Στο Μπάλι της Ινδονησίας: λεπτομέρειες έκστασης

Στο Μπάλι της Ινδονησίας: λεπτομέρειες έκστασης



Αλλά ακόμη δεν έχουν καταμετρηθεί καν
Όλοι οι χοροί της Ανατολής.
ΧΑΓΚΟΜΟΡΟ




Α

νησυχείς, σκουντάς τον διπλανό σου, νομίζεις ότι θα παραπατήσει και θα σωριαστεί κάτω, είναι η τρίτη φορά, λες τώρα δεν μπορεί, δεν θα την γλιτώσει, δεν γίνεται να συνεχίσει έτσι, θα γελοιοποιηθεί, ξεπέρασε κάθε συμβατικό όριο, έχει προκαλέσει τους νόμους της ισορροπίας, γέρνει ήδη πολύ απότομα μπροστά, λίγο ακόμη και θα ― αλλά εκείνη σε διαψεύδει και πάλι. Χωρίς να διακινδυνεύσει τίποτε, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, ή περιττές παραλλαγές, επανέρχεται με άνεση στην ασφάλεια της όρθιας στάσης – για να δοκιμάσει όμως σε λίγα δευτερόλεπτα κι άλλες, ασταθέστερες αιωρήσεις, κι άλλες παράδοξες ταλαντώσεις. Αλλάζει έντεχνα βηματισμό, γωνίες και ταχύτητες, αλλά διατηρεί ακέραιο το ίδιο ανεπιτήδευτο χαμόγελο, την ίδια αυτοπεποίθηση. Αγνοώντας την αμηχανία σου, συνεχίζει ως το τέλος της παράστασης να ανατρέπει ό, τι έχεις μάθει να θεωρείς ανέκαθεν εγγυημένη σιγουριά ελιγμών, ή αρμονικό κυματισμό σωμάτων.
Το σύνολο των αρχικά παράδοξων αυτών εναλλαγών έχει αρχίσει να σχηματίζει μέσα σου καινοφανή χορευτικά κριτήρια, νέες αρχές. Είναι η σειρά σου τώρα να εξοικειωθείς: το άλλοτε μάλλον (ή δήθεν) εξεζητημένο, το επιδεικτικά προκλητικό, ή το απλώς εκκεντρικό καθίστανται αισθητικά αποδεκτά, αποκτήματα – περάσματα σε μιαν άλλη, πρωτόγνωρη διέγερση. Η υπερβολή ανάγεται θεαματικά σε δεοντολογία, σε μέτρο καλαισθησίας.
Πρώτη φορά που παρακολουθώ τον χορό Ολέγκ Ταμουλιλίνγκαν στο νησί που τον ανέδειξε σε σύμβολο κινησιολογικής εκλέπτυνσης, στο Μπάλι. Κυριακή απόγευμα, ο ήλιος από βασανιστικός γίνεται προοδευτικά ανεκτός, ήπιος, η μουσική της ορχήστρας έχει επιβληθεί από ώρα, όλα κυλούν, οργανώνονται κι αναπνέουν σε δυνατούς, αλλά ευχάριστους ήχους. Προσπαθώ να συγκρατήσω λεπτομέρειες ιριδισμών, αποχρώσεις ενδυμασιών, απότομα τσακίσματα του αυχένα, σπασμούς της μέσης, τινάγματα των γοφών. Δεν προλαβαίνω. Τα επιμέρους γνωρίσματα, τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά του φευγαλέου, οι ενδείξεις της κρίσιμης διαφοράς, σβήνουν, μέσα στο φιλικό, συντροφικό φως, ενοποιούνται, απορροφώνται από την κινούμενη αρμονία ονειρικού – πραγματικού, αποτελώντας μια αδιάσπαστη μονάδα ύφους.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν με τακτ, που συνδυάζει την αβρότητα της νωχέλειας με την αυστηρή, μαθηματική τάξη των δονήσεων. Εννοείται ότι τηρούνται με πρόδηλη συνέπεια ιδιαίτερα αυστηροί κανόνες, χωρίς την παραμικρή όμως ένδειξη βασάνου, ή ανίας. Ο ρυθμικός πλους ανάγεται υποδειγματικά στο εκθαμβωτικό.

Η λεπτότητα, η χάρις των πολλαπλών μετεωρισμών της, η αφομοιωμένη τεχνική του πλήρως αυτοελεγχόμενου λικνίσματος, η λελογισμένη εξωστρέφεια, προσδίδουν από την αρχή της παράστασης την εντύπωση μιας πουπουλένιας αίσθησης. Είναι διάχυτο κάτι σαν αίγλη, σαν θρόισμα μετάξης. Δεν πρέπει να είναι πάνω από είκοσι ετών. Μετρίου αναστήματος, φυσικά ανυπόδητη, βγαίνει από το μύθο της φυλής της, ενισχυμένη ηθικά – το διαβάζεις παντού στους τρόπους της. Με εμφανή τα ίχνη μιας εμμένουσας παιδικότητας, με τα μάτια της να σε διαπερνούν τόσο φυσιολογικά, τόσο γρήγορα, σα να σε ξέρουν από πολύ παλιά, από τότε που πίστευες στο όνειρο του κόσμου, έρχεται να σου προσφέρει δώρα ρυθμού.

Οι πέντε κύριοι άξονες του κορμιού της, τους οποίους ορίζουν διαδοχικά το κεφάλι και το στέρνο από κοινού, τα συνήθως σε έκταση χέρια, ο κορμός, οι μηροί και οι γάμπες, λειτουργούν κατ’ ουσίαν αυτόνομα, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Ανήκουν, θαρρείς, σε πέντε διαφορετικές χορεύτριες. Ενιαίες δομές διασπώνται συνεχώς, στερεότυπα στάσεων και αντιδράσεων ακυρώνονται, χαρακτήρες κατεστημένων ροπών διαγράφονται μέσα από τον κάθε παλμό - ρήξη. Αυτό που σπάει, που τεμαχίζεται σε κλάσματα δευτερολέπτου, ξέρει πώς να ανασχηματιστεί ανά πάσα στιγμή, για να ξανασπάσει αμέσως μετά, σύμφωνα με μια μακρά παράδοση έκπληξης. Λέμε το σώμα της τάδε χορεύτριας είναι λάστιχο, εδώ ακριβολογούμε με πληθυντικό αριθμό: λάστιχα.

Στο Μπάλι δεν ευδοκιμούν οι μυητικοί στον έρωτα χοροί, ή οι αμιγώς οργιαστικοί, στους οποίους παίρνουν μέρος όλοι οι κάτοικοι του χωριού και όχι μόνον. Ούτε, από την άλλη πλευρά, είναι διαδεδομένοι οι μονοσήμαντοι, οι λεγόμενοι «γραφικοί» χοροί, οι οποίοι κατά κανόνα θέλγουν τον μέσο τουρίστα, εκείνον που είναι συνηθισμένος από τα τις κραυγαλέες διαφημίσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης να βλέπει παντού εξαιρετικά ευειδείς ιθαγενείς, έτοιμες να του προσφέρουν στεφάνι από λουλούδια, μόλις κάνει να πλησιάσει εκεί όπου χορευτική εκδήλωση σημαίνει πρωτίστως εμποροπανήγυρις. Παραστάσεις, όπως αυτή του Ολέγκ Ταμουλιλίνγκαν, μαρτυρούν την αναλλοίωτη διάθεση των κατοίκων του Μπάλι να εκφράζονται σύμφωνα πάντα με τους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των θεολογικών – θρησκευτικών, τους οποίους έχει θεσπίσει ένα απώτατο πολιτισμικό παρελθόν. Αποδίδοντας σχολαστικά ό,τι ακριβώς εκείνοι θεωρούν αυθεντικό, συντηρούν με τον πλέον δημιουργικό τρόπο μια σχολή ευγλωττίας.

Το παλλόμενο σώμα είναι εν προκειμένω η αεικίνητη νοηματική ροή. Η αδιαφιλονίκητη εκστατική ρήση. Η χορευτική παιδεία έχει καταστήσει κι εδώ το καλογυμνασμένο κορμί ασφαλώς ισάξιο (ή μήπως ανώτερο;) της άρθρωσης, του φωνήματος. Η εντατική μαθητεία σε ιδιωματικές, εξωπραγματικές για μας ασκήσεις αποδίδει αναβαθμισμένες κατηγορίες εκφάνσεων, διαφορετικές ποιότητες μηνυμάτων. Ο βραχίονας – τελετάρχης διαμοιράζει συνεχώς τα κεφάλαια, τις παραγράφους και τις προτάσεις μιας ιστορίας επιβράβευσης, ματαίωσης, ή διάψευσης βασιλικών ερώτων. Η εξέλιξη της αφήγησης, όπου αυλικοί και παλλακίδες εκμυστηρεύονται πάθη, προδοσίες, εκπονώντας τα απαραίτητα σχέδια εκδίκησης, είναι υπόθεση υπεργλωσσικών αναβαθμών.
Τα γόνατα – μοχλοί συγκρατούν τους περισπασμούς της κάθε αιφνίδιας μετατόπισης, υποστηρίζουν αποτελεσματικά τις ανατροπές της ύστατης στιγμής, υπομένοντας τα βάρη του ελεγειακού. Τα δάχτυλα σε κάθετη, ή πλάγια, ως επί το πλείστον, κλίση προς το έδαφος συνομολογούν χωροταξική καλλιγραφία. Οι μικροσκοπικές, αλλά άτεγκτες παλάμες, σπρώχνοντας αποφασιστικά τον ζεστό αέρα, είναι σα να απωθούν διαρκώς το έρεβος, που μας παραμονεύει, ως γνωστόν, σε κάθε γωνιά του ολοκληρωτικά ανιμιστικού Μπάλι. Ταυτόχρονα με τις αέναες περιελίξεις κι επαναστροφές τους, οι ίδιες πολύπειρες παλάμες, φαίνεται να επικαλούνται, να τιμούν το θεϊκό, καλόγνωμο στοιχείο, που ενυπάρχει στον χορό, εκλιπαρώντας το να μη μας ξεγράψει. Ξανοίγεται πάλι μπροστά μας, το υπερβατικό, το ανώτατο πρασαγορευτικό επίπεδο: το υπερπέραν. Θα ανταποκριθεί, άραγε αυτή τη φορά; σαγήνη.

Αργότερα την πλησιάζω. Δείχνει σ’ ένα βαθμό καταδεκτική, σε λίγο κάπως πιο συγκρατημένη, μετά ελαφρώς αμήχανη. Ίσως λόγω των σπασμένων αγγλικών της, να διατηρεί τη στερεότυπη επιφύλαξη της γηγενούς προς τον απόγονο των αποικιοκρατών. Όπως δηλαδή την περίμενα. Εσωτερικά ασφαλώς υπερήφανη, επιτήδεια της σιωπής, αρμόδια του υπέρ – λόγου, αφήνεται να την μάθω διαισθητικά, να την μυθοποιήσω όσο θέλω. Η αφασία βέβαια δεν διαρκεί πολύ, επιστρατεύεται η ρητορεία του βλέμματος – κι είναι όλα εκεί, όπως τα πρωτογνώρισα στην Άπω Ανατολή: μάτια που περιέχουν πλήρη νοήματα, αμετάφραστα αλλά ευάγωγα, αλφάβητα χωρίς ήχο, ή εμφανή συνοχή, αλλά με τοπία ζωντανά μιας ενθουσιώδους φύσης.
Η μεταμόρφωση όμως έχει αρχίσει. Βγάζοντας το χρυσοποίκιλτο στέμμα της, αφήνει να φανούν τα μαλλιά της, το υπόλοιπο μέτωπό, ενώ σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό και μαζί μ’ αυτόν ένα μέρος από το πυκνό μακιγιάζ της, αποκαλύπτει την άλλη όψη, τη φυσιογνωμία μιας κανονικότητας, την προσγειωμένη, την απόλυτα προσιτή στο ταπεινό τώρα γυναίκα – μη σύμβολο: νιώθω περισσότερο ασφαλής τώρα. Αρχίζω να την ταξινομώ στην οικογένεια των προσωπικοτήτων.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: