Μύδια για Αγάπη

Σχέδιο του Αλέξη Ακριθάκη για το βιβλίο του Δ.Τ. Άναλι «Πανιά για περιπλάνηση», Πολυπλάνο 1976



(Η Λίζα παρατηρεί τους στρατιώτες να εισβάλλουν στο σπίτι της. Ανήμπορη να αντιδράσει, με βλέμμα αχανές περιπλανιέται και παραμιλά. Την προσπερνούν χωρίς να απαντούν, μεταφέροντας κιβώτια και αντικείμενα. Μπαίνει ο Στρατηγός, αντικρύζει τη Λίζα και πλησιάζει προς το μέρος της...)


ΛΙΖΑ:

Από το χωριό βλέπεις την ξαστεριά κάθε βράδυ. Δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς μήπως δεν καληνυχτίσεις τ' αστέρια σου». Μου το έλεγε συχνά για να μην έχω αμφιβολίες. Δεν ήθελε να φύγουμε. Ούτε εγώ ήθελα. Ούτε όταν ξεκίνησε το κακό ήθελα, ούτε ως τώρα μετανιώνω. Εσείς... όλοι εσείς, είστε καιρό μακριά απ’ τον τόπο σας, όμως δεν ξέρω αν το νιώθετε. Οι ρίζες σου όταν ξεριζωθούν και μια και δυο φορές γίνονται ακόμα πιο δυνατές. Εμένα η οικογένειά μου άργησε να ριζώσει ξανά. Το ξέρω το συναίσθημα, αυτή τη δύναμη που περνά από γενιά σε γενιά, σαν μια ανησυχία που ψάχνει να στεριώσει. Εμείς ζήσαμε εδώ, μεγαλώσαμε εδώ, γεννήσαμε εδώ. Δεν είναι εύκολο ν' αφήσεις τον τόπο σου. Κι αυτό όχι επειδή φοβάσαι το άγνωστο. Απλώς επειδή, υπάρχει ένα γερό και σφιχτό συναίσθημα που απλώνεται σε όλο σου το είναι και σε κρατάει γερά. Δεν είναι φόβος, ούτε ανησυχία. Είναι... Αγάπη! Ίσως και κάτι πιο δυνατό από αγάπη... Πιο δυνατό απ' την αγάπη... Αναμνήσεις; Υπόσταση!

Ξέρετε... όταν η περιπλάνηση του ανθρώπου παύει να έχει νόημα τα πέλματα αρχίζουν να αποσυντίθενται. Τα πέλματα, τα άκρα του ανθρώπου διαθέτουν τα τελευταία κύτταρα που του επιτρέπουν να ακουμπά επάνω σε τούτο τον κόσμο. Η σύνδεση του σώματος με τη Γη, με τον τόπο, με την πατρίδα μας βασίζεται σε εκείνα τα μερικά χιλιάδες κύτταρα δέρματος που επιτρέπουν μέσω της αφής να μας μεταδώσουν το συναίσθημα του χώματος, της ρίζας, της χλόης ή της πέτρας. Κάθε άνθρωπος επιλέγει τη σύνδεσή του με τον τόπο που περιπλανιέται και έτσι δημιουργεί συναισθήματα, εικόνες κι αναμνήσεις. Τα δικά μας πέλματα πέρασαν από χιλιάδες χιλιόμετρα γης. Κατέγραψαν αναμνήσεις και συναισθήματα από εικόνες που τα μάτια είχαν πάψει να βλέπουν. Κι όσο ξεμακραίναμε από τον τόπο μας, τόσο τα πόδια μας σκλήραιναν και η καρδιά μας πικραινόταν. Και όσο τα πέλματα ματώνανε και άφηναν μονοπάτια δέρματος στο διάβα τους, έτσι από ελπίδα μήπως ξαναβρούν το δρόμο τους και επιστρέψουν πίσω... τόσο το σώμα στέγνωνε. Κι αν μέρα με τη μέρα οι φλέβες αχνοφαίνονταν και ο τένοντας ξεχώριζε, τότε το βλέμμα θόλωνε και οι εικόνες ξέθωρες καταγράφονταν στη μνήμη. Χαρακιές από βουητά σχημάτιζαν νήματα ονείρων και πραγματικότητας με σκοπό να αφανιστεί η λογική. Τότε είναι που προχωράς χωρίς επιλογή της ψυχής. Το σώμα γίνεται μηχανή που σκουριάζει από λύπη και απόγνωση και αφήνει τα γρανάζια της στο δρόμο της αναζήτησης. Δεν μετράει ώρες, μόνο η αίσθηση φωτός και σκοταδιού του μένει για να κρατιέται σε κίνηση. Έχετε περπατήσει ποτέ ξυπόλητος, κύριε; Είναι η μεγαλύτερη ελευθερία! Αυτό θυμάμαι να έχει συγκρατήσει η ψυχή μου από αυτή τη βιαιότητα! Κάθε φορά που το πέλμα μου άφηνε τη γη για ένα ακόμα βήμα και προσπαθούσε να αιωρηθεί στο ελαφρύ αγέρι του δρόμου, θυμάμαι την ψυχή μου να παίρνει μια ανάσα. Κι όταν πάλι άγγιζε τη γη και άφηνε ένα νέο αποτύπωμα στο χώμα, θυμάμαι μια νέα μικρή ελπίδα να γεννιέται. «Πλησιάζω! Το χώμα με αγγίζει διαφορετικά τώρα». Δεν σας κρύβω υπήρχαν ημέρες ολόκληρες που το χώμα έμοιαζε ίδιο, η διαδρομή ανελέητη, το σώμα διαμελισμένο, η ψυχή χωρίς αισθήσεις, τα μάτια δίχως χρώμα. Ναι, υπήρχαν στιγμές που έλειπε η αίσθηση των άκρων, του κέντρου, της οντότητας... Αλλά με έναν τρόπο, μοναδικό, λιγάκι μαγικό... Συνεχίζαμε! Όλοι μαζί και ο καθένας για τον εαυτό του συνέχιζε να περπατά... Σαν οι άγγελοι να μας έδιναν απαλά την ώθηση. Τους είδα! Για μερικά δευτερόλεπτα τους είδα να φτερουγίζουν ταχύτατα ανάμεσά μας! Αλήθεια! Όχι, δεν ήταν μια παιδική αίσθηση! Ήταν εκεί! Σε άλλους άγγιζαν την πλάτη, σε άλλους τραβούσαν τα χέρια, σε κάποιους κινούσαν τα πόδια... και ο κόσμος κινούνταν, συνέχιζε την κίνηση! Κοίταξα και προς Εκείνους... Εκείνοι δεν είχαν αγγέλους δίπλα τους. Το ήξερα πως δεν είχαν. Γύρισα να δω και τον δικό μου φύλακα άγγελο, όμως έπαψα να βλέπω. Ένιωσα την ώθηση, ένα άγγιγμα στη δεξιά ωμοπλάτη σαν να σε προσεγγίζει ένα πούπουλο φτιαγμένο από ανάσα και δύναμη. Και συνέχισα! Σα να πέταξα! Το χωριό αυτό είναι ο τόπος που τα πέλματά μας σταμάτησαν την περιπλάνηση και αποφάσισαν να βγάλουν ρίζες. Ρίζες από κύτταρα πείσματος, πόνου και αγάπης! Τόσο δυνατές ρίζες που αν κάποιος χρειαστεί ή αναγκαστεί να περιπλανηθεί και πάλι, να υπάρχει βαθιά εκείνο το σημάδι που άφησε στο έδαφος ο ξεριζωμός του. Και να τον περιμένει μέχρι να επιστρέψει και να αποτυπώσει τα παρακλάδια των ριζών του στο ίδιο ακριβώς σημείο της γης. Τα σημάδια αυτά είναι πρωτότυπα και αναντικατάστατα. Ένα από τα σημάδια που χαράχθηκαν σε αυτό το σπίτι είναι τώρα άδειο και καρτερεί μια επιστροφή. Εγώ το φυλάω το σημάδι του Χάρη μου! Έχω μείνει εδώ να εξηγώ σε ξένους... και να φυλάω το σημάδι του...

Όταν μου τον πήρε ο στρατός το ήξερα πως δεν θα αντέξει μακριά από το χωριό μας. Δύσκολα κυλά η αναμονή, πιο πολύ για εκείνον που λείπει παρά γι’ αυτόν που καρτερεί. Κι όντως το διάβαζα στα γράμματά του. Διάβαζα αυτή τη λύπη, την ένιωθα στην αναπόλησή του. Και όταν προσπαθούσε να καθησυχάσει το δικό μου φόβο, ανέτρεχε στις αναμνήσεις και στη σιγουριά του χωριού μας. «Κρατιέμαι από εσένα που είσαι εκεί», μου έγραφε. Κι εγώ τον παρηγορούσα γράφοντάς του όλα τα νέα του χωριού. Έχω καιρό να λάβω απάντησή του... Σήμερα θα του γράψω για τη μουσμουλιά που άνθισε. Ίσως και για εσάς που ήρθατε. Δεν μετανιώνω που έμεινα. Δεν μετανιώνω που μένω ακόμα. Το βλέπετε το σπίτι μας, την αυλίτσα μας, τα δέντρα μας... Όχι πως θα άφηνα πίσω μου παλάτια. Όμως. Εδώ ριζώνουμε εμείς όσο μεγαλώνουμε. Με τα δικά σας σπίτια σίγουρα δε μοιάζει, αλλά εμείς αυτό το χτίσαμε μονάχοι μας. Μην με περιγελάτε. Οι οικογένειές μας δεν είχαν δα και προίκα, όλα χάθηκαν πριν έρθουν εδώ. Κι ο Χάρης μου δούλευε μέρα στα καπνά και νύχτα στη θάλασσα, ενώ εγώ μάζευα πέτρες να στεριώσει καλά το σπιτικό μας. Στεναχωριόταν που δεν μου τα είχε όλα έτοιμα. Δεν πειράζει... Μου το είχε πει εξάλλου, «εγώ το μόνο που έχω είναι αγάπη και το μόνο που ξέρω είναι τα κύματα» και μου άφησε δυο μεγάλα μύδια στη χούφτα μου. Και από όταν παντρευτήκαμε, αλήθεια αυτό έκανε... Μου πρόσφερε μύδια για αγάπη. Μόνο αυτό είχε. Έτσι νόμιζε... Κι όμως εκείνα τα μικρά και μεγάλα μαύρα άσχημα όστρακα ήταν ότι πιο πολύτιμο είχε! Ήταν όλη του η ζωή. Τα δίχτυα, το καΐκι, η θάλασσα. Όμως ήταν κι άλλα... Η αλμύρα, οι πεταλίδες, το φαναράκι, η καμπανούλα, οι φωνές, το πλατσούρισμα, τα κύματα, η άμμος, τα κοχύλια – αχ τα κοχύλια! – το σχοινί, η άγκυρα, τα ψάρια, τα βράχια, η στεριά, το σπίτι... Οι μυρωδιές... Τα φύκια, η αγωνία, οι ιππόκαμποι – πόσο χαιρόμουν να μου φέρνει ιππόκαμπους και πόσο στεναχωριόμουν που μπλέκονταν στα δίχτυα – τα τραγούδια, οι καβγάδες, το ξημέρωμα... Αχ, μου είχε διηγηθεί αυτό το ξημέρωμα..

Του ζήτησα να με πάρει μαζί του. Δεν ήθελε, επέμενα να τον ρωτώ γιατί... «Λίζα, δε θα αντέξεις», μου έλεγε κι εγώ θύμωνα. «Πού ξέρεις τι αντέχω;». Και δεν απαντούσε. Όταν έφυγε είχα ανάγκη να πάω. Ήθελα να κάνω ότι συνήθιζε, μήπως και καταφέρω να μη μου λείπει τόσο. Πλήρωσα τον κυρ Θανάση και ανέβηκα στη «Λενιώ». Τη νύχτα στη θάλασσα δεν ξεχωρίζεις τον ορίζοντα, είναι τρομακτικό! Άρχισαν να ανεβάζουν τα δίχτυα. Τα μύδια έπεφταν κατά χιλιάδες μέσα στη «Λενιώ», οι άντρες έβαζαν όλη τους τη δύναμη, τραβούσαν με μένος τα σχοινιά για να βγάλουν ακόμη περισσότερα έξω από τη θάλασσα... Η μυρωδιά ήταν έντονη, η «Λενιώ» ταρακουνιόταν, το κύμα μας πολιορκούσε... Περνούσαν οι ώρες αλλά ήταν μόνο λεπτά, η μυρωδιά του μυδιού έμπλεκε με την αλμύρα και τα φύκια. Σαπίλα, μαύρη νύχτα, το ξημέρωμα δε φαινόταν, ο ιδρώτας μύριζε μούχλα, εμετό. Όλα σωπαίνουν, οι εικόνες κινούνται αργά... «Δε θα αντέξεις»... Και τότε, κατάλαβα. Δεν το άντεχα. Ζητούσα απεγνωσμένα στεργιανή μυρωδιά όμως οι ώρες ήταν ακόμα λεπτά και τα χέρια μου είχαν μουδιάσει γραπωμένα στη «Λενιώ»! Κατάλαβα! Η ομορφιά χάθηκε. Δεν ήθελε να έρθω για να μη δω την ομορφιά να χάνεται! Αυτό που μου προσέφερε ως αγάπη έχασε τη μαγεία του. Ήθελε να με προστατέψει! Να μη δω εκείνο το σημείο, εκείνο το σύντομο λεπτό που τα δίχτυα τραβούν βεβιασμένα αυτά τα πολύτιμα πλασματάκια του έξω από τη θάλασσα. Να μην αντικρίσω την στιγμή του θανάτου αυτού του πολύτιμου αγαθού του... Να μην υποτιμήσω το δώρο του. Ήθελε να μου δείξει την ομορφιά ακόμη και στο θάνατο, σε ένα νεκρό πλάσμα, να μάθω να εκτιμώ καθετί ζωντανό ή νεκρό, να μάθω να αγαπώ την προσφορά κι όχι το δώρο... Γιατί αυτό θα έκανε μια ζωή για μένα, χρυσό θα σήμαινε κάθε υπόσχεσή του! Ήθελε να με προστατέψει και δεν τον άκουσα... Ξέφυγε ο νους... Ίσως φταίει η αδυναμία να μιλώ με αναμνήσεις σε έναν ξένο. Ίσως είναι και ανούσιο. Δεν θα με καταλάβετε, δεν θα με μάθετε. Βέβαια μπορεί και να είναι η γερή επιθυμία να αρθρώσουμε λέξεις πιο σπάνιες και πιο δυνατές από αυτές που διαρκώς βγαίνουν από το στόμα μας τον τελευταίο χρόνο. Πόλεμος, μίσος, εχθρός, στολή, σφαίρα, όπλο, «άκουσες;», «έμαθες;», ο γιος, ο ανηψιός, ο άνδρας, η γιαγιά, φύγε, τρέχα, έρχονται, κλάψε, μην κλαις, πείνα, σώπα, θάνατος, αίμα, αίμα, φόβος κι άλλο αίμα... Βαρέθηκα! Η γλώσσα μας πολεμά κι αυτή να θυμηθεί λέξεις! Λέξεις που θα σας έλεγα αν σας γνώριζα χωρίς την στολή σας ή χωρίς να μου επιβάλλετε την παρουσία σας. Τότε ναι, θα ήθελα να με μάθετε και να με καταλάβετε. Θα ήθελα να σας γνωρίσω μέσα από συζητήσεις για τις δικές σας αναμνήσεις και τα δικά σας όνειρα. Όμως, τώρα και την στολή σας φοράτε, και τα παράσημά σας πετούν σπίθες κι ενοχλούν τα μάτια μου, και στέκεστε έτσι ακίνητος και αμετάκλητος μπροστά μου κι εγώ δεν μπορώ να προσπεράσω αυτή την πρόκληση! Γι’ αυτό σας εξηγώ κι όσο με ρωτάτε το ίδιο θα απαντάω. Εγώ δε φεύγω από το σπίτι μου! Δεν πρόκειται να φύγω ποτέ! Κι αν εσείς με διώχνετε, εγώ πάλι πίσω θα γυρνώ και τη ζωή μου θα κάνω ανάμεσά σας. Όποια ζωή! Αλλά αυτό να το θυμάστε καλά: Όσο φρούτα θα τρώτε από τα δέντρα μου χωρίς να με ρωτάτε, κι όσο το αμπέλι μου θα κλαδεύετε χωρίς την άδειά μου, κι όσο την ίδια θέα θα βλέπουμε χωρίς κοινό τραπέζι, φιλοξενούμενοι δικοί μου ποτέ δε θα ’στε! Κι ούτε θα γίνετε ποτέ, αν οι δικές σας οι φωνές χτυπούν με λέξεις τους τοίχους του σπιτιού μου κι εγώ σιωπηλή αντιστέκομαι στη δική σας αλαζονεία! Κι αν τα μύδια που μαζεύω εγώ κάθε μέρα από τα βράχια τα θέλετε εσείς για δικό σας γεύμα και μ’ αφήνετε εμένα να λιποθυμώ και να μην κατεβάζω γάλα ή αν το παιδί που καρτερώ δεν μου επιτρέπετε να ταΐσω με ησυχία, τότε κι από μένα πράξεις ανάλογες θα δείτε. Γι’ αυτό αν είναι έτσι, φύγετε και ψάξτε αλλού για στέγη, εγώ φιλόξενη εδώ, μόνο με την αλήθεια μου είμαι!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: