Η τελευταία φωτογραφία μαζί

Η τελευταία φωτογραφία μαζί

Η τελευταία φωτογραφία μαζί

Υπάρχει κάποια οικειότητα μεταξύ τους,
το τετράχρονο κορίτσι στ’ αριστερά στο παγκάκι,
με κόκκινο παλτό και μαντίλι στα μαλλιά,
και το τρίχρονο αγόρι με τον παππού δεξιά.

Άφησαν την αυλή εδώ και καιρό.
Όπως και το παγκάκι με τις ξύλινες σανίδες
και τ’ αψιδωτά πόδια από χυτοσίδηρο
που βρίσκεται μπροστά από την ξεθωριασμένη πρόσοψη.

Ο παππούς, που στη φωτογραφία μοιάζει στον Ζαν Γκαμπέν,
φοράει γραβάτα, καφετιά ζακέτα και παντελόνι
καμπαρντινέ. Τα ψαρά μαλλιά του
επιμελώς στρωμένα πάνω στο κεφάλι.

Τα παιδιά δεν ξέρουν ακόμη πώς να τον
καλύψουν με τα παλτά τους. Το κορίτσι
σκιάζει το βλέμμα του με το χεράκι του
κι ανοίγει τη θέα προς ένα εντελώς διαφορετικό μέρος.


Προσδοκία

Αρχίζει με σένα – τόσα πολλά έχουν αρχίσει με σένα –
είσαι δύο ετών και κοιτάς προς την καμπάνα
που κρέμεται απ’ το ψηλό ξύλινο καμπαναριό, το μέρος
στο νησί όπου γίνονται γάμοι και κηδείες.
Η ομίχλη εξαλείφει την ακτή. Έχει το σχήμα μακριάς ουράς
νυφικού. Φορώντας πιτζάμες και με πόδια γυμνά
στέκεσαι έξω στο σκοτεινό λιθόστρωτο, το απριλιάτικο πρωί
ρίχνει μακριές σκιές, ο ήχος μιας σειρήνας πλοίου
υψώνεται πίσω από τον θολό ορίζοντα.
Ίσως κοιτάς προς τα κει, προς το οικείο, αλλά τώρα κρυμμένο.

Το πλοίο περνά αργά.
Ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο, κρίνοντας από τον ήχο.
Και μόλις έχει χαθεί, ένα άλλο.

Στέκεσαι και βλέπεις πώς ένα ελάφι, που έχει κολυμπήσει από την ηπειρωτική χώρα
αναδύεται από το πέπλο της ομίχλης και εξαφανίζεται με γρήγορα άλματα.
Αργότερα θα ντυθούμε και θα πάμε στην καμπάνα.
Θα δούμε τον ορίζοντα και πάλι. Θα σε σηκώσω,
όπως τόσες φορές πριν, θα τραβήξεις το σχοινί
και η βαριά καμπάνα θα χτυπήσει.


Τουλίπες από τη Σουηδία

Χιόνι τον Μάρτιο. Ένα απορριμματοφόρο μας κλείνει τον δρόμο,
ένας καλόκαρδος γίγαντας κατεβαίνει, κάνει σήματα με τα χέρια του,
έχει χώρο, θα σας βοηθήσω, στα αγγλικά
και λίγο στα σουηδικά, κι εγω προσπαθώ να πω θα τα καταφέρω σίγουρα
καθώς το παιδί βουτά ξαφνικά απ’ το έλκηθρο στο φρέσκο χιόνι.
Οι νιφάδες αποτινάζονται, ανταλλάσσονται συγγνώμες,
Τι λέει, τι λέει, μαμά;
και εγώ: Δεν είναι τίποτε, αλήθεια, όλα είναι εντάξει.
Το αγαπώ το χιόνι, λέει το παιδί.
Ο γίγαντας δεν καταλαβαίνει.
Αργότερα τον συναντώ πάλι.
Περίμενε, περίμενε, λέει. Μόλις σε σκεφτόμουν.
Δυο συσκευασίες με σκάρτες πια τουλίπες
σε διαφανές σελοφάν με την ένδειξη «Από τη Σουηδία».
I love you all, I love you all,
τα χέρια του απλωμένα προς τον ουρανό σαν να προσπαθούσε ν’ αγκαλιάσει
ακόμη και το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα.


Μερικές γραμμές περί συγγραφής

Το τραπέζι είναι τοποθετημένο μπροστά στο παράθυρο. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην κίνηση, στον άνεμο, τα κλαδιά από μόνα τους δεν φτάνουν, στην κίνηση
που χρειάζεσαι για να γράψεις, στις κινήσεις των ανθρώπων και των φύλλων,
όταν πέφτουν στη γη,
ή των κλαδιών όταν τον χειμώνα σπάνε από το ψύχος,
ή των πουλιών που πέφτουν, στην πολλές φορές απότομη πτήση τους,
σχεδόν κατακόρυφη.
Θέλω να δω πώς πέφτουν στη γη οι σταγόνες της βροχής
και εισχωρούν στο χώμα, και τις νιφάδες του χιονιού να τακτοποιούνται
στα κυπαρίσσια και να σχηματίζουν σκούφους. Και διαχωριστικές γραμμές.


Περί ομορφιάς

Από τη Mulholland Drive ανοίγεται μια υπέροχη θέα
πάνω από το Χόλιγουντ, λέει μια από τις τρεις αμερικανίδες.
Όπως και άλλοι επισκέπτες φοράνε μπουρνούζι
και κάθονται σε ξαπλώστρες κάτω από τέντες
στο παραδοσιακής αρχοντιάς κολυμβητήριο.
Πάνω μας προβάλλουν τα περίτεχνα ξύλινα κιγκλιδώματα των υπερώων,
μπροστά μας κολυμπάει μια γυναίκα, σαν χελώνα, αγνώστου ηλικίας,
το δεξί μάτι μισόκλειστο λόγω πλαστικής επέμβασης.
Ο χρόνος είναι αδίστακτος δικαστής. Στο υπερώο ένας νέος γυμνάζεται
σε μια πεταλιέρα, στο βάθος μερικά γυμνά σώματα
πάνε από σάουνα σε ντους, και από ντους σε σάουνα.
Ανάμεσα στους τοίχους:
Άσκησε το σώμα. Τανύσου. Κάνε αποτοξίνωση.
Σκύβω πάνω απ’ το βιβλίο και δεν βλέπω τίποτε πια.
Στο μεταξύ οι γυναίκες πίνουν τσάι πιπερόριζας
και μιλούν για πράγματα πρακτικά,
το γέλιο τους είναι ελαφρύ, συρρέει με το νερό.
Η σκέψη μου πάει στην εικόνα της Φραντσέσκας, ο κορμός της
κρυμμένος εν μέρει πίσω από στρώματα παλιάς ταπετσαρίας.
Ένας τοίχος, χρώμα του παρελθόντος.
Και σιωπηλά επικαλούμαι τον ποιητή για να πει:
Όνειρο ήταν και πάει*.


(*This, too, was a dream – Mark Strand, “One Winter Night” από το The Continuous Life.)


Η τελευταία φωτογραφία μαζί

Η Lucija Stupica είναι βραβευμένη ποιήτρια και αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων από τη Σλοβενία. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Čelo na soncu (Τσέλο στον ήλιο), κυκλοφόρησε το 2000. Έχει δημοσιεύσει ακόμη έξι ποιητικές συλλογές. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά, κροατικά, σερβικά και μακεδονικά. Ζει στη Στοκχόλμη. Οι μεταφράσεις που παρουσιάζουμε εδώ έγιναν από τα σουηδικά και τα αγγλικά με τη βοήθεια της ποιήτριας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: