Κάθε τόσο απάλειφε εκτεταμένα μέρη, κυρίως ιστορικά περιστατικά, όπως εκείνο του 1940, όταν οι δρόμοι της Ορλεάνης φωτογραφήθηκαν με εκατοντάδες σκορπισμένα παπούτσια: η προέλαση των Γερμανών ήταν ραγδαία, η πόλη άδειαζε πανικόβλητη. Αφαίρεσε, ακόμα, πορτρέτα υποδηματοποιών, όπως του κυρίου Ανδρέα, που έφτιαχνε τα παιδικά του παπούτσια (τον θυμόταν στην οδό Μαιζώνος, όρθιο στην πόρτα του, με ποδιά λερωμένη από μαύρο βερνίκι), διέγραψε μια σελίδα για τον αγγλοσαξονικό τύπο (παπούτσια σκληρά που φορούσε πρώτος, σαν έμψυχο καλαπόδι, ο κηπουρός), καθώς και το περιστα­τικό με τα αμερικανικά Edmond Allen που αγόρασε στο Ντύσελντορφ και τα ξέχασε στο ξενοδοχείο. Ήταν η αφορμή για την αλληλογραφία και, αργότερα, για τη σχέση του με την υπεύθυνη της υποδοχής, πρόσωπο με μυθιστορηματική οικογενειακή ιστορία. Το κείμενο φυλ­λορρόησε. Κάθε προσπάθεια να ανασυντεθεί με άλλη δομή απαιτούσε ανέλιξη και στοιχεία πλοκής που δεν υπήρχαν. Βέβαιος γι’ αυτό, διέγραψε και τις 233 λέξεις που απέμειναν στο τέλος, ένα ίζημα από ασύνδετες, υπερβολικά η χ η ρ έ ς ιδέες: «[...]Κάθε φορά που επιλέγει την οδό Αγίου Διονυσίου για την επιστροφή από την Πάτρα στην Αθήνα, λίγο πριν το ξύλινο κτήριο του Ερυθρού Σταυ­ρού, αναγνωρίζει τη θέση του παλιού διώροφου, που προ­βάλλει σαν φωτογραφική διπλοτυπία πάνω στο νέο κτίσμα. Ανακαλεί με ακρίβεια εκείνο το απόγευμα, μπορεί να συνθέσει τις διάσπαρτες λεπτομέρειες του χώρου. Τη διάταξη των μεγάλων δωματίων, τα γεωμετρικά μοτίβα στους τοίχους, τι έβλεπαν τα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Θυμάται και άλλα πατώματα που έτριζαν. Είναι, σκέφτεται, ένας απ’ τους πολλούς ήχους που χάθηκαν με τις αλλαγές της ζωής. Ελαττώνει πάντα ταχύτητα στο συγκεκριμένο σημείο. Οι αδελφές εκείνου του μεσημε­ριού, γραφικές στην ταυτοφωνία τους, έζησαν τον απόλυ­το σύνδεσμό τους όπως το ταμπά ζευγάρι απ’ την Kαράρα. Η ταύτισή τους είχε τα στοιχεία της “δυαδικής τρέλας” (“folie à deux”, τη λέει η ιατρική), συνθήκη όπου ο ένας επιβεβαιώνει διαρκώς τον άλλον, επαναλαμβάνει τις ιδέες του, καθρέφτης και συγχρόνως είδωλο. Δεν ήξε­ρες αν κάποια ήταν λογοκλόπος της αδελφής της ή του εαυτού της, αφού ό,τι σκεπτόταν η μία ήταν γνωστό στην άλλη με πρωθύστερη ακρίβεια. Πέθαναν στον ύπνο τους με διαφορά τριάντα πέντε ημερών. Τα πράγματα, η κίνηση, το περιβάλλον, υπάρχουν χάρις σ’ εμάς (“ Όλα γεννήθηκαν συγχρόνως μ’ εμένα”, είπε κάποιος) και θα χαθούν μαζί μας. Ο θάνατός μας όχι μόνον δεν απειλεί τους άλλους, αλλά μοιάζει με “θλίψη που παρηγορεί”. Καθετί που πέφτει απ’ τους ώμους του κόσμου κάνει ελαφρύτερο το φορτίο του».

1. «Παρακαλώ, δείξτε μου τα μαύρα παπούτσια».
2. Η ιδέα και το κείμενο για τις αρβύλες του Οιδίποδα αφορούν, στην πραγματικότητα, ένα δοκίμιο του τεχνοκριτικού Μάνου Στεφανίδη.


Κριτικές

Ηλίας Μαγκλίνης, Η Καθημερινή (προδημοσίευση), 21/12/2022

Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, istos.gr,31/12/2022

Αριστοτέλης Σαϊνης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21/1/2023

Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή, 6/2/2023

Ελένη Γκίκα, fractal.gr, 8/2/2023

Διώνη Δημητριάδου, Bookpress, 10/3/2023

Λάκης Δόλγερας, The Books Journal, 26/3/2023


Συνέντευξη

Γιάννης Μπασκόζος, Ο Αναγνώστης, 15/2/2023



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: