Σχόλια στην ποίηση και την ποιητική του Σικελιανού

Ο Άγγελος Σικελιανός με τον Νίκο Καζαντζάκη (άνοιξη 1915) )
Ο Άγγελος Σικελιανός με τον Νίκο Καζαντζάκη (άνοιξη 1915) )


για να μετράω τα σύμπαντα, ψηλάθε, σαν αετός[1]


Τα πτηνά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Σικελιανού. Περισσότερα από τριάντα είδη, από το σπουργίτι ως το κοράκι κι από το αηδόνι ως το γεράκι, αλλά και λιγότερο γνωστά όπως η στεφανούδα, η υφάντρα, ο ατσάραντος, η σταρήθρα, παρελαύνουν στους στίχους του· σε δεκάδες εικόνες περιγράφονται πτυχές του βίου τους: η γέννηση, το χτίσιμο της φωλιάς, το κλώσσιμο των αυγών και το μεγάλωμα των νεογνών, το κελάηδιμα, πάνω απ' όλα, όμως, το πέταγμα. Ο Σικελιανός ξεχωρίζει τα πουλιά ανάμεσα στα άλλα είδη της πανίδας και της χλωρίδας γιατί έχουν το ακαταμάχητο προνόμιο των φτερών, την ελευθερία της πτήσης, που τα κάνει να συγγενεύουν με τους αγγέλους, με τον Πήγασο της έμπνευσης, με την ψυχή όπως αυτή περιγράφεται τόσο στον Πλάτωνα όσο και στη χριστιανική γραμματεία. Όλη η ποίηση του Σικελιανού θα λέγαμε, μεταφορικά, ότι «φτερουγίζει», καθώς πυρηνική φιλοδοξία του ποιητή ήταν η υπέρβαση της ύλης, του χώρου και του χρόνου, των φυσικών νόμων· η επιστροφή σε μια κατάσταση εδεμική, προ της πτώσεως – δια της λυρικής πτήσεως. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ως ήρωας μεγάλου μέρους του έργου του εμφανίζεται να έχει φτερά. Και έχει τη σημασία του το γεγονός ότι διάλεξε τον Δαίδαλο, τον τεχνουργό των φτερών, ως πρότυπο δημιουργού.
Από όλα τα είδη των πουλιών, εκείνο που συχνότερα εμφανίζεται στον Λυρικό Βίο, και με τις ιδιότητες του οποίου επίμονα αυτοπροσδιορίζεται ο Σικελιανός μέσω μιας ευφάνταστης σειράς παρομοιώσεων και μεταφορών, είναι ο αετός. Συνδυάζει φυσικά, μυθικά, συμβολικά και ευρύτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που υπηρετούν τα υπεράνθρωπα μέτρα στα οποία ο ίδιος επιδίωξε να κινηθεί τόσο ως άνθρωπος όσο και ως ποιητής. Πολύ συνοπτικά, ας αναφερθεί εδώ η αρχαιοελληνική σημασία του αετού ως όρνεου του Δία, κυρίαρχου του αιθέρα, με την ικανότητα να αντικρίζει κατάματα τον ήλιο. Όταν ο Δίας θέλησε να βρει πού είναι το κέντρο του κόσμου έστειλε δυο αετούς στην ανατολή και τη δύση, οι οποίοι συναντήθηκαν στους Δελφούς, κάτι που ο Σικελιανός δεν παραλείπει να αφηγηθεί στους στίχους του (ΛΒ Β' 54). Επιπλέον, ο αετός είναι σύμβολο αναγέννησης, θέασης των ιδεών με την πλατωνική έννοια. Στις σαμανικές τελετές οδηγεί τον σαμάνο στην αναζήτηση της ψυχής του ανθρώπου που θέλει να θεραπεύσει. Στον Χριστιανισμό συμβολίζει την ανάσταση και είναι το έμβλημα του ευαγγελιστή Ιωάννη, του πλησιέστερου από τους αποστόλους στον πνευματικό κόσμο του λόγου και της εκστατικής αποκάλυψης. Ως δικέφαλος συμβολίζει τη σύζευξη ανατολής και δύσης και τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας και ως τέτοιος απαντά δυο φορές στην ποίηση του Σικελιανού: μία στην αριστοκρατική νιότη του, όταν υμνεί τον βασιλιά Κωνσταντίνο («Για το βασιλιά», ΛΒ ΣΤ´ 71), και μία όταν ευαγγελίζεται την παλινόρθωση του ελληνικού έθνους μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο («Πνευματικό εμβατήριο», ΛΒ Ε' 173-174). Ωστόσο, αυτό που θα με απασχολήσει σήμερα είναι ο αετός στο έργο του ως σύμβολο ποιητικής δύναμης, όπως δηλαδή τον βρίσκουμε πρωτίστως στις επινίκιες ωδές του ιδιαίτερα προσφιλούς του Πίνδαρου, αλλά και σε εκείνες του Βακχυλίδη, καθώς και στο Περί ύψους του Λογγίνου, και όπως περνάει αργότερα στην ποίηση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Δεν είναι δυνατόν στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης να επεκταθώ στο θέμα των χρήσεων του αετού στην αρχαιοελληνική ποίηση· ας σημειώσω μόνο ότι για τον Όμηρο ο αετός είναι το ισχυρότερο των πτηνών και συχνά παρομοιάζεται με τον Οδυσσέα και ότι στον Πίνδαρο συμβολίζει τόσο τη ρώμη του νικητή των αθλητικών αγώνων όσο και την υπεροχή του ποιητή – και οι δυο εμφανίζονται να βγάζουν φτερά, να πετούν σαν αετοί, και ο Σικελιανός, που φιλοτεχνεί συχνά για τον εαυτό του το πορτρέτο του ποιητή-ήρωα-αθλητή, καλύπτεται διπλά από την πινδαρική μεταφορικότητα.
Ας θυμηθούμε τα φυσικά γνωρίσματα του αετού: πέταγμα ψηλά, ψηλότερα από όλα τα πουλιά, ακόμη και πάνω από τα νέφη· νευρώδες και δυνατό κορμί, μεγάλες φτερούγες, πολύ μεγάλη (ανάλογα και με το είδος του αετού) ταχύτητα πτήσης· ικανότητα να διασχίζει πολύ μεγάλες αποστάσεις χωρίς κόπο· οξύτατη όραση· γαμψό ράμφος και γαμψά νύχια, αρπακτικότητα και ακαριαία έφοδο προς το θύμα του· δυνατή φωνή, τη λεγόμενη «κλαγγή»· κατοίκηση μακριά από τις πόλεις και γενικά τον άνθρωπο, σε απρόσιτα ύψη, και συνεπώς εκλεκτική μοναχικότητα· μακροζωία (οι αετοί ζουν περίπου έναν αιώνα)· τέλος, όταν γερνά και το ράμφος και τα φτερά του αδυνατίζουν, ο αετός έχει την ικανότητα να σπάει στα βράχια το ράμφος του και να μαδάει τα φτερά του ώστε να γίνονται σαν καινούργια· μοιράζεται, δηλαδη, κατά κάποιο τρόπο την ικανότητα του μυθικού φοίνικα να αναγεννιέται μέσα από τη φθορά (στην Παλαιά Διαθήκη, μάλιστα, έχουμε τη γνωστή φράση «ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου»).[2] Τα φυσικά αυτά γνωρίσματα, που έχουν χαρίσει στον αετό τον τίτλο του βασιλιά των πουλιών, και που έχουν τόσο συχνά υμνηθεί στα ιδιαίτερα προσφιλή στον Σικελιανό δημοτικά μας τραγούδια, ο ποιητής τα οικειοποιείται για να εκφράσει τη δημιουργική του αυτοπεποίθηση, την αίσθηση μεγαλείου και τη λυρική ισχύ του, κυρίως ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920, πριν το έργο του αποκτήσει έναν πιο προσγειωμένο τόνο.
Από τις δεκάδες εμφανίσεις του αετού στον εξάτομο Λυρικό Βίο (στις σελίδες του οποίου βρίσκουμε θαλασσαετούς, σταυραετούς, χρυσαετούς, γυπαετούς, αλλά και λεξιπλασίες όπως «αγερομάχομαι», «φτεροκλαγγάζω», «φτεροδέρνω») θα εξετάσω ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές, οι οποίες πέρα από τη σημασία τους για τον τρόπο με τον οποίο ο Σικελιανός αντιλαμβάνεται τον ρόλο και τις ιδιότητές του ως ποιητή, παλμογραφούν και την εξέλιξη της ποίησής του. Είναι εντυπωσιακή η διαφορά, όσον αφορά την παρουσίαση του αετού, ανάμεσα στα πρώιμα, αποκηρυγμένα ποιήματά του και τον Αλαφροΐσκιωτο. Στο ποίημα «Έρωτες», δημοσιευμένο το 1905, όταν ο Σικελιανός ήταν εικοσιενός ετών, ένας αετός έχει θανάσιμα λαβωθεί πετώντας στα νέφη, και στη συνέχεια ο ίδιος ο αφηγητής-ποιητής πέφτει στη γη σαν πληγωμένο από τον έρωτα πουλί. Η μελοδραματική ατμόσφαιρα, η διπλή χρήση της λέξης «φρίκη» και το όλο σκηνικό μαρτυρούν επιδράσεις από ξένα διαβάσματα, κυρίως, όπως επισημαίνει ο Γ.Π. Σαββίδης, από τον συμβολισμό και τον αισθητισμό:[3]

            [...]
                Κράταε στο χέρι, [η ξανθόμαλλη ηρωίδα], ενός αϊτού φτερόν, οπού 'χε αφήκει,
                τη σάρκα του ξεσκίζοντας, στα νέφια τα θολά,
                κι όπως το χέρι ανάδεψε στο αγέρι, η φρίκη, η φρίκη
                των κορυφών εδιάβηκε και ανέβηκε ψηλά.

                Και είδα: το μούχρωμα έφτανε· το δείλι ενός χειμώνα·
                το χέρι της εσάλεψε, και μέσα στη σιγή
                του αιθέρα, βούιξε κι άστραψε, χτυπώντας, μια σφεντόνα.
                Στα στήθη έν' άστρο μ' ήβρηκε κι έπεσα εγώ στη γη.

                          (
ΛΒ ΣΤ´ 47)

Χειμώνες, θολά νέφη, ξεσκισμένες σάρκες αετών, πτώσεις στη γη δεν υπάρχουν στο αναγνωρισμένο έργο του Σικελιανού, πόσο μάλλον στον Αλαφροΐσκιωτο, όπου κυριαρχούν η άνοδος στα βουνά, το λευκαδίτικο θέρος, η απόλυτη διαύγεια και η ακαταμάχητη ισχύς του πρωτοπρόσωπου αφηγητή-ποιητή. Διαβάζουμε εκεί:

                ...και μέσα μου έκραζε η καρδιά
                ωσάν αϊτού βοερή κλαγγή:
                «ανέβα, ανέβα, ανέβα!»
                          (ΛΒ Α´ 113)

Σε άλλο σημείο του έργου, πριν η φωνή της πλάσης αναθέσει στον αλαφροΐσκιωτο την αποστολή του, πέντε αετοί, εν είδει οιωνού, πετάνε και χάνονται στα αιθέρια (ΛΒ Α´ 97), ενώ στους «Χιτώνες» η αδερφή του ποιητή τού υφαίνει στον αργαλειό χιτώνες

                που είν' άξιοι
                το νέο το σταυραϊτό να ντύσουνε
                του τραγουδιού, οπόχει αδράξει
                τη νέα φλογέρα και περήφανα
                στον ήλιο δίπλα έχει σηκώσει
                την όψη του

                   (ΛΒ Α´ 124)

Εδώ ο αλαφροΐσκιωτος χαρακτηρίζεται μεταφορικά «σταυραϊτός του τραγουδιού», που έχει την ικανότητα να κοιτάζει κατάματα τον ήλιο. Ο Σικελιανός συνδέει, δηλαδή, ευθέως την ποιητική του ιδιότητα με τον αετό, ενώ στα υπόλοιπα αποσπάσματα του έργου οικειοποιείται γνωρίσματά του πουλιού για να υμνήσει τη σωματική ρώμη του, τη βιονική ματιά του, την κυριαρχία του στη φύση, την υπεροχή του σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους και γενικώς στοιχεία που έμμεσα, αλλά παρ' όλ' αυτά ευδιάκριτα, συνδέονται με την ποιητική του ιδιότητα. Ο αλαφροΐσκιωτος, όπως ξέρουμε, βλέπει και ό,τι είναι στους άλλους αόρατο, σκιές και οράματα. Ο αετός-Σικελιανός βλέπει και διαστάσεις του ένυλου, φυσικού κόσμου, που είναι αδύνατον να δει ένας θνητός: πάνω από τα σύννεφα και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όλα είναι υπερθετικά, και το ύψος και το βάθος: τα ύψη όπου ανεβαίνει είναι «τετράψηλα» ή «εφτάψηλα», οι φτερούγες των αετών είναι «πεντάπλατες», η ανάσα του ποιητή «τρίσβαθη». Είναι διάχυτη η διάθεση υπέρβασης των φυσικών δυνάμεων και της κυριαρχίας – πάντα διαμέσου του ποιητικού λόγου - πάνω στη φύση, όπως για παράδειγμα στους στίχους:

                Στο διάστημα εζυγίστηκα
                με μάτι αϊτού αγναντεύοντας

                [...]
                και με το δρόμο εκέρδισα
                και με τη βλέψη, ωσάν αϊτός,
                βαθιά την πλάση πάσα.
               
(ΛΒ Α´ 154)
Θα κλείσω την αναδρομή στον Αλαφροΐσκιωτο με την ενότητα «Οι αϊτοί», γιατί είναι ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο ο Σικελιανός μετατρέπεται σταδιακά και ανεπαίσθητα σε αετό:

                Κι απ' το Λευκάτα αντίπερα,
                μαζί κι ανάρια ανέβαιναν
                στα γαλανά μεσούρανα,
                ανοιχτοφτέρουγοι, ήσυχα,
                θαλασσαϊτοί πλανήτες.
                Ελούζανε ανεβαίνοντας
                τη σάρκα τους στα εφτάψηλα,
                του αδύναμου του πόθου
                οι καταλύτες!

                      Και οι ώμοι μου εχτυπήσανε.
                Ωσά φτερούγες ν' άπλωσε στο αγέρι
                η ανατριχίλα, το κορμί μου εζύγιασε
                βαθιά στο κρύο γαλάζιο μεσημέρι.
                
(ΛΒ Α´ 96)

Το απόσπασμα διακρίνεται από έναν αισθησιασμό που διαπνέει όλο τον Αλαφροΐσκιωτο. Οι αετοί εμφανίζονται ως καταλύτες του «αδύναμου» πόθου – ο πόθος στον Σικελιανό, με την εξαίρεση των νεανικών ποιημάτων του, συνδυάζεται πάντα με την ψυχική και πνευματική δύναμη και είναι γνώρισμα των ισχυρών ανθρώπων. Στη δεύτερη στροφή περνάμε από την περιγραφή των αετών σε εκείνη του ήρωα, αλλά με τρόπους που παραπέμπουν σε αετό: οι ώμοι του «χτυπούν», σαν να έχουν φτερούγες· το κορμί του «ζυγίζεται» όπως του αετού, ο οποίος μπορεί να ανεμοπορεί για μεγάλο διάστημα χωρίς να κουνά τις φτερούγες του, αξιοποιώντας τα ρεύματα του αέρα· η ανατριχίλα, ίδιον του δέρματος και συνδεδεμένη, εδώ, με μια ευφορική-ηδονική αίσθηση, «ωσά» να απλώνει στον αέρα φτερούγες, καθιστώντας τον φορέα της ιπτάμενο. Όλα συντελούν στη μετουσίωση του ποιητή σε θαλασσαετό, με τρόπο που ξεπερνά τη σύμβαση της μεταφορικότητας και γίνεται πειστική, υποβλητική κυριολεξία. Θυμίζω στο σημείο αυτό την παρατήρηση του ποιητή ότι «ο νους μου είναι γυμνίτης. Είναι το ίδιο μου κορμί. [...] Η αίσθηση μού υποκαθιστά τη σκέψη απέραντα».[4]
Στη Συνείδηση της γης μου, που δημοσιεύτηκε το 1915 εκτός εμπορίου σε εκατό πολυτελή αντίτυπα προορισμένα για «μυημένους» φίλους, όπως και ο Αλαφροΐσκιωτος, οι αετοί παίζουν και πάλι σημαίνοντα ρόλο στον αυτοπροσδιορισμό του πρωτοπρόσωπου ήρωα-ποιητή - στις επόμενες τέσσερις Συνειδήσεις, πάντως, η συχνότητα παρουσίας τους αραιώνει. Ο ποιητής εμφανίζεται να εποπτεύει την ελληνική γη και να την ανεβάζει «ψηλά», όπως ο αετός ελέγχει τη λεία του πριν της επιτεθεί· η εκτενής αυτή παρομοίωση φανερώνει την εκπληκτική φυσιογνωσία του Σικελιανού:

                Όπως ο αϊτός οπού, ενώ πλέει σιμά στα σύγνεφα
                συχνογυρίζοντας μ' ασάλευτα φτερά,
                το ξέρει αν ο λαγός εβγήκεν έπειτ' από τη βροχή
                μέσ' απ' τις λυγαριές και τις ασφάκες οπού σει ο αποβροχάρης
                να βοσκήσει το βρεγμένο φύλλο
[...]

                ω Γη μου,
                όμοια κ' εγώ
                πριν να χυθώ και να Σ' αδράξω ολάκερη στα νύχια μου
                για να Σε φέρω εδώ ψηλά

                     
(ΛΒ Γ´ 24)

Αν και δεν θα το περίμενε κανείς, εικόνες του ποιητή που γραπώνει και υψώνει το θέμα του όπως ο αετός το θύμα του βρίσκει κανείς και στη σύνθεση Μήτηρ Θεού (1917-1919):

                Το λαβωμένο το πουλί δεν ήμουν στο κυνήγι,
                που από τη φούχτα, σαν καρδιά, παλεύει να ξεφύγει,

                και μηδ' αυτό που λύγισεν αιφνίδια το κεφάλι,
                με κόκκινη όλη του πουλιού τη μαλακιά αμασχάλη

                    θέλοντας την ανέβαζα την πιο πικρήν εικόνα
                σαν μια τρυγόνα ο σταυραϊτός, στον καθαρό Ελικώνα!
                
(ΛΒ Δ´ 17)

Ο Σικελιανός δυο φορές μας διαβεβαιώνει στους παραπάνω στίχους ότι δεν είναι λαβωμένο στο κυνήγι πουλί (όπως ήταν στο νεανικό ποίημα «Έρωτες»), αλλά ένα είδος σταυραετού που ανεβάζει την πικρή εικόνα του πένθους, τη θλίψη για τη νεκρή τρυγόνα-αδερφή του, στον Ελικώνα, το βουνό των Μουσών, μετατρέποντας σε ποίηση τον θάνατο.
Στον Δελφικό Λόγο, μια τετραμερή σύνθεση του 1927 αφιερωμένη στη Δελφική Ιδέα, όπου ο ποιητής εμφανίζεται εξαρχής «σαν αθλητής, ιερέας και προφήτης» που κάνει όλη την ψυχή του «πράξη» προκειμένου να φέρει σε πέρας τη Δελφική Προσπάθεια, οι αετοί κυριαρχούν στα ύψη του Παρνασσού και εκείνος μοιράζεται μαζί τους το αδάμαστο στοιχείο, την ισχυρή όραση και ακοή, τη γαλήνη και το μεγαλείο των κορυφών - γνωρίσματα που μεταστοιχειώνονται σε πνευματική και ψυχική δύναμη, όπως για παράδειγμα στους στίχους:

                Τι, μάταιη σκέψη και θαμπή ποτέ δεν τριγυρίζει
                του τόπου ετούτου τ' αψηλό, γαλήνιο μετερίζι·

                αλλ' ως αιώνια γύρω του κρατούν οι αϊτοί ανοιγμένη
                πλατιά φτερούγα, από τρανό ρυθμό κυβερνημένη,

                τρανοί παρόμοια οι στοχασμοί, κι αδάμαστοι, και λίγοι

                [...]
                την κάτου γη με του φτερού το μέγαν ίσκιο σκέπουν,
                κι όλα αξεχώριστα τ' ακούν αντάμα και τα βλέπουν...
               
(ΛΒ Δ´ 151-152)

Δυο χρόνια αργότερα, το 1929, ο Σικελιανός θα δημοσιεύσει στην Αλεξανδρινή Τέχνη ένα από τα ισχυρότερα ποιήματά του, τον «Ύμνο του μεγάλου νόστου». Πρόκειται για ένα μυστικιστικού κλίματος ποίημα· το σκηνικό είναι νυχτερινό και ο ήρωας-ποιητής βιώνει ερωτικά την ένωσή του με τους αστερισμούς και με ολόκληρο το σύμπαν, διατρανώνοντας την υπέρβαση του χρόνου και την κατάκτηση μιας απέραντης πνευματικής και δημιουργικής ελευθερίας. Η παρομοίωσή του με αετό, στην τελευταία στροφή του ποιήματος, είναι διαφορετικής φύσεως από όσες έχουμε δει ως τώρα:

                [...]
              Κυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
              κ' η Πούλια είναι φωλιά·
              μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Χρόνος,
              του νου μου η αγκαλιά!

                Να· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
                  ελεύτερο, ουρανέ!
             Πήγασος είν' ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
              οι δρόμοι μου ένα Ναι!

              [...]               
              Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ' το πηχτόν αστρόφως,
              κρυμμένος σαν αετός,
              με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
              ο πρώτος μου εαυτός...
                (ΛΒ Β´ 102-104)

Ο αετός δεν πετάει εδώ στον γαλανό ουρανό του Αλαφροΐσκιωτου και του Δελφικού Λόγου· είναι «κρυμμένος» στο πηχτό φως των αστεριών, στο βασίλειο του 'θείου ζόφου', και υποστασιοποιεί τον «πρώτο εαυτό» του ποιητή, τον εαυτό που, όπως παρατηρεί ο Σπύρος Ράγκος στο παρόν αφιέρωμα, «είναι και ο βαθύτερος υπαρκτικός πυρήνας του ατόμου, ο οποίος δεν έχει τα χαρακτηριστικά της εμπειρικής προσωπικότητας αλλά είναι καθαρός από ιδιοσυγκρασιακές προσμείξεις και μοιάζει αγέννητος και άφθαρτος» - υπερβαίνει, με άλλα λόγια, την εγκόσμια, έγχρονη, και συνεπώς φθαρτή υπόστασή του και κατακτά έτσι την αυτοσυνειδησία. Είναι ενδιαφέρον το ότι και σε αυτή την περίπτωση ο Σικελιανός ένιωσε την ανάγκη να επιστρατεύσει το σύμβολο του αετού, τόσο λόγω των ακατανίκητων φυσικών γνωρισμάτων του πουλιού, που βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, όσο και λόγω της συσχέτισής του με την ψυχή στον Πλάτωνα και στον Χριστιανισμό.
Σε παρόμοιο νυκτερινό και μυστικιστικό κλίμα εμφανίζεται ο αετός στη δεύτερη σειρά των Λυρικών, με πιο ενδιαφέρουσες τις περιπτώσεις δυο ποιημάτων που δημοσιεύτηκαν στα Νέα Γράμματα το 1937, των «Carmen occultum» και «Λιλίθ». Στο πρώτο, το τελευταίο τετράστιχο του «Ύμνου του μεγάλου νόστου» τοποθετείται ως μόττο, προετοιμάζοντας το έδαφος για ό,τι θα ακολουθήσει. Πρόκειται για ένα ερωτικό ποίημα, στο οποίο ο ποιητής προτρέπει τη «Βακχίδα»-ερωμένη του να ανέβει μόνη της στην κορυφή της τελείωσης, έχοντας φυλαγμένο στη μνήμη της το ερωτικό τους συναπάντημα. Το ποίημα κλείνει ως εξής:

                [...] Μα ας Σου κεντρίζει ωστόσο
                την καρδιά, στον ανήφορον, η μνήμη:
                Πως εδώ που Σε πήγα, και μας ζώσαν
                βουνά, φραγμοί στης γης τα μάταια φώτα,
                κ' η θεία μαυρίλα αρχίνα' απάνωθέ μας
                να βασιλεύει, απ' το πηχτόν αστρόφως
                βαθύτερα βυθίζοντας το βλέμμα,
                ξάφνου, ν' ανοίγονται ένιωσα για Σένα,
                σα μάτια αϊτού, στο θείο, κρυμμένου, ζόφο,
                στηλά, του πρώτου μου εαυτού τα μάτια!
                     (ΛΒ Ε´ 79-80)

Εδώ δεν παρομοιάζεται με αετό ο «πρώτος εαυτός» του ποιητή, όπως στον «Ύμνο του μεγάλου νόστου»· ο πρώτος εαυτός έχει πλέον κατακτηθεί και κοιτάζει «στηλά» (δηλαδή προσηλωμένα), με τη δύναμη της αετίσιας ματιάς, τη γυναίκα-Βακχίδα.
Στο ποίημα «Λιλίθ» ο αετός κάνει την τελευταία εμφάνισή του στον Λυρικό Βίο. Στον «Πρόλογο» στα ποιητικά Άπαντά του ο Σικελιανός εξηγεί ότι η Λιλίθ, την οποία στο ποίημα χαρακτηρίζει «άγια πρωτοεικόνα, / αρχέτυπο του πάθους μου μεγάλο» (ΛΒ Ε´ 101), δεν παραπέμπει στο προπατορικό ζεύγος της Παλαιάς Διαθήκης (εκείνο δηλαδή του Αδάμ και της ισότιμής του, ανυπάκουης Λίλιθ) αλλά αφορά τη θηλύτητα, η οποία ανατέλλει από τα βάθη της προοντολογικής αβύσσου, ως μια δύναμη απόλυτα κι ουσιαστικά ερωτική συγχρόνως και θρησκευτική, οπού ακόμη η Δημιουργία δεν εκατόρθωσε να την προβάλει ολόκληρη στο φως της Ζωής, αλλά που πάντα καρτερεί –μέσα στα βάθη εκείνης της αβύσσου, καρφωμένη στον προαιώνιο σταυρό της [...]– το μυστικό της, το μεγάλο της, τον Άξιο Λυτρωτή (ΠΛ Α' 51-52).
«Άξιος Λυτρωτής» είναι βέβαια στο ποίημα ο ποιητής, η ψυχή του οποίου, προκειμένου ο ίδιος να εκτελέσει την απελευθερωτική αποστολή του, βγάζει φτερά με τα οποία υπερβαίνει την εγκόσμια σφαίρα και ετοιμάζεται να σκίσει «με ορμήν αϊτού, το νέφος του θανάτου» (ΛΒ Ε´ 103). Έχουμε πλέον απομακρυνθεί από τα πραγματικά νέφη πάνω από τα οποία πετούν οι αετοί του Αλαφροΐσκιωτου ή του Δελφικού Λόγου – βρισκόμαστε στη σφαίρα του υπεραισθητού, όπου ο ποιητής δεν αντικρίζει κατάματα τον ήλιο αλλά πετά ψηλότερα από αυτόν· τον σκιάζει με τα φτερά του και αναμετριέται μετωπικά με τον θάνατο (το ποίημα γράφεται λίγες βδομάδες μετά το πρώτο σοβαρό έμφραγμα που υπέστη), δανειζόμενος, στην κρίσιμη αυτή μάχη, την ορμή των δυνατών φτερών του αετού:

                [...] τα φτερά μου εθεριέψανε, τα πρώτα
                της ψυχής μου φτερά, κι αργοσαλεύουν
                με το ρυθμό που γνώρισαν στην άξια
                βουβή πατρίδα, εκεί που η αρτηρία
                ξυπνάει την αρτηρία, η φλέβα ανάβει
                τη φλέβα, ο νους το νου, κι από τον ένα
                παλμό ο αιχμάλωτος θεός ξεσπάει
                την πυρκαϊά στα φρένα μας, την άγια
                την πυρκαϊά που καταλεί και πλάθει
                τις θείες Μορφές και τα Έργα· ακούς; τα πρώτα
                φτερά μου αργοσαλεύουνε και πάλι
                σα στο άστρο τους, —ανοίγω τα και ισκιώνουν
                τον ήλιο—, για να σκίσουνε, (α, ως πότε
                θα με χωρίζ' η έρμη ζωή από Σένα;),
                με ορμήν αϊτού, το νέφος του θανάτου!
[5]
                    (ΛΒ Ε´ 103)


——————

Η παρουσία του αετού επεκτείνεται (λιγότερο όμως συχνά) και στις τραγωδίες του Σικελιανού, αλλά και στον Πεζό Λόγο του, καθώς και στην αλληλογραφία του. Αν σκεφτεί κανείς ορισμένες από τις βασικές αρχές της σικελιανικής κοσμοθεωρίας, όπως τις αναπτύσσει στις κατά καιρούς ομιλίες και στα άρθρα του, θα διαπιστώσει ότι ο ποιητής αναφέρεται στον προικισμένο άνθρωπο, τον ήρωα, τον σοφό, τον δημιουργό, που έχει έναν ρόλο κοινωνικό να επιτελέσει, με τρόπους που θυμίζουν τη συμπεριφορά του αετού: 'εφόρμηση' επάνω «από την τυχόν πνευματική ή ηθική αδράνεια του καιρού του», «προς πλατύτερες συνθέσεις και διαισθήσεις και πραγματοποιήσεις», «αξίωση της αισθαντικότητας», «καθαρή Βιολογική αλήθεια»[6] κλπ. Η φυσική ορμή του αετού, η ευρύτατη οπτική εποπτεία του, η αντοχή του, το ύψος του, υπηρετούν ιδανικά τις αντιλήψεις του Σικελιανού για τη δράση των 'εκλεκτών'. Για τον ώριμο Σικελιανό των δεκαετιών του '30 και του '40 δεν έχουν αλλάξει, στην ουσία, τόσο πολλά όσον αφορά την αντίληψή του για τον ζωτικό ρόλο που παιζει ο ποιητής στην κοινωνία. Έγραφε χαρακτηριστικά το 1910, στα εικοσιέξι του χρόνια, σχολιάζοντας το έργο του Γκαμπριέλε Ντ' Αννούντσιο Ίσως ναι – Ίσως όχι:

Πείθει και πάλιν [το έργο του Ντ' Αννούντσιο] ότι ο Ποιητής δεν είναι μόνον το κόσμημα της φυλής, αλλ' η εμψυχωτική της δύναμις. Από του σιδηρού θρόνου της Ολυμπίας, ως ο Πίνδαρος ητένιζε τους αγώνας του Πανελληνίου, δύναται και σήμερον ν' ατενίζη τον ευρύτατον αγώνα της ζωής, ακαταγώνιστον αυτός κορύφωμα, τεθειμένος μυστηριωδώς υπό της φύσεως εις την υπάτην κλίμακα της φυσικής και φυλετικής ιεραρχίας, ως ο αετός μεταξύ των πτηνών (ΠΛ Α' 23).

Από τις επιστολές του Σικελιανού αξίζει να παρατεθεί εδώ ένα σύντομο σημείωμά του προς την Εύα Πάλμερ:

Η ψυχή του Αγγελού μοιάζει σαν εκείνο το χρυσαετό που είδαμε να παίζει πάνω από τις κορυφές του Παρνασσού, πάνω από την Απολλώνια κορυφή και πάνω από τη Διονυσιακή κορυφή, ζυγιάζοντάς τες μες στον ζωντανό Ρυθμό του.[7]

Η ψυχή του ποιητή παρομοιάζεται εδώ με έναν χρυσαετό του Παρνασσού, ακριβώς όπως είδαμε να συμβαίνει στην ποιητική σύνθεση Δελφικός Λόγος· το ξεχωριστό ενδιαφέρον της εικόνας είναι ότι ο εν λόγω αετός εμφανίζεται να ζυγίζει στις φτερούγες του, χάρη στο δώρο του «Ρυθμού», τις αντίπαλες δυνάμεις του Απόλλωνα και του Διόνυσου, κάτι που υπήρξε ένα από τα ζωτικά αιτήματα του Σικελιανού.
Αρκετοί ποιητές υιοθέτησαν την εικόνα του αέτειου δημιουργού που φιλοτέχνησε για τον εαυτό του ο δελφικός ποιητής και την αναπαρήγαγαν σε τιμητικά ποιήματα που έγραψαν γι' αυτόν. Το 1919, η σύζυγος, τότε, του Νίκου Καζαντζάκη, Γαλάτεια, με το γνωστό ψευδώνυμο «Πετρούλα Ψηλορείτη», δημοσίευσε στο περιοδικό Λύρα το ποίημα «Στο Σικελιανό»· το πρώτο, όσο έχω υπόψη μου, αυτής της σειράς υμνητικών ποιημάτων. Παραθέτω τους πρώτους στίχους:

                Δε σου ποδίζει ανεμική ούτε μπόρα
                το πέρασμά σου, αητέ· μπήγεις το μάτι
                όπου κορφή περίψηλη και κάτω
                η κορυφή που θέλ' η νικηφόρα
                ορμή του τραγουδιού σου, ώρα την ώρα
                τον μέγα όρθρο διαλαλεί ροδάτη


Υπήρξε, όμως, και η αντίστιξη στην σικελιανολατρική υμνολογία των αιθέρων. Και προήλθε από τον Κώστα Καρυωτάκη, που κλείνει το σατιρικό ποίημά του «Δελφική εορτή» το 1927 με το πέταγμα ενός «γυπαετού» πάνω από το θέατρο των Δελφών. Πιθανότατα ο ποιητής αξιοποιεί τη φήμη του πετάγματος ενός αετού πάνω από τους Δελφούς την ώρα της παράστασης του Προμηθέως Δεσμώτη στις πρώτες Δελφικές Εορτές, που ερμηνεύτηκε ως σημάδι συναίνεσης του Δία στο εγχείρημα του ζεύγους των Σικελιανών να καταστήσουν και πάλι ζωτικά ενεργή την αρχαιοελληνική παράδοση.[8] Αφού σατιρίσει το αλλοπρόσαλλο ακροατήριο της παράστασης, υποδηλώνοντας το ανέφικτο του δελφικού ιδανικού της ένωσης της αρχαίας Ελλάδας με τη νεότερη, ο Καρυωτάκης κλείνει το ποίημά του με το εξής τρίστιχο:

                Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρις διελύθη,
                τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα
                σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα…
[9]

Προβάλλοντας όχι τόσο το μεγαλείο όσο τη μοναξιά του Σικελιανού, ο ιδιοφυής ποιητής των Ελεγείων και σατιρών επιλέγει να χρησιμοποιήσει την εικόνα όχι του αετού αλλά του γυπαετού – αιθεροβάμων υπήρξε, ασφαλώς, για τη ρεαλιστική ματιά του Καρυωτάκη ο δελφικός ποιητής· όμως με την μεγαλοπρέπεια του αετού εμφανίζεται να συνδυάζει και τις διατροφικές συνήθειες των όρνεων, τρώει δηλαδή κουφάρια ζώων, και κυρίως τα κόκαλα και το μεδούλι τους, ακόμη και μήνες μετά τον θάνατο της λείας τους. Ο Καρυωτάκης θα πρέπει να υπαινίσσεται ότι ο Σικελιανός τρέφεται με τα οστά ενός πολιτισμού (του αρχαίου ελληνικού) που είναι αδύνατον πλέον να αναγεννηθεί. Και εντέλει τον παρουσιάζει ολομόναχο μέσα στη σιγή που ακολούθησε τη λήξη της θεατρικής παράστασης, καθώς δεν μπόρεσε να βρει πραγματικούς συμμάχους στο όραμά του.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στη μοναξιά του Σικελιανού-αετού αναφέρονται, με θετικό όμως πρόσημο, και άλλοι δημιουργοί σε ποιήματά τους για τον Σικελιανό: «Μονάχος στάθηκε, νομίζω, και σ’ όλη τη ζωή του», γράφει χαρακτηριστικά ο Νίκος Καρούζος στο δικό του ποίημα για τον Σικελιανό.[10] Άλλοι, όπως ο Γιώργης Κότσιρας, υπογραμμίζουν τη μοναξιά όχι μόνο του Σικελιανού αλλά και των ανθρώπων μετά την εκδημία εκείνου:

                Ένας αετός δοκιμάζει τώρα τα φτερά του πάνω στην άβυσσο.
                Πώς θρυμματίζουν τη σιωπή, μεγάλα λιθάρια τα λόγια σου!
[...]
                Είναι πολλή πλήξη τώρα πάνω απ’ τα σύννεφα ̶ χειμώνας παγωμένος
                 μέσα στις καρδιές.
                Τα πουλιά δεν έχουν άλλο τραγούδι κ’ οι μέλισσες δεν σχεδιάζουν άλλα
                 χρώματα στα λουλούδια.
                Οι καρδιές δεν ανοίγουν σαν τριαντάφυλλα.
[11]

Ο Στέλιος Γεράνης παρομοιάζει τον Σικελιανό όχι με αετό αλλά με αετοράχη, που με την απώλειά της άφησε τους αετούς (πιθανώς εννοούνται εδώ οι μεταγενέστεροι του Σικελιανού ποιητές) ανέστιους:

                Μέσ’ απ’ τη μυστική φωτιά, μεσ’ απ’ τον έρμο το ναό
                 πρόβαλες με γαλήνιο φως
                 ̶ άγγελος, λόγος και ρυθμός
                 και κορυφαία ελπίδα.
[...]
                 κι ένας αετός κατέβηκε κι έγραψε κύκλους μαντικούς
                 με τα γαμψά του νύχια…
[...]
                Τώρα με δίχως την κορφή πώς να σταθούν οι πρόποδες;
                 Πού να πλαγιάσουν οι αετοί χωρίς την αετοράχη;
[12]

Αλλά και ένας μελετητής, ο Χρήστος Μαλεβίτσης, περιγράφει τον Σικελιανό ως έναν «κατάμονο» αετό που ξαγρυπνά για τη λύτρωση των ανθρώπων. Γράφει:

Ωσάν ορεσίβιος αετός διασχίζει τους ουρανούς των πεδινών συνειδήσεων [...] Από τη σκοπιά της ξαγρύπνιας του ανθρώπου, ορθώνεται αιφνίδια μπροστά μας ο Σικελιανός ως κατάμονος φρουρός στις επάλξεις της πιο υψηλής μέριμνας του ανθρώπου.[13]

Η εικόνα αυτή του ποιητή ως μεγαλειώδους φρουρού της ανθρωπότητας δεν μπορεί παρά να μας φέρει στον νου το κλείσιμο του ποιήματος του Σικελιανού για τον Κάλβο το 1942, όπου μιλώντας για τον ζακύνθιο ποιητή ως αετό (ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Κάλβος παρομοιάζει τον εαυτό του με αετό που επιβαίνει τα κρημνά της αρετής στην «Ωδή εις θάνατον») είναι φανερό ότι μιλά και για τον εαυτό του:[14]

                [...] σαν αετός οπού γυρίζει,
                αν επλησίασε μια στιγμή τη βουή του κόσμου,
                στο ύψος της ίδιας του σιγής,
                στης δύναμής του τον καθαρό ουρανό αυτεξόριστος,

                [...]
                στης καρτερίας Σου αποσύρθηκες τη σφαίρα,
                κ' εκεί,
                στ' ακραία του Λόγου σύνορα στημένος,
                αιώνα ολόκληρο τα βάραθρα εποπτεύεις τα Ελληνικά,
                κι απ' την απάτητη σκοπιά Σου
                φρουρείς ακοίμητος,
                φρουρείς και περιμένεις!

                         (ΛΒ Ε´ 27-28)

Ο αέτειος Κάλβος, και μαζί με αυτόν ο Σικελιανός, μοιάζει να περιμένει τη νέα παλιγγενεσία, την απελευθέρωση του έθνους από τον γερμανικό ζυγό, αλλά και την οφειλόμενη ποιητική αναγνώριση.
Και διόλου δεν εκπλήσσει, βέβαια, το γεγονός ότι στην αυτοβιογραφική μυθιστορία του Αναφορά στον Γκρέκο, ο Νίκος Καζαντζάκης υιοθετεί το ίδιο μεταφορικό σχήμα για τον επί σειρά ετών στενότατο φίλο και πνευματικό σύντροφό του:

Ήταν ο ποιητής ετούτος από το γένος των αϊτών, με το πρώτο τίναγμα των φτερών του έφτανε στην κορυφή.
[15]

Ο δελφικός ποιητής ανέλαβε εξαρχής για τον εαυτό του βαριές ευθύνες: όχι μόνο να διαδεχθεί τους εθνικούς ποιητές αλλά, ήδη από τον Αλαφροΐσκιωτο, να ενσαρκώσει αυτό που ονόμαζε λόγο-πράξη: να επαναφέρει την αρχαιοελληνική κληρονομιά στην εποχή του ως ζωτικό παρόν, να διασφαλίσει την παγκόσμια ειρήνη και συναδέλφωση των λαών, να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Για την πραγματοποιηση των οραμάτων του αναζήτησε, όπως ήταν φυσικό, συμμάχους. Συμφωνα με τον Χέγκελ, πρέπει τα μέλη της κοινότητας να αναγνωρίσουν ως υπεύθυνο έναν τέτοιο άνθρωπο για να γίνει ενεργός πραγματικότητα η στάση του. Όμως ο Σικελιανός δεν αξιώθηκε να ζήσει την ευρεία αναγνώριση που είχε ονειρευτεί. Το κράτος έκλεισε την πόρτα στο δελφικό ζεύγος, η Εύα χρεωκόπησε, ο Σικελιανός δεν βρήκε το ενθουσιώδες κοινό που προσδοκούσε. Ο αετός πληγώθηκε, όπως δείχνουν ορισμένα ποιήματα των Λυρικών Β', που μιλούν για τις «πληγές που του άνοιξε η μοίρα» (όπως στην εμβληματική «Ιερά οδό»), οι οποίες μας επιστρέφουν απρόσμενα στο νεανικό ποίημά του, τους «Έρωτες», ο ξεσκισμένος στα νέφη αετός του οποίου αποκτά έναν προφητικό, θα λέγαμε, ρόλο. Είναι συγκλονιστική η επιστολή του ποιητή προς την Εύα τον Σεπτέμβριο του 1937, λίγες μέρες μετά το πρώτο βαρύ καρδιακό επεισόδιο που υπέστη, το οποίο έγινε η αρχή μιας σειράς προβλημάτων υγείας, με τον Σικελιανό να καθηλώνεται σε αναπληρική καρέκλα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αφού αναφέρει τις παρατηρήσεις των γιατρών για την υψηλή πίεση και την εξασθενημένη καρδιακή αορτή του, εξηγεί με τον δικό του, μοναδικό τρόπο, τα αίτια της ασθένειάς του:

Η αληθινή όμως αιτία της αρρώστιας μου βρίσκεται στην ασυμμετρία ανάμεσα στον εσωτερικό παλμό της δύναμης που έχει μοιραία συγκεντρωθεί μέσα μου και στο περιβάλλον, στην έλλειψη μέσων για να ξεχυθεί αυτή η δύναμη σε αντιστοιχία προς την πραγματική αποτελεσματικότητά της. [...] Τα όρια της καρδιάς μου δεν βρίσκονται στο σώμα μου, είναι τα όρια της Ελλάδος, είναι τα όρια του Ανθρώπου. Κυριολεκτικά, για να ρυθμίσω την κυκλοφορία του, για να μπορέσω να την ξεκουράσω λίγο, πρέπει πρώτα να ρυθμίσω συστηματικά την πνευματική ταχυπαλμία της μέσα σε άλλα πνεύματα, σε άλλες καρδιές, οργανικά έτοιμες γι' αυτό.
[16]

Η μαγική αυτή μετάγγιση που ακόμη και με το ίδιο το σώμα του αναζήτησε διακαώς ο Σικελιανός, η διοχέτευση των ιδανικών του στην ευρύτερη κοινότητα, δεν επιτεύχθηκε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1949, δυο χρόνια ακριβώς πριν από τον θάνατό του κι ενώ είναι πλέον σε αναπηρική καρέκλα, γράφει στον ξάδερφό του Αντωνάκη Σικελιανό απο τη Σαλαμίνα, σε ενα επίσης συναρπαστικά εξομολογητικό γράμμα:

...εξάντλησα όλες τις ressources, με την ελπίδα πως θ' αντίκρυζα, πρόσωπο με πρόσωπο, το Απόλυτο, ίσως, μιαν ημέρα, αλλά ξέρεις με ποια θλίψη βρέθηκα μπρος στα «κομμάτια», με τα οποία ήταν αδύνατο να στήσω «Θεό»!... Άλλο ζήτημα, αν τούτο το κατόρθωνα σποραδικά, με την πνοή της Τέχνης μου... Αυτή απορροφούσε, σε μια ενότητα μοναδική, όλες τις αντινομίες που με πληγώσανε – μυαλό, καρδιά, αισθήσεις, όλο μέσα μου τον Άνθρωπο.[17]

Ο Σικελιανός υπήρξε προνεωτερικός —ανεξάρτητος, μυημένος, κυρίαρχος, εκλεκτός— και, άθελά του, μοντέρνος: ανάπηρος, με σπασμένα φτερά, πληγωμένος αετός — που ωστόσο δεν έπαψε να αγωνίζεται για τα ιδανικά του ως την ύστατη ώρα.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: