Νόριτς

Λου Σνέφαλ, «Νόριτς»
Λου Σνέφαλ, «Νόριτς»



Η ελα­φρώς γερ­μέ­νη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα τη βρή­κε στον δρό­μο και πα­ρέ­μει­νε μα­ζί της μέ­χρι αρ­γά το βρά­δυ δί­πλα στο πο­τά­μι, έμει­νε μα­ζί της και την επό­με­νη μέ­ρα, εί­πε ότι θα ήταν ωραίο να εί­χε το ένα ή το άλ­λο και κεί­νη βρέ­θη­κε έξω από το Marks and Spencer με και­νούρ­για πα­πού­τσια και, κυ­ρί­ως, με νέα ζώ­νη για το άβο­λα φαρ­δύ πα­ντε­λό­νι της. Κοί­τα­ξε γύ­ρω της αλ­λά δεν εί­δε που­θε­νά τη σύ­γκρου­ση ή τη σκιά της, ένιω­σε πώς η στιγ­μή ήταν τρο­μα­κτι­κή, πώς την πα­ρέ­λυε, πώς η θλί­ψη πή­ρε τη βου­βή σκλη­ρό­τη­τα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και φο­βή­θη­κε από τον φό­βο στο κε­φά­λι του Ζι­ντάν, από το πώς δη­μιουρ­γή­θη­κε, η μα­κριά και συ­μπα­γής δια­δι­κα­σία της βί­ας, και από τον τρό­μο των εκα­τομ­μυ­ρί­ων που εί­δαν την επί­θε­ση, στά­θη­κε εκεί πέ­ρα σα­στι­σμέ­νη για μια ατέ­λειω­τη και πε­ρί­ερ­γη στιγ­μή, μέ­χρι που την έπια­σε η άκρη ενός επι­κού νή­μα­τος και της ένευ­σε να το ακο­λου­θή­σει. Στον πε­ζό­δρο­μο ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη από τον ζη­τιά­νο, επει­δή τον ξάφ­νια­σε όταν έσκυ­ψε μπρο­στά του κι έρι­ξε χρή­μα­τα στο με­ταλ­λι­κό του κου­τί. Και στο μο­νο­πά­τι δί­πλα στο πο­τά­μι την κα­τέ­κλυ­σε η ευ­φο­ρία που εί­χε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη της εξή­γη­ση σ’ ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο κά­που, πα­ρέα με μια τρα­γι­κή συ­νεί­δη­ση, σε μα­κρι­νή από­στα­ση από την τά­ξη, κά­τι που αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα την έκα­νε να σιά­ξει το κα­φε­τί μα­ντή­λι γύ­ρω από τον κα­τα­δι­κό της λευ­κό, αρ­γό λαι­μό. Αυ­τή τη στιγ­μή θα την αφιέ­ρω­νε στον Ζι­ζού, τον Ζι­νε­ντίν Ζι­ντάν.

(Από το βι­βλίο Lo Snöfall [ει­κό­νες] και Vasilis Papageorgiou [κεί­με­να], Ingen hand orörd, Städer [Κα­νέ­να χέ­ρι ανέγ­γι­χτο, Πό­λεις], Växjö university press 2007)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: