«…engen Bretterhaus» – Η στενή σκηνή

Πρόχειρες σκέψεις για τη δυσκολία της περιπλάνησης στο θέατρο




Γι’ αυ­τό φέρ­τε μου και μη σας νοιά­ζει
Τε­λά­ρα, σκη­νι­κά και μη­χα­νές.
Ανάψ­τε τα φώ­τα εκεί, του βά­θους
Απλώ­στε ήλιο, άστρα και φεγ­γά­ρι.
Ζώα, πτη­νά, φω­τιά και βρά­χους,
Έχου­με πλή­θος, που να πά­ρει.
Στή­στε, λοι­πόν, επά­νω στη στε­νή σκη­νή
Με σπου­δή, αλ­λά και ακρι­βές αλ­φά­δι
Ολό­κλη­ρη τη θεία οι­κο­δο­μή
Από τη γη σε ου­ρα­νό και Άδη.

Γκαί­τε, Φά­ουστ, «Προ­οί­μιο στο θέ­α­τρο» [μι­λά ο Διευ­θυ­ντής του θε­ά­τρου]

(Με­τά­φρα­ση Πέ­τρος Μάρ­κα­ρης)






Η Πε­ρι­πλά­νη­ση δύ­σκο­λα «χω­ρά» στις στε­νές σκη­νές μας. Flâneurs ήρω­ες μπο­ρεί ίσως κά­ποιος να βρει στο δρα­μα­τι­κό ρε­περ­τό­ριο: σκέ­φτο­μαι τον Αστρόφ, τον ια­τρό στον Θείο Βά­νια, που όλη του η ζωή εί­ναι άσκο­πη, και πε­ρι­φέ­ρε­ται στην επαρ­χία, κά­νο­ντας ένα επάγ­γελ­μα που διό­λου δεν πι­στεύ­ει – αλ­λά κι αυ­τός έχει απο­κού­μπι μια ου­το­πία: τη «σω­τη­ρία των δα­σών». Ή τη Σαρ­λό­τα, τη τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γό ντα­ντά στον Βυσ­σι­νό­κη­πο, του Τσέ­χοφ πά­λι, που κα­νείς, ού­τε η ίδια, δεν ξέ­ρει από πού κρα­τά­ει η σκού­φια της. Ίσως και τον Αυ­τό­λυ­κο, τον πλά­νη­τα απα­τε­ώ­να στο Χει­μω­νιά­τι­κο Πα­ρα­μύ­θι του Σέξ­πηρ. Ή, ακό­μη, τον «Άν­θρω­πο που περ­πα­τά­ει», στα­θε­ρό και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο πρό­σω­πο-μο­τί­βο στα τε­λευ­ταία έρ­γα της Μα­ρί­ας Ευ­στα­θιά­δη, έναν flâneur πα­ρα­τη­ρη­τή και στο­χα­στή. Αλ­λά η Πε­ρι­πλά­νη­ση η ίδια, το Τα­ξί­δι;

Το τα­ξί­δι και η πε­ρι­πλά­νη­ση δια­φέ­ρουν ρι­ζι­κά ως προς τις οντο­λο­γι­κές απαι­τή­σεις τους, αλ­λά στη Σκη­νή θέ­τουν τα ίδια ζη­τή­μα­τα ανα­πα­ρά­στα­σης. Η θε­α­τρι­κή πρά­ξη συ­γκε­ντρώ­νει το βλέμ­μα (και τον νου) σε αυ­τό που εί­ναι εκεί μπρο­στά της. Στο τα­ξί­δι και την πε­ρι­πλά­νη­ση, η σκη­νή πρέ­πει να ανοί­ξει στον χώ­ρο και τον χρό­νο, να έρ­θουν μπρο­στά μας άλ­λοι τό­ποι και άλ­λοι χρό­νοι, δια­δρο­μές, εμπό­δια που πρέ­πει να υπερ­πη­δη­θούν, χρό­νος που πρέ­πει να κυ­λή­σει. Με αυ­τή την έν­νοια, ένα ζη­τού­με­νο Πε­ρι­πλά­νη­σης αντι­στέ­κε­ται, υπο­νο­μεύ­ει και πα­ρο­ξύ­νει τα πρω­ταρ­χι­κές ιδιό­τη­τες της Σκη­νής, η οποία εί­ναι «από τη φύ­ση της» πε­ριο­ρι­σμέ­νη, στε­νή και συ­γκε­κρι­μέ­νη. Η Σκη­νή – κά­θε σκη­νή – εί­ναι κε­ντρο­μό­λα, ενώ η πε­ρι­πλά­νη­ση εί­ναι κε­ντρό­φυ­γη. Στη Σκη­νή όλα απο­κτούν νό­η­μα, ενώ η Πε­ρι­πλά­νη­ση ανα­ζη­τά το ξό­δε­μα, το άσκο­πο…

Το θέ­α­τρο, στην ιστο­ρία του και το πα­ρόν του, πα­λεύ­ει με αυ­τή την κα­τα­στα­τι­κή πε­ζό­τη­τα. Ναι! Η σκη­νή εί­ναι «στε­νή», αλ­λά ονει­ρευό­μα­στε να βρού­με τον τρό­πο να διευ­ρύ­νου­με την πε­ριο­χή ανα­πα­ρά­στα­σης. Με «σκη­νι­κά και μη­χα­νές», με μα­κριές «επι­κές» αφη­γή­σεις, με προ­βο­λές, μέ­σα από το μπό­λια­σμα με μέ­σα από άλ­λα εί­δη… Εδώ εί­ναι ο πα­ρά­δει­σος των αντι­νο­μιών και των οξύ­μω­ρων, η ανα­ζή­τη­ση αυ­τή ανή­κει στις ου­το­πί­ες για τη δύ­να­μη του θε­ά­τρου. Ο Διευ­θυ­ντής του Θε­ά­τρου, στο «Προ­οί­μιο για το Θέ­α­τρο» του Φά­ουστ, εί­ναι αι­σιό­δο­ξος: το θέ­α­τρο μπο­ρεί να ανα­πα­ρα­στή­σει το σύ­μπαν!

Οι Συμ­βο­λι­στές ονει­ρεύ­τη­καν να δεί­ξουν το «πί­σω από τη σκη­νή», τα πρό­σω­πα μπο­ρού­σαν να εί­ναι τυ­φλά και να «βλέ­πουν», τα εσω­τε­ρι­κά ασφυ­κτι­κά κλει­στά… Η πε­ζή σκη­νή μπο­ρού­σε να εξυ­πο­νο­ή­σει, να γεν­νή­σει νοη­τι­κά το­πία, να κά­νει απτό το αό­ρα­το – και με αυ­τή την έν­νοια, ίσως, φα­ντα­στι­κά να τα­ξι­δέ­ψει και να πε­ρι­πλα­νη­θεί. Δί­χως «σκη­νι­κά και μη­χα­νές»· η σκη­νή των Συμ­βο­λι­στών ήταν συ­χνά απελ­πι­στι­κά άδεια. Αλ­λά αυ­τή η ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρη εστί­α­ση δεν αρ­κεί, δεν μπο­ρεί αυ­τό να απα­ντή­σει στο ερώ­τη­μα: εί­ναι η ανα­πα­ρά­στα­ση της Πε­ρι­πλά­νη­σης εφι­κτή στο θέ­α­τρο;

Πο­τέ δεν ανα­ρω­τη­θή­κα­με για την Πε­ρι­πλά­νη­ση στην ποί­η­ση, το μυ­θι­στό­ρη­μα, τον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Τα με­γά­λα δια­στή­μα­τα εύ­κο­λα εδώ βρί­σκουν τη θέ­ση τους, εί­τε κυ­ριο­λε­κτι­κά μπρο­στά στα μά­τια μας, εί­τε ως το­πία του νου. Στο πε­ρί­φη­μο ζή­τη­μα της σχέ­σης του κι­νη­μα­το­γρά­φου με το θέ­α­τρο, εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο να προσ­δέ­σου­με την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή αφή­γη­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο στις ευ­κο­λί­ες δια­χεί­ρι­σης του χρό­νου και του χώ­ρου στο μυ­θι­στό­ρη­μα, πα­ρά στο θέ­α­τρο ή στην κι­νη­μα­το­γρά­φη­ση θε­α­τρι­κών έρ­γων, που τό­σο συ­νη­θι­σμέ­νη ήταν στα πρώ­τα χρό­νια της Έβδο­μης Τέ­χνης. Ήδη από τη βω­βή Μι­σαλ­λο­δο­ξία του Γκρί­φιθ (1916). Το επι­βε­βαιώ­νουν ατρά­ντα­χτα κά­ποιες από τις πε­ρί­φη­μες μα­κρές σει­ρές της σύγ­χρο­νης τη­λε­ό­ρα­σης (το Fargo των αδερ­φών Κο­έν για πα­ρά­δειγ­μα), όπου η έν­νοια της πλο­κής ξε­φεύ­γει από τους κα­τα­να­γκα­σμούς και τους πε­ριο­ρι­σμούς της μι­κρής διάρ­κειας. Για­τί στο θέ­α­τρο η συ­μπύ­κνω­ση κά­νει κά­θε πλο­κή, ανα­γκα­στι­κά πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή και δι­δα­κτι­κή – γι’ αυ­τό και η πλο­κή αμ­φι­σβη­τή­θη­κε σθε­να­ρά και υπο­χώ­ρη­σε ήδη από τα τέ­λη του 19ου αιώ­να. Ας απο­κα­λέ­σου­με αυ­τήν την ποιό­τη­τα «μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό­τη­τα», και ας τη συ­σχε­τί­σου­με με την ιδέα της πε­ρι­πλά­νη­σης.

Στο Με­σαιω­νι­κό Θέ­α­τρο, στην πό­λη Β., πα­τά­ρια πα­ρα­τάσ­σο­νταν στην πό­λη σχη­μα­τί­ζο­ντας μια δια­δρο­μή, τη δια­δρο­μή της ζω­ής, από τον Πα­ρά­δει­σο μέ­χρι την Κό­λα­ση (η με­γά­λη δια­σκέ­δα­ση ήταν βέ­βαια στην Κό­λα­ση). Το ίδιο και στην πρώ­τη επέ­τειο της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης στην Πε­τρού­πο­λη, ο Εβρέι­νοφ και τα πλή­θη ανα­πα­ρι­στού­σαν την «Κα­τά­λη­ψη των Χει­με­ρι­νών Ανα­κτό­ρων». Μια δια­δρο­μή: η πό­λη ολό­κλη­ρη γί­νε­ται ένα ορ­γα­νω­μέ­νο σκη­νι­κό. Αλ­λά πό­σο μα­κριά εί­μα­στε, εδώ, από την ελευ­θε­ρία μιας άσκο­πης πε­ρι­πλά­νη­σης. Αντί­στοι­χα, πολ­λές σύγ­χρο­νες πα­ρα­στά­σεις μάς βγά­ζουν στο δρό­μο για να δού­με ‘αλ­λιώ­ς’ την οι­κεία μας πό­λη, να δια­βά­σου­με τα σταυ­ρο­δρό­μια με το ιστο­ρι­κό τους βά­ρος. Τις μέ­ρες που γρά­φο­νται αυ­τές οι γραμ­μές, η Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή του Εθνι­κού προ­τεί­νει μια πε­ρι­πα­τη­τι­κή πα­ρά­στα­ση στο κέ­ντρο της Αθή­νας, από το Ρεξ μέ­χρι τα Εξάρ­χεια, με τί­τλο Το­πο­γρα­φία Θα­νά­του ή Ας μην ξε­χά­σου­με, σκη­νο­θε­σία: Μπρι­κέ­να Γκί­στο – κεί­με­νο: Ιω­άν­να Λιού­τσια. Να θυ­μά­μαι, κά­θε φο­ρά που περ­νάω από το σταυ­ρο­δρό­μι Στουρ­νά­ρη και Πα­τη­σί­ων, πως εδώ πυ­ρο­βο­λή­θη­κε εν ψυ­χρώ ένας νέ­ος το βρά­δυ του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, πως εδώ, στην οδό Γλάδ­στω­νος, πο­δο­πα­τή­θη­κε ο Ζακ…

Επι­τρέψ­τε μου μια προ­σω­πι­κή πα­ρέκ­βα­ση: έκα­να πολ­λές βόλ­τες στην Αθή­να με­τά από τη δι­κτα­το­ρία, συ­χνά άσκο­πες, με τον Μί­μη Δε­σπο­τί­δη, τον μυ­θι­κό «Πέ­τρο» της ΕΠΟΝ, τον εκ­δό­τη του «Θε­μέ­λιου», τον άν­θρω­πο που δεν έγρα­ψε ού­τε γραμ­μή, αλ­λά ενέ­πνευ­σε, έσπρω­ξε, να γρα­φτούν, τό­σα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ποι­ή­μα­τα, δια­τρι­βές, να γί­νουν ται­νί­ες, πα­ρα­στά­σεις. Στα­μα­τού­σα­με για τσι­γά­ρα σε ένα πε­ρί­πτε­ρο στην Ακα­δη­μί­ας, χαι­ρε­τιό­ταν συ­νω­μο­τι­κά φι­λι­κά με τον ηλι­κιω­μέ­νο πε­ρι­πτε­ρά, και φεύ­γο­ντας έλε­γε: «Μό­νος του κρά­τη­σε, με ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο, μια δι­μοι­ρία των Άγ­γλων στην Κυ­ψέ­λη», ή στη Σο­λο­μού έδει­χνε μια σκε­πή κι έλε­γε: «Εκεί ήταν ο Λόρ­δος Μπάι­ρον, από την Τζορτζ μπή­καν οι άλ­λοι». Πράγ­μα­τι, μπο­ρείς να μά­θεις να βλέ­πεις αλ­λιώς την πό­λη.

Από το Με­σαιω­νι­κό Θέ­α­τρο έλ­κει την κα­τα­γω­γή του το Stationendrama, το θέ­α­τρο με σταθ­μούς. Έτσι ο Στρίντ­μπεργκ – και οι εξ­πρε­σιο­νι­στές – δο­κί­μα­σε να φέ­ρει το θρυμ­μά­τι­σμα του χώ­ρου και τη δο­μή του ονεί­ρου: Προς Δα­μα­σκόν (1898–1904), Ονει­ρό­δρα­μα (1902). Στο θέ­α­τρο η εξαί­ρε­ση εμπλου­τί­ζει τον κα­νό­να. Θα δο­κι­μά­σω τώ­ρα, ανα­τρέ­πο­ντας όλα τα προη­γού­με­να, όλες τις επι­φυ­λά­ξεις και τις αντι­στά­σεις, να ανα­φερ­θώ σε τρία πα­ρα­δείγ­μα­τα «ακραί­ων» έρ­γων που φέ­ρουν τη «μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό­τη­τα», με άλ­λα λό­για την Πε­ρι­πλά­νη­ση. Τρία θε­α­τρι­κά έρ­γα στο πε­ρι­θώ­ριο του Κα­νό­να και μία σπου­δαία πα­ρά­στα­ση :

O Αύ­γου­στος Στρίντ­μπεργκ

Στον Πέ­ερ Γκιντ (Peer Gynt, 1867), ο ήρω­ας εί­ναι ο κα­τε­ξο­χήν πλά­νης, τα­ξι­δεύ­ει στον κό­σμο όλο, από τα φιόρντ της Νορ­βη­γί­ας μέ­χρι το Μα­ρό­κο και τις Πυ­ρα­μί­δες της Αι­γύ­πτου, δί­χως ταυ­τό­τη­τα και δί­χως ηθι­κό φραγ­μό, για να ανα­κα­λύ­ψει στο τέ­λος πως, όπως οι φλού­δες του κρεμ­μυ­διού, κε­ντρι­κό νό­η­μα ζω­ής δεν υπάρ­χει. Το νό­η­μα εί­ναι στο ίδιο το τα­ξί­δι. Δεν γρά­φτη­κε με προ­ο­ρι­σμό τη σκη­νή, αλ­λά ως «ποι­η­τι­κή φα­ντα­σία» (πριν από τον κύ­κλο των δώ­δε­κα «ρε­α­λι­στι­κών» έρ­γων), και κα­τέ­λη­ξε να γί­νει ένα από τα πλέ­ον πο­λυ­παιγ­μέ­να νορ­βη­γι­κά έρ­γα. Ένα με­γά­λο στοί­χη­μα ανα­πα­ρά­στα­σης!

O Πολ Kλο­ντέλ

Στο Ατλα­ζέ­νιο γο­βά­κι ή Το χει­ρό­τε­ρο δεν εί­ναι πά­ντα σί­γου­ρο (Le soulier de satin), ο Κλoντέλ δί­νει μια «ισπα­νι­κή» δρά­ση σε τέσ­σε­ρεις ημέ­ρες, μια ιστο­ρία μυ­στι­κι­στι­κού έρω­τα και ανα­ζή­τη­σης των ερα­στών μέ­σα από μια ατέρ­μο­νη πε­ρι­πλά­νη­ση και ένα τα­ξί­δι ζω­ής. Το έρ­γο γρά­φτη­κε το 1929, αλ­λά δεν ανέ­βη­κε πα­ρά με­τά τον πό­λε­μο, στην αρ­χή πε­ρι­κομ­μέ­νο και μό­νο πο­λύ αρ­γό­τε­ρα ολό­κλη­ρο – ποιος μπο­ρεί να ξε­χά­σει την 11-ωρη νύ­χτα, μέ­χρι το ξη­μέ­ρω­μα, της πα­ρά­στα­σης του Αντουάν Βι­τέζ στην Αβι­νιόν. Ο Κλoντέλ θε­ω­ρή­θη­κε από τους συγ­χρό­νους του ένας ποι­η­τής που γρά­φει ‘ανέ­φι­κτο’, μη ανα­πα­ρα­στά­σι­μο, θέ­α­τρο, ωστό­σο σε αυ­τό το έρ­γο προ­τεί­νο­νται και δο­κι­μά­ζο­νται πά­μπολ­λοι ‘νέ­οι’ τρό­ποι σκη­νι­κής έκ­φρα­σης.

Ο Μπέρ­τολντ Μπρε­χτ

Στον Καυ­κα­σια­νό κύ­κλο με την κι­μω­λία (Der kaukasische Kreidekreis, 1944–45) του Μπρε­χτ, η κυ­νη­γη­μέ­νη Γκρού­σα κά­νει ένα με­γά­λο τα­ξί­δι, περ­νώ­ντας βου­νά και γέ­φυ­ρες, για να σώ­σει το παι­δί που ‘βρέ­θη­κε’ στα χέ­ρια της. Και μό­νο αυ­τός ο αλή­της ο Αζ­ντάκ, που για πλά­κα ορί­στη­κε δι­κα­στής, τη σώ­ζει τε­λι­κά. Και αυ­τό το έρ­γο γρά­φτη­κε εκτός σκη­νής, στην Αμε­ρι­κή, στην εξο­ρία, αλ­λά εδώ η νέα γλώσ­σα του επι­κού θε­ά­τρου βρή­κε γρή­γο­ρα τα σκη­νι­κά ερ­γα­λεία για να ανα­πα­ρα­στή­σει τους πολ­λα­πλούς χώ­ρους και το κύ­λι­σμα του χρό­νου.

Ο Μπό­το Στρά­ους

Στο Με­γά­λο και μι­κρό (Gross und Klein, 1978) του Μπό­το Στρά­ους η πε­ρι­πλά­νη­ση δί­χως ρη­τό νό­η­μα, αλ­λά με υπαρ­ξια­κή απελ­πι­σία, εί­ναι εδώ σα­φής. Ο υπό­τι­τλος «Σκη­νές» εί­ναι εν­δει­κτι­κός του θρυμ­μα­τι­σμού του υλι­κού: μιας δια­δο­χή σκη­νών δί­χως αί­τιο και αι­τια­τό, δί­χως συ­νε­κτι­κή πλο­κή. Η Λό­τε πε­ρι­φέ­ρε­ται και τα­ξι­δεύ­ει στις πό­λεις και τον κό­σμο, δί­χως να ξέ­ρει τι ψά­χνει και για­τί. Αυ­τό το έρ­γο εί­χε απο­ξαρ­χής προ­ο­ρι­σμό τη σκη­νή: γρά­φτη­κε για να ανε­βεί στη βε­ρο­λι­νέ­ζι­κη Σα­ου­μπύ­νε, σε σκη­νο­θε­σία Πέ­τερ Στάιν, ο οποί­ος δεν δεί­λια­ζε να δο­κι­μά­σει την κυ­ριο­λε­ξία στη σκη­νι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση (όπως λί­γα χρό­νια πριν εί­χε απο­πει­ρα­θεί και με τον Πέ­ερ Γκιντ).

Ο Πί­τερ Μπρουκ

Ένας λό­γος, τέ­λος, για ένα από τα με­γα­λύ­τε­ρα ανα­πα­ρα­στα­τι­κά στοι­χή­μα­τα του θε­ά­τρου του 20ού αιώ­να: τη Μα­χα­μπα­ρά­τα, το θε­με­λιώ­δες σαν­σκρι­τι­κό έπος, σε σκη­νο­θε­σία Πί­τερ Μπρουκ. Εδώ το έπος συ­να­ντά την πε­ρι­πλά­νη­ση στον Κό­σμο, στους θε­ούς, τους ήρω­ες και τους αν­θρώ­πους. Η αρ­χι­κή θε­α­τρι­κή εκ­δο­χή διαρ­κού­σε 9 ώρες! – έτσι την εί­δα­με στο μι­κρό θέ­α­τρο που εί­χε στη­θεί στο ντα­μά­ρι της Πε­τρού­πο­λης το 1985. Θα δια­σω­θεί, «για την αιω­νιό­τη­τα», σε μια άλ­λη γλώσ­σα, στην τη­λε­ο­πτι­κή της εκ­δο­χή, από τον ίδιο τον Μπρουκ, διάρ­κειας 6 ωρών!

Ύστα­το ερώ­τη­μα: η κα­τα­φυ­γή σε βοη­θη­τι­κά μέ­σα, στη σκη­νο­γρα­φία, στο ετε­ρό­κλη­το υλι­κό, μπο­ρεί να επι­τρέ­ψει την πε­ρι­πλά­νη­ση του νου; μπο­ρεί να ανοί­ξει δέ­σμες θε­μά­των και νοη­μά­των και­νούρ­γιες; Ας μεί­νει ανα­πά­ντη­το.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: