Ανόι: από τα έθιμα της ψυχής

...τα πολ­λά τα­ξί­δια μου
τ’ ανα­λο­γί­ζο­μαι συ­χνά και με τυ­λί­γει μια θλί­ψη
που όμως δεν της λεί­πει κι η χα­ρά.
Ουί­λιαμ Σαίξ­πηρ, Όπως σας αρέ­σει

Οι κορ­μοί και τα κλα­διά της πυ­κνής συ­στά­δας των δέ­ντρων μό­λις που αφή­νουν να φα­νεί κά­πως, στην άκρη του με­ση­με­ριού, η νε­κρό­πο­λη. Εί­ναι οι πα­νύ­ψη­λες, ιθα­γε­νείς παυ­λώ­νιες. Δεν δυ­σκο­λεύ­ο­μαι πια να τις ξε­χω­ρί­σω ανά­με­σα στα άλ­λα φυλ­λο­βό­λα που ακ­μά­ζουν εδώ. Ξε­περ­νούν ενί­ο­τε τα εί­κο­σι πέ­ντε μέ­τρα. Η όποια σχε­τι­κή ευ­κρί­νεια των πραγ­μά­των επα­φί­ε­ται ως συ­νή­θως στην τύ­χη. Η θέα ξε­τυ­λί­γε­ται με­θο­δι­κά και πά­λι. Έχω αρ­χί­σει, στο με­τα­ξύ, να εξοι­κειώ­νο­μαι σ’ έναν βαθ­μό με την ασά­λευ­τη αιω­νιό­τη­τα της βο­ρειο­βιετ­να­μέ­ζι­κης ομί­χλης. Το μά­τι δεν πα­ραι­τεί­ται. Επι­μέ­νει να προ­σπα­θεί να προ­σε­ται­ρι­στεί κά­ποια από τα προ­τει­νό­με­να εν μέ­ρει ορα­τά, εν μέ­ρει φα­σμα­τι­κά. Η συ­ντή­ρη­ση της από­λαυ­σης των ει­δώ­λων. Ένα μέ­ρος του πα­ντός εί­ναι εν τέ­λει προ­σι­τό: η εμ­μο­νή του βλέμ­μα­τος στο χα­λί του μό­χθου, στους ορυ­ζώ­νες, όπου αχνί­ζει η δύ­να­μη της οφθαλ­μα­πά­της. Η υπό­μνη­ση της διάρ­κειας των πραγ­μά­των που μας θέλ­γουν: η άμε­ση, η ανα­φαί­ρε­τη αντα­μοι­βή της στιγ­μής.
Βε­βαί­ως, τα όσα ξε­προ­βάλ­λουν δια­δο­χι­κά, τα όσα προ­λα­βαί­νουν να μεί­νουν για λί­γο έστω δι­κά μου στην αρ­χειο­θή­κη των μα­τιών συ­νι­στούν αι­νίγ­μα­τα ή ίσως και τις λύ­σεις τους μα­ζί. Τα συλ­λέ­γω, τα συ­γκρα­τώ στο μέ­τρο του δυ­να­τού. Η ανα­γκαία πύ­κνω­ση της εντύ­πω­σης. Με το ανά­λο­γο δό­σι­μο εαυ­τού από το πα­ρά­θυ­ρο του λε­ω­φο­ρεί­ου που με με­τα­φέ­ρει στα εν­δό­τε­ρα των πε­ρι­χώ­ρων του Ανόι, αι­σθά­νο­μαι την αμε­σό­τη­τα των κα­τα­γρα­φών σ’ έναν νο­ε­ρό πί­να­κα.

Αυ­τό που υπα­γο­ρεύ­ουν με­θο­δι­κά όλα τα κρί­σι­μα τα στοι­χεία της δια­δρο­μής εί­ναι ίσως η εί­σο­δος στο νό­η­μα. Τα πά­ντα φαί­νε­ται να γλι­στρούν, να βιά­ζο­νται να γί­νουν άυ­λα. Από το ένα κοί­τα­σμα του δευ­τε­ρο­λέ­πτου στο άλ­λο. Το φευ­γα­λέο, το κα­τά κα­νό­να απο­τύ­πω­μα του δια­χρο­νι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Να απο­στη­θί­σω ρο­ές, λοι­πόν. Η υγρα­σία έχει πο­τί­σει προ πολ­λού όλες τις δο­μές, όλες τις αι­σθή­σεις του το­πί­ου. Το πε­ρι­ποι­η­μέ­νο, και­νούρ­γιο όπως δεί­χνει, λε­ω­φο­ρείο, σχε­δόν άδειο, στα­μα­τά­ει αραιά και πού σε κά­ποια από τις προ­βλε­πό­με­νες στά­σεις. Ίσως να γε­μί­σει το τε­λευ­ταίο, της επι­στρο­φής, μου λέ­νε. Με τη δύ­ση του ήλιου. Επι­κρα­τεί η σα­φή­νεια μιας πρό­νοιας αυ­το­μα­τι­σμού: το κα­θή­κον της ακρί­βειας των νέ­ων δρο­μο­λο­γί­ων, η ευ­θύ­τη­τα των γραμ­μών, οι κα­μπύ­λες των φρού­των που δεν ξε­χνούν να πά­ρουν μα­ζί τους οι επι­βά­τες. Ο οδη­γός μας, ένας σιω­πη­λός επαγ­γελ­μα­τί­ας της πε­ρι­ποί­η­σης, όντας μι­κρο­κα­μω­μέ­νος, ού­τε που φαί­νε­ται από εκεί που κά­θο­μαι. Θα έχει ήδη πε­ρά­σει μιά­μι­ση ώρα σχε­δόν από τό­τε που αφή­σα­με το κέ­ντρο της πρω­τεύ­ου­σας. Πού και πού ξε­χω­ρί­ζει μια υδά­τι­νη γραμ­μή. Σα να μας πα­ρα­κο­λου­θεί. Ή μάλ­λον σαν να μας συ­ντρο­φεύ­ει. Ας το θε­ω­ρή­σω δείγ­μα πη­γαί­ας φι­λό­τη­τας. Ένα ευ­πρόσ­δε­κτο αί­σθη­μα ασφά­λειας στον ξέ­νο τό­πο. Όπως ακρι­βώς έχει ανα­δει­χθεί και σε άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις. Να συ­γκρί­νω ανά­με­σα σε πολ­λά άλ­λα ιδί­ως αυ­τές τις εν­δει­κτι­κές αρά­δες: «Ήδη στις λί­γες πε­ρι­πλα­νή­σεις μου στον κό­σμο εί­χα πα­ρα­τη­ρή­σει πό­σο ση­μα­ντι­κό εί­ναι στα τα­ξί­δια να πλη­ρο­φο­ρεί­ται κα­νείς την πο­ρεία των υδά­των, και να ρω­τά­ει προς τα πού ρέ­ει ακό­μα και το μι­κρό­τε­ρο ρυά­κι. Απο­κτά έτσι κα­νείς μια γε­νι­κή ει­κό­να για κά­θε λε­κά­νη απορ­ρο­ής απ’ την οποία πε­ρι­βάλ­λε­ται, μια ιδέα για τα ύψη και τα βά­θη, που σχε­τί­ζο­νται με­τα­ξύ τους, και με αυ­τούς τους οδη­γούς, που βοη­θούν τό­σο την πα­ρα­τή­ρη­ση όσο και τη μνή­μη, βγαί­νει με τον ασφα­λέ­στε­ρο τρό­πο απ’ το γε­ω­λο­γι­κό μπέρ­δε­μα των πε­ριο­χών». Δια­βά­ζω την Ποί­η­ση και Αλή­θεια του Γιό­χαν Βόλφ­γκανγκ Γκαί­τε.

Η σω­στή γω­νία θέ­α­σης προ­νο­εί, ως γνω­στόν, τον άρι­στο οιω­νό των πε­ρι­η­γή­σε­ων. Μέ­σα στην πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ώχρα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, αντι­κεί­με­να, ει­κό­νες, σκιές και πρό­σω­πα δεν παύ­ουν να συγ­χέ­ο­νται ή να επι­κα­λύ­πτο­νται. Πό­τε θα μά­θω, άρα­γε, να εγκολ­πώ­νο­μαι, χω­ρίς απώ­λειες, τους ρυθ­μούς όλων των ωσμώ­σε­ων;

Στο τέρ­μα της δια­δρο­μής ανοί­γει η πόρ­τα των πέν­θι­μων δια­λό­γων με όσους έχουν ήδη λιώ­σει μέ­σα στη γη. Κά­ποια ίχνη τους βρί­σκο­νται ακό­μα μπρο­στά μας, στα παρ­τέ­ρια του κοι­μη­τη­ρί­ου. Φί­λη μου Βιετ­να­μέ­ζα, υπο­μο­νε­τι­κή και θυ­μό­σο­φη ταυ­το­χρό­νως, με ξε­να­γεί στους νε­κρι­κούς κώ­δι­κες. Εξα­κο­λου­θούν να ισχύ­ουν σε πεί­σμα ενός γε­νι­κευ­μέ­νου κύ­μα­τος εκ­συγ­χρο­νι­σμού, το οποίο ομο­λο­γου­μέ­νως έχει αρ­χί­σει τα τε­λευ­ταία χρό­νια να δια­μορ­φώ­νει δρα­στι­κά την ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή. Η ακραία στορ­γή των συγ­γε­νών πε­ρι­λαμ­βά­νει, με­τα­ξύ άλ­λων, την υπο­χρε­ω­τι­κή ανα­κο­μι­δή των λει­ψά­νων του αγα­πη­μέ­νου νε­κρού τρία ακρι­βώς χρό­νια με­τά την τα­φή του. Την πρώ­τη εν­νοώ, διό­τι έπε­ται άλ­λη μία. Η τε­λευ­ταία, η ανέκ­κλη­τη τα­φή. Η εξή­γη­ση απο­στο­μώ­νει: η δια­δι­κα­σία της απο­δέ­σμευ­σης της ψυ­χής από το σώ­μα δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται αμέ­σως. Θα χρεια­στεί να ξε­θα­φτεί ο νε­κρός, προ­κει­μέ­νου να κα­θα­ρι­στούν ολο­σχε­ρώς τα οστά του απ’ ό,τι εν­δε­χο­μέ­νως έχει απο­μεί­νει πά­νω τους. Σε λί­γο θα τα­φούν ξα­νά, αφού το­πο­θε­τη­θούν μέ­σα σε ένα νέο, κα­τάλ­λη­λο για την πε­ρί­στα­ση πε­ντα­κά­θα­ρο σκεύ­ος. Τό­τε και μό­νον τό­τε η ψυ­χή μπο­ρεί να απε­λευ­θε­ρω­θεί τε­λε­σί­δι­κα από κά­θε πε­ριτ­τό βά­ρος και να ει­σέλ­θει σε ένα άλ­λο σύ­μπαν. Συ­νε­πώς, η ψυ­χή εξα­κο­λου­θεί να απο­τε­λεί οιο­νεί συ­στα­τι­κό του πτώ­μα­τος και των όποιων κα­τα­λοί­πων του για τρία επι­πλέ­ον χρό­νια με­τά τον θά­να­το. Ακούω πει­θή­νια τις υπό­λοι­πες εξω­λο­γι­κές επι­ση­μάν­σεις. Σα να προ­έρ­χο­νται από μια βα­θύ­τε­ρη συ­νεί­δη­ση του χω­ρο­χρό­νου και όχι από το στό­μα της συ­νο­δού μου: η ψυ­χή, αν και άυ­λη, πα­ρα­μέ­νει για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα κτή­μα του νε­κρού. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι ότι η εμπει­ρία της με­ρι­κής έστω εξοι­κεί­ω­σης με ένα κε­φά­λαιο από το πα­ρελ­θόν των με­τα­φο­ρών και των συμ­βό­λων, τα οποία μέ­χρι πρό­τι­νος μου ήταν εντε­λώς άγνω­στα, ίσως να προ­οι­κο­νο­μεί και άλ­λες πε­ρι­φο­ρές γνώ­σης στο εσω­τε­ρι­κό του βιετ­να­μέ­ζι­κου εί­ναι.

Το το­πίο επι­διώ­κει συ­νύ­παρ­ξη. Οι κύ­ριοι του­λά­χι­στον ιστοί του δια­κρί­νο­νται αμέ­σως από την προ­θυ­μία τους να με οι­κειο­ποι­η­θούν. Η πρό­σλη­ψη του δια­φο­ρε­τι­κού, του εξ ορι­σμού ανοί­κειου, αυ­τό μάλ­λον οφεί­λε­ται στην εύ­νοια ορι­σμέ­νων συ­γκυ­ριών, εντε­λώς απρό­βλε­πτων. Οι συ­σχε­τι­σμοί της συ­μπε­ρι­φο­ράς της ύπαρ­ξης στα δε­δο­μέ­να ση­μεία των δια­δο­χι­κών πε­ρι­φο­ρών μας σε διά­φο­ρα μή­κη και πλά­τη του πλα­νή­τη, η πρό­κλη­ση των συ­νειρ­μών, η φύ­ση των αλ­λη­λου­χιών και αλ­λη­λε­ξαρ­τή­σε­ων των το­πο­θε­σιών και των ει­δι­κό­τε­ρων πε­ποι­θή­σε­ων του ντό­πιου πλη­θυ­σμού: αυ­τά, δη­λα­δή, τα οποία προ­τεί­νει να με­λε­τή­σου­με ένα τα­ξί­δι που πα­ρα­τεί­νε­ται για διά­φο­ρους, ευ­πρόσ­δε­κτους πά­ντως λό­γους. Ό,τι τη στιγ­μή αυ­τή με αιφ­νι­διά­ζει, το ξέ­ρω από τώ­ρα, θα πα­ρα­μέ­νει στη συ­νέ­χεια στα­θε­ρός δεί­κτης του ημε­ρο­λο­γί­ου εγ­γρα­φών. Οι δεύ­τε­ροι τά­φοι εί­ναι οι πα­ρά­γρα­φοι ενός κε­φα­λαί­ου επε­ξερ­γα­σμέ­νης οδύ­νης. Η επι­βε­βλη­μέ­νη επα­νά­λη­ψη της τα­φής, αντί να πι­κραί­νει, ανοί­γο­ντας πλη­γές, όπως θα πε­ρί­με­νε κα­νείς, ανα­κου­φί­ζει όσες και όσους συ­νε­χί­ζουν να ζουν. Πα­ρά την υλι­κό­τη­τα των σύγ­χρο­νων θε­σμών, οι γη­γε­νείς φρο­νούν ότι οι υπο­θέ­σεις της ψυ­χής εξα­κο­λου­θούν να τους αφο­ρούν, και μά­λι­στα άμε­σα. Πί­σω από τα αδρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εκεί­νου του αγρό­τη που γο­να­τί­ζει τώ­ρα πά­νω από τον τά­φο του άμε­σου συγ­γε­νούς του δια­βά­ζω κα­θα­ρά την έγνοια του για τις πε­ρι­πέ­τειες της ψυ­χής. Δεν πρό­κει­ται πε­ρί φα­ντα­σί­ω­σης: συ­ναι­νεί ο διά­κο­σμος εξ ολο­κλή­ρου. Αλ­λά να ξα­να­γυ­ρί­σω στον Γκαί­τε, στο δι­κό του Τα­ξί­δι στην Ιτα­λία, από όπου δια­κρί­νω τα εξής κα­τά λέ­ξη: «Κρα­τώ μό­νο τα μά­τια μου διαρ­κώς ανοι­χτά και εντυ­πώ­νω τα αντι­κεί­με­να σω­στά. Θα ήθε­λα να μην κρί­νω κα­θό­λου, αν αυ­τό ήταν δυ­να­τό». Από τη Με­σό­γειο στο Βιετ­νάμ δυο σε­λί­δες δρό­μος.
Επι­στρο­φή στο Ανόι λί­γες ώρες με­τά. Μέ­σα στη νύ­χτα ανα­κα­λού­σα το το­πίο. Άσκη­ση αυ­θόρ­μη­τη. Οξυ­γό­νο, για να ζή­σει από την αρ­χή το ση­μαί­νον πριν.


ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Σαίξ­πηρ βλ. Τζέ­ραλντ Μάλ­κομ Ντά­ρελ, Η οι­κο­γέ­νειά μου και άλ­λα ζώα, μτφ. Δή­μη­τρα Σί­μου, Άμ­μος 1999.
Γκαί­τε βλ. Μι­χα­ήλ Μπα­χτίν, Δο­κί­μια ποι­η­τι­κής, μτφ. Γιώρ­γος Πι­να­κού­λας, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της 2014.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: