Αποτροπαϊκή δοσολογία της αρκούδας

Όταν η κόρη μου η Εύα ήταν μικρή, τη ρωτούσα κάθε πρωί, «Τι όνειρο είδες;» Κάθε πρωί εκείνη κάπως ντροπιασμένα (μια λέξη που εμπεριέχει και μια έννοια αντοχής) μου απαντούσε, «Αρκούδες». Όταν το ανέφερα σε μια φίλη, εκείνη είπε, απλά, «Α, κουβαλάει το φάρμακο της αρκούδας».
Μερικά φθινόπωρα πριν, στον δρόμο μου για τη Λευκάδα, πέρασα ως επιβάτης σε ταξί τον αρχαίο τόπο της Ελευσίνας. Η Ελευσίνα, όπως ξέρετε καλά, ήταν ο χώρος των ακατανόητων μυστηρίων τα οποία περιέβαλαν την Περσεφόνη και τη Δήμητρα. Η κλασική ιστορία μητέρας-κόρης, και όμως, όπως τόσο πολλές παλιές ιστορίες, ακόμη επίκαιρη. Ξέρετε πώς πάει η ιστορία. Η Περσεφόνη βρίσκεται έξω ζωγραφίζοντας όλα τα λουλούδια του κόσμου όταν την απαγάγει ο Άνδρας από την Κόλαση. Είναι πλέον ευθύνη της μητέρας της να τη βρει. Ως κόρη μιας μητέρας που ήταν κόρη μιας μητέρας, και ως μητέρα μια κόρης στην εφηβεία, έχω αναρωτηθεί στο παρελθόν: πώς βρίσκουμε ξανά η μια την άλλη και πώς φέρνουμε πίσω η μια την άλλη από τα σκοτεινά ταξίδια; Η Δήμητρα (της οποίας η ρίζα «μήτηρ» τη συνδέει όχι μόνο με την μητέρα αλλά και με το μέτρο και τον νόμο) ξεκινά μια μακριά, μανιασμένη περιπλάνηση, πολύ πριν o Κέρουακ και οι πρόγονοί του κάνουν κάτι παρόμοιο, τραβώντας την κόρη της στο φως της ημέρας για ένα ικανό μέρος του χρόνου, χρόνο αρκετό για να είναι μάρτυρας μπροστά «στο σιωπηλό θερισμό ενός σταχυού», σύμφωνα με τα μυστήρια.

Η Εύα Πάλμερ σε νεανική ηλικία (ψηφιακά επιχρωματισμένη φωτογραφία)


Όταν ήμουν είκοσι χρονών, άφησα πίσω μου τις Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά, εξοπλισμένη με ένα σακίδιο και με μια διεύθυνση που μου είχε δώσει ο παππούς μου, ο Γλαύκος Σικελιανός. Αφού διέσχισα με ωτοστόπ την Αγγλία, έφτασα στην Αθήνα πριν την ανατολή του ηλίου, αποβιβάστηκα από το αεροπλάνο στο σκοτάδι, βγαίνοντας στον ξηρό αέρα ο οποίος ήταν αρωματισμένος με μυρωδιά καμένου μέταλλου, βρωμιάς και ξερών κλωναριών, έδωσα το διαβατήριο στον μυστακοφόρο υπάλληλο στην υπηρεσία μετανάστευσης, ο οποίος, βλέποντας το όνομά μου, μου μίλησε ελληνικά. Εμ, Αμερικάνα, είπα, ντροπιασμένη. Πήρα ένα λεωφορείο και βρέθηκα με το σακίδιο μου σε ένα χόστελ στην Πλάκα. Κοιμόμουν στην ταράτσα για ένα δολάριο τη βραδιά. Ξύπνησα με ένα αιμάσσοντα ήλιο να στάζει πάνω από τις μπερδεμένες κεραίες της τηλεόρασης, τις μπουγάδες που ανέμιζαν, το τσιμέντο και τις ράβδους οπλισμού σκυροδέματος, ένα περίεργο πράσινο τούλι να καλύπτει τα κτίρια, και, αν στεκόμουν σε μια πλευρά της ταράτσας, ναι, την Ακρόπολη. Σε ποιανού το όνειρο είχα εισέλθει;
Πήρα ένα χάρτη από την τράπεζα κοντά στο Σύνταγμα και ανέβηκα τα μαρμάρινα πεζοδρόμια προκειμένου να φτάσω στη διεύθυνση που μου είχε δώσει ο Γλαύκος, Φωκυλίδου 6.
Εκεί έμενε η Άννα Σικελιανού, μια γυναίκα που με συνέδεε με το ελληνικό παρελθόν μου, και με τους μυστήριους προγόνους μου. Δεν είχαμε κάποια εξ αίματος συγγένεια, αλλά είχε υπάρξει παντρεμένη με τον προπάππου μου! Γεια σου, είμαι η θετή δισέγγονή σου.

Ο Γλαύκος Σικελιανός (αρχείο ΕΛΙΑ)


Ένας αργαλειός καταλάμβανε μεγάλο μέρος του καθιστικού, σαν ένας αρχαίος ξύλινος βωμός, που είχε λειανθεί από τα χέρια που περνούσαν πάνω από τις δοκούς για να τυλίξουν τα νήματα. Άραγε μου είπε ότι αυτός ανήκε κάποτε στην Εύα; Αποξηραμένα ρόδια σε ένα πιάτο μπροστά από ένα καθρέφτη. Στέφανοι, στον τοίχο πάνω από τον καθρέφτη. Φωτογραφίες του Άγγελου παντού, στην πιο όμορφη μορφή του και στη μεσήλικη μελαγχολία του. Τα άσπρα του γάντια σε ένα πιάτο. Καραμελωμένα αμύγδαλα, λουκούμια σε άλλα πιάτα. Τα βιβλία του, σε διάφορες γλώσσες, στα ράφια.

Καθώς οι ιστορίες της οικογένειάς μου είχαν διακοπεί από την τρέλα και τον εθισμό στα ναρκωτικά, αυτή η ιστορία δεν πέρασε σε μένα. Αυτή είναι μια ιστορία που έπρεπε να συναρμολογήσω μόνη μου.

Έπρεπε να πάω κι εγώ σε ένα ταξίδι αναζήτησης για να βρω τους παίκτες.

Να παραστώ μάρτυρας στον σιωπηλό θερισμό ενός σταχυού.

Αυτή είναι μια σιωπή με κίνηση: τα χέρια της γυναίκας με μαεστρία διεκπεραιώνουν μια αναγκαία δουλειά. Αυτή είναι μια σιωπή με χρώμα: το αχνό κίτρινο του καλαμποκιού, το πλυμένο, στεγνό πράσινο του κελύφους, το υδαρές μπλε του φθινοπωρινού ουρανού. Και πρόκειται για μια σιωπή στην οποία συνεχίζεις να ακούς. Ο άνυδρος ήχος ενός κελύφους που σχίζεται, ο βουβός χώρος μετά το τραύμα. Σε αυτό τον βουβό χώρο βλέπω τα χέρια της προγιαγιάς μου, της Εύας, να υφαίνουν. Ακούω το γρατζούνισμα της πένας του προπάππου μου στη σελίδα. Αλλά ποιο ήταν το τραύμα;

Γράφουμε και γράφουμε στην άμμο, προσπαθώντας να φτάσουμε στο κουτί, το μέρος όπου φυλάσσονται όλα τα χαρτιά, οι χάρτες, τα κλειδιά, το μονοπάτι. Ο εαυτός, η σκέψη, η λέξη, ο νόμος ή η πράξη που θα ξεκαθαρίσει τα πάντα. Πάρα πολλά είναι κατεστραμμένα, πάρα πολλά αγνοούνται. Το αρχείο είναι η καρδιά ή το μυαλό; Είναι ο εχθρός; Το Κράτος;

Κομμάτια από την ιστορία κρατιούνται κλειδωμένα σε απαγορευμένα, σκονισμένα αρχεία.

Κομμάτια από την ιστορία παραμορφώνονται, διαστρεβλώνονται, μεταλλάσσονται. Στις οικογένειες, στα κράτη.

Υπάρχει ένας άνεμος ή το φάντασμα ενός ανέμου…που οδηγεί το μυαλό προς ή μακριά από το γεγονός. Το γεγονός δεν είναι ταυτόσημο με την αλήθεια.

Γιατί το γεγονός κείτεται σαν ένα μοναχικό παιδί στο σκοτεινό κρεβάτι του μέχρις ότου να το ξυπνήσουν μέσα σε μια ροή ιστορίας η οποία το συγχρονίζει μαζί με τα άλλα γεγονότα που είχαν αποκοιμηθεί γύρω από αυτό.

Μολονότι μπορεί να βρούμε ένα φιλί σε ένα αρχαίο γράμμα, δεν μπορούμε να βρούμε ένα καταγεγραμμένο γεγονός για την αίσθηση του φιλιού.

Γεγονός: Η Άννα ήταν το πρώτο άτομο που μου έμαθε το ελληνικό αλφάβητο.

Γεγονός: Εκείνη μου έμαθε τη φράση, Στην Αμερική σέβονται τις γυναίκες, την οποία ήθελε να επαναλαμβάνω σαν φυλαχτό και προστασία στα ταξίδια μου.

Γεγονός: Οι προπαππούδες μου πέρασαν ένα ικανό μέρος της ζωής τους αφιερωμένοι στην ιδέα να φέρουν μαζί τούς ανθρώπους μέσα από τις τέχνες, παντρεύοντας το παρελθόν με το παρόν με σκοπό μια καλύτερη ζωή στο παρόν.

Γεγονός: Η προγιαγιά μου, Εύα Πάλμερ, προετοιμαζόταν για την ζωντανή επιτέλεση του αρχαίου σχεδόν για όλη της τη ζωή.

Γεγονός: όταν πλέον γνώρισε τον Άγγελο, εκείνη φορούσε ήδη το αρχαίο στη σύγχρονη εποχή.

Γεγονός: Η προγιαγιά μου ήταν λεσβία.

Γεγονός: αυτό ήταν γνωστό στον Άγγελο, ο οποίος πήγε στο Παρίσι για να γνωρίσει την ερωμένη της Εύας.

Γεγονός: Η Άννα και ο Άγγελος παντρεύτηκαν στην Ελευσίνα.

Γεγονός: Η Άννα Σικελιανού απέκρυψε την ερωτική προϊστορία της Εύας, φοβούμενη, εικάζω, ότι θα σπίλωνε την υστεροφημία του Άγγελου.

Έχουν σημασία αυτά τα γεγονότα; Έχουν, επειδή αλλάζουν τις αφηγήσεις που ενδύουν αυτές τις φιγούρες. Δεν αποκαλύπτουν τα μυστήρια αλλά μας δείχνουν ότι υπάρχουν πολλές πτυχές στο ύφασμα.

Γεγονός: την πρώτη φορά που η προγιαγιά μου συνάντησε τον Άγγελο, εκείνος είχε περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα τρώγοντας μόνο μέλι. Η Εύα γράφει:

Τον είδα για πρώτη φορά να στέκεται στον καυτό ήλιο έξω από την πόρτα μου. Αλλά οι ακτινωτές αντανακλάσεις από τη διψασμένη γη και τους πέτρινους τοίχους, συνήθως σκληρούς και αστραφτερούς, είχαν ξαφνικά απορροφήσει ένα φως που δεν ήταν καθόλου ακτινοβόλο. Ο Άγγελος φαινόταν να αισθάνεται άνετα σαν να του ήταν οικεία η έντονη φωτεινότητα. Ακόμα κι όταν πέρασε μέσα από τη ζώνη του φωτός στο κέντρο του δωματίου προς την σκιά της άκρης, διατηρούσε τη λάμψη που στην αρχή φαινόταν μονάχα σαν αντανάκλαση του ήλιου στα μαλλιά του. [...]
Αναρωτήθηκα αν το σπάνιο χρώμα του δέρματός του οφειλόταν στο ότι έτρωγε μέλι. Έμοιαζε με ζεσταμένο μάρμαρο που δεν το ενοχλεί ποτέ ούτε η ζέστη ούτε το κρύο ούτε ο αέρας.*


Τι είδους άνθρωπος τρώει μόνο μέλι για μια εβδομάδα;

Ως νέος, ο Άγγελος πίστευε ότι τα θέματα πολιτικής ήταν υποδεέστερά του, οι υποθέσεις του κόσμου πολύ βαρετές για την ποίηση. Επιδίωξε να συνδέσει το ίδιο του το σώμα, δεμένο καθώς ήταν στη δική του χρονική στιγμή, με έναν ευρύτερο Χρόνο, με Χ κεφαλαίο, μια πράξη που μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη βολή προς την ελευθερία. «Όλοι οι χρόνοι υφίστανται την ίδια στιγμή στο μυαλό», λένε οι ποιητές, αλλά ο κόσμος και τα γεγονότα του τύλιγαν τους εαυτούς τους γύρω από αυτόν. Ο Άγγελος συνέχισε να εμπλέκεται στον ανθρώπινο χρόνο. Αυτό είναι που αποκαλούμε τραγωδία.

«Μόλις ο χρόνος άρχισε να υπάρχει, ήταν αδύνατο για τον ίδιο να σταματήσει να υπάρχει από μόνος του», γράφει η πεζογράφος Yoko Tawada.

«To παρελθόν είναι άπειρο καθώς συμπεριλαμβάνει το μέλλον», έγραψε η ερωμένη της στην Εύα, προσδοκώντας στο εγχείρημα της Εύας και του Άγγελου. Για την Εύα, το παρελθόν ήταν ένας τόπος ο οποίος περιείχε τη Σαπφώ, μια φιγούρα-κλειδί για τη δημιουργία ενός μέλλοντος το οποίο θα τη χωρούσε με αυθεντικό τρόπο.

Πώς κάνεις τα άκρα να σηκώνονται εκεί όπου κείτονται ανάμεσα στις παλιές πέτρες σαν φαντάσματα;

Ενώ μερικά φυτά μπορούν να αναδυθούν από το φαινομενικά νεκρό χώμα και να δώσουν καρπούς, οι άνθρωποι δεν ανασταίνονται μόνοι τους. Αυτό, ο προπάππους μου το έμαθε όταν προσπάθησε να αναστήσει ένα νεκρό ταχυδρόμο στον δρόμο για το Άγιο Όρος.

Κι όμως, ένα μέρος του ανθρώπινου χρόνου είναι εκτός της ροής του ιστορικού χρόνου.

Κουβαλάμε το παρελθόν μαζί μας, στα συναισθήματά μας, στους εγκεφάλους μας. Τα κύτταρά μας κουβαλάνε ίχνη των πρώτων χημικών φιλιών, όταν νέφη από άτομα άρχισαν να μαζεύονται, πριν από την ύπαρξη του πλανήτη γη. Ακόμη στηριζόμαστε σε αυτές τις αντιδράσεις για να μεταφέρουν οξυγόνο στο αίμα, για να χωνέψουμε το φαγητό μας, και με αυτόν τον απλό τρόπο κουβαλάμε πάντοτε αρχαίο χρόνο στα σώματά μας.

Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να σταματήσουν να ανησυχούν για το παρελθόν ή το μέλλον και πανικοβάλλονται.

Μερικοί παγιδεύονται στον χρόνο.

Είμαστε σώματα που φτιάχνονται στον χρόνο.

Διαλυόμενα από αυτόν επίσης.

Σε μια ημέρα, μια εβδομάδα, έναν αιώνα.

Και αυτό είναι μέρος της ιστορίας της Περσεφόνης.

Κάθε φθινόπωρο οπαδοί της λατρείας της Δήμητρας διένυαν την απόκρυφη διαδρομή, περιχαρακωμένη με πέτρες, από τον Κεραμεικό προς την Ελευσίνα, για να σημαδέψουν την απώλεια, την αναζήτηση, την εύρεση και το ταξίδι της επιστροφής από την κόλαση. Η απόσταση από τη μια άκρη ως την άλλη είναι περίπου είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα. Ο προπάππους μου κάποτε διένυσε τη διαδρομή και έγραψε ένα ποίημα γι' αυτήν. Η «Ιερά οδός» (1935) ξεκινά με τους στίχους:

Από τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π' ολοένα
βουλιάζει.
            
Γιατί εκείνο πια το δείλι,
σαν άρρωστος καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής.


Οι άνθρωποι στον δρόμο ήταν σαν σκιές, λέει. Και βέβαια ήταν: είναι ένας δρόμος που ξεκινά από ένα νεκροταφείο και καταλήγει στον κάτω κόσμο. Δεν ήταν περίοδος πολέμου τότε, ήταν όμως ο μετεωρισμός ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Η Ελλάδα ήταν, όπως θα ήταν και στο μέλλον, στα πρόθυρα μιας οικονομικής κρίσης. Η μοναρχία είχε παλινορθωθεί. Το όνειρο του προπάππου μου να ξαναφέρει το αρχαιοελληνικό παρελθόν στο παρόν, να εκφράσει μια συνέχεια στον χρόνο, διαμορφωμένη, εκτελεσμένη και χρηματοδοτημένη από την Εύα, δεν είχε πραγματοποιηθεί. Όσο η Εύα εργαζόταν ακούραστα προκειμένου να βρει χορηγείες για τις τρίτες Δελφικές Εορτές, εκείνος θα πρέπει να αισθανόταν το τσουχτερό τσίπιμα της ήττας τους.

Ύστερα τρεις πυκνές σκιές διέσχισαν τον δρόμο. Δυο αρκούδες και ο γύφτος τους.

Ο προπάππους μου αποκαλούσε τον εαυτό του αλαφροΐσκιωτο. Όμως τρεις σκιές διαπέρασαν τη σκιά του, εκεί που ένιωθε στην καρδιά του αυτό που μεταφορικά αποκαλεί στο ποίημα «ραγισματιά». Μια μάνα αρκούδα κι ένα αρκουδάκι με κρίκους και αλυσίδες περασμένα στις μύτες τους, που αναγκάζονταν να χορέψουν με ένα τράβηγμα της αλυσίδας. Η ραγισματιά στην καρδιά του μεγάλωσε. Ο αρκουδιάρης τράβηξε απότομα την αλυσίδα. Η μύτη της μικρής αρκούδας μάτωσε, ενώ η μάνα αρκούδα ορθώθηκε στα πίσω πόδια της. Σκοτεινιά ξεχύθηκε παντού. Ο προπάππους μου λέει ότι ήταν «σκλάβος του κόσμου», όπως όλοι μας, κι έριξε μέσα στο ντέφι του αρκουδιάρη μια δραχμή. Οι γύφτοι αρκουδιάρηδες, ή αλλιώς Ουρσάροι, είναι Ρομά, όμως στις μέρες μας ο χορός της αρκούδας έχει απαγορευτεί. Στο ποίημα η μάνα αρκούδα γίνεται ένα είδος Δήμητρας, μια Μεγάλη Μάνα που ορθώνεται για να προστατέψει το παιδί της.

Ο παππούς μου, ο Γλαύκος, αγαπούσε αυτό το ποίημα. Κι αυτός ήταν ένας από τους λίγους τρόπους με τους οποίους μιλούσε για τον πατέρα του, και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μιλούσε γι' αυτόν με αγάπη: μέσα από την αγάπη του για αυτό το ποίημα. Ο ίδιος δεν ήταν προστατευμένος από τον πατέρα του, ούτε όταν ήταν παιδί, ούτε όταν η Άννα προσπάθησε να τον δηλώσει ως νόθο, χωρίς δικαιώματα στην οικογενειακή περιουσία ή στην κληρονομιά των γονιών του. Ο Γλαύκος μπορεί να είχε αγαπήσει τον πατέρα του, όμως δεν τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Έλεγε γι' αυτόν: «Ήταν ένα παγόνι». Και δεν έλεγε και πολλά άλλα. Αν διατρέξουμε τις χιλιάδες σελίδες που έγραψε ο Άγγελος, θα συμπεράνουμε ότι ο Γλαύκος τού επέστρεφε τη χάρη της παραμέλησης. Στα γράμματα και στα ποιήματά του, ο Σικελιανός σχεδόν ποτέ δεν αναφέρει ότι έχει παιδί.

Υπάρχουν μερικά εμπόδια ανάμεσα σε μένα και τον προπάππου μου. Το πρώτο, βέβαια, είναι ο χρόνος· γεννήθηκα δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ένα άλλο εμπόδιο είναι η γλώσσα· μπορώ να συναντηθώ με τη δουλειά του μόνο μέσα από τις ισχνές αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις που υπάρχουν. Κι επειδή πρωτοάκουσα για τον Άγγελο από τον Γλαύκο, με τον οποίο έζησα ως παιδί, αυτός ήταν ο πρώτος φακός μέσα από τον οποίο θα τον έβλεπα: ως έναν ματαιόδοξο άνθρωπο, που πίστευε πολύ στον εαυτό του και λίγο στους άλλους. Ωστόσο, δεν με ενδιαφέρει να καταδικάσω τον προπάππου μου επειδή υπήρξε ένα απών πατέρας. Με ενδιαφέρει, με έναν πολύ προσωπικό τρόπο, ο αντίκτυπος που το γεγονός αυτό είχε για την οικογένειά μου, καθώς αυτός ήταν ο πρώτος τρόπος με τον οποίο τον γνώρισα. Ήταν κάποιος για τον οποίο δεν ήταν εύκολο να είναι παρών για τους άλλους, και μετέδωσε αυτή τη ρήξη της της επικοινωνίας στους απογόνους του. Αυτό είναι ένα μέρος της σιωπής μετά το τραύμα.

Ο πατέρας μου ο Τζον, γιος του Γλαύκου, εγγονός του ποιητή, αγαπούσε τις αρκούδες. Ήταν πολύ καλός φίλος με μία από αυτές στο ζωολογικό κήπο του New Hamshire, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα· με μια ρώσικη αρκούδα που αποκαλούσε Μπούφα, τρόπος με τον οποίο, μεταξύ άλλων, ο Γλαύκος αποκαλούσε τα παιδιά του. Ο πατέρας μου οδηγούσε γύρω από τον ζωολογικό κήπο με την Μπούφα μέσα στο καρότσι του κήπου. Ήταν μια αρκούδα της Σιβηρίας, μια από τις μεγαλύτερες ευρασιατικές αρκούδες; Ο πατέρας μου περιέγραφε με τα χέρια του τις τούφες της Μπούφα από τις γιγάντιες δασώδεις φαβορίτες της.

Είτε έχει είτε δεν έχει η κόρη μου η Εύα το φάρμακο της αρκούδας, θα ευχόμουν να έχει μια μικρή δoσολογία από αρκούδα πάντα, ένα δώρο του παππού και του προπάππου της για να τα βγάλει πέρα σ' αυτόν τον αλλόκοτο κόσμο, γρυλίζοντας και αναζητώντας τη λεία της όταν χρειαστεί. Κάθε βδομάδα ανοίγει μια νέα ραγισματιά στην καρδιά μου, όπου μπαίνει ορμητικά το νερό, ή μια παλιά ραγισματιά, όπου το νερό διεισδύει επίσης, και συνήθως η ραγισματιά σχετίζεται με τις κυβερνήσεις, τις βιομηχανίες που καταστρέφουν το περιβάλλον ή δημιουργούν παρασιτοκτόνα που σκοτώνουν τις μέλισσες, με τους αστυνομικούς που σκοτώνουν αθώους ανθρώπους, με τις χώρες που κατασκευάζουν και πουλούν όπλα, με τα παιδιά, την πείνα, τους πρόσφυγες που αντιμετωπίζονται σαν ζώα, ή τα πιο ανθρώπινα από τους ανθρώπους ζώα που εξαλείφονται από το πρόσωπο της γης, τα κύματα του καύσωνα, τις πυρκαγιές που προκαλούνται από την κλιματική διαταραχή, την ανθρώπινη απληστία και αδικοπραγία, όλα όσα υπερθερμαίνονται ή απογυμνώνονται ή κυριαρχούν ή πάνε γοργά με το ρεύμα.

Η οδήγηση από την Αθήνα προς την Ελευσίνα είναι μια πολύ διαφορετική κάθοδος στις μέρες μας. Ίσως η αρχαία ιστορία έδειχνε στο μέλλον, όταν η Κόλαση θα επιβαλλόταν στη γη και θα εμπορευόταν τους τόπους με τα λουλούδια. Πώς ανακαλύπτουμε την Ελευσίνα στην Ελευσίνα, την πετροχημική πόλη, σίγουρα διοικούμενη από ένα διαφορετικό είδος Ανθρώπου από την Κόλαση; Από το ταξί εκείνη την ημέρα, στον δρόμο μου για τη Λευκάδα, προσπάθησα να συλλάβω τις πλατφόρμες εξόρυξης έξω στον κόλπο με το κινητό μου τηλέφωνο. Για να σημειώσω τη διαδρομή τα μάτια μου κάηκαν.

Υπάρχουν αναβαθμισμένα διυλιστήρια μέσα στον κόλπο, σαν νέα φυλάκια που κρύβουν άλλα, αγνώριστα μυστήρια. Αυτό είναι το υφάδι του μύθου στη σύγχρονη ζωή. Είμαι μια σκλάβα αυτού του κόσμου, με τον ίδιο τρόπο που ήταν σκλάβος και ο προπάππους μου ογδόντα επτά χρόνια πριν, αλλά και με διαφορετικούς τρόπους. Οδηγούμουν σε έναν τόπο που αγαπώ, με ένα ταξί που έκαιγε καύσιμο βγαλμένο από τον κόλπο που αρρωσταίνει εμένα και τον κόσμο μου. Το ποίημα του Άγγελου, τώρα το καταλαβαίνω, είναι ένας πρόδρομος αυτού που αποκαλούμε οικο-ποιητική, μια πρακτική που ενδιαφέρεται για όλες τις μορφές της ζωής και παίρνει στα σοβαρά τη φροντίδα της για τη γη και για όλες τις ανθρώπινες και τις περισσότερο-από-ανθρώπινες μορφές που ζουν σε αυτήν, κάτι που θέτει υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα στη γη και στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.

Αν ο Σικελιανός ήταν ακόμη παγιδευμένος στον ανθρώπινο χρόνο, και όχι βυθισμένος στα μυστήρια των νεκρών, θα τον αναγνωρίζαμε ως έναν οικο-ποιητή. Θα ήταν όπως εγώ, υπέρμαχος των περισσότερο-από-ανθρώπινων, που περιλαμβάνουν όλα τα ζωντανά πλάσματα, και τη γη και τη θάλασσα. Υπέρμαχος της ιθαγένειας των μελισσών, που διατρέχουν τεράστιο κίνδυνο, πράγμα που σημαίνει ότι το ίδιο ισχύει και για μας. (Την επόμενη φορά που θα φάτε ένα αμύγδαλο, θυμηθείτε ότι κάθε αμύγδαλο που μπαίνει στο στόμα σας πρέπει να έχει προηγουμένως αγγιχτεί από μια μέλισσα).

Θέλαμε κάποτε να εντοπίσουμε στο ράφι του πολιτισμού που μας έκανε ανθρώπους και όχι ζώα κάποια απροσδιόριστη, σιωπηλή νησίδα, θαμμένη στο σώμα ή στο μυαλό ή στα χρονικά της εξέλιξης, που μας έχρισε ξεχωριστούς. Αυτό ήταν ένας τρόπος να ταξινομούμε κάποιους ανθρώπους πιο κοντά στα ζώα, επιτρέποντάς μας να τους κάνουμε σκλάβους, και να ταξινομούμε όλα τα άλλα ζώα πιο κοντά στα αντικείμενα, έτσι ώστε να μπορούμε να τα σκοτώνουμε και να τα εμεταλλευόμαστε χωρίς τύψεις. Αυτό είναι μια ύβρις ανάμεσα στις πολλές ανθρώπινες ύβρεις. Στην «Ιερά οδό» ο ποιητής κάνει ένα άλμα, μια χειρονομία από τον άνθρωπο προς την αρκούδα, που αγγίζει αυτό το σημείο ένωσης ανάμεσα στο ανθρώπινο ζώο και στο περισσότερο-από-ανθρώπινο ζώο· μια χειρονομία, ας πούμε, αντιαπολυταρχισμού, αποαποικειοποίησης, αποκατάστασης των δομών της εξουσίας, αγάπης. Μια χειρονομία που θερίζει στη σιωπή.

Όπως θα ξέρετε καλά, ο προπάππους μου και η προγιαγιά μου οραματίζονταν να αλλάξουν τον κόσμο, να προωθήσουν την αλληλοκατανόηση μέσα από την ποίηση, τη χειροτεχνία και το θέατρο. Μοιάζει αστείο από το σημείο στο οποίο τώρα βρισκόμαστε, αλλά αν δεν κάνουμε όνειρα τόσο εξωφρενικά όσο η παγκόσμια ειρήνη, πώς μπορούμε να ονειρευόμαστε για τις αρκούδες; Αυτό το όνειρο μας επιτρέπει να παραμείνουμε στο προ-ανθρώπινο, στην προ-ιστορία, να δούμε στον καθρέφτη πριν οι άνθρωποι αρχίσουν να ζωγραφίζουν τα πάντα με το ανεξίτηλο μελάνι τους, και κατά συνέπεια πριν ριχτούν προς ένα μέλλον στο οποίο τα πλαστικά μπουκάλια καταργούνται, οι μέλισσες όμως όχι.

Και τι όφελος έχει ο βρυχηθμός; θα ρωτήσετε. Ίσως κάπως σαν τη λειτουργία του γουργουρίσματος του αιλουροειδούς· μπορεί να δέσει τα κόκκαλα του βρυχώμενου.

Ο Άγγελος βρέθηκε σε μια σειρά από κρίσεις, που είναι οι κρίσεις τού να είναι κανείς άνθρωπος σε έναν κόσμο που ορίζεται από τους ανθρώπους. Είμαι κι εγώ, μαζί με τον κόσμο μέσα στον οποίο ζω, σε κρίση. Κρίσις, όπως θα ξέρετε, είναι μια λέξη που έχει τη ρίζα της στο «κρίνω». Η τέχνη είναι το ταξίδι, η κίνηση της αλλαγής ανάμεσα στην «κρίση» και την «απόφαση». Είναι το να πάρει κανείς τη ζωή του στα χέρια του. Πρόσφατα με ρώτησαν αν η ποίηση σχετίζεται ακόμη με την εποχή μας. Είναι προφανές ότι η ποίηση δεν σχετίζεται με τον καπιταλισμό, θα σχετίζεται όμως πάντοτε με την ανθρώπινη ψυχή. Όταν οι άνθρωποι γίνουν τέλειοι, δεν θα τη χρειαζόμαστε πια.



*Το απόσπασμα με τα πλάγια γράμματα αντλείται από την αυτοβιογραφία της Εύας Παλμερ Ιερός πανικός, μετάφραση John P. Anton, Εξάντας, 1992, σ. 77, 79-80. [Σημ. των μεταφραστών].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: