Στις όχθες των δύο Νείλων (Α´)

Φωτ. Αλέξανδρος Τσάκος
Φωτ. Αλέξανδρος Τσάκος

                                           
                                          Στη Λίλια Τσούβα

«Αποφάσισα να εγκαταλείψω το Παρίσι, αυτή την ανεξάντλητη παγίδα αναμνήσεων. Χρησιμοποίησα τις πολύ ισχνές ικανότητες μου στη ραδιουργία για να διοριστώ στο Χαρτούμ, στο Σουδάν: δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Ήταν ένα από τα πόστα με τη μικρότερη ζήτηση στον πλανήτη». Ολιβιέ Ρολέν, Μερόη


Ο ήλιος καθώς βυθίζεται στο ποτάμι παίρνει σιγά-σιγά το χρώμα μιας υπόσχεσης. Αυθυποβολή της χρυσαφένιας συγκυρίας ή αυθόρμητη βεβαιότητα; Το ερώτημα της στιγμής. Είναι η έμμεση προσδοκία μιας ήρεμης αποκατάστασης των δεινών αυτής της μέρας, που από το πρωί ως αργά το βράδυ κάηκε στην κυριολεξία στους 45 βαθμούς· σαν μια προοπτική της ανανέωσης των δυνάμεων, οι οποίες κατασπαταλήθηκαν στον αμείλικτο καύσωνα· ελπίδα χρεωμένη με μεγάλο ποσοστό αυταπάτης.

Οι φερτοί είναι επόμενο να ανυπομονούν πάντα στην αρχή, θέλουν να εξασφαλίσουν μια ώρα αρχύτερα την αυριανή άνεσή τους. Διάχυτη η ανησυχία για μια νέα, σφοδρότερη επίθεση του διώκτη - εφιάλτη ήλιου. Αντιθέτως οι ντόπιοι, που διακρίνονται για την παροιμιώδη ανεκτικότητά τους, κράμα της έμφυτης αντοχής τους στην παρατεταμένη δυσμένεια των εποχών και μιας αφοπλιστικής, πατροπαράδοτης αβρότητας, θα προσπαθήσουν απλώς να βρουν το πρωί, όπως ακριβώς κάνουν κάθε πρωί, μια πιο άνετη, πιο ευρύχωρη σκιά. Προηγήθηκαν βέβαια πολλοί αλλοδαποί σ’ αυτά τα χώματα, οι οποίοι γνώρισαν κι αυτοί εξ επαγγέλματος «πολλά άστεα.» Διατύπωσαν την άποψη ότι εδώ ζουν οι ευγενέστεροι άνθρωποι του πλανήτη. Δεν έχω κανένα λόγο, μετά από την πολύχρονη εδώ διαμονή μου, να πιστεύω το αντίθετο: είναι πάντα έτοιμοι να μοιραστούν ακόμη και τη σκιά τους με τον τελείως άγνωστό τους περαστικό, όπως είναι έτοιμοι να σε προσκαλέσουν να φας μαζί τους τα λίγα κουκιά, τη μερίδα δηλαδή της «φουλάδας», όπως τα αποκαλούν εδώ, που τούς αναλογούν κάθε φορά που γευματίζουν κατάχαμα, ή σε πρόχειρα στημένα τραπέζια στο ύπαιθρο, στις παρυφές της καθημερινής τύρβης. Δεν θα παραλείψουν, επίσης, αν βέβαια τους πλησιάσεις με την ανάλογη φρόνηση, να σε βοηθήσουν να επεξεργαστείς, σ΄ ένα βαθμό, κάποια κεφάλαια, απώτερες σημασίες του τοπίου τους.
Ανήκουν στους φίλους που έκανα γρήγορα εδώ: τυλιγμένοι στις φαρδιές άσπρες κελεμπίες τους, δεν σπαταλούν τα βήματά τους. Είναι οι φιλάργυροι των κινήσεων. Λιγομίλητοι, αυτάρκεις, διορθώνουν που και που το τουρμπάνι τους λίγο προτού χαλαρώσει επικίνδυνα και πέσει στο χώμα. Αποτελούν τα μέλη ενός θιάσου που έχει βαλθεί να ξεγελάσει με την παντομίμα του τον θάνατο από έρημο.

Με τον τρόπο που οι νομάδες διαβάζουν την καυτή άμμο να μάθουν μέλλον και ερχομό βροχής, ή με τον τρόπο που κλείνουν οι πιστοί τον κύκλο των προσευχών τους κάθε Παρασκευή, σκαλίζω ό, τι νομίζω πως μου ανήκει.
Ώρες και στιγμές που μού δόθηκαν κάτω από τα αγέρωχα φοινικόδεντρα και τις μπανανιές∙ παράγραφοι έτοιμες μέσα στα φυλλώματα, αποτυπώματα αισθήσεων∙ νεύματα αφηγήσεις η σοδειά μου. Μια μεγάλη πινακοθήκη. Αταξινόμητα κείμενα∙ αγάλματα καιρού. Κι αυτά δικά μου. Έστω προσωρινά.

Η τύχη με έφερε, με ανέβασε μάλλον από το Καμερούν των θυμωμένων, ασταμάτητων βροχών, στο Χαρτούμ, το κτισμένο γύρω από τη νηφάλια συμβολή των δύο Νείλων, του Λευκού δηλαδή, που φτάνει ως εδώ από τη Νιάνζα του Ουκερεουέ, τη λίμνη δηλαδή Βικτώρια της Ουγκάντα, όπως είναι γνωστή σε μας στη Δύση, και του Κυανού, που μας έρχεται από τη λίμνη Τάνα της Αιθιοπίας. Η επικράτεια της άμμου επιτρέπει προς το παρόν να τρέξουν ανεμπόδιστα τα νερά του ζευγαρωμένου Νείλου ως τη Μεσόγειο και μαζί τους να κυλήσει το όνειρο της ζωής των σκληραγωγημένων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.

Φωτ. Αλέξανδρος Τσάκος
Φωτ. Αλέξανδρος Τσάκος


Τα πρώτα βιβλία που έβαλα στην βαλίτσα μου στο παρθενικό μου ταξίδι από την Αθήνα για το Χαρτούμ ήταν οι Ιστορίαι του ιδανικού περιηγητή από την Αλικαρνασσό της Καρίας, αυτού του απαράμιλλου συντρόφου κάθε ταξιδευτή και επιστροφέα. Από τα γυμνασιακά μου χρόνια είχα άλλωστε συγκρατήσει την αγωνία του Ηρόδοτου να προσδιορίσει με ακρίβεια τον ρου, το μήκος, ιδίως τις πηγές του Νείλου. Ταξίδια το ένα μετά το άλλο. Η απογοήτευση διάχυτη. Θέλησε να αποστερήσει τη θεϊκή διάσταση από τον μείζονα ποταμό και να τον ξανακάνει ό, τι πραγματικά υπήρξε από την αρχή, καθαρό δηλαδή Ύδωρ. Οι περικοπές από το πρώτο βιβλίο του, το οποίο οι Αλεξανδρινοί ονόμασαν Ευτέρπη, απηχούν την πικρία του, αλλά και τη ματαιότητα όλων των παράτολμων σχεδίων που αποσκοπούσαν στην λύση του μεγάλου μυστηρίου, του τόσο καλά θαμμένου στο βάθος του ανεξιχνίαστου τότε ορίζοντα:
«Όσο για τις πηγές του Νείλου, κανείς, ούτε από τους Αιγυπτίους ούτε από τους Λίβυες, ούτε από τους Έλληνες με τους οποίους μίλησα, δεν μου ανέφερε πως ήξερε κάτι […]Δεν κατάφερα να μάθω από κανέναν τίποτα παραπάνω. Πήγα πολύ μακριά για να ερευνήσω και έφθασα ο ίδιος ως την πολιτεία Ελεφαντίνη∙ για τα από εκεί και πέρα θα αφηγηθώ μόνο ό, τι άκουσα.»

Η Τζωρτζ Έλιοτ ανήκει αντιθέτως στους συγγραφείς, οι οποίοι παραχωρούν το δικαίωμα στους ήρωες τους να εκφράζουν απερίφραστα την επιθυμία της διαχρονικής απόκρυψης ή της απαγόρευσης της πρόσβασης στις πηγές του Νείλου. Ένας χαρακτήρας παραδείγματος χάριν στο κομβικό μυθιστόρημά της Middlemarch (1871-2) πιστεύει ότι οι εξερευνητές, αν συμφωνούσαν να διατηρήσουν ες αεί απάτητη την περιοχή εκείνη, θα άφηναν επιτέλους έναν τόπο άμωμο, αφιερωμένο αποκλειστικά δηλαδή στη διάθεση της ποιητικής φαντασίας. Η φράση που παραθέτω είναι ενδεικτική του φόβου των συγγραφέων για την πλήρη αποστείρωση της πραγματικότητας από το δημιουργικό στοιχείο του μυστικού, το οποίο ενυπάρχει πάντα σ’ αυτήν φύσει και θέσει: «He said he should prefer not to know the sources of the Nile, and that there should be some unknown regions preserved as hunting-grounds for the poetic imagination».

Το Χαρτούμ, που κατά λέξη σημαίνει Προβοσκίδα του ελέφαντα, είναι μια πόλη θολή, μισοφασματική, μισοαληθινή. Κάθε φορά που την βλέπω από ψηλά, από τα δύο-τρία χιλιάδες πόδια, κατεβαίνοντας με το αεροπλάνο των Αιγυπτιακών αερογραμμών, κατευθείαν από το Κάϊρο, συνήθως στις τέσσερις το πρωί, έτσι όπως είναι αραιά φωτισμένη, μοιάζει με ένα τεράστιο χαλί, που με περιμένει ανυπόμονα, που θέλει από λεπτό σε λεπτό να με πάρει και να πετάξει πάλι εκεί από όπου ήρθε, στον ουρανό, αυτή τη φορά μαζί μου. Απόκτημα του διχαλωτού ποταμού, ο οποίος δεν σταματάει να εξαπλώνεται όλο και περισσότερο κατά μήκος της υδάτινης παρουσίας, ανήκει στις επίπεδες πόλεις - μήτρες, οι οποίες αντιδιαστέλλονται στις άλλες, τις «επιθετικές», ή τις λεγόμενες πόλεις φαλλούς, όπως είναι για παράδειγμα το Χονγκ Κονγκ ή το Μανχάταν.
Στο τελευταίο αφιερώνει μια από τις καλύτερες περιγραφές του ο Σελίν στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Πρόκειται ασφαλώς για τον ακραίο, οργασμικό αντίποδα του μικρόκοσμου, τον οποίο επιχειρώ να συλλαβίσω κάπως τώρα, δηλαδή το Χαρτούμ: «Φανταστείτε πως ήταν ορθή η πόλη τους, ολόισια. Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ορθή. Κι είχαμε βέβαια ξαναδεί πόλεις και πόλεις εμείς, ωραίες, και λιμάνια, σπουδαία μάλιστα! Μα στους τόπους μας, είναι ξάπλα οι πόλεις, στην παραλία ή στην όχθη των ποταμών, πλαγιάζουν στο τοπίο, περιμένουν τον ταξιδιώτη, ενώ τούτη δω, η Αμερικάνα, δεν λίγωνε, όχι, στεκόταν ντούρα, εκεί, διόλου ερωτιάρα, τόσο ντούρα που σε τρόμαζε».
Πρωτεύουσα του Σουδάν, του μεγαλύτερου από πλευράς γεωγραφικής έκτασης αφρικανικού κράτους, της χώρας των δυόμιση και πλέον εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και των τριάντα περίπου εκατομμυρίων κατοίκων, θα έλεγε κανείς ότι το Χαρτούμ συνιστά μιαν από τις πλέον ηρωικές απαντήσεις μας στην τρομερή απειλή της ερήμου. Της ανθρωποφαγικής ερήμου, η οποία αρχίζει λίγο μετά τους τελευταίους μικροκαμωμένους θάμνους, εκείνα τα χθαμαλά υπόλοιπα της ζωής και τελειώνει ανέκκλητα μέσα στις αλήθειες ενός αδίστακτου κενού.

Η υποτυπώδης χλωρίδα, η σαβάνα των κυνηγών, που περιβάλλει τα τελευταία προάστια, είναι η σταθερή υπόμνηση της ανυδρίας. Το τελευταίο δειγματολόγιο μιας αναιμικής βιολογίας∙ η σύνοψη του κόσμου σε ελάχιστα διακεκαυμένα τετράγωνα. Μετά τη ζώνη αυτή της σχεδόν ανέλπιστης ζωής, έχω αρχίσει να πιστεύω ότι σχηματίζεται αυτό που έτρεμε ο Παρμενίδης και οι υπόλοιποι Ελεάτες, το απαστράπτον, το ασπαίρον δηλαδή μη-ον.

Η αποστομωτική θέα: το φίδι να σέρνεται στην έρημο, ακατάβλητο, ασημένιο μέσα στο βασανιστικό λιοπύρι, γεμάτο αλκή, που δεν ξέρει τι να την κάνει, το μεγάλο ερπετό ποτάμι κυλάει, αναζητώντας πότε ήρεμο πότε θυμωμένο τη θάλασσά του. Ας μοιραστώ μαζί σου, αναγνώστη, την κυριολεξία της παρατήρησης του Ολιβιέ Ρολάν: «Οι έρημοι που αποτελούν το βόρειο μισό του Σουδάν, διαμέσου των οποίων ελίσσεται το ανάποδο μεγάλο S του Νείλου, είχαν πάντοτε για μένα τη γοητεία των τόπων όπου η ανθρωπότητα μοιάζει παράταιρη».  
Το ποτάμι και η έρημος υπογραμμίζουν με τα γιγαντιαία μεγέθη τους ένα προσύμφωνο συνύπαρξης, ένα καθεστώς μη ρήξης, το οποίο κανένα ανθρώπινο σχέδιο δεν έχει βρεθεί ακόμη να διαταράξει. Ίσως ο πολιτισμός να διαισθάνεται ότι εδώ ακριβώς υπάρχει ένα αδιαπέραστο όριο, μια αυστηρή προειδοποίηση που τον αφορά άμεσα. Πρόκειται για τη ρητή απαγόρευση της εμπλοκής του στις υποθέσεις των υδάτων και της άμμου.
Πολλές φορές, στη διάρκεια των πτήσεων, η απόσταση μεταξύ αεροπλάνου και εμπύρετης γης μού φαίνεται εξοντωτική: η αίσθηση ότι παρατηρώ έναν άλλο πλανήτη, αφιλόξενο και απειλητικό μαζί, ότι αδυνατώ πλέον να αντιληφθώ ειλικρινή μεγέθη, ουσίες και πραγματικότητες, ότι η νόηση υποχωρεί άτακτα μπροστά σ’ αυτή την υστερία της απόστασης. Είμαι τότε η λήθη ή μήπως η άρνηση της γνώσης; Αλληλουχία από απορίες και αμφιταλαντεύσεις. Μπορώ να υποθέσω κάτι ενάντια της ύπαρξης όπως την έχω αντιληφθεί έως σήμερα; Ποια εσωτερική διάσταση ανοίγει μέσα μου με τρομερή ταχύτητα; Η αφασία ως κατεστημένη στάση βίου· μόνο το αεροπλάνο παρέχει μια βεβαιότητα. Πάντα – όμως - σχετική.

Ένα τόσο δα πραγματάκι, ένα βιβλίο σε σχήμα παλάμης, χωράει παντού· με πόση ευκολία γίνεται εγκόλπιο, σύντροφος. Και συμπαραστάτης εννοείται σταθερός σε κάθε ταξίδι. Περιέχει κομψά διατυπωμένες σκέψεις, οι οποίες επισκέπτονται συχνά τον νου ενός στωικού Αυτοκράτορα, πριν και μετά από τις φονικές μάχες: «Η Ασία, η Ευρώπη γωνίαι του κόσμου· παν πέλαγος σταγών του κόσμου· Άθως βωλάριον του κόσμου· παν το ενεστώς του χρόνου στιγμή του αιώνος. Πάντα μικρά, εύτρεπτα, εναφανιζόμενα». Η αποκατάσταση μετά τη σύγχυση, η καταλλαγή που κομίζει ο έμπειρος λόγος - είναι ο Μάρκος Αυρήλιος. Μού ξαναδίνει το μέτρο, την πολύτιμη ψυχραιμία που σμπαράλιασε μέσα μου η έρημος. Και το ένα φέρνει το άλλο. Ακόμη και τη συμφιλίωση με το αρπακτικό έξω, το οποίο είναι έτοιμο να με καταπιεί με το παραμικρό λάθος του πιλότου ή την απιστία της ιπτάμενης μηχανής.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ.: Άγγελος Σ. Βλάχος, εκδ. Ωκεανίδα 2000.
Τζωρτζ Έλιοτ, Middlemarch, μτφρ.: Εύη Γεωργούλη, επίμετρο: Πέτρος Γιαρμενίτης, εκδ. Ίνδικτος 2006.

Ολιβιέ Ρολέν, Μερόη, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα 1999.
Ολιβιέ Ρολέν, Πορτ Σουδάν, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα 2001.

Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μτφρ.-σημειώσεις-επίμετρο: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Εστία 2007.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: