A la recherche du père perdu (Β΄)

Ντάνιελ Μέντελσον, «Μία Οδύσσεια. Ένας πατέρας, ένας γιός, ένα έπος», μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Πατάκη 2019

Πατήρ & υιός
Πατήρ & υιός


Β΄ ΜΕΡΟΣ  [ Βλ. το Α΄ΜΕΡΟΣ εδώ ]
————————————————————


Κ.

Ο Ντ. Μ. δεν είναι ποιητής, ούτε ο Τζ. Μ., συνεπώς δεν υπάρχει άμεσος συσχετισμός των δύο αυτών δύο προσώπων με τα πρόσωπα του προπάτορα-ποιητή και του επιγόνου-ποιητή, ωστόσο η βασική διάσταση τού προγενέστερου και του μεταγενέστερου όπως καίρια τις περιγράφει ο Δημηρούλης, όχι μόνο ισχύουν αλλά, στην συγκεκριμένη περίπτωση της οικογένειας Μέντελσον, ενισχύουν το γεγονός ότι, στην προκειμένη περίπτωση, εκπροσωπούνται με τον πιο προφανή τρόπο, δεδομένης της εβραϊκής καταγωγής της οικογένειας αυτής.
Δεν είναι ανεξήγητο ότι ο Χάρολντ Μπλουμ, ως επίσης Εβραίος, είναι ο επινοητής αυτής της γενεαλογικής, σχεδόν συγγενειολογικής, θεωρίας για την ποίηση. Αποτελεί ιστορική κατάθεση ότι το θέμα τού πατέρα, όπως είπαμε, είναι κατ’ εξοχήν εβραϊκό, διατρέχει επί χιλιετίες την ιστορία τού εβραϊκού λαού, τα παραδείγματα, παλαιά και πρόσφατα, απειράριθμα. Η περίπτωση, λόγου χάριν, του Φρόυντ είναι μία από τις πλέον εξέχουσες και εμβληματικές, και δεν είναι μόνον η σχέση με τον πατέρα του που το καταδεικνύει περιφανώς αυτό, είναι και, εκτός από ολόκληρο το ψυχαναλυτικό του έργο, το τελευταίο και επιστεγαστικό βιβλίο του Ο άντρας Μωυσής και ο μονοθεισμός όπου αμφισβητείται η ίδια η πατρική μορφή με την ριζική ανατροπή της: ο Μωυσής δεν ήταν Εβραίος αλλά Αιγύπτιος – αποτινάζει το δυσβάστακτο πατερικό/πατριαρχικό φορτίο εκβάλλοντας, με μία άλλης υφής Έξοδο, τον Εβραίο πατέρα με το να αποδεικνύει ότι δεν ανήκει στην δική του φυλή, δηλαδή στην οικογένειά του, αλλά σε μία άλλη, ότι είναι ξένος, ότι δεν είναι πατέρας του, ότι ο ίδιος δεν είναι γιός του, προτιμώντας σαφέστατα και λυτρωτικότατα να μην έχει καθόλου πατέρα παρά να έχει.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Λ.

Η μορφή του πατέρα, απόλυτα κυρίαρχη στο Μια Οδύσσεια, επαναφέρει το ζήτημα αυτό υπό όρους και υπό συνθήκες κοσμοπολίτικης, θα την έλεγα, οικουμένης, με ό,τι σήμερα σημαίνει η θέση του παρελθόντος, ιστορικού και πνευματικού, σε ένα παγκοσμιοποιημένο παρόν.
Ωστόσο, όσο κι αν το τώρα, ως χρονικός απόγονος, προσπαθεί να επικρατήσει, ακόμα και σχεδόν να αποσβέσει τα ίχνη τού πριν ως χρονικού προγόνου, σύνολη η πατρική παράδοση παραμένει αλώβητη, ακέραιη λειτουργεί περισσότερο εντός παρά εκτός, ενδομύχως παρά προφανώς, εφόσον οι ρίζες τής εσωτερίκευσής της είναι αξερίζωτες, αν όχι πιο πολύ από ποτέ άλλοτε δρώσες, ανθεκτικές και ζωντανές.
Ολόκληρο το βιβλίο είναι, κατά την εντύπωσή μου, ένας πλάγιος προβληματισμός, πολύ περισσότερο από την πλευρά της ανθρώπινης, πάνω στην φυλετική ταυτότητα, στο τι σημαίνει, με συγκεκριμένα πρόσημα, το να είσαι, σήμερα αλλά και ανέκαθεν, Εβραίος και όχι Έλληνας, εφόσον το ίδιο το corpus τού βιβλίου, η ίδια η σωματικότητά του, συνίστανται από αυτές τις τόσο ξένες μεταξύ τους και ανταγωνιστικές αλλά και συνταξιδεύουσες πνευματικές οντότητες. Η αντιπαράθεση Οδύσσειας και Μίας Οδύσσειας είναι αντιπαράθεση τού ελληνικού και τού εβραϊκού, τού Ντ. Μ. ως ελληνιστή και ως Εβραίου, τής ελληνικής ταυτότητας, με όσα σημαίνει αυτό –και κυρίως σημαίνει ριζική απαλλαγή από τον πατέρα–, και τής εβραϊκής, με όσα σημαίνει κι αυτό – κυρίως βαθύτατης εμπλοκής στην αδυναμία απαλλαγής από τον πατέρα.
Έτσι, όπως θα προσεγγιστεί και παρακάτω το σημείο αυτό, το Μία Οδύσσεια ως τίτλος φέρει ήδη εξόφθαλμα και καθηλωτικά την ταυτότητα του ίδιου τού βιβλίου, διότι με τον τίτλο αυτό γίνεται, ήδη από το εξώφυλλο, μία ρήξη με την εβραϊκή πλευρά, ήδη το βιβλίο δεν είναι ένα επεισόδιο της Βίβλου η οποία θα μπορούσε –θα μπορούσε;– να προσφέρει μια ανάλογη αφήγηση εξόδου από την πατρική ή άλλη γη : η Έξοδος θα ήταν μία πρώτη ύλη για τον Ντ. Μ. να επιχειρήσει μια αντιστροφή τής πορείας εκείνης, να την διαχειριστεί ανατρέποντας την σύστασή της και να οδηγήσει τον εβραϊκό λαό, δηλαδή τον εαυτό του, από μία πατρώα γη –την γη τού Ισραήλ– σε μία άλλη γη – τη γη της Αιγύπτου, προσποριζόμενος μία ετερότητα την οποία αναζητά τώρα, με το βιβλίο του, στην Ελλάδα.
Βέβαια, όλα αυτά είναι εικασίες αφού ως ελληνιστής ο καθηγητής Ντ. Μ. δεν είχε να αναλωθεί στα σεμινάριά του παρά με το ίδιο το αντικείμενο τής διδασκαλίας του.
Ωστόσο, αντικείμενο διδασκαλίας και αντικείμενο αναζήτησης έχουν τέτοια συμπλοκή μεταξύ τους ώστε επιτρέπονται, ως παρεπόμενα αυτής της συμπλοκής, τα παραπάνω έστω και μόνο ως εικασίες. (Σημαντική συμβολή στο θέμα αυτό είναι το βιβλίο τού Ηλία Παπαγιαννόπουλου Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη. Μια ατοπογραφία, εκδ. Περισπωμένη 2019).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Μ.

Θα χρειαστεί να προσθέσω εδώ μερικά διάσπαρτα αποσπάσματα από το βιβλίο τού Μπλουμ τα οποία συμβάλλουν, νομίζω, στην ενίσχυση τής παραπάνω τοποθέτησης, πάντα, εννοείται, με σημείο εκκίνησης την σχέση προγόνου/προπάτορα και απογόνου/επιγόνου, συνεπώς και πατέρα/γιου.
Γράφει ο Μπλουμ: «Ο Φρόυντ αναγνώρισε την εξιδανίκευση (sublimation) ως το μεγαλύτερο ανθρώπινο επίτευγμα, μια αναγνώριση που τον εντάσσει στο ίδιο στρατόπεδο με τον Πλάτωνα και με όλη την ηθική παράδοση τού ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού. Η φροϋδική εξιδανίκευση συνίσταται στην απάρνηση των πιο αρχέγονων μορφών ηδονής για πιο εκλεπτυσμένες μορφές, πράγμα που δηλώνει έξαρση τής δεύτερης ευκαιρίας υπεράνω τής πρώτης (σελ. 45). […] Ενας ποιητής ‘ολοκληρώνει’ αντιθετικά τον πρόδρομό του, διαβάζοντας το πατρικό ποίημα έτσι ώστε να διατηρεί τούς όρους του αλλά να τούς εννοεί διαφορετικά, σαν να απέτυχε ο πρόδρομος να προχωρήσει αρκετά (σελ. 51). […] Οι πρόδρομοι μάς πλημμυρίζουν και η φαντασία μας μπορεί να πεθάνει μέσα τους από πνιγμό . εντούτοις καμιά ζωή δημιουργικής φαντασίας δεν είναι δυνατή εάν αποφευχθεί εξ ολοκλήρου ένα τέτοιο πλημμύρισμα (σελ. 201). […] Η πάλη ανάμεσα σε δυνατούς και ισοδύναμους αντιπάλους, ο πατέρας και ο γιός ως μεγάλοι αντίμαχοι, ο Λάιος και ο Οιδίπους στο σταυροδρόμι . αυτό μόνο είναι το αντικείμενό μου εδώ, αν και κάποιοι από τούς πατέρες, όπως θα φανεί, είναι σύνθετες μορφές» (σελ. 48).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ν.

Στην αρχή τού βιβλίου του (σσ. 16-17) ο Dennis R. MacDonald διευκρινίζει: «Σύμφωνα με τον κριτικό λογοτεχνίας Gerard Genette, υπερ-κείμενο (hypertext) είναι κάθε κείμενο που κατά κάποιον τρόπο στηρίζεται σε ένα γραπτό προηγούμενο ή υπο-κείμενο (hypotext). Ένα υπερ-κείμενο γίνεται όχημα μεταφοράς και αντανάκλασης αξιών (transvaluative) όταν όχι μόνο αρθρώνει λόγο με αξίες διαφορετικές από αυτές που παρουσιάζει το υπο-κείμενο, αλλά όταν επίσης υποκαθιστά τις αξίες τού προηγούμενου κειμένου με τις δικές του».
Ο Ντ. Μ., αυτό που κάνει στο βιβλίο του δεν είναι ότι υποκαθιστά τις αξίες της Οδύσσειας με τις δικές του. αυτό που κάνει είναι ότι αντιστοιχεί, σχεδόν ισοσκελίζει, διαρκώς τα διαδραματιζόμενα στην Οδύσσεια με την ιστορία τού πατέρα του, πρώτα με τα σεμινάρια πάνω στο ομηρικό έπος, έπειτα με την θεματική κρουαζιέρα στην Μεσόγειο.
Τα δύο παράλληλα κείμενα, καθώς αντικρίζονται στις σελίδες τού βιβλίου, που σημαίνει ότι κι η πλευρά τού πατέρα Μέντελσον είναι επίσης ένα κείμενο, συνέχονται και συνυπάρχουν με αλλεπάλληλους αντικατοπτρισμούς, όπου προκύπτουν ευάριθμα συγκλίνοντα σημεία ανάμεσα στο αρχαίο ποίημα και στο σημερινό αφήγημα, στην επική γραφή και στην πεζολογική καταγραφή, όλα αυτά προσδιορισμένα από την έντονη παρουσία του Τζέι Μέντελσον στα μαθήματα τού Ντάνιελ Μέντελσον.
Αυτή η απαράβλεπτη παρουσία είναι που γεφυρώνει τα όσα διαμείβονται στην τάξη του γιου με τους σπουδαστές του με αντικείμενο το κείμενο του Ομήρου, με τα αλλεπάλληλα, σχεδόν συνειρμικά, περιστατικά που κατακλύζουν κατά κύματα τη μνήμη του γιου Μέντελσον και αφορούν την προσωπικότητα και τον βίο του πατέρα Μέντελσον.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ξ.

Η κατασκευή και η οργάνωση τού υλικού που συνιστά το ίδιο το βιβλίο, έχουν, κατά την άποψή μου, τρωτές πλευρές. Η πλέον τρωτή είναι ακριβώς αυτή η παραλληλία για την οποία μιλάει ο Μακντόναλντ, και κυρίως η μίμησις.
Είναι τόσο άνισες οι δύο πλευρές τής παραλληλίας, Οδύσσεια και Μια Οδύσσεια, ώστε από το σύνολο αναθρώσκει πολύ νωρίς μία αισθητή αμηχανία και εντέλει αδυναμία στο να επιτευχθεί να συμπέσουν και να συνομιλήσουν τα αντιπαραβαλλόμενα μέρη.
Ο μυθικός κόσμος, με όλη την μεγαλειώδη υπερβολή του, αποξενώνεται σταδιακά από την αντίστοιχη καθημερινότητα, πεζότητα, κοινοτοπία, σχεδόν ασημαντότητα του κόσμου της τρέχουσας εμπειρίας· αυτό έχει ως συνέπεια να κυριαρχεί, εκτός από την προφανή αμοιβαία δυσαναλογία, και μία εξίσου αγωνιώδης τεχνητή απόπειρα να βρεθούν πειστικές και προφανείς αντιστοιχίες. Αυτό επιβαρύνει και συμπιέζει κατά διαστήματα υπερβολικά το αναπνευστικό σύστημα του βιβλίου.
Η ανισομέρεια των εναλλαγών από τον ουδέτερο χώρο των σεμιναρίων σ’ εκείνον άκρως προσωποποιημένο της οικογένειας, επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την μηχανιστική δομή, καθώς, από ένα σημείο και μετά, όλα αποδεικνύονται αναμενόμενα: ο αναγνώστης είναι βέβαιος από πολύ νωρίς ότι η αλληλουχία των ραψωδιών θα συνοδεύεται από αντίστοιχες αλληλουχίες οικογενειακών δρώμενων, τα οποία συσσωρεύονται αλλά και συσσωρεύουν όλα εκείνα τα τεχνάσματα που αποπειρώνται να κάνουν καταναγκαστικώς την ομηρική Οδύσσεια να συμπίπτει με την μεντελσόνια Μια Οδύσσεια, προπαντός τον επικό Έλληνα Οδυσσέα με τον πεζό Εβραίο Τζ. Μέντελσον, άρα και τον ώριμο Ντ. Μ. με τον έφηβο Τηλέμαχο.
Σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει από τα παραπάνω ότι θα περνούσε από το μυαλό τού αναγνώστη να αναλογιστεί τον Λέοπολντ Μπλουμ, προκειμένου να εξαγάγει κάποιους συνειρμούς που θα μπορούσαν να συσχετίσουν τις δύο περιπτώσεις, τον Οδυσσέα και την Μία Οδύσσεια, απλώς και μόνο γιατί το εγχείρημα τού Ντ. Μ. δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση, αλλά και αν την είχε, η πρόθεση αυτή θα ήταν καταδικασμένη στην αστοχία.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ο.

Τα δύο πρόσωπα της Οδύσσειας, Οδυσσέας και Τηλέμαχος, αναζητούν μέσω του εγχειρήματος τού Ντ. Μ. να βρουν την αντιστοιχία τους στα δύο πρόσωπα τού Μια Οδύσσεια, και αντιστρόφως, ο παραλληλισμός τους όμως αποβαίνει όλο και πιο συχνά μία εσκεμμένη και, θα έλεγα, κατευθυνόμενη, ακόμα και βεβιασμένη, επιδίωξη να οδηγηθούν σταδιακά σε μία ταύτιση.
Έτσι, το υπο-κείμενο-Οδύσσεια υποβάλλεται στις απαιτήσεις τού υπερ-κειμένου-Μία Οδύσσεια, το υπερ-κείμενο αποκτά προκύπτουσες ομοιότητες με το υπο-κείμενο, πολύ συχνά όμως το υπο-κείμενο δεν αφήνει περιθώρια να υποκύψει στο υπερ-κείμενο και στις συνεχείς κρούσεις του, γίνεται το ίδιο υπερ-κείμενο, και τελικά δεν χάνει ποτέ την υπεροχή του, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αποκρούσει κατηγορηματικά την όποια υποταγή του και χρήση του, αποσύρεται αφήνοντας εκτεθειμένη την πεισματική βλέψη τού υπερ-κειμένου να παραμείνει με το πρόθεμα τού υπερ.
Αυτό συμβαίνει ιδίως κατά την διάρκεια τής κρουαζιέρας αφού εκεί ακριβώς αυτές οι ομοιότητες ή συγκλίσεις ευνοούνται και από την γεωγραφική πλευρά τής αφήγησης, με τις επισκέψεις των επιβατών στα κυριότερα σημεία τού περίπλου τού Οδυσσέα, χωρίς όμως την Ιθάκη την οποία για κάποιον λόγο δεν τούς δίνεται η ευκαιρία να την δουν και να την πατήσουν, κι έτσι το ταξίδι μένει ανολοκλήρωτο, ημιτελές.
Μια Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη: όντως, η απλησίαστη Ιθάκη της κρουαζιέρας, θα γίνει ο απλησίαστος πατέρας, η οδύσσεια τής αναζήτησης τού πατέρα δεν θα επιστεγαστεί από την άφιξη στον προγραμματισμένο προορισμό, ο πατέρας θα παραμείνει μία ανεπίσκεπτη Ιθάκη, επαληθεύοντας κατά κάποιον τρόπο το ταξίδι της καβαφικής Ιθάκης όπου δεν έχει σχεδόν καμία σημασία η άφιξη στο νησί όση το ταξίδι προς αυτό.
Η ειρωνεία όμως είναι ότι, παρ’ όλ’ αυτά, για τον Ντ. Μ. σημασία έχει όχι τόσο το ταξίδι προς τον πατέρα του-Ιθάκη όσο η άφιξη στην Ιθάκη πατέρα του, πράγμα που ακόμα και η κρουαζιέρα Στα ίχνη τής Οδύσσειας δεν του το επέτρεψε.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Π.

Αν ο Φρόυντ επισκέφθηκε την Ακρόπολη προκειμένου να υπερβεί τον πατέρα του, ο Ντ. Μ. επισκέπτεται την Οδύσσεια για να αναζητήσει τον πατέρα αλλά και τον εαυτό του μέσα από την αναζήτηση εκείνου, και να βρει και τους δύο.
Αυτός ο πατέρας, ο Τζέι Μέντελσον, στα 81 του χρόνια, μολονότι αδιάλειπτα παρών σε κάθε στιγμή τού βιβλίου, είτε ως παρευρισκόμενος στα σεμινάρια του γιού του είτε στις αναδρομές τού τελευταίου στο πατρικό παρελθόν, παραμένει, αν όχι ένας απών, πάντως ένας σταθερά άγνωστος, ένα πρόσωπο πεισματικά απαράδοτο, στο οποίο επικεντρώνεται όλο το βασανισμένο ενδιαφέρον τού γιού προκειμένου, με τις συνεχείς παρεμβολές τού πατέρα στις συζητήσεις πάνω στις ραψωδίες τής Οδύσσειας, να κάνει αυτός τις επιστροφές του στην δική του παιδική ηλικία, πάντα σε απόλυτο συσχετισμό με τις πράξεις και τα λόγια τού πατέρα του.
Η συνεχής μετακίνηση από το κείμενο τού ομηρικού έπους στην βιογραφία του πατέρα και στην αυτοβιογραφία του γιού, είναι η δέση και η πλέξη τού βιβλίου, η δομική του ύφανση, το αφηγηματικό του υφαντό, όπου καταγράφονται τα διπλά αντικρυστά επεισόδια έτσι ώστε, σιγά σιγά, από σελίδα σε σελίδα, να σχηματιστεί, πορεύοντας προς το αναπόδραστο τέλος, η όσο το δυνατόν εντελέστερη προσωπογραφία, αυτή του πατέρα, αλλά συγχρόνως και του γιού, αφού επιδιώκεται συγχρόνως και προγραμματικώς η αναζήτηση, επίσης από τον γιο, της δικής του ταυτότητας, η ανάγκη ανεύρεσης μιας αυτογνωσίας, μιας ανάληψης αλλά και αποδοχής του εαυτού.
Η ερώτηση «Ποιος είναι ο πατέρας μου» είναι συγχρόνως η ερώτηση «ποιος είμαι εγώ».
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που ξέρουν οι άλλοι για μας; Αυτή η σύγκρουση μεταξύ ανωνυμίας και ταυτότητας θα αποτελέσει σπουδαίο στοιχείο στην πλοκή της Οδύσσειας» (σελ. 80).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ρ.

Η αναζήτηση, στην προκειμένη περίπτωση, διαθέτει όλα τα δεδομένα που την κάνουν εξαιρετικά φορτισμένη συναισθηματικά. Η σχέση του Ντ. Μ. με την οικογένειά του αποκαλύπτεται εδραιωμένη σε πάρα πολύ ισχυρούς δεσμούς· η μητέρα του και τα τρία αδέλφια του είναι γι’ αυτόν αντικείμενα μεγάλης λατρείας και συμπόνιας, όταν αναφέρεται σ’ αυτούς έρχεται στην επιφάνεια μία βαθιά οικειότητα, μία αυθόρμητη αμεσότητα, μία σχέση ευθεία και αδιαμεσολάβητη.
Το αντίθετο συμβαίνει με τον πατέρα του. Αυτός είναι το απόμακρο, το απρόσιτο, το επίφοβο, μία σχεδόν ανώτερη δύναμη, όπου συγκεντρώνονται πολλά από εκείνα που χαρακτηρίζουν τον εβραϊκό Θεό. Ο πατέρας του Ντ. Μ., εξαιτίας όλων αυτών των ιδιοσυγκρασιακών συστατικών του, είναι απροσδιόριστος, σε τέτοιον βαθμό ώστε να τον αισθάνεται κανείς σχεδόν ανύπαρκτο, ακόμα και αόρατο· αυτό δημιουργεί μία κατάσταση τρομερής υπαρξιακής έλλειψης, άπατου οντολογικού κενού, υποστασιακής απουσίας σε αβαθμολόγητο στάδιο, μία κατάσταση η οποία ταυτόχρονα είναι πανίσχυρη, ανυπέρβλητη, καθοριστική και καθηλωτική εξαιτίας ακριβώς αυτών των ακραίων συστατικών της.
O Ντ. Μ. γράφει: «Δίνοντας έμφαση στην ανεπάρκεια του γιου, ο ποιητής κάνει κι εμάς να λαχταρούμε την εμφάνιση τού πατέρα του με το αδιαμφισβήτητο κύρος και τις ικανότητές του. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Οδύσσεια συνολικά αναπαριστά την αλήθεια ενός από τούς πιο διάσημους και σκληρούς στίχους, που ο ποιητής βάζει στο στόμα τγς Αθηνάς, στο τέλος της σκηνής τής συνέλευσης : ‘…λίγοι είναι οι γιοί που φτάνουν τον πατέρα τους σε αξία· οι πιο πολλοί υστερούν, ελάχιστοι υπερβαίνουν’» (σελ. 154).
Γράφοντάς το αυτό, περιγράφει επακριβώς το πώς αισθάνεται ο ίδιος μπροστά στον πατέρα του, κι αυτό, ένα αίσθημα μειονεκτικότητας και απαξίας, είναι, ίσως, κατά βάθος, το ισχυρότερο κίνητρο προκειμένου να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους αισθάνεται έτσι αλλά και να τους ελέγξει, να τους μεταποιήσει ή και να τους καταργήσει· ωστόσο, παρ’ όλην αυτή την εξέχουσα νηφαλιότητα, εξέχει εξόφθαλμα και η στάση συντριβής, μειονεξίας, υποταγής τού παραδοσιακού Εβραίου απέναντι στον χωρίς πρόσωπο και όνομα Θεό του, απέναντι στον ανώνυμο και εξάρχοντα Πατέρα, τον ακατονόμαστο, αυτόν που το όνομά του δεν προφέρεται, άρα δεν είναι όνομα, ή που είναι όλες οι λέξεις τής Τοράχ, πράγμα που καταλήγει στο μηδέν της ύπαρξης· αυτό, και με τούς δύο αυτούς τρόπους, οδήγησε στην έσχατη υπερβολή μιας τερατώδους και τερατωδώς επινοημένης εκ του μηδενός θεότητας αλλά και μιας ασύνορης νοητής/νοητικής υπερβατικότητας, στο άκρον άωτον της πλήρους πολυχιλιετούς προσήλωσης, παρά τις αδιαμφισβήτητες διαψεύσεις αυτής της ανοικονόμητης πίστης στο απόλυτα αναπόδεικτο, εντέλει στο αποκλειστικά υπαρκτό μόνο στην περιοχή της Γραφής.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Σ.

Όλο τα παραπάνω προκύπτουν εκ των πραγμάτων.
Πλην άλλων αποκρύψεων, ο συγγραφέας συνομιλεί με την Οδύσσεια αφήνοντας στο περιθώριο, σχεδόν εκτός θεματικού πεδίου, τον καίριο εβραϊκό χαρακτήρα της σχέσης πατέρα-γιού, και μετατοπίζεται σταθμεύοντας επιβλητικά και μονιστικά στην σχέση Οδυσσέα-Τηλέμαχου, άρα στο αμιγώς ελληνικό έδαφος.
Αυτή η μετατόπιση, υποστηριγμένη από τον μηχανισμό τής μίμησης, όπως τον εκθέτει και τον αναπτύσσει ο Μακντόναλντ αντιπαραθέτοντας Οδύσσεια και Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, δεν αργεί, με τον πατέρα παρόντα στην ερμηνεία των ραψωδιών, να ταυτίσει τον Τζέι Μέντελσον με τον Οδυσσέα και, αναπόφευκτα, τον Ντ. Μ. με τον Τηλέμαχο. Με τον τρόπο αυτόν, και η Οδύσσεια γέρνει σύνολη προς την πλευρά τού δίπολου Οδυσσέα-Τηλέμαχου, αναδεικνύοντας επίσης το θέμα πατέρα-γιού στο κεντρικό/πυρηνικό θέμα τού ομηρικού έπους.
Ο μηχανισμός τής παραλληλίας, αλλά και της μιμήσεως, στην προκειμένη περίπτωση, διατηρώντας πάντα την βάσιμη επιφύλαξη ότι ο Ντ. Μ. δεν χρησιμοποιεί εν γνώσει του την τεχνική της μιμήσεως, αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί, άλλοτε εύστοχα και τελεσφόρα, άλλοτε όχι, προσθέτοντας ωστόσο αδιαλείπτως νέα σημεία αμφίδρομης σύμπτωσης τα οποία αποσκοπούν, στο πλέγμα τού δισυπόστατού υφαντού που είναι το Μία Οδύσσεια, να διαλευκάνουν το μυστήριο ζωής που συνιστά ο πατέρας για τον γιο.
Πράγματι, όταν φτάνουμε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου τού γιου, έχουμε μάθει για τον πατέρα του όσα κι αυτός, δηλαδή πολλά αλλά εντέλει τίποτα. Το άγνωστο γίνεται μόνον εν μέρει και ελλιπέστατα, εν κατακλείδι, γνωστό.
Όσες αφανείς πλευρές της ζωής τού πατέρα κι αν έρχονται στο φως, το ψηφιδωτό κάθε άλλο παρά ολοκληρώνεται . οι απούσες και ανεύρετες ψηφίδες είναι ασυγκρίτως περισσότερες από αυτές που εμφανίζονται με δυσκολία και προστίθενται σταδιακά· θα ’λεγες ότι δεν είναι προορισμένες να παραδοθούν, κυρίως εξαιτίας τού χαρακτήρα τού Τζ. Μ. ο οποίος είναι ανεπίδεκτος προσφοράς, ερμητικά κλειστός, αδιάθετος για εξομολογήσεις, έστω τυπικές, ακόμα και για μικρές, ασήμαντες διαχύσεις – δεν έχει σχεδόν ποτέ αγγίξει τον γιό του, η στάση του απέναντι στην γυναίκα του μόνο με σχεδόν υπολογισμένες αποστάσεις λειτουργεί, τουλάχιστον μπροστά στα παιδιά, με τούς φίλους του είναι επίμονα επιφυλακτικός, ελάχιστοι ελάχιστα τον γνωρίζουν, οι συγγενείς μόνον αδιόρατα ψήγματα φευγαλέας εγγύτητας μπορούν να αναφέρουν.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Τ.

Ο Ντ. Μ. είναι ένας ιδιότυπα αλλά και παραδοσιακά στερημένος από πατέρα γιός.
Το Μια Οδύσσεια και μαζί ο υπότιτλος της Ένας πατέρας, ένας γιός, ένα έπος, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς όταν αποτελειώνουν την ανάγνωση πριν αυτή αρχίσει, ότι τα λένε όλα. Τα λένε όμως; Η απάντηση δίνεται, έστω σχηματικά, από τον ίδιο τον συγγραφέα όταν, όπως προαναφέρθηκε, αναρωτιέται πάνω στο ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που, όχι μόνο ξέρουν οι άλλοι, αλλά κι εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας και για τους άλλους.
Αναρώτηση που στρέφεται από τον Ντ. Μ., στην δική του Οδύσσεια, ευθέως προς τον δικό του πατέρα, και η οποία δεν απαντάται με όσα αποκαλύπτονται στο τέλος τού βιβλίου: πρόκειται για αλλεπάλληλες μεν αλλά πάντα αποσπασματικές και ατελείς ή ημιτελείς αποκαλύψεις, είτε αυτές προέρχονται, με σπανιότατες ρήξεις τής μυστικότητας, από τον ίδιο τον πατέρα, είτε με ελλιπείς περιγραφές από ανθρώπους που τον γνώρισαν καλύτερα, υποτίθεται, από τον γιό του.
Ακόμα κι όταν ο Ντ. Μ. ομολογεί στους γονείς του την σεξουαλική του ταυτότητα, άρα αναλαμβάνει εν γνώσει του την αυτογνωσία του, αυτή η εξομολογητική κίνηση, που σημαίνει πράξη ανεξαρτησίας και ως προς τούς άλλους, υφίσταται την παρέμβαση τής γνωστικής πλευράς τού πατέρα ο οποίος, μ’ αυτό που κάνει, αντί να επικυρώνει την τόλμη τού γιού του, την περιστέλλει, σχεδόν την οικειοποιείται σε βαθμό εξουδετέρωσής της : «Μάλιστα ο πατέρας μου αντέδρασε με απρόσμενη ηπιότητα όταν, τριτοετής στο κολέγιο, μίλησα πια ανοιχτά στους γονείς μου για την σεξουαλικότητά μου (Ασε να του μιλήσω εγώ, ξέρω απ’ αυτά, είχε πει στην μητέρα μου, αλλά έμελλε να περάσουν πολλά χρόνια –να φτάσουμε, για την ακρίβεια, στην κρουαζιέρα της Οδύσσειας– μέχρι να μου εξηγήσει τι εννοούσε) (σελ. 70).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Υ.

Η παραλληλία και κυρίως η μίμησις, όπως ελπίζω ότι έγινε φανερό, αποτελούν, έστω εν αγνοία του συγγραφέα, τον μηχανισμό της δομής του βιβλίου, όπου το ταξίδι τού ομηρικού Οδυσσέα και των σεμιναρίων με θέμα το ομηρικό έπος από την μια, από την άλλη, παράλληλα και εναλλάξ με το πρώτο, το ταξίδι τού συγγραφέα μέσα στον οικογενειακό κόλπο και εκείνο στα νερά τής Μεσογείου με το κρουαζιερόπλοιο.
Ο Dennis R. MacDonald αντιπαραβάλει, όπως αναφέρθηκε, το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο στην Οδύσσεια, παράγραφο προς παράγραφο, και βρίσκει συνεχείς αντιστοιχίες αλλά και ομοιότητες οι οποίες οφείλονται στο γεγονός ότι ο Μάρκος, ο αρχαιότερος ευαγγελιστής, έγραψε το Ευαγγέλιό του σχεδόν αντιγράφοντας το ομηρικό έπος, με τις ανάλογες μετατοπίσεις που χρειάζονταν να γίνουν προκειμένου η δική του αφήγηση, εφόσον αφορούσε την ιστορία τού Ιησού και την αντίστοιχη εποχή του, να έχει όλα τα οικεία στοιχεία που θα μετέτρεπαν την ελληνική φύση τού έπους σε εβραϊκή.
Η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης από το βιβλίο τού MacDonald, είναι ότι το Ευαγγέλιο τού Μάρκου δεν θα είχε γραφτεί χωρίς την ύπαρξη και την γνώση της ύπαρξης τής Οδύσσειας· αυτό, γράφει ο MacDonald, αντανακλάται και στα άλλα τρία Ευαγγέλια, κυρίως του Λουκά ο οποίος σε πολλά σημεία αντιγράφει αλλά και διορθώνει τον Μάρκο, όπως κάνουν και οι δύο άλλοι Ευαγγελιστές διορθώνοντας αλλά και ακολουθώντας τους δύο προηγούμενους (Αν και δεν είναι του παρόντος, όλο αυτό βάζει σε σκέψεις ότι τα Ευαγγέλια είναι διασκευές της Οδύσσειας, αλλά επίσης ότι και τα τέσσερα είναι μία μυθοποιημένη, κατασκευασμένη, εν πολλοίς επινοημένη, βάσει «πραγματικών» γεγονότων, εξιστόρηση, εν τέλει μία μυθοπλασία που αποσκοπεί στο να κατασκευάσει και να εξάρει, σε βαθμό πάντα υπερβολικό, την θεοποίηση τού Ιησού. Αρκεί μόνο να λάβει υπόψιν του κανείς αυτό που γράφει στο βιβλίο του Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό ο Ernst Bloch : «Οι επιστολές τού Παύλου γράφτηκαν γύρω στο 50 μ.Χ. ενώ τα τρία πρώτα ευαγγέλια γράφτηκαν γύρω στο 70 και το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο εκατό χρόνια μετά τον θάνατο τού Ιησού».

Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο είναι στην πραγματικότητα μία εβραϊκή Οδύσσεια.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Φ.

Μία εβραϊκή Οδύσσεια είναι και η Κατά Ντάνιελ Μέντελσον Οδύσσεια.

Ενώ οι αντιστοιχίες τής αναζήτησης τού δικού του πατέρα – «Ο γιός σε αναζήτηση του πατέρα του. Έτσι ξεκινάει η Οδύσσεια και έτσι κλείνει επίσης» (σελ. 433) – στην αφήγηση η οποία αφορά τον πατέρα του και την οικογένειά του –«εγώ ο ιστοριοδίφης τής οικογένειας»– λειτουργούν επαρκώς εύστοχα με την παράλληλη ανάγνωση τού έπους, όταν ξεκινάει, και μάλιστα πολύ νωρίς (σελ. 20), η αναφορά στην θεματική κρουαζιέρα με την ονομασία «Στα ίχνη τής Οδύσσειας», ο θεμελιώδης, ακρογωνιαίος και δίκην σπονδυλικής στήλης συσχετισμός μεταξύ των δύο πλευρών, Οδύσσειας και Μίας Οδύσσειας, αρχίζει και χάνει το κύρος της· υπονομεύεται η πλευρά τού γιου να πετύχει τον θεμελιώδη παραλληλισμό, παραλληλισμό ο οποίος, εντέλει και εξαρχής, έναν και μοναδικό σκοπό έχει: να αναδείξει/αναβιβάσει τον πατέρα του στο βάθρο του Οδυσσέα, να τον μυθοποιήσει, να τον καταστήσει αντάξιο αλλά και ισάξιο τού ήρωα, παρ’ όλο που ο πατέρας του κάθε άλλο παρά ήρωα θεωρεί τον Οδυσσέα –«Χωρίς τους θεούς είναι αδύναμος», λέει σε ένα μάθημα (σελ. 231)–, και μέσω αυτής τής ηρωοποίησης να μειώσει τη δική του μειονεκτική σχέση μαζί του· να καταστείλει, αν όχι την ενοχή, το δέος [« Ετσι για πολύ καιρό τον φοβόμουν» (σελ. 69)], την συστολή που νοιώθει από παιδί γι’ αυτόν [«Στο πρώτο μισό της ζωής μου – ώσπου να φτάσω κοντά στα τριάντα – ανάμεσά μας υπήρξε μια μακρά σιγή. Ίσως επειδή κάποτε θεωρούσα πως ήταν όλος ένα κεφάλι, ένα κρανίο, η λέξη που μου ερχόταν στο μυαλό όποτε τον σκεφτόμουν ήταν σκληρός, κι αυτή η σκληρότητα με έκανε να τον φοβάμαι όσο ήμουν παιδί και έφηβος, ακόμα και νεαρός, μετά τα είκοσι» (σελ. 67)]. να τον φέρει πιο κοντά του . να κάνει εφικτή μία ανέφικτη ανέκαθεν ανοικειότητα, ανοικειότητα που δεν μετριάζεται ιδιαίτερα ακόμα κι όταν ένας φίλος τού πατέρα του, ο Νίνο, τού λέει : «Γιατί συναισθηματικά και πνευματικά δεν ήθελε να είναι ευάλωτος. Ευάλωτος! Αυτή είναι η λέξη-κλειδί για τον Τζέι. Και θα έλεγα πως το εξισορροπούσε προσπαθώντας να δείχνει σκληρό καρύδι με εκείνον τον, ξέρεις, τον αυστηρό ηθικό του κώδικα – και άκαμπτο μπορείς να τον πεις» (σελ. 431).

A la recherche du père perdu (Β΄)

Χ.

α.

Στην θεματική κρουαζιέρα, η αναζήτηση αποφέρει τα περισσότερα κέρδη καθώς έρχονται πολύ πιο κοντά και συμβιώνουν, βιώνουν μία κοινή εμπειρία, η ευχάριστη διάσταση τής οποίας επιτρέπει στον πατέρα να ξανοιχτεί πρωτοφανώς, για τον γιό, στον γιό του.
Η ίδια όμως η κρουαζιέρα ως τουριστική αναβίωση τής οδυσσειακής περιπέτειας – «Η κρουαζιέρα, διαβάσαμε (στην ιστοσελίδα τής τουριστικής εταιρείας), ακολουθούσε την δεκάχρονη αλλοπρόσαλλη διαδρομή τού μυθικού ήρωα κατά το επίπονο ταξίδι τής επιστροφής του από τον πόλεμο τής Τροίας, ένα ταξίδι βασανιστικό, όλο τέρατα και ναυάγια. Η κρουαζιέρα ξεκινούσε από την Τροία, τα ερείπια τής οποίας βρίσκονται στη σημερινή Τουρκία, και κατέληγε στην Ιθάκη, ένα μικρό νησί στο δυτικό πέλαγος τής Ελλάδας, το οποίο θεωρείται ότι ταυτίζεται με την Ιθάκη που ονόμαζε πατρίδα του ο Οδυσσέας. Η κρουαζιέρα ‘Στα ίχνη τής Οδύσσειας» ήταν ‘εκπαιδευτική’, και ο πατέρας μου, παρά την περιφρόνησή του για οτιδήποτε τού έδινε την εντύπωση άχρηστης πολυτέλειας –όπως οι κρουαζιέρες και οι ξεναγήσεις και οι διακοπές–, πίστευε πολύ στην εκπαίδευση.
Κι έτσι μερικές εβδομάδες αργότερα τον Ιούνιο, λίγο μετά το μακροβούτι μας στο κείμενο τού ομηρικού έπους, ξεκινήσαμε την κρουαζιέρα που κράτησε συνολικά δέκα μέρες, μία για κάθε χρόνο τού μεγάλου ταξιδιού τού Οδυσσέα» (σσ. 21-22) –, με όλα όσα λοιπόν σημαίνει αυτή η κρουαζιέρα σε ελαφρότητα και σε κενότητα, ακόμα και σε σωρηδόν κιτς πλευρές, πάντως ως ταξίδι αναψυχής που μόνο με τα άλγεα τού ίδιου τού Οδυσσέα δεν έχει καμία απολύτως συνάφεια, ταξίδι οργανωμένο από τουριστικό πρακτορείο το οποίο στοχεύει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, με μία «επιμόρφωση» συνοδευόμενη και από ένα «να περάσουμε καλά, να τ’ αφήσουμε όλα πίσω, έξω καρδιά», αυτό το προς αναζήτηση των γεωγραφικών, γραφικών εντέλει πια σήμερα, σταδίων των σχεδόν 24 ραψωδιών, αποβαίνει είς βάρος τού όλου εγχειρήματος τού βιβλίου.
Γίνεται δε ακόμα πιο κατωφερής η ρότα τής κρουαζιέρας όταν ο πλοίαρχος ζητάει από τον Ντ. Μ., γνωρίζοντας την ιδιότητά του ως κλασικού φιλολόγου και ελληνιστή, να κάνει μία διάλεξη στους συνταξιδιώτες σχετική με την περιήγησή τους. Ο Ντ. Μ. επιλέγει να τους μιλήσει για, τι άλλο, την Ιθάκη του Καβάφη. Πράγμα που γίνεται.

                β.

Ο Ντ. Μ., εκτός από μεταφραστής σύνολου του καβαφικού έργου, είναι και λαμπρός μελετητής του. Στο πρόσφατο τεύχος αριθμ. 117 τής The Athens Review of Books δημοσιεύεται δοκίμιό του ακριβώς για την Ιθάκη, όπου αναλύει εμπεριστατωμένα και γλαφυρά την πορεία που ακολούθησε ο Καβάφης μέχρι να καταλήξει στην τελική μορφή τού ποιήματός του. Το ποίημα είχε απαγγελθεί το 1994 στην κηδεία τής Τζάκλιν Κένεντι Ωνάση και είχε προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον τότε για την ποίηση τού Καβάφη. Υποθέτω ότι κάτι παρόμοιο θα προκάλεσε και ο Ντ. Μ. στους ακροατές του για την καβαφική Ιθάκη.
Η διάλεξη αυτή, όσο σοβαρό κι αν είναι το περιεχόμενό της, όταν προστίθεται, και μάλιστα ευκαιριακά, στο «εκπαιδευτικό» πρόγραμμα μιας τουριστικής κρουαζιέρας προκειμένου να το εμπλουτίσει εκπαιδευτικώς, ήταν ακριβώς αυτό που, μαζί με την ίδια την κρουαζιέρα, με είχε κάνει να ενοχληθώ, όπως ανέφερα στην αρχή, διαβάζοντας την γαλλική μετάφραση τού βιβλίου και να το αφήσω στην άκρη.
Κι όμως, διαβάζοντας πριν λίγο καιρό το δημοσιευμένο στην Athens Review of Books κείμενο τού Ντ. Μ. με τίτλο Ο Όμηρος τού Καβάφη, και, επ’ ευκαιρία, ξαναδιαβάζοντας την Ιθάκη, διαπίστωσα, ίσως για πρώτη φορά, ότι το ποίημα αυτό τού ποιητή τού γήρατος ταιριάζει γάντι για να διαβαστεί και να σχολιαστεί σε μία κρουαζιέρα από διασκεδάζοντες ανέμελους και γηράσκοντες τουρίστες.
Ανεξάρτητα από την ίδια την αποδεδειγμένα δοκιμιακή δεξιοτεχνία τού Ντ. Μ., το ποίημα αυτό, εκτός από τον σαφώς «συμβουλευτικό/ηθοπλαστικό» χαρακτήρα του – δεν είναι χωρίς λόγο ότι διδάσκεται στην μέση εκπαίδευση κι αποτελεί το έμβλημα των καθαρολόγων ‘καβαφίστας’ οι οποίοι μόνο ως ομοφυλόφιλο ποιητή δεν δέχονται τον Καβάφη, τόσο καταλαβαίνουν, θα πει κανείς, από ποιητική αλήθεια, λες και ο Καβάφης θα έγραφε ποτέ την ποίηση που έγραψε αν δεν ήταν ομοφυλόφιλος –, το ποίημα λοιπόν αυτό, μαζί με το ότι είναι ένα από τα πιο συμβατικά, θα έλεγα κανονικά/κανονιστικά, ποιήματα τού Καβάφη, είναι κι ένα στιχούργημα τρέχουσας θυμοσοφίας, μοναδικής κοινοτοπίας, αβάσιμης και ψευδούς αλήθειας, επιπλέον δε κατάφωρης ρηχότητας, μία αμπελοφιλοσοφία. Με την ιδιότητά του αυτή καθίσταται ένα ολικώς κρουαζιερόπλοιο ποίημα, εγγενώς και υπερθετικώς κατάλληλο για ξεδίνοντες με ένα ποτήρι μαρτίνι στο χέρι υπερήλικες, στα πρόθυρα τού θανάτου ευωχούμενους, εναρμονισμένο σε βαθμό ψυχαγωγικού προγράμματος με μία θαλάσσια βόλτα σαν αυτήν που απολαμβάνουν πατέρας και γιός.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ψ.

α.

Το τελευταίο κεφάλαιο τού Μια Οδύσσεια τιτλοφορείται ΣΗΜΑ.

«Η αρχαία ελληνική λέξη για τον τάφο, γράφει ο Ντ. Μ., την οποία χρησιμοποιεί ο Ελπήνορας όταν ζητά από τον Οδυσσέα να τού ‘υψώσουν τύμβο’, είναι σήμα. Η λέξη μπορεί να σημαίνει ‘τάφος’, αλλά αυτή είναι η δευτερεύουσα έννοιά της· η κύρια είναι το ‘σημείο’ ή το ‘σημάδι’, όπως έχει επιβιώσει και στην αγγλική λέξη semiotics, που αναφέρεται στη μελέτη σημείων και συμβόλων, στη φιλοσοφική θεωρία τού πώς παράγεται η έννοια καθεαυτή. Πάντως για τούς Έλληνες, τούς δημιουργούς των τάφων αυτών με την τόσο εντυπωσιακή παρουσία στην Οδύσσεια, τα σήματα αποτελούσαν μέσο για τη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με τούς ενοίκους τους· ο ρόλος τους ήταν να λένε ιστορίες» (σελ. 453).
Ως σήμα και η ιστορία τού Ντ. Μ. τελειώνει με ένα σήμα.
Ο Τζέι Μέντελσον πεθαίνει τον Απρίλιο τού 2012. Εχει προηγηθεί μία οδυνηρή νοσηλεία του μετά από πέσιμο, την οποία περιγράφει διεξοδικά αλλά και λιτά ο γιός του σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Αυτό το κεφάλαιο που επιστεγάζεται από το ΣΗΜΑ, είναι και το σήμα που επιστεγάζει αυτόν τον πατέρα και την αναζήτησή του από τον γιό του.
Από την αρχή τού βιβλίου του, ο Ντ. Μ. κυκλώνει με συνεχείς κυκλοτερείς κινήσεις τον άξονα του βιβλίου του, την πατρική μορφή, και με την τελευταία κίνηση κλείνει και ο τελευταίος κύκλος χωρίς να κλείνουν και οι επόμενες εναπομείνασες κινήσεις που ο γιός κάνει ακόμα γύρω απ’ τον πατέρα του μετά τον θάνατό του.
«Ο πατέρας ξέρει τον γιό του ολοκληρωτικά, αλλά ο γιός ποτέ δεν μπορεί να ξέρει τον πατέρα», γράφει (σελ. 469).

                β.

Η εβραϊκή παράδοση, στο Μια Οδύσσεια, δεν έρχεται σε σύγκριση ή αντιπαράθεση ή ακόμα και σε συνομιλία με την ελληνική, πρώτα γιατί δεν είναι αυτό το θέμα τού βιβλίου, όπως είναι στην περίπτωση τού βιβλίου τού MacDonald· έπειτα γιατί αυτό που επιδιώκει ο γιός είναι να μεταλλάξει, τρόπον τινά, τον Εβραίο πατέρα του σε έναν Έλληνα πατέρα, να γίνει κι ο ίδιος, από Εβραίος γιός, Έλληνας, να απαλλαγεί, κατά κάποιον τρόπο, από την φυλετική του ταυτότητα, απαλλασσόμενος έτσι από την φυσική σύνδεση με τον πατέρα του, κι έτσι να λυτρωθεί από το άγος και το άχθος τού ζοφερού, τιμωρού, αμείλικτου Πατέρα-Θεού και να προσχωρήσει στην φωτεινότητα ενός ελληνικού πολυθεϊσμού, ανύπαρκτου και άκαιρου σήμερα αλλά πρόσφορου ως γη μιας άλλης επαγγελίας, πέρα από την συντριπτική δέσμευση μιάς πίστης όπου η πατρότητα είναι όρος και φόρος ζωής.
Δεν είμαι σε θέση να πω ποιο θα μπορούσε να είναι το βαθύτερο κίνητρο για μία τέτοια μεταλλαγή, και μάλιστα ολκής, του ανθρώπου Ντ. Μ., δεδομένου ότι εδώ συμβαίνει όντως, τουλάχιστον ως υποδόρια ανάγκη, μια φυλετικής υφής απόπειρα για ριζική μετάλλαξη, μία πολιτιστική εκ βάθρων υπαρξιακή και πνευματική μεταποίηση, η οποία ενδεχομένως αποτελεί την βαθύτερη επιθυμία του ελληνολάτρη Ντ. Μ., με την έννοια ότι δίνει την βάσιμη εντύπωση ότι έλκεται να μετασχηματίσει ολόκληρο το καταγωγικό του σύστημα, να το μετατρέψει σε κάτι που τώρα πλέον θα είναι ακραιφνώς δική του επιλογή· συγχρόνως αναβαθμίζεται ως προς τον πατέρα του τον οποίο ο ίδιος ως γιος τον διαπλάθει όπως αυτός θέλει: μετατρέπει τον γεννήτορά του σε δικό του γέννημα, κι έτσι τον κάνει πλήρως δικό του· οικειοποιείται ολοσχερώς αυτόν που του ήταν επί μία ζωή ανοίκειος, ιδίως όταν, ως ομοφυλόφιλος ο ίδιος, συνδέεται με βαθείς, πανάρχαιους, αξερίζωτους, δεσμούς με την αρχαία ερωτική Ελλάδα, αυτήν στην οποία βρήκε το αληθινό του πρόσωπο ως άνδρας και άνθρωπος, αυτήν που θα ήθελε να είναι η αληθινή γενέτειρά του, όχι πλέον πατρίδα αλλά μητρίδα.
Εν τούτοις, όπως είπα, εφόσον ο άξονας, περιέχον συν περιεχόμενο, τού βιβλίου είναι ο Εβραίος πατέρας, επομένως η ίδια η εβραϊκότητα, με ό,τι αυτή σημαίνει σε πειθαρχία στις γραφές τής Πεντατεύχου, το Μία Οδύσσεια αναδεικνύεται σε μία βιβλική Οδύσσεια αλλά χωρίς Ιθάκη, ούτε μυθικώς ούτε εμπραγμάτως. Ενσωματώνει, έστω ανεπιτυχώς, εν είδει θεολογικού σκανδάλου, στο προαιώνιο corpus τής εβραϊκής Βίβλου, την διάσταση τού προαιώνιου ελληνισμού, προσβάλλοντας κατ’ αυτόν τον αναιδή τρόπο τον Ναό τού Νόμου με τα τρόπαια τού ομο-ερωτικού πόθου, μην υπολογίζοντας τις όποιες συνέπειες θα μπορούσε να έχει αυτό για τον ίδιο.

                γ.

«Είναι η ιστορία ενός γιού που εκπαιδεύεται», γράφει ο Ντ. Μ. για την Οδύσσεια (σελ. 103).
Ως Τηλέμαχος της δικής του Μίας Οδύσσειας, ο ίδιος είναι ένας γιός που εντέλει έχει εκπαιδευτεί σε τι;
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί μία αναντίρρητα υπερμεγέθη προσπάθεια τού Ντ. Μ. να γίνει αυτό που για τον Καβάφη συνιστά το τιμιότερον: ελληνικός.

A la recherche du père perdu (Β΄)

Ω.

α.

Τέλος, ως Πηνελόπη, ο Ντ. Μ. άλλο δεν κάνει από το να υφαίνει στον δικό του αργαλειό απ’ την αρχή τού βιβλίου του και αποτελειώνει στο ύστατο κεφάλαιο το σάβανο τού εν τέλει οριστικά χαμένου πατέρα του.
«Οι Μνηστήρες ζήτησαν ευθέως τον λόγο από τη βασίλισσα, που αναγκάστηκε πλέον να τελειώσει το σάβανο. (…) Η ιστορία μάς λέει πολλά για την απόγνωση της Πηνελόπης – αλλά και για την πονηριά της, που συναγωνίζεται απολύτως την περιβόητη ευστροφία τού συζύγου της. Κυρίως όμως η ύφανση και το ξήλωμα, το δέσιμο και το λύσιμο, η επιτάχυνση και μετά η επιβράδυνση συμπυκνώνουν πολύ όμορφα τη νάρκη, την ακινησία που χαρακτηρίζει τη ζωή στην Ιθάκη κατά τη μακρά απουσία τού Οδυσσέα. Αυτό το κυματιστό πέρα δώθε αποτελεί και τον ρυθμό τής ίδιας τής Οδύσσειας: η ώθηση τής πλοκής προς τα μπρος, η προς τα πίσω έλξη των αναδρομών, οι παλιότερες ιστορίες και οι παρεκβάσεις χωρίς τις οποίες η βασική αφήγηση θα έμοιαζε φτενή χωρίς βάρος» (σελ. 99-100).

Δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα, μιλώντας για το ομηρικό έπος, το δικό του βιβλίο.

                β.

Ετσι, τυλίγοντάς τον μετά τον θάνατό του σ’ αυτό που ύφανε με τις λέξεις, επιφορτισμένος από βαθιά ανάγκη να καταλήξει η ύφανσή του στην πλήρη αποτύπωση τού προσώπου ενός πατέρα τού οποίου, για τον ίδιο τον γιο, η κατάργηση τής απροσωπίας του είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, τον κατεβάζει στο μνήμα του, συναισθανόμενος με απροκάλυπτη οδύνη – «Όσοι ξέρουν αρχαία ελληνικά μπορούν να διακρίνουν κάτω ακριβώς από την επιφάνεια τού ονόματος Οδυσσέας την λέξη οδύνη» (σελ. 49) – ότι το σήμα θα κατακρατήσει εσαεί ένα αξεκλείδωτο επτασφράγιστο φέρετρο.

Κι αυτή θα είναι η δική του Ιθάκη που μόνον ο θάνατος ήταν ικανός να τού την χαρίσει ως μοναδικό και ανεπανάληπτο τέλος.

(1.6.6, 4-14.9.2020)

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Δημήτρη Δημητριάδη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: