Το μεγάλο ερώτημα δεν έχει απάντηση

Η συ­ζή­τη­ση με τον Θα­νά­ση Βαλ­τι­νό κα­τα­γρά­φτη­κε ψη­λά στη με­γά­λη βε­ρά­ντα του μι­κρού δια­με­ρί­σμα­τός του στις 19 Ιου­νί­ου 2019. Φά­γα­με πρώ­τα στου «Φι­λίπ­που», στην Ξε­νο­κρά­τους, μια ακό­μη φο­ρά από τις πολ­λές που βρε­θή­κα­με μα­ζί εκεί, το μέ­ρος όπου τρώ­ει συ­χνά εδώ και πολ­λά χρό­νια. Συ­ζη­τή­σα­με να ηχο­γρα­φή­σου­με το βρά­δυ μια συ­νο­μι­λία φι­λι­κή, άνε­τη, κά­πως τσε­χο­φι­κά αυ­θόρ­μη­τη, κα­θη­με­ρι­νή και όσο γί­νε­ται μη γραμ­μι­κή. Και πι­στοί στην τσε­χο­φι­κή ατμό­σφαι­ρα, και χιου­μο­ρι­στι­κή και βα­θιά με­λαγ­χο­λι­κή, κα­θώς η κα­τά­στα­ση την οποία με­τά τον τραυ­μα­τι­σμό του ακό­μη ζει εί­ναι πιο βα­σα­νι­στι­κή απ’ όσο δεί­χνει ο ίδιος με την ατά­ρα­χη στο­χα­στι­κή του διά­θε­ση και τον γα­λή­νιο τό­νο της φω­νής του.

Το μεγάλο ερώτημα δεν έχει απάντηση

Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου: Τι εί­ναι αυ­τό που τώ­ρα κά­νει την καρ­διά σου να χτυ­πά;

Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός: Τώ­ρα εί­ναι λί­γο δύ­σκο­λο ν’ απα­ντή­σω, και πραγ­μα­τι­κά ανα­ρω­τιέ­μαι αν μπο­ρώ να πω. Κά­πο­τε χτύ­πα­γε. Αυ­τό ήταν κά­πο­τε όμως. Επη­ρε­α­ζό­μα­στε βα­σι­κά από τα χρό­νια που πέ­φτουν πά­νω μας. Μπο­ρεί να μη φαί­νε­ται. Ιδί­ως τώ­ρα μ’ αυ­τό το πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά­λα­βα πό­σο με απο­δυ­να­μώ­νει και πό­σο μ’ εκτρέ­πει απ’ αυ­τά που θέ­λω να κά­νω. Εί­μαι μι­σό χρό­νο σχε­δόν εξου­δε­τε­ρω­μέ­νος. Κά­τι αυ­τό το πρό­γραμ­μα… ν’ αντα­πο­κρι­θώ στις ορ­γα­νι­κές ανά­γκες. Το κλεί­σι­μο μέ­σα, η έλ­λει­ψη μιας επα­φής. Και η έλ­λει­ψη προ­ο­πτι­κής.

ΒΠ: Πες μου για το πε­ρι­στα­τι­κό.

ΘΒ: Ήταν μια ηλί­θια κα­τά­στα­ση και δεν της έδω­σα και πολ­λή ση­μα­σία στην αρ­χή. Αυ­τά όλα στη μνή­μη μου εί­ναι συ­γκε­χυ­μέ­να. Προ­χθές ρώ­τα­γα την κο­πέ­λα που με κου­βά­λη­σε στον Ευαγ­γε­λι­σμό πώς έγι­νε να βρε­θώ στον τέ­ταρ­το όρο­φο, εκεί ήταν το οδο­ντια­τρείο που πή­γαι­να, χω­ρίς να έχω μπει, έχο­ντας την εντύ­πω­ση ότι μπή­κα από πά­νω, ότι ο τέ­ταρ­τος ή ο πέμ­πτος όρο­φος εί­χαν κά­ποια επα­φή με τον εξω­τε­ρι­κό χώ­ρο. Πρέ­πει να ήταν κά­τι σαν πρώ­ην λα­το­μείο και μέ­σα εκεί εί­χε χτι­στεί πο­λυ­κα­τοι­κία. Μπο­ρού­σα δη­λα­δή να μπω από πά­νω μέ­σα. Κα­τα­μα­τω­μέ­νος. Φαί­νε­ται ότι έπε­σα, αλ­λά δεν εί­ναι σί­γου­ρο ότι έπε­σα εκεί στη σκά­λα του τέ­ταρ­του ορό­φου. Στον τρί­το όρο­φο το ια­τρείο. Το γε­γο­νός εί­ναι ότι μπή­κα εκεί, [αλ­λά] δε θυ­μά­μαι ν’ ανέ­βη­κα ή ν’ ανέ­βη­κα από λά­θος στον τέ­ταρ­το όρο­φο. Η βε­βαιό­τη­τά μου εί­ναι ακό­μα πλή­ρης ότι έτσι έγι­νε. Αλ­λά πώς μπή­κα μα­τω­μέ­νος; Εί­χα­με με κά­ποιον, έξω, κά­ποια παι­χνι­διά­ρι­κη ξι­φο­μα­χία ή κά­τι τέ­τοιο; Και όταν εγώ τραυ­μα­τί­στη­κα μπή­κα μέ­σα; Αλ­λά δεν εί­χε επα­φή το πράγ­μα.

ΒΠ: Σαν σε όνει­ρο.

ΘΒ: Εί­ναι λί­γο σαν όνει­ρο. Η κο­πέ­λα με πή­γε στον Ευαγ­γε­λι­σμό.

ΒΠ: Σε βρή­κε στις σκά­λες;

ΘΒ: Με βρή­κε στις σκά­λες μα­τω­μέ­νο.

ΒΠ: Ήσουν λι­πό­θυ­μος όταν σε βρή­κε;

ΘΒ: Όχι, και μά­λι­στα ήθε­λα να την ξα­να­δώ να τη ρω­τή­σω πά­λι, συ­μπα­θέ­στα­τη κο­πέ­λα, για λε­πτο­μέ­ρειες. Φαί­νε­ται ότι μάλ­λον ανέ­βη­κα από κά­τω και αντί να βγω στον τρί­το βγή­κα στον τέ­ταρ­το. Κι απ’ τον τέ­ταρ­το προ­σπά­θη­σα να κα­τε­βώ με τα πό­δια, φαί­νε­ται γλί­στρη­σα κά­που εκεί. Εί­ναι τα μό­να που έχω, σαν πλη­ρο­φο­ρί­ες. Εντε­λώς αμυ­δρά μέ­σα μου ότι εί­χε προη­γη­θεί κά­τι σαν μια παι­χνι­διά­ρι­κη ξι­φο­μα­χία έξω με κά­ποιον. Κι έτσι μπή­κα μα­τω­μέ­νος μέ­σα. Αυ­τά δεν μπο­ρώ να τα ελέγ­ξω πα­ρα­πέ­ρα.

ΒΠ: Και με­τά έκα­τσες στο νο­σο­κο­μείο αρ­κε­τό χρό­νο.

ΘΒ: Στο νο­σο­κο­μείο έμει­να ένα μή­να και πα­ρα­πά­νω. Ακό­μα δεν εί­χα συ­νέλ­θει, δεν εί­χα κα­τα­λά­βει πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται. Ήρ­θε ένας απ’ τους για­τρούς που ήταν ει­δι­κά επι­στρα­τευ­μέ­νος, πλη­ρω­νό­ταν απ’ την αδελ­φή μου να με προ­σέ­χει, μου εί­χε βά­λει ορούς, πράγ­μα­τα, αυ­τά δεν τα ήθε­λα εγώ. Εί­χα φω­νά­ξει τον ανι­ψιό μου τον Δη­μή­τρη, του λέω να… κά­τι πή­γε να πα­ρέμ­βει ο για­τρός, του λέω στα­μά­τα εσύ, φέρ­θη­κα μάλ­λον άσχη­μα, και εί­πα στον Δη­μή­τρη να φύ­γου­με. Λέ­ει ο Δη­μή­τρης, νο­μί­ζω ότι δεν μπο­ρού­με να φύ­γου­με έτσι, θείε –με λέ­ει πά­ντα θείο– και δεν μί­λη­σα, τον ακο­λού­θη­σα τον Δη­μή­τρη. Εκεί­νον όμως μάλ­λον τον τα­πεί­νω­σα μπρο­στά σε άλ­λον άν­θρω­πο. Φέρ­θη­κα σκαιά ή… για­τί αρ­γό­τε­ρα, όταν ετοι­μα­ζό­μουν να φύ­γω πια, ήρ­θε και δο­κί­μα­σα –εγώ δεν θυ­μό­μουν τί­πο­τ’ απ’ όλ’ αυ­τά–, δο­κί­μα­σα να του δώ­σω πουρ­μπουάρ, το οποίο δεν δέ­χτη­κε και ξέ­σπα­σε σ’ έναν τό­νο έντο­νο, όχι ύβρε­ων, αλ­λά δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Έντο­να.

ΒΠ: Θί­χτη­κε.

ΘΒ: Εί­χε θι­χτεί φαί­νε­ται πο­λύ. Σκέ­φτη­κα να τον ρω­τή­σω για­τί όλο αυ­τό το πράγ­μα. Δεν θα υπήρ­χε απά­ντη­ση, θα μου ’λε­γε ότι… τι θα πει, «εί­χες κά­νει μα­λα­κί­ες, εί­χες πει μα­λα­κί­ες», που πι­θα­νό­τα­τα τις εί­χα πει. Και μια άλ­λη κο­πέ­λα, η οποία επί­σης ήτα­νε… αλ­λά αυ­τή ήταν πο­λύ πιο έξυ­πνη. Αυ­τή ανοί­χτη­κε μ’ έναν τρό­πο χα­ρι­τω­μέ­νο, εί­πε «πο­λύ χά­ρη­κα που ήσα­σταν εδώ», τα γνω­στά τα τυ­πι­κά. Κα­τά κά­ποιο τρό­πο εκ­κρε­μεί αυ­τή η υπό­θε­ση μ’ έναν άν­θρω­πο που φαί­νε­ται ότι τον πλή­γω­σα πο­λύ.

ΒΠ: Σκέ­φτε­σαι να κά­νεις κά­τι να το επα­νορ­θώ­σεις ή θα το αφή­σεις έτσι να κυ­λή­σει;

ΘΒ: Σκέ­φτο­μαι ότι δεν μπο­ρώ να κά­νω τί­πο­τα. Θα το αφή­σω να κυ­λή­σει. Θα μπο­ρού­σα να πω στην άλ­λη κο­πέ­λα, να την ανα­ζη­τή­σω, να της χα­ρί­σω ένα βι­βλίο με μια αφιέ­ρω­ση, αλ­λά θα ήταν λί­γο φτη­νό σε σχέ­ση με τον άλ­λον. Θα το αφή­σω έτσι.

ΒΠ: Όταν όμως κοι­τάς πί­σω, η καρ­διά σου για ποιο πράγ­μα χτυ­πού­σε πιο πο­λύ σε διά­φο­ρες επο­χές, σε διά­φο­ρες φά­σεις της ζω­ής σου.

ΘΒ: Κά­πο­τε ήτα­νε κα­μιά γυ­ναί­κα, κά­πο­τε ήταν κά­ποια σχέ­δια, κά­ποιες φι­λο­δο­ξί­ες… τώ­ρα όλ’ αυ­τά έχουν απο­μα­κρυν­θεί. Εί­ναι σε μια άλ­λη βά­ση όλες αυ­τές οι… δεν μπο­ρείς να ζή­σεις χω­ρίς κά­ποιους στό­χους μπρο­στά σου, χω­ρίς κά­ποιες πι­θα­νό­τη­τες ότι πε­τυ­χαί­νεις κά­τι ή κά­νεις κά­τι. Νο­μί­ζω ότι δεν εί­ναι αν­θρώ­πι­νο. Αλ­λά εί­ναι πιο… εί­μα­στε ήδη πιο σο­φοί, από την πεί­ρα…

ΒΠ: Τώ­ρα που εί­σαι πιο σο­φός με τα χρό­νια, με όλο το έρ­γο πί­σω σου, πώς αντι­λαμ­βά­νε­σαι την ομορ­φιά;

ΘΒ: Αυ­τό εί­ναι ένα ερώ­τη­μα που δεν μπο­ρώ ν’ απα­ντή­σω.

ΒΠ: Έτσι αυ­θόρ­μη­τα, τι εί­ναι ομορ­φιά για σέ­να;

ΘΒ: Εί­ναι τό­σο πολ­λά πράγ­μα­τα που πώς να τα πε­ρι­γρά­ψεις, πώς να τα πεις. Μπο­ρεί αυ­τή η στιγ­μή που κα­θό­μα­στε εδώ [στο μπαλ­κό­νι του ρε­τι­ρέ με τα με­γά­λα φυ­τά και με τη φω­τι­σμέ­νη Ακρό­πο­λη πέ­ρα στο βά­θος] να εί­ναι πραγ­μα­τι­κά μια ομορ­φιά. Σε σχέ­ση με τη γρα­φή μου, να κα­τα­φέ­ρω ίσως κά­ποια πράγ­μα­τα, αλ­λά κι αυ­τό τώ­ρα εί­ναι σε λι­γό­τε­ρο βαθ­μό… μιας απλο­ποί­η­σης όσο γί­νε­ται, μιας λι­τό­τη­τας που μπο­ρεί να φτά­σει κά­που. Πού όμως; Κι αν θες και κά­τι άλ­λο, δεν πο­λυ­πι­στεύω πια σ’ αυ­τά.

ΒΠ: Σε τι πι­στεύ­εις τώ­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο;

ΘΒ: Αυ­τό εί­ναι το ερώ­τη­μα το με­γά­λο.

ΒΠ: Πώς το βλέ­πεις αυ­τό το ερώ­τη­μα; Για­τί όλοι εκεί θα εί­μα­στε κά­ποια στιγ­μή.

ΘΒ: Χω­ρίς απά­ντη­ση.

ΒΠ: Δεν προ­σπά­θη­σες να γρά­ψεις θέ­α­τρο. Μπο­ρεί να πει κα­νείς ότι τα Φτε­ρά μπε­κά­τσας εί­ναι θε­α­τρι­κό έρ­γο και έχει παι­χτεί ως τέ­τοιο. Αλ­λά δεν το έγρα­ψες ως θε­α­τρι­κό έρ­γο.

ΘΒ: Όχι, όχι. Εί­χα πα­λιά γρά­ψει κά­ποια μο­νό­πρα­κτα. Κά­που υπάρ­χου­νε. Προ και­ρού τυ­χαία τα βρή­κα. Εί­χαν κά­τι κα­λές ιδέ­ες. Σκέ­φτη­κα αν μπο­ρώ να ξα­να­γυ­ρί­σω σ’ αυ­τά. Μου φά­νη­κε δύ­σκο­λο ή με και­νού­ριους όρους εντε­λώς.

ΒΠ: Αν τα σμι­λεύ­σεις και τα συ­μπυ­κνώ­σεις; Τα κά­νεις μι­κρές σκη­νές;

ΘΒ: Όχι, δεν γί­νε­ται. Εί­ναι… το ένα απ’ αυ­τά ήτα­νε μια… ένα εί­δος. Πώς να τα πε­ρι­γρά­ψω, δεν ξέ­ρω. Μου άρε­ζε πά­ρα πο­λύ ο Τσέ­χωφ και μ’ αρέ­σει πά­ντα. Ήταν σε τσε­χο­φι­κό κλί­μα, κά­ποιοι άν­θρω­ποι, κοι­νοί άν­θρω­ποι, που ζού­σαν στην επαρ­χία. Ένας ει­ρη­νο­δί­κης, ένας αυ­τός… με τις μι­ζέ­ριες τους, τις μι­κρό­τη­τες, τις αυ­τές… και ξαφ­νι­κά έρ­χε­ται μια δα­σκά­λα, μια ωραία κο­πέ­λα, μια ωραία γυ­ναί­κα, όλοι θα τη θέ­λα­νε, κι αυ­τή μέ­νει σ’ ένα γέ­ρο για­τρό που εί­ναι κει. Όλοι θε­ω­ρούν ότι εί­ναι με­τρέ­σα του για­τρού, που δεν εί­ναι ή εί­ναι μ’ έναν άλ­λο τρό­πο. Εκεί γί­νο­νται μι­κρές τρα­γω­δί­ες.

ΒΠ: Θα μπο­ρού­σε να γί­νει ένα ωραίο μο­νό­πρα­κτο, αν δεν θέ­λεις να το επε­κτεί­νεις.

ΘΒ: Ως ένα ση­μείο εί­ναι έτοι­μο. Αλ­λά πρέ­πει να το ξα­να­δώ, να το επε­ξερ­γα­στώ πά­λι.

ΒΠ: Θα μπο­ρού­σες να μας κά­νεις μια ωραία έκ­πλη­ξη μ’ αυ­τό.

ΘΒ: Το πρό­βλη­μα εί­ναι ότι αυ­τόν τον και­ρό που εί­μαι δω κά­τω από την αρ­ρώ­στια, ας το πω έτσι, δεν έχω δου­λέ­ψει ού­τε μια ώρα. Κά­τι με μι­κρο­ση­μειώ­σεις, μι­κρο­πράγ­μα­τα.

ΒΠ: Και ποί­η­ση δεν έχεις γρά­ψει. Έχεις γρά­ψει κά­ποια ποι­ή­μα­τα, θα μπο­ρού­σα­με να τα πού­με έτσι.

ΘΒ: Αυ­τά εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο παι­χνι­δά­κια.

ΒΠ: Και η ποί­η­ση δεν σ’ έχει τρα­βή­ξει.

ΘΒ: Κοί­τα­ξε, η ποί­η­ση σαν ποί­η­ση πια, θα ’λε­γα όχι. Κά­πο­τε εί­χα κά­νει μια σει­ρά ποι­η­μά­των, αλ­λά σαν ποί­η­ση μέ­σ’ απ’ την πε­ζο­γρα­φία εί­ναι πρω­τεύ­ον αί­τη­μα για μέ­να. Κι εκει τα πράγ­μα­τα πά­ντα δυ­σκο­λεύ­ουν. Προ­σπα­θείς να εί­σαι όσο γί­νε­ται πιο φρέ­σκος, πιο ακέ­ραιος, και βλέ­πεις ότι πρέ­πει να δώ­σεις τις δι­κές σου ερ­μη­νεί­ες, να οριο­θε­τείς πια έναν χώ­ρο εσύ για να υπάρ­ξεις εκεί μέ­σα, να λει­τουρ­γή­σεις.

ΒΠ: Το λυ­ρι­κό στοι­χείο το βά­ζεις συ­χνά στα πε­ζά σου, αλ­λά δεν προ­σπά­θη­σες να το απο­μο­νώ­σεις ώστε να γί­νει ποί­η­ση.

ΘΒ: Όχι, ως ένα ση­μείο όχι. Αυ­τό που λες εί­ναι αλή­θεια… Πια­νό­μουν από ένα ερώ­τη­μα· τώ­ρα, σ’ αυ­τό που ρώ­τη­σες, πού εί­ναι η καρ­διά μου τώ­ρα. Ξέ­ρεις ότι δεν μπο­ρώ ν’ απα­ντή­σω. Τι θέ­λω να κά­νω με το γρά­ψι­μο; Εί­ναι η δου­λειά μου ου­σια­στι­κά. Τώ­ρα έχω κα­τά κά­ποιον τρό­πο υπο­χρε­ω­τι­κά απο­τρα­βη­χτεί, αλ­λά αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι θα κρα­τή­σει πά­ντα. Ήδη αρ­χί­ζει και με απα­σχο­λεί. Τι κά­νω εδώ τώ­ρα; Τρώω τις ημέ­ρες μου χω­ρίς να κά­νω τί­πο­τα. Εί­ναι ένα ερώ­τη­μα φο­βε­ρό, ένα αί­σθη­μα άθλιο.

ΒΠ: Αλ­λά μέ­σα στην καρ­διά σου έχεις κά­τι και θέ­λεις να πας προς τα κει μό­λις συ­νέλ­θεις πε­ρισ­σό­τε­ρο.

ΘΒ: Ναι, αλ­λά δεν μπο­ρώ να κα­τα­λά­βω, δεν μπο­ρώ να εί­μαι συ­γκε­κρι­μέ­νος μ’ αυ­τό που χτυ­πά στην καρ­διά μου.

Το μεγάλο ερώτημα δεν έχει απάντηση

ΒΠ: Τώ­ρα που ανα­φέ­ρεις τη λέ­ξη «συ­γκε­κρι­μέ­νο». Στα κεί­με­νά σου εί­ναι τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τό, για μέ­να του­λά­χι­στον. Ξε­κι­νάς με μια αφη­ρη­μέ­νη ιδέα, την οποία απο­δί­δεις με συ­γκε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα, στοι­χεία.

ΘΒ: Ναι, αυ­τό εί­ναι μια ανά­γκη. Να μην υπάρ­χει αο­ρι­στία, να εί­ναι κά­τι πραγ­μα­τι­κά συ­γκε­κρι­μέ­νο.

ΒΠ: Αλ­λά όλα αυ­τά τα συ­γκε­κρι­μέ­να που δη­μιουρ­γείς δια­χέ­ο­νται από το αφη­ρη­μέ­νο. Μπο­ρεί να εί­ναι το τραύ­μα του Εμ­φυ­λί­ου, μπο­ρεί να εί­ναι μια δε­κα­ε­τία ολό­κλη­ρη, το αί­σθη­μά της.

ΘΒ: Ναι. Δια­πι­στώ­νω ότι αυ­τό με βο­ή­θη­σε ωστό­σο. Δεν ανα­γκά­στη­κα να κα­πη­λευ­τώ πράγ­μα­τα, να τα κοι­νω­νι­κο­ποι­ή­σω, ήμουν αυ­τό που ήμου­να. Με λί­γα πράγ­μα­τα, με λί­γους τό­πους προ­σπά­θη­σα να δώ­σω αυ­τό που ήθε­λα. Μπο­ρεί να μη βγή­κε, μπο­ρεί να βγή­κε…

ΒΠ: Σε πολ­λά κεί­με­νά σου έβα­λες πολ­λή αγά­πη μέ­σα.

ΘΒ: Ναι, κοί­τα­ξε, χω­ρίς αγά­πη, χω­ρίς έρω­τα τε­λι­κά... ο έρω­τας δεν εί­ναι πά­ντα προς μια γυ­ναί­κα, εί­ναι… Αυ­τό που λέ­με αγά­πη έχει λί­γο χρι­στια­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Εγώ το λέω έρω­τα. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα [χω­ρίς αυ­τόν], δεν μπο­ρείς να κά­νεις τί­πο­τα. Η ίδια η αντι­με­τώ­πι­ση μιας κα­τά­στα­σης χω­ρίς έρω­τα δεν οδη­γεί που­θε­νά.

ΒΠ: Τι σου δη­μιουρ­γεί αί­σθη­μα ευ­φο­ρί­ας;

ΘΒ: Αν έχω κα­τα­φέ­ρει κά­τι, το έχω ολο­κλη­ρώ­σει, το πιο απλό πράγ­μα. Η αί­σθη­ση ότι με ησυ­χά­ζει, το έκα­να, ξέ­μπλε­ξα απ’ αυ­τό.

ΒΠ: Υπάρ­χει στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σή­με­ρα κά­τι που σου δη­μιουρ­γεί ευ­φο­ρία;

ΘΒ: Δεν ξέ­ρω αν θα μπο­ρού­σα να πω ναι. Αλ­λά δεν μπο­ρεί να ζή­σει κα­νείς, πι­στεύω, χω­ρίς την ανα­μο­νή αυ­τού του πράγ­μα­τος, χω­ρίς την ανα­ζή­τη­ση, τε­λι­κά, αυ­τού του πράγ­μα­τος. Την οποία δη­μιουρ­γού­με πο­λύ συ­χνά, την κά­νου­με εί­τε γυ­ναί­κα δύ­σκο­λη, δου­λειά δύ­σκο­λη που επί­σης μπο­ρού­με να την κα­τα­φέ­ρου­με. Αυ­τό μπο­ρεί μας δώ­σει κά­ποιες ικα­νο­ποι­ή­σεις. Κά­ποιες μυ­στι­κές σχέ­σεις που μπο­ρεί να έχου­με με την ίδια τη ζωή, με τα ίδια τα πράγ­μα­τα. Όταν λέω μυ­στι­κές ση­μαί­νει αξε­διά­λυ­τες και για μας.

ΒΠ: Πες μου τώ­ρα κά­τι άλ­λο γή­ι­νο. Ποια φα­γη­τά σου αρέ­σουν;

ΘΒ: Εξαρ­τά­ται. Πολ­λά φα­γη­τά μου αρέ­σουν. Κα­μιά φο­ρά μου αρέ­σει ένα κομ­μά­τι ψω­μί με λί­γο τυ­ρί ίσως, ή με λί­γη σάλ­τσα. Κι αυ­τό το απο­λαμ­βά­νω. Εί­ναι μια κα­τά­κτη­ση χρό­νων πα­λιό­τε­ρων.

ΒΠ: Εί­ναι κά­τι πο­λύ ου­σια­στι­κό όταν λέ­με «ψω­μί και τυ­ρί». Εί­ναι κά­τι απλό και πο­λυ­σύν­θε­το μα­ζί, για­τί μας κρα­τά στη ζωή πολ­λές φο­ρές.

ΘΒ: Βε­βαί­ως εί­ναι πο­λυ­σύν­θε­το, εί­ναι η ίδια η ζωή. Όπως δεν μπο­ρού­με να κά­νου­με τί­πο­τα χω­ρίς νε­ρό. Την ανά­γκη του νε­ρού την έχου­με σκε­φτεί;

ΒΠ: Όταν κά­θε­σαι εδώ πά­νω και βλέ­πεις την Αθή­να από ψη­λά, όταν κά­θε­σαι ήρε­μα και ανα­λο­γί­ζε­σαι τι έχεις κα­τα­φέ­ρει, πώς μπο­ρείς να πε­ρι­γρά­ψεις την αί­σθη­ση της ου­σί­ας;

ΘΒ: Το αί­σθη­μα ότι έχω κά­τι κα­τα­φέ­ρει δεν εί­ναι πά­ρα πο­λύ δυ­να­τό, δεν εί­ναι κα­θό­λου έντο­νο. Δεν υπάρ­χει κα­θό­λου μέ­σα μου, αν θέ­λεις. Αυ­τό εί­ναι ένα λά­θος αγω­γής, αλ­λά έτσι εί­ναι. Κι αυ­τό μου λεί­πει. Θα μπο­ρού­σα να εί­μαι τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος και να λέω ότι έχω κα­τα­φέ­ρει… Τί­πο­τα, δεν μου λέ­ει τί­πο­τα αυ­τή η κα­τά­στα­ση. Μ’ αφή­νει εντε­λώς άδειο. Κι αυ­τό αν θέ­λεις εί­ναι ένα πα­ρα­μύ­θι που σε σπρώ­χνει λί­γο πα­ρα­πέ­ρα κά­τι να βρεις, κά­τι να κά­νεις.

ΒΠ: Εί­σαι πά­ντα σε ανα­ζή­τη­ση αυ­τής της ου­σί­ας.

ΘΒ: Πά­ντα.

ΒΠ: Πες μου για τα λου­λού­δια σου και τα φυ­τά σου. Τα έχεις επι­λέ­ξει εσύ όλα;

ΘΒ: Ναι, τα έχω επι­λέ­ξει εγώ. Έχω μια ρο­διά εκεί, ωραία.

ΒΠ: Πό­σα χρό­νια την έχεις;

ΘΒ: Εί­ναι τέ­ταρ­τος χρό­νος που μού ’κα­νε ρό­δια. Εκεί­νες τις βου­καμ­βί­λιες θα τις κό­ψω για να βά­λω την ελιά. Εί­ναι όμως αν­θι­σμέ­νη τώ­ρα. Θα εί­ναι εγκλη­μα­τι­κό να τη σπρώ­ξω από κει. Θα το κά­νω αρ­γό­τε­ρα. Πρέ­πει κά­που να βά­λω την ελιά. Σε μια πιο με­γά­λη γλά­στρα.

ΒΠ: Προ­τι­μάς την ελιά από την βου­καμ­βί­λια.

ΘΒ: Την προ­τι­μάω, εί­ναι πιο σε­μνό πράγ­μα, πιο ωραίο, πιο ου­σια­στι­κό.

ΒΠ: Εί­χες γρά­ψει ένα ωραίο ποί­η­μα για την ελιά.

ΘΒ: Ναι, ο ίσκιος της ελιάς, τα κε­ντή­μα­τα.

ΒΠ: Δεν φτά­νουν οι ήχοι της πό­λης εδώ πά­νω, έχεις ησυ­χία. Ακού­γε­ται μό­νο…

ΘΒ: Ο αχός, ναι.

ΒΠ: Τι δια­βά­ζεις τε­λευ­ταία;

ΘΒ: Λί­γα πράγ­μα­τα. Τώ­ρα άρ­χι­σα να ψι­λο­δια­βά­ζω, και τώ­ρα συ­νει­δη­το­ποιώ πό­σο μου ’χει λεί­ψει το διά­βα­σμα και η εμ­μο­νή σε κά­τι να ετοι­μά­σω. Σκέ­φτο­μαι, έχω κά­τι πράγ­μα­τα στο μυα­λό μου που ’ναι χρό­νια και δεν έχουν πο­τέ προ­ω­θη­θεί. Αυ­τό το σκετς που σου λέω, που εί­ναι σαν θε­α­τρι­κό έρ­γο.

ΒΠ: Όταν λες τσε­χο­φι­κό, εν­νο­είς έχει ωραία ατμό­σφαι­ρα, τα πρό­σω­πα πε­τά­γο­νται από το ένα στο άλ­λο;

ΘΒ: Εί­ναι δυο-τρεις δη­μό­σιοι υπάλ­λη­λοι, εί­ναι ένας για­τρός εκεί, συ­ντα­ξιού­χος, που έχει ζή­σει τη ζωή του, βε­βαί­ως, εί­ναι φθι­νό­πω­ρο, μια κυ­ρία που έχει έρ­θει, έχει κά­νει δια­κο­πές κι έχει γα­μη­θεί μ’ έναν απ’ αυ­τούς φεύ­γει. Αρ­χί­ζει από κει. Εί­ναι τρεις-τέσ­σε­ρις άντρες κυ­ρί­ως τα κε­ντρι­κά πρό­σω­πα, ο ένας εί­ναι με τη γυ­ναί­κα του εδώ… που πε­ρι­φέ­ρο­νται μέ­σα στο κα­φε­νείο. Εί­ναι η βά­ση τους. Έρ­χε­ται αυ­τή η και­νού­ρια δα­σκά­λα, τους απο­φεύ­γει, μέ­νει στον για­τρό, θε­ω­ρούν όλοι ότι με τον για­τρό γα­μιέ­ται η δα­σκά­λα, δεν γα­μιέ­ται με τον για­τρό. Υπάρ­χει μια ίσως διά­θε­ση ερω­τι­κή, απω­θη­μέ­νη για­τί δεν μπο­ρεί να πά­ει που­θε­νά αλ­λού.

ΒΠ: Μι­λά­ει με του άντρες του χω­ριού; Παί­ζει μα­ζί τους;

ΘΒ: Όχι πο­λύ. Έχει απο­μο­νω­θεί. Στο τέ­λος μπαί­νει στο παι­χνί­δι, τη βά­ζουν στο παι­χνί­δι, αλ­λη­λο­σκο­τώ­νο­νται εκεί, ο ένας εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος, με τη γυ­ναί­κα του δεν τα πά­νε κα­λά… φεύ­γει κά­ποια στιγ­μή. Γι’ αυ­τό σου λέω ένα τσε­χο­φι­κό κλί­μα.

ΒΠ: Και λί­γο τρα­γω­δία και λί­γο κω­μω­δία.

ΘΒ: Λί­γο απ’ όλα. Τρα­γω­δία χω­ρίς να επι­ση­μαί­νε­ται, κω­μω­δία χω­ρίς επί­σης να υπο­γραμ­μί­ζε­ται.

ΒΠ: Σε πιέ­ζει να το τε­λειώ­σεις;

ΘΒ: Τώ­ρα αυ­τό το πράγ­μα θέ­λω να το τε­λειώ­σω.

ΒΠ: Πό­σο με­γά­λο μπο­ρεί να γί­νει;

ΘΒ: Δεν ξέ­ρω, μπο­ρεί να βγει ένα μο­νό­πρα­κτο με­γά­λο, μπο­ρεί να βγει ένα τρί­πρα­κτο.

ΒΠ: Πού συμ­βαί­νουν όλ’ αυ­τά;

ΘΒ: Σε μια μι­κρή κω­μό­πο­λη, ένα μι­κρό κέ­ντρο, σε ορει­νή πε­ριο­χή που εί­ναι δε­μέ­νη με τις και­ρι­κές συν­θή­κες, θα τους κλεί­σουν τα χιό­νια, δεν θα τους κλεί­σουν. Αρ­κα­δία, κά­που εκεί, αλ­λά πο­λύ αό­ρι­στα. Σκέ­φτο­μαι το χω­ριό μου.

ΒΠ: Η δα­σκά­λα εί­ναι υπαρ­κτό πρό­σω­πο; Υπήρ­ξε;

ΘΒ: Όχι. Κοί­τα­ξε, υπήρ­χε μια δα­σκά­λα, την εί­χα ψι­λο­ε­ρω­τευ­τεί. Μια ωραία γυ­ναί­κα που με ’παι­ζε. Εγώ ο καη­μέ­νος δεν το εί­χα κα­τα­λά­βει αυ­τό. Αυ­τά βγαί­νουν έπει­τα σαν κομ­μά­τια ποί­η­σης. Φω­τί­ζο­νται.

ΒΠ: Θέ­λω να μου πεις πά­λι για την εν­δια­φέ­ρου­σα σκη­νή του πε­σί­μα­τος. Δεν θυ­μά­σαι λες πώς έπε­σες και χτύ­πη­σες, αλ­λά λες πώς ήσουν σε κά­τι σαν μο­νο­μα­χία.

ΘΒ: Αυ­τό δεν μπο­ρού­σα να το εξη­γή­σω κα­θό­λου.

ΒΠ: Ού­τε όπλα θυ­μά­σαι; Εί­χες σπα­θί;

ΘΒ: Τί­πο­τα, όχι, τί­πο­τα.

ΒΠ: Δεν σου επι­τέ­θη­κε κά­ποιος;

ΘΒ: Δε νο­μί­ζω. Πώς χτύ­πη­σα; Το ερώ­τη­μά μου εί­ναι πώς βρέ­θη­κα εκεί μέ­σα στον τέ­ταρ­το όρο­φο. Ήμουν κα­τα­μα­τω­μέ­νος.

ΒΠ: Θα μπο­ρού­σε να γί­νει ένα αφή­γη­μα. Πες μου, δεν χρη­σι­μο­ποιείς μα­γνη­τό­φω­νο. Κρα­τάς ση­μειώ­σεις.

ΘΒ: Ση­μειώ­σεις που μπο­ρεί να εί­ναι πε­τα­μέ­νες και να τις βρω με­τά από χρό­νια, όπως βρή­κα τώ­ρα κά­τι.

ΒΠ: Τις γρά­φεις στο σπί­τι ή όταν περ­πα­τάς ή σε κά­ποιο εστια­τό­ριο;

ΘΒ: Σπά­νια θα ση­μειώ­σω έξω.

ΒΠ: Δεν εί­σαι ο τύ­πος του φλα­νέρ που ση­μειώ­νει σε πε­ρι­πά­τους. Περ­πα­τάς όμως πο­λύ.

ΘΒ: Περ­πα­τάω πο­λύ, σκέ­φτο­μαι πά­νω σε όλα, αλ­λά δεν κρα­τάω ση­μειώ­σεις. Ας πού­με, την Κά­θο­δο των εν­νιά την έγρα­ψα όσο έκα­να τη θη­τεία μου. Το κα­τέ­γρα­ψα σαν κεί­με­νο με­τά.

ΒΠ: Πό­σο χρο­νών ήσουν τό­τε, 22;

ΘΒ: 23.

ΒΠ: Πό­τε γρά­φεις; Το πρωί; Πό­τε εί­ναι το μυα­λό σου πιο κα­θα­ρό, πιο δη­μιουρ­γι­κό;

ΘΒ: Οποια­δή­πο­τε ώρα, πρωί, από­γευ­μα, με­ση­μέ­ρι. Τό­τε κοι­μό­μουν έξω, ήταν ένα ηρω­ι­κό και ανεύ­θυ­νο κα­λο­καί­ρι. Εκεί πρω­το­ά­φη­σα γέ­νια.

ΒΠ: Το μου­στά­κι ποια χρο­νιά το έκο­ψες;

ΘΒ Το έχω κό­ψει πολ­λές φο­ρές. Ορι­στι­κά το έκο­ψα τώ­ρα τα τε­λευ­ταία πέ­ντε δέ­κα χρό­νια.

ΒΠ: Πώς έγι­νε αυ­τό;

ΘΒ: Το βα­ρέ­θη­κα. Έπρε­πε να το φρο­ντί­ζω. Στην αρ­χή ήταν φο­βε­ρά δύ­σκο­λο, δεν βλε­πό­μου­να.

ΒΠ: Και δεν από­κτη­σες πο­τέ υπο­λο­γι­στή.

ΘΒ: Κά­πο­τε έγρα­φα μό­νο στη γρα­φο­μη­χα­νή. Τώ­ρα γρά­φω με το χέ­ρι. Ή υπα­γο­ρεύω. Έχω μια γραμ­μα­τι­κιά που ξέ­ρει τα γράμ­μα­τά μου και χτυ­πά­ει ορι­σμέ­να πράγ­μα­τα. Αυ­τό δεν θα το φά­με εδώ; Θα λιώ­σει. Έφα­γες κα­θό­λου; Νο­μί­ζω ότι εί­ναι εν­δια­φέ­ρον, Βα­σί­λη. 

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ
Θα­νά­σης Βαλ­τι­νόςΒα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: