Αγρυπνώντας με την Αϋπνία

Μπιλμπάο
Μπιλμπάο / φωτ. Βασίλης Παπαγεωργίου

Βασίλης Παπαγεωργίου, «Αϋπνία», εκδ. Σαιξπηρικόν 2017




Τ
α σαβ­βα­τό­βρα­δα, εκεί γύ­ρω στις 10 το βρά­δυ, οι συρ­μοί του με­τρό γε­μί­ζουν με αν­θρώ­πους που ξε­χει­λί­ζουν προ­σμο­νή. Αυ­τήν που λα­χα­νιά­ζει την ελ­πί­δα των απροσ­δό­κη­των συ­να­ντή­σε­ων, της αναί­τιας χα­ράς, της νυ­χτε­ρι­νής πε­ρι­πέ­τειας, της σαβ­βα­τιά­τι­κης αϋ­πνί­ας.
Κά­θο­μαι στη μέ­ση του βα­γο­νιού. Μπαί­νει παί­ζο­ντας κά­τι της Πιαφ στο ακορ­ντε­όν. Παί­ζει ωραία. Εί­μαι σκυμ­μέ­νη στο βι­βλίο που ακου­μπά σε δέ­κα δά­χτυ­λα. Αϋ­πνία. Το έχει γρά­ψει ο Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου με τον τρό­πο του σκο­ντά­μα­τος. Όλο πη­γαί­νει και πά­ντα κά­που σκο­ντά­φτει. Σε έναν συγ­γρα­φέα που αγα­πά­ει, ένα νη­σί, κά­τι σκέ­ψεις που πέ­φτουν σε δί­νη και γί­νο­νται υδά­τι­να ελα­τή­ρια που έπει­τα επι­μη­κύ­νο­νται με επι­στη­μο­νι­κή σχο­λα­στι­κό­τη­τα.
Εί­ναι μια κο­πέ­λα που αγκα­λιά­ζει το ακορ­ντε­όν. Τη βλέ­πω κα­θώς ανα­ση­κώ­νω το βλέμ­μα από το βι­βλίο και σκο­ντά­φτω πά­νω στο φω­τει­νό, ανα­πο­λο­γη­τι­κό της χα­μό­γε­λο. Εί­ναι όμορ­φη και αυ­τό τής δί­νει μια αυ­το­πε­ποί­θη­ση που πο­τέ δεν συ­να­ντώ στους επαί­τες. Έχει ένα ύφος ποπ τρα­γου­δί­στριας. Εί­ναι όμορ­φη, εί­ναι στη σκη­νή και μου χα­μο­γε­λά­ει λες και με κα­λεί να ορ­μή­σου­με μα­ζί σε μια πε­ρι­πέ­τεια. Αντα­πο­δί­δω το χα­μό­γε­λο, βά­ζω το δί­φρα­γκό μου στην τσέ­πη της και ξα­να­σκύ­βω στο βι­βλίο.
Το κου­βα­λάω συ­νέ­χεια μα­ζί μου τον τε­λευ­ταίο μή­να. Το διά­βα­σα πριν δυο μή­νες πρώ­τη φο­ρά και έπει­τα κά­πως έχει κολ­λή­σει σαν βδέλ­λα στην τσά­ντα μου. Δεν εί­ναι επει­δή το ξέ­χα­σα εκεί μέ­σα. Εί­ναι επει­δή μου αρέ­σει να ανοί­γω τυ­χαία σε μια σε­λί­δα και να δια­βά­ζω όση ώρα εί­μαι σε κά­ποιου εί­δους ανα­μο­νή. Στο με­τρό, πε­ρι­μέ­νο­ντας ένα ρα­ντε­βού, στις 4 τα ξη­με­ρώ­μα­τα όταν στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται στο μα­ξι­λά­ρι μου η αϋ­πνία. Προ­σπα­θώ να απο­φα­σί­σω αν μι­λά­ει για την αϋ­πνία η για την αγρύ­πνια. Πα­ρη­γο­ριέ­μαι να σκέ­φτο­μαι πως και η δι­κή μου αϋ­πνία των τε­λευ­ταί­ων τεσ­σά­ρων ετών δεν εί­ναι πα­ρά μια τε­λε­τουρ­γι­κή αγρύ­πνια, σαν εκεί­νη των μο­να­χών και των πι­στών. Όχι, όχι, κα­θό­λου αϋ­πνία, δη­λα­δή κα­θό­λου μια ιδιο­τρο­πία, μια στρέ­βλω­ση του νου, αλ­λά μια αγρύ­πνια επι­βε­βλη­μέ­νη από την ανά­γκη να με ξυ­πνή­σω με το ζό­ρι, να μην κλεί­σει ο νους για να ξε­κου­ρα­στεί, αλ­λά να πρέ­πει να οδη­γη­θεί στα όριά του, προ­κει­μέ­νου να μην μπο­ρώ να ξε­φύ­γω για άλ­λη μια φο­ρά από ό,τι με βα­σα­νί­ζει.
Στη στά­ση Εθνι­κή Άμυ­να ορ­μά­ει στο βα­γό­νι με εκ­κω­φα­ντι­κό λα­χά­νια­σμα ένα αγό­ρι γύ­ρω στα 20. Μοιά­ζει να δια­κα­τέ­χε­ται από τρό­μο. Τον κυ­νη­γά­ει ένα άγριο ζώο ή ένας άγριος άν­θρω­πος ή μια άγρια κα­τά­στα­ση του νου. Δεν μπο­ρώ να πά­ρω τα μά­τια μου από πά­νω του/ Ψη­λός και όμορ­φος σω­ριά­ζε­ται δυο κα­θί­σμα­τα μπρο­στά από μέ­να. Αρ­χί­ζει να ζη­τά­ει βο­ή­θεια – για­τρός, υπάρ­χει για­τρός, προ­σβο­λή, καρ­δια­κή προ­σβο­λή –, μι­λά­ει και το λα­χά­νια­σμα μοιά­ζει ψεύ­τι­κο, έχει κά­τι βια­σμέ­νο, σαν κα­κός ηθο­ποιός. Ζού­με στην επο­χή των επι­τε­λε­στι­κών δρά­σε­ων της τέ­χνης και τε­ντώ­νω τη σπον­δυ­λι­κή μου στή­λη σκύ­βο­ντας προς τα εμπρός, πε­ρι­μέ­νο­ντας τη συ­νέ­χεια και την απο­κά­λυ­ψη . Τώ­ρα μι­λά­ει ψύ­χραι­μα, ήρε­μα με φω­νή τρε­μά­με­νη αλ­λά χω­ρίς κα­θό­λου λα­χά­νια­σμα. Σα να εί­ναι ένας άλ­λος. Ένας κύ­ριος σκύ­βει πά­νω του – τι έχεις αγό­ρι μου; Εί­στε για­τρός; Όχι, αγό­ρι μου, τι έχεις; Προ­σβο­λή, καρ­δια­κή αρ­ρυθ­μία. Τώ­ρα μι­λά­ει πα­γω­μέ­να και ψύ­χραι­μα σαν να λέ­ει την ώρα. Σι­γου­ρεύ­ο­μαι ότι πά­σχει από ψυ­χι­κό νό­ση­μα. Το βι­βλίο με­τε­ρω­ρί­ζε­ται πά­νω στα δά­χτυ­λά μου που έχουν ανοί­ξει κι έχουν φτιά­ξει ένα τρα­πε­ζά­κι. Ξα­να­δια­βά­ζω μια αρά­δα. Γύ­ρω μου άν­θρω­ποι προ­σπα­θούν να τον βοη­θή­σουν, πι­στεύ­ο­ντας πως κά­τι έχει η καρ­διά του και στο με­τα­ξύ φτά­νου­με και προ­σπερ­νά­με τον Ευαγ­γε­λι­σμό και κα­νείς δεν σκέ­φτη­κε να τον πά­ει στο νο­σο­κο­μείο, πα­ρά συ­νε­χί­ζουν την κου­βέ­ντα μα­ζί του και σι­γου­ρεύ­ο­μαι πως πρό­κει­ται για περ­φόρ­μανς μιας πό­λης που απλώς γε­μί­ζει τον χρό­νο της με γε­γο­νό­τα χω­ρίς να αι­σθά­νε­ται, χω­ρίς να συμ­με­τέ­χει, σαν ένα γι­γα­ντιαίο τη­λε­ο­πτι­κό κα­νά­λι που χρειά­ζε­ται συ­νε­χή ροή πλη­ρο­φο­ρί­ας και ει­κό­νας που γε­μί­ζει, περ­νά­ει και τί­πο­τα δεν ακου­μπά­ει, τί­πο­τα δεν δια­τα­ράσ­σει.
Κι έτσι, κα­θώς τους πα­ρα­τη­ρώ να συμ­με­τέ­χουν σε μια πα­ρά­στα­ση, σι­γου­ρεύ­ο­μαι πως το βι­βλίο του Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου εί­ναι για την αγρύ­πνια. Την ηθε­λη­μέ­νη άρ­νη­ση του ύπνου. Και τό­τε κα­τά­λα­βα για­τί το κου­βα­λάω μα­ζί μου τό­σον και­ρό. Επει­δή έχω ανά­γκη την πε­ρι­δί­νη­ση στη σχο­λα­στι­κή προ­έ­κτα­ση των σκέ­ψε­ων μέ­χρι που τε­ντώ­νο­νται τό­σο που ανα­γκά­ζουν κά­τι μέ­σα μου να τε­ντώ­νε­ται με τον ίδιο τρό­πο, να μην ησυ­χά­ζει, αλ­λά να θε­ρα­πεύ­ε­ται από αυ­τό το τέ­ντω­μα, το αντί­θε­το δη­λα­δή του μου­διά­σμα­τος που έχει κα­τα­λά­βει τον νου μου εδώ και και­ρό. Σκέ­φτο­μαι πως αν το δι­κό μου βι­βλίο εί­ναι για αυ­τό ακρι­βώς το μού­δια­σμα του νου που έχει ανά­γκη τη δρά­ση για να του ξε­φύ­γω, ετού­το εδώ το βι­βλίο εί­ναι το ακρι­βώς αντί­θε­τό του. Για την με­γά­λη, την από­λυ­τη συ­γκέ­ντρω­ση στη λε­πτο­μέ­ρεια των αι­σθη­μά­των και των σκέ­ψε­ων. Κά­τι σαν ένα μα­κρύ, ανα­λυ­μέ­νο ποί­η­μα. Και το χρειά­ζο­μαι στην τσά­ντα μου, μα­ζί με το κρα­γιόν, τα κλει­διά και τα τσι­γά­ρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: