Για τον Μπέκετ

Ο Μπέκετ σκηνοθετεί τον Lawrence Held στο «Τέλος του παιχνιδιού» (Riverside Studios 1980). Aρχείο Τrinity College Δουβλίνο
Ο Μπέκετ σκηνοθετεί τον Lawrence Held στο «Τέλος του παιχνιδιού» (Riverside Studios 1980). Aρχείο Τrinity College Δουβλίνο

Περί αυτού; Υπέρ αυτού;

Αμφότερα ακυρώνονται από το όνομα αυτού.

Αυτού τού ονόματος που ακόμα και το ίδιο θα είχε αρνηθεί την ίδια την γραφή του ώστε να αντικατασταθεί από την διαγραφή του, ώστε με αυτήν να αποκατασταθεί στην ουσία του, και στην απουσία του.

Αλλά κι αυτό θα αποδεικνυόταν άστοχο, περιττό, άκαιρο.

Τι δεν θα ήταν άστοχο και περιττό και άκαιρο;

Οι λέξεις άρχισαν κάποτε να προσέρχονται για να δώσουν απάντηση στο ερώτημα.

Όλες οι λέξεις, η μία μετά την άλλη, σε μάκρος δεκαετιών, επιστρατεύτηκαν από τον εαυτό τους για να χειροποιηθούν εν μέσω γεωλογικών και λογικών ρήξεων, συστηματικών διαρρήξεων τού λέγειν και τού πράττειν, εν μέσω κατακρημνίσεων και ενταφιασμών τού υπάρχειν.

Ήρθαν η μία μετά την άλλη, προσέχοντας να είναι εξασφαλισμένη, κατά την προσέλευσή τους, η οριακή κυριολεξία τους, η απόλυτα επαληθεύσιμη εγκυρότητά τους, η πιστοποιημένη και εξακριβωμένη στόχευσή τους, ούτως ώστε καταλήγοντας επί χάρτου να αποδεικνύουν αφ’ εαυτών το μη περαιτέρω τής εντάφιας ύπαρξής τους.

Κατέληξαν επανειλημμένως επί χάρτου, εν μνήματι.

Διέσχισαν την πολυπληθή, πολυετή χρήση τους, απέβαλλαν τα προαιώνια ράκη καταχρήσεων και εξαντλήσεων, και με την στυγνή απλότητα τής πιο δεινής παρουσίας τοποθετήθηκαν ως συνωστισμένες αμαυρώσεις επάνω στην αναμένουσα νεογέννητη εκ τού μηδενός λευκότητα.

Με την τοποθέτηση αυτή εξασφάλισαν την επαναφορά τους στο αρχέγονο, όχι επιστρέφοντας σ’ αυτό αλλά κάνοντας αυτό να επιστρέψει σ’ αυτές, αλλά κι αυτό, με την επιστροφή αυτή, να επιστρέψει στον εαυτό του, να απεκδυθεί την αφανή και άτοπη κατάστασή του, την αχρονικότητά του και την απροσδιοριστία του, να γίνει ορατό, απτό, μεταδοτό, εύσημο, σημαίνον, έγχρονο με όρους απόλυτης συγχρονίας.

Οι σελίδες σηματοδοτήθηκαν με αρχαιοπρεπή συγχρονικότητα.

Το γραφθέν προέταξε άγραφους όρους στην όραση και στην πρόσληψη.

Διατέθηκε ολοσχερώς, λιβινοειδώς, χωρίς συστάσεις και αντιστάσεις, εκτέθηκε χωρίς συνοδούς, χωρίς οπαδούς, προσφέρθηκε με τον πιο απρόσφορα πρόσφορο τρόπο ώστε να καταστεί έτσι μία άλλη εκδοχή τής προσφοράς, καινοφανής, ένα αλλότριο είδος τού απρόσμενου, τού ασύμβατου, τού ανανταπόκριτου, εν συνόψει τού ευεργετικά τρομερού ως ειπωμένου τού ανείπωτου.

Η πρώτη φορά ήταν, εν συνεχεία, συνεχώς η πρώτη φορά, η επαναφορά τής πρώτης φοράς, αυτή η ίδια και η παραλλαγή της, αυτή η ίδια και η μετατόπισή της σε ένα άλλο που συνέχιζε το ίδιο προχωρώντας το σε έναν έτερο εαυτό, επιφέροντας νέες οξύνσεις, επιπλέον καταβυθίσεις και προσγειώσεις, κι άλλες συσπειρώσεις στο αρχικό ακατονόμαστο κέντρο, ακόμα και καταλήξεις στο καταληκτικό και συνεχώς ακατάληκτο, εκ νέου στην ενώδυνη αιχμή, στην ζωτική ακίδα, προκειμένου αυτές να αποδώσουν όσα η αιχμηρότητα και ακιδία, στην απολυτότητά τους, μπορούν να σχίσουν, να διασχίσουν, τελειώνοντας σ’ ένα προσωρινό εν τέλει τελικώς ανακυκλούμενο ως βόθρος και ως λίκνισμα.

Θα είναι λίγες οι φορές αλλά αμέτρητες, μη μετρήσιμες, ο πολλαπλασιασμός τού ολίγου και ο εμπλουτισμός τού ελάχιστου, το μέγιστο τού μηδενός, το ατελεύτητο τού στάσιμου, το διαρκές τού ακίνητου , το υπέρμετρο τού τίποτα, η επαύξηση τού ανύπαρκτου, το αεικίνητο τού αμετάβλητου, η μεγαλειότης τής πενίας.

Το ασταθές τού σταθερού.

Το όλον ως κενό. Η πληρότητα τού κενού. Το κενό ως πληρότητα.

Μόνον ως κενό μιλάει η πληρότητα, για να γεμίσει το κενό που είναι η ίδια, να πληρώσει και να αναπληρώσει τον εαυτό της με λέξεις, να τον εκπληρώσει αφήνοντάς τον απλήρωτο, με την μία φωνή που λέει τίς όλες λέξεις, με τις πολλές φωνές που δεν λένε καμία λέξη, όλες ίδιες διαφορετικές, πολλές φωνές ως μία, η φωνή ως φωνή και χωρίς φωνή, η άφωνη φωνή, η φωνή που φωνάζει χωρίς φωνή.

Η σιωπή ελέγχεται. Δεν σιωπά. Πληρώνεται από τον εαυτό της. Από την γλώσσα της. Παίρνει την θέση μιας άλλης γλώσσας που δεν μιλάει πια. Ούτε θρηνεί ούτε αγωνίζεται ούτε αγαλλιάζει. Εχει αποδεχθεί το όριό της. Η παραδοχή αυτή είναι η ίδια η γλώσσα της. Ίσταται μνημειώδης. Φέρει ως κότινο την ιστορικότητά της. Δεν επαίρεται αν και είναι δαφνοστεφής. Ατενίζει την παρελθούσα ζωή της ως αγέννητη. Τι απέδωσε, τι επέδωσε, τι παρέδωσε, τι εξέδωσε, τι εκτίμησε, τι ύμνησε, τι έθιξε, τι ανέσκαψε, τι εμφάνισε, τι κατόρθωσε, τι πλήρωσε, τι έχασε, τι απέλαβε.

Όλα χωρίς.

Το όλον τής περί δια γραμμάτων επινόησής της. Ακόμα και τα χάσματά της, τα χαλάσματά της, τα χασίματά της, ακόμα και τα χάη της, τα χαώδη άπειρά της. Τις κορυφώσεις και τούς υπονόμους, τούς ιλίγγους και τις αιμορραγίες.

Μάχες μέσα σε άστεγα δωμάτια. Κατακλίσεις σε ρηγματώσεις, αποκρύψεις μέσα σε θλάσεις, εμβαθύνσεις μέσα σε ερειπώσεις.

Ώσπου στρατοπεδεύτηκε. Εκεί έζησε το τέλος της.

Ως φωνή ως σιωπή.

Ως έκκληση, παράκληση, επίκληση.

Ως.

Παραδόθηκε στην αφάνειά της.

Έγινε η ίδια το ίδιόν της κρεματόριο. Ο λάκκος με τα συντετριμμένα οστά της. Το σκάμμα με τις πυραμίδες από άσαρκη σάρκα.

Οστά επί οστών. Γυμνά κάτω από το γλαυκό άπειρο.

Η γλώσσα στους αντίποδες τού μεσημβρινού της.

Θαμμένη στον Μέλανα Δρυμό.

Προσφερόμενη μόνον ως σφαγείσα. Ως ταφείσα. Ως αποσυντεθείσα.

Αλλά εκτός γραφής. Εκτός χειρογράφου.

Χωρίς χέρι ακόμα να την αναλάβει, να την ανασύρει ως σφαγείσα, ταφείσα, αποσυντεθείσα, για να την κηδέψει.

Χρειαζόταν τον νεκρολάβος της.

Ηταν αυτός που είχε προετοιμαστεί και δοκιμαστεί εκ γενετής. Ο γλωσσολάβος της. Ο ανάδοχός της, ο βαπτιστής της, ο επανεμφανιστής της, ο αποτιμητής της, ο διαστοχαστής της. Αυτός που την πήρε όπως την βρήκε και την συνέχισε όπως την βρήκε, μετακηδεύοντάς την από το επί χάρου στο επί χάρτου.

Την τίμησε έχοντάς την εκτιμήσει ως το θησαύρισμα τού αιώνος, ως το κοίτασμα και ως το πρόσχωμα τού όντος, ως το απαύγασμα και το καταπέτασμα τής ζωής.

Συ ει η αλήθεια, τής είπε και την έστεψε με τον εαυτό της.

Αυτή η αλήθεια από έναν χώρο κι από έναν χρόνο.

Ο χώρος είναι η έρημος, ο χρόνος ο μη-χρόνος, ο άπαν.

Αυτές οι δύο ανυπόστατες διαστάσεις υποστασιοποιημένες από το πιο υποστατό ως χώρος και ως χρόνος, οντοποιημένες από την Ιστορία.

Όπως στην Τραγωδία, απουσιάζει το συνδέεσθαι με το τρέχον. Ωστόσο, το τρέχον έχει δώσει ήδη τα πλήρη διαπιστευτήριά του στην λεκτική του μεταφορά, κι αυτή αφήνεται, με όλο το βάρος ενός αποσβολωτικού ζην, να το διυλίσει, να διαλύσει την ύλη του, να την μετατρέψει σε διανοητική έκλυση, σε συναισθηματική απόλυση, σε βιβλιόφιλη απόκρυψη, σε κοσμολογική έκθεση, σε οντική καταψήφιση, σε ανάδειξη ρηματικών εκσκαφέων και αξιακών ερειπιώνων, όπου ο μηδενικός παράγων περισυλλέγεται ως γενεσιουργός μηχανισμός και ο τροχός τής απόγνωσης και τής επίγνωσης περιστρέφεται με την φαντασμαγορική δημιουργικότητα τής θεάς Μήτρας.

Η εικόνα των γραμμένων σελίδων είναι πανάρχαια. Χειρόγραφα αιγυπτιακών εγκαταστάσεων, εσωτερικών διαδρόμων θαμμένων πυραμίδων, ανάγλυφα και περίγλυφα ανιστορικών πολιτισμών, συρμοί αρχαίων πληθυσμών και καραβάνια ερπετών και ασπαλάκων, πορείες γραμματικών συμβόλων που εμπεριέχουν την καταγραφή έσωθεν σχηματισμών και μετακινήσεων.

Αυτές οι σελίδες είναι ο χρόνος και ο χώρος τού χρόνου και τού χώρου. Σ’ αυτές ο χώρος και ο χρόνος αναδιατάσσονται και δραματουργούνται, αυτοτελούνται και αυταρκούνται, εκτελούν την αυτοαφήγηση και την αυτοερμηνεία. Η πραγματικότητα που τούς έχει μετατρέψει σε άσκεπτους και ανόητους υποτελείς σ’ έναν κόσμο άσκεπτο και ανόητο, υφίσταται την μετατροπή της σε υποτελή τής εντονότερα διακηρυγμένης, πάντα έμμεσα, πάντα δυναμικά, αδυναμίας : είμαι εδώ ως ο εκμηδενισμένος, ως ο ανθρωπίνως ελάχιστος, ως ο αναλαμβάνων την ελαχιστότητά μου και ιδρύοντάς την ως την μοναδική εκκίνηση για την κάθε γλωσσική κατάθεσή μου.

Είμαι ο ενδεής. Ο μη κατέχων. Ο άπορος. Ο πιο υστερών. Ο αναγνωρίζων και ο μετασχηματίζων το Μηδέν.

Το Ουδέν κατέστη Όλον.

Ο εκτιποτισμός τής γλώσσας ως το αντίστοιχο τού κόσμου, εκβάλλοντας στην αναξιοπιστία τής αξιοπιστίας των αναξιόπιστων, ως γεγονός σταδιακής ανάδυσης ενός λεκτικού χορωδιακού που συνίσταται από ράκη, σκότη, δωμάτια, δρόμους, δέντρα, παγκάκια, κρεβάτια, πλατείες, σοφίτες, σκουπιδοτενεκέδες, πιθάρια, πολυθρόνες, τραπέζια, παπούτσια, κάλτσες, καπέλα, σακάκια, κορδόνια, μαξιλάρια, καρέκλες, μικρόφωνα, πέτρες, τοπία, βάρκες, σώματα, ερωτήσεις, γέλια, ήχους, ιστορίες, περιπλανήσεις, ονόματα, έρωτες, μαγνητόφωνα, πολλαπλάσιες παραλλαγές και εκδοχές που επανέρχονται αποδομώντας τα προηγούμενα, οδηγώντας τα στην οριακή ελαχιστοποίηση, σε μία γενικευμένη εξουδετέρωση.

Τρόποι απέκδυσης. Τρόποι αποψίλωσης. Τρόποι αποσυμφόρησης.

Το ελάχιστο αποκαθίσταται. Ενθρονίζεται. Το ανολοκλήρωτο ολοκληρώνεται και οντολογείται. Το τίποτα αναγορεύεται καταγωγικό, αναδεικνύεται αρχέγονο, συνωνυμείται με την ανοιχτότητα, την αναπνευστικότητα, την διαυγαστικότητα, την ρακένδυτη .

Όλα επανατοποθετούνται σε τροχιές εκκαθάρισης. Αυτό που απομένει, το άγραφο πεδίο μιάς αρχής.

Δεν υπάρχει αληθινή αρχή παρά μετά από ένα αληθινό τέλος. Ποιο είναι αυτό;

Για ποιον; Για όποιον έχει κάνει το βήμα μετά από αυτό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: