Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδέρφια.
Μετά ήταν μόνο ένα: εγώ.
Μεγάλωσα πολύ γρήγορα, πριν καν μάθω να
οδηγώ. Και να τι έγινα: ένας ελεεινός ενήλικας.
Σκέφτηκα ν’ αναπτύξω ενδιαφέροντα
για τα οποία κάποιος θα μπορούσε να ενδιαφερθεί. Πού τέτοια τύχη.
Έβαζα με το παραμικρό τα κλάματα γι’ αυτό που φαινομενικά
ήταν ευχάριστα παιδικά χρόνια. Καθώς μεγάλωνα
όλο και περισσότερο, γινόμουν επίσης πιο επιεικής
σε σχέση με τις σκέψεις και τις ιδέες μου,
θεωρώντας τες τουλάχιστον εξίσου καλές με του καθενός.
Και τότε ένα τεράστιο λαίμαργο σύννεφο
ήρθε και τριγύριζε στον ορίζοντα, καταβροχθίζοντάς
τον, για μήνες ή χρόνια θα ’λεγες.