Το σαπούνι

Fanny Viollet, To σαπούνι του Φρανσίς Πονζ
Fanny Viollet, To σαπούνι του Φρανσίς Πονζ

Ροάν, Απρίλιος 1942

Αν τρίψω μ’ αυτό τα χέρια μου, το σαπούνι αφρίζει, ευφραίνεται…
Όσο πιο αυτάρεσκα, εύστροφα,
εύκαμπτα, ευήλατα τα κάνει
όσο πιο πολύ σαλιώνει τόσο
η λύσσα του γίνεται ογκώδης και μαργαρώδης…
Πέτρα μαγική!
Όσο πιο πολύ σχηματίζει με τον αέρα και το νερό
εκρηκτικά τσαμπιά από ευώδη
σταφύλια…
Το νερό, ο αέρας και το σαπούνι
αλληλοκαβαλικεύονται, παίζουν
καβαλίκα, σχηματίζουν
συνδυασμούς λιγότερο χημικούς παρά
φυσικούς, γυμναστικούς, ακροβατικούς…
Ρητορικούς;

Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν σχετικά με το σαπούνι. Ακριβώς όλα όσα το ίδιο αφηγείται για τον εαυτό του μέχρι πλήρους εξαφανίσεως, εξαντλήσεως του θέματος. Ιδού καθεαυτό το αντικείμενο που μου ταιριάζει.

*

Το σαπούνι έχει πολλά να πει. Ας τα πει με ευστροφία, ενθουσιασμό. Όταν θα έχει τελειώσει, δεν θα υπάρχει πια.

*

Ένα είδος πέτρας, που όμως δεν αφήνεται να κυλιέται απ’ τη φύση: σας γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα και λιώνει οφθαλμοφανώς μάλλον παρά κυλιέται απ’ τα νερά.
Το παιχνίδι τότε συνίσταται ακριβώς στο να τη συγκρατείτε ανάμεσα στα δάχτυλά σας και να την πειράζετε εκεί με την κατάλληλη δόση νερού, ώστε να εισπράξετε απ’ αυτήν μια ογκώδη και μαργαρώδη αντίδραση…
Έτσι και την αφήσουμε, αντιθέτως, να διαμείνει εκεί, πεθαίνει από αμηχανία.

*

Ένα είδος πέτρας, που όμως (ναι! ένα-είδος-πέτρας­που-όμως) δεν αφήνεται να την ψαχουλεύουν μονομερώς οι δυνάμεις της φύσης: τους γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα, λιώνει εκεί οφθαλμοφανώς.
Λιώνει οφθαλμοφανώς, αντί ν’ αφήνεται να κυλιέται απ’ τα νερά.

*

Δεν υπάρχει, στη φύση, τίποτα συγκρίσιμο με το σαπούνι. Ίχνος από βοτσαλάκι (πετραδάκι), από πέτρα τόσο γλιστερή, της οποίας η αντίδραση ανάμεσα στα δάχτυλά σας, αν έχετε καταφέρει να τη συγκρατήσετε εκεί πειράζοντάς τη με την κατάλληλη δόση νερού, τουτέστιν ένα τόσο ογκώδες και μαργαρώδες σάλιο, να συνίσταται σε τόσα τσαμπιά από πληθωρικές φούσκες.
Τα κούφια σταφύλια, τα ευώδη σταφύλια του σαπουνιού.
Συσσωματώσεις.
Καταβροχθίζει τον αέρα, καταβροχθίζει το νερό γύρω από τα δάχτυλά σας.
Παρότι κατ’ αρχάς αναπαύεται, ασάλευτο και άμορφο μέσα σ’ ένα πιατάκι, το σαπούνι έχει στα χέρια του την εξουσία να καταστήσει τα δικά μας συναινετικά, συγκαταβατικά στο να κάνουν χρήση του νερού, να καταχραστούν το νερό στις παραμικρές του λεπτομέρειες.
Κι έτσι γλιστράμε απ’ τις λέξεις στις σημασίες, με μια νηφάλια μέθη, ή μάλλον μ’ έναν αναβρασμό, έναν ιριδίζοντα παρότι νηφάλιο εν ψυχρώ κοχλασμό, απ’ όπου άλλωστε βγαίνουμε με τα χέρια πιο καθαρά απ’ ό,τι πριν την έναρξη αυτής της άσκησης.

*

Το σαπούνι είναι ένα είδος πέτρας, όχι όμως φυσικής: ευαίσθητης, εύθικτης, περίπλοκης.
  Αυτή η πέτρα έχει ένα είδος ιδιάζουσας αξιοπρέπειας.
Μακράν του να αντλεί απόλαυση (ή τουλάχιστον να περνά τον καιρό της) με το να κυλιέται απ’ τις δυνάμεις της φύσης, τους γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα· λιώνει εκεί οφθαλμοφανώς, αντί ν’ αφήνεται να κυλιέται μονομερώς απ’ τα νερά.

Πάνω εκεί, οι περιστάσεις της εποχής μας ανάγκασαν να εγκαταλείψουμε τη Ροάν, και, στο επόμενο κεφάλαιο, βρίσκομαι πάλι σ’ ένα χωριό στα βόρεια της Λυόν, στο Κολινύ

Κολινύ, 3 Ιουνίου 1943

Δεν υπάρχει στη φύση τίποτα παρόμοιο με το σαπούνι. Δεν υπάρχει πέτρα τόσο γλιστερή, της οποίας η αντίδραση ανάμεσα στα δάχτυλά σας –εάν έχετε καταφέρει να τη συγκρατήσετε εκεί πειράζοντάς τη με νερό–, τουτέστιν ένα τόσο ογκώδες και μαργαρώδες σάλιο, να συνίσταται σε τόσα τσαμπιά από τόσο πληθωρικές φούσκες.
Υπό μορφήν κούφιων και τεχνητώς ευωδών σταφυλιών, το σαπούνι καταβροχθίζει το νερό, καταβροχθίζει τον αέρα γύρω απ’ τα δάχτυλά σας, περικλείει πολύ αέρα με τους εναγκαλιστικούς του τρόπους, τα τυλίγματα από μπράτσα, τους κύκλους, τις περιπλοκές, τις διαστροφικές, ιριδίζουσες σφαίρες, ενός σώματος νυμφαίου, μιας σάρκας ή νύμφης περίεργα ευλύγιστης.
Η έμφαση, ο ενθουσιασμός, η ευστροφία.
Ο ιριδίζων παρότι υπερνηφάλιος εν ψυχρώ αναβρασμός…

*

Ναι. Όσο άμορφο κι αν αναπαύεται κατ’ αρχάς μέσα σ’ ένα πιατάκι, το σαπούνι έχει στα χέρια του την εξουσία να κάνει τα δικά μας συγκαταβατικά στο να χρησιμοποιούν, να καταχρώνται το νερό στις παραμικρές του λεπτομέρειες, να μας το καθιστούν προσηλωμένο, επιμελές, προσεκτικό, να το μετατρέπουν τόσο καλά ώστε να θέλει στο εξής να χορεύει χωρίς τέλος μαζί μας μέσα στα πέπλα του, στα φορέματά του, στις εσάρπες του για τις χοροεσπερίδες. Κι εμείς απ’ τη μεριά μας το εξαντλούμε, μέχρις εσχάτου ορίου… Αισθάνεστε ότι εδώ υπάρχει κάτι το διαστροφικό, ένα είδος αμοιβαίας κατάχρησης…
(Τίποτα δεν ομοιάζει περισσότερο με σκάφη από ένα πιατάκι, είναι όμως μια σκάφη όπου ο άνθρωπος δεν βρίσκει ποτέ τίποτα άλλο απ’ τα χέρια του.)
…Κι έτσι γλιστράμε απ’ τις λέξεις στις σημασίες… εν μέσω μιας νηφάλιας και μαρμαίρουσας μέθης ή μάλλον ενός αναβρασμού, μιας εν ψυχρώ φυσαλίδωσης απ’ όπου άλλωστε βγαίνουμε, και ιδού το μέγα μάθημα – με τα χέρια πιο καθαρά, πιο αγνά απ’ όσο πριν την απαρχή αυτής της άσκησης.

*

Το σαπούνι προετοιμάστηκε απ’ τον άνθρωπο προς χρήσιν απ’ το σώμα του· εντούτοις, δεν παραμένει σ’ αυτήν αυτοβούλως. Το αδρανές αυτό βότσαλο είναι σχεδόν εξίσου δυσχερές να το κρατήσεις όσο κι ένα ψάρι. Να το που μου ξεφεύγει και ίδιο με βατράχι ξαναβουτά στη λεκάνη… εκπέμποντας πάραυτα ιδίοις αναλώμασιν ένα γλαυκό νέφος αυτοδιάλυσης, σύγχυσης…

*

Τι εξαίσιο τρόπο του ζην μας δείχνει το σαπούνι!
Το μέτωπό του στεγνώνει στον ήλιο, καίγεται απ’ τον ήλιο, σκληραίνει, ρυτιδώνεται, χαρακώνεται. Οι έγνοιες το χαρακώνουν. Ποτέ όμως δεν διατηρείται καλύτερα παρά έτσι αδρανές, λησμονημένο.
Μέσα στο νερό, αντιθέτως, όπου μαλακώνει, κυκλοφορεί, δείχνει άνετο –μετά βίας το γραπώνουμε– όπου μετατοπίζεται, γίνεται ευκίνητο, κατόπιν εύστροφο, εύγλωττο – δαπανάται τότε σε μια κίνηση ανησυχητική, δεν παραμένει εκεί ατιμωρητί… Είναι αυτό που λέμε διάγω έκλυτο βίο…; Σ’ αυτό βλέπω επίσης το σημάδι μιας ιδιαίτερης αξιοπρέπειας…

*

Για ένα σαπούνι, οι πρωταρχικές αρετές είναι ο ενθουσιασμός και η ευστροφία. Τουλάχιστον η γλωσσική ευχέρεια. Αυτό όμως, που είναι εξαιρετικά απλό, δεν έχει ποτέ ειπωθεί. Ακόμα κι απ’ τους σπεσιαλίστες της εμπορικής διαφήμισης. Ελάτε! Πόσα μου προσφέρουν οι εταιρίες Piver ή Cadum; – Ούτε δεκάρα! Δεν πέρασε ποτέ κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό τους! Εμείς όμως θα τους δείξουμε τι ξέρουμε να κάνουμε…

*

Υπάρχει κάτι το αξιολάτρευτο στην προσωπικότητα του σαπουνιού. Γιατί αξιολάτρευτο; Διότι η συμπεριφορά του είναι στον ύψιστο βαθμό συμπαθητική και συγχρόνως πέρα ώς πέρα αμίμητη.
Ιδού ένα είδος μέτριου βότσαλου που αναπαύεται ισόπεδο μέσα στο πιο άκομψο (ενίοτε στο πιο φθαρμένο) πιατάκι του νοικοκυριού.
Καταφθάνει ένας άνθρωπος με βρώμικα χέρια. Τότε το λησμονημένο σαπούνι θα του παραδοθεί. Όχι χωρίς κάποια κοκεταρία. Περιενδύεται πέπλα μαρμαίροντα, ιριδίζοντα και, συγχρόνως, τείνει να λανθάνει, να διαφεύγει. Ίχνος στη φύση από πέτρα πιο διαφεύγουσα. Τότε όμως το παιχνίδι συνίσταται ακριβώς στο να συγκρατήσουμε το σαπούνι ανάμεσα στα δάχτυλα και να το πειράξουμε εκεί με την προσθήκη μιας ποσότητας νερού ικανής ώστε να πετύχουμε ένα σάλιο ογκώδες και μαργαρώδες, ενώ αν το αφήναμε να διαμείνει μέσα στο νερό, θα πέθαινε από σύγχυση.
Διότι το σαπούνι έχει την ιδιαίτερη αξιοπρέπειά του. Μια πέτρα είναι, που όμως δεν παραδέχεται να κυλιέται μονομερώς απ’ τις δυνάμεις της φύσης. Τους γλιστρά μέσ’ απ’ τα δάχτυλα, κολλάει σε κάποιο σημείο στο βυθό κι εκεί λιώνει οφθαλμοφανώς μάλλον αντί ν’ αφήνεται να την ψαχουλεύουν τα νερά.
Ο άνθρωπος το καταχράται αυτό. Αν τρίψει μ’ αυτό τα χέρια, το σαπούνι αφρίζει, ευφραίνεται. Όσο πιο πολύ λυσσάει, άλλο τόσο το σάλιο του γίνεται ογκώδες και μαργαρώδες, άλλο τόσο κάνει τα χέρια πρόθυμα, ευκίνητα, εύκαμπτα, ευήλατα.
Πέτρα μαγική!
…Όσο πιο πολύ σχηματίζει με αέρα και νερό εκρηκτικά τσαμπιά από ευώδη σταφύλια.
Τότε ο αέρας, το νερό και το σαπούνι αλληλοκαβαλικεύονται, παίζουν καβαλίκα, σχηματίζουν στομφώδεις κι ελαφρούς συνδυασμούς που μια αναπνοή, ένα μειδίαμα, ένα επιπλέον τίποτα εσωτερικής ματαιοδοξίας, η παραμικρή υπερβολή, τους κάνει να εκραγούν…
Είτε μία κατάλυση από νερά.
Έχει γίνει αισθητό πως το παρατράβηξα με τις αναλύσεις, τις παραλλαγές· πως υπάρχει εκεί ένα ύφος θα ’λεγες σαπωνώδες, αφρίζον, αφρώδες – όπως το σάλιο στους μυκτήρες του αλόγου που καλπάζει.
Φυσικά το έκανα επίτηδες.
Ξέροντας ότι θα μου αρκούσε μία παράγραφος καθαρής λογικής (ή ειρωνείας;) για να τα καθαρίσω, να τα διαλύσω και να τα ξεπλύνω όλα αυτά.

(Αυτή η εκδοχή, η λεγόμενη του «ψελλίσματος του σαπουνιού», είναι της 3ης Ιουνίου ’43 στο Κολινύ.)

Κολινύ, 9 Ιουνίου 1943

Δεν υπάρχει στη φύση τίποτα παρόμοιο με το σαπούνι. Καμία πέτρα δεν είναι πιο ταπεινή, ούτε, εν ταυτώ, πιο υπέροχη.
Υπάρχει, αληθώς, κάτι αξιολάτρευτο στην προσωπικότητά του. Η συμπεριφορά του είναι αμίμητη.
Το πράγμα αρχίζει με μια τέλεια επιφυλακτικότητα.
Το σαπούνι επιδεικνύει κατ’ αρχάς μια τέλεια συστολή, παρότι κατά το μάλλον ή ήττον διακριτικώς ευώδη. Κατόπιν, ευθύς μόλις καταπιαστούμε μαζί του, δεν θα πω τι φωτιά, εννοείται, αλλά τι εξαίσια ορμή! Τι ακραίος ενθουσιασμός στην αυτοπροσφορά! Τι γενναιοδωρία! Τι ευστροφία, σχεδόν ανεξάντλητη, αφάνταστη!
Απ’ αυτό μπορούμε, άλλωστε, ν’ απαλλαγούμε αμέσως, όμως η περιπέτεια αυτή, η σύντομη αυτή συνάντηση αφήνει –κι αυτό είναι υπέροχο– τα χέρια πιο καθαρά απ’ όσο τα είχατε ποτέ.

*

Λόγω των ιδιοτήτων του αντικειμένου, χρειάζεται να το αναπτύξω λιγάκι, να το κάνω ν’ αφρίσει ενώπιόν σας.

Francis Ponge

Ο Francis Ponge γεννήθηκε το 1899 στο Μονπελιέ. Ξεκίνησε σπουδές στη νομική και στη φιλοσοφική σχολή, καθώς και στην École Normale Superieure, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε. Το 1937 συμμετείχε για λίγους μήνες στο σουρεαλιστικό κίνημα και στη συνέχεια προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο εγκατέλειψε οριστικά μετά τον πόλεμο, το 1946. Το 1942 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Le Parti pris des choses (ελλ. έκδ.: Η φωνή των πραγμάτων, μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης, Γαβριηλίδης 1999). Το Σαπούνι, ένα από τα εμβληματικά του έργα, εκδόθηκε το 1967. Πέθανε στο Μονπελιέ το 1988.

Μετά από πολλούς δισταγμούς, οι οποίοι μεταφέρονται απ’ τον ποιητή στο ίδιο το κείμενό του, είναι πράγματι υπό μορφή βιβλίου που τελικά δόθηκε να αναγνωστεί απ’ το γαλλικό κοινό για πρώτη φορά το Σαπούνι. Αυτή όμως η εκδοτική κίνηση απέχει πολύ απ’ το να είναι ασήμαντη, κι αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους: κατ’ αρχάς επειδή το κείμενο επινοήθηκε και γράφτηκε εν όψει διάφορων μέσων μαζικής επικοινωνίας, προορισμένο να γίνει διαδοχικώς διάλεξη, παράσταση, ραδιοφωνική εκπομπή και τελικά βιβλίο· έπειτα επειδή η επιλογή του βιβλίου ως του καλύτερου δυνατού μέσου θεματοποιείται, κι έτσι εκτίθεται, μέσα στο ίδιο το κείμενο του Σαπουνιού· τέλος, επειδή η σύνθετη κειμενική διάταξη (dispositif) (πέραν του αντικειμένου που είναι το ίδιο το βιβλίο) με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης, προτείνει έναν αληθινό μηντιατικό εγκιβωτισμό, καθώς το Σαπούνι δίνεται να αναγνωστεί όντως όπως ένα «βιβλίο», μεταγράφοντας αυτό το ίδιο μια ραδιοφωνική εκπομπή, η οποία παρουσιάζει στον αναγνώστη-ακροατή τις διάφορες μορφές τις οποίες έχει πάρει απ’ το κείμενο. Στην περίπτωση του Σαπουνιού, η «βιβλιοποίηση» (τουλάχιστον αυτή που πραγματοποίησε ο ίδιος ο Πονζ) δεν διακρίνεται ουσιωδώς απ’ την «κειμενοποίηση», γιατί οι εκδοτικές επιλογές του ποιητή εγκαθιστούν μια ιδιόμορφη διάταξη απεύθυνσης, μια ανέκδοτη σχέση μεταξύ συγγραφέα και εμπλεκόμενου αναγνώστη (ο Πονζ τον αποκαλεί «απόλυτο αναγνώστη»). Το Σαπούνι, αληθινός επικοινωνιακός μύθος, σκηνοθετεί ένα λογοτεχνικό φαντασιακό από φόρμες και μέσα μαζικής επικοινωνίας (παράσταση, ραδιόφωνο, βιβλίο), με το οποίο ο ποιητής οικοδομεί την ίδια τη φιγούρα του στους κόλπους της ιστορίας της λογοτεχνίας, επινοώντας συγχρόνως μια νέα φόρμα (με την οποία ο μηντιατικός στοχασμός συναντά το στοχασμό πάνω στα είδη τέχνης), «το χαρακείμενο» [objoie: objet (=αντικείμενο) και joie (=χαρά)].

  Celine Prado, Για το Σαπούνι (από το εργοβιογραφικό σημείωμα)

[To Σαπούνι, θα κυκλοφορήσει από τις εκδ. Αντίποδες 2019]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: