Το μέγιστο(ν) μάθημα ενός αλαφροΐσκιωτου

Ο Άγγελος Σικελιανός (1907)
Ο Άγγελος Σικελιανός (1907)


άλ­λη θρο­φή από τη θρο­φή μου
δε θα βρω,
απ’ την ψυ­χή μου άλ­λη ψυ­χή,
άλ­λο κορ­μί από το κορ­μί μου
.
[1]

Όποια τα­ξι­νό­μη­ση και αν προ­τι­μή­σου­με, κά­θε δη­μιουρ­γι­κή πε­ριο­χή του Σι­κε­λια­νού μοιά­ζει να επα­να­λαμ­βά­νει τον οι­κείο πε­ρί­πλου, όπου κά­θε επο­χή, κά­θε ποί­η­μα και κά­θε στρο­φή σχη­μα­τί­ζουν έναν σχε­δόν τέ­λειο κύ­κλο, όπως ίσως και όλα τα πράγ­μα­τα στον Σι­κε­λια­νό. Κυ­ρί­ως «σχε­δόν», αφού πριν η τρο­χιά ολο­κλη­ρω­θεί ανοί­γε­ται μια ρωγ­μή, η οποία δια­τρέ­χει τη με­γά­λη σι­κε­λια­νι­κή ευ­θεία, εκεί όπου οι λέ­ξεις επι­τα­χύ­νουν υπό την επί­γνω­ση του πε­πε­ρα­σμέ­νου. Ίσως για­τί η ακραία ανά(σ)τα­ση και ο ανα­πό­φευ­κτος βυ­θι­σμός συ­νυ­πήρ­χαν ως συ­νεί­δη­ση από πο­λύ νω­ρίς και στη λυ­ρι­κή πρά­ξη και στη βιω­μα­τι­κή συν­θή­κη του ποι­η­τή.

            Τ’ αύ­ριο, το χτες, το σή­με­ρα, ο ένας παλ­μός να ορί­ζει
              που σε τρι­σκό­τι­δη νυ­χτιάν όλο το αστέ­ρι αθροί­ζει! [2]

                

Ξε­κί­νη­σε και —λες πως— διέ­νυ­σε ολό­κλη­ρη τη δια­δρο­μή, με τους επι­φα­νεια­κούς σει­σμούς και την απρό­βλε­πτη ακο­λου­θία τους, πά­νω στην ίδια σπεί­ρα αφο­πλι­στι­κής αυ­το­πε­ποί­θη­σης, η οποία ήταν ορα­τή από τα πρώ­τα λυ­ρι­κά ποι­ή­μα­τα και τα ει­σό­δια δη­μό­σια του πα­τή­μα­τα. Ανοί­γει ρήγ­μα στην πα­ρα­δο­σια­κή στι­χουρ­γι­κή —ήδη με τον Αλα­φρο­ΐ­σκιω­το (1909) και κα­θο­ρι­στι­κά με τον Πρό­λο­γο στη Ζωή (1915)— για να επι­στρέ­ψει αρ­γό­τε­ρα ή και ταυ­τό­χρο­να σε πα­ρα­δο­σια­κά μέ­τρα και τρό­πους· να τα ανα­νε­ώ­σει ή να τα απο­γειώ­σει —Πά­σχα των Ελ­λή­νων, Μή­τηρ Θε­ού, Δελ­φι­κός Λό­γος— να τα αξιο­ποι­ή­σει στο εκά­στο­τε ή στο κα­θο­λι­κό σχέ­διό του, πριν και το σχέ­διο αυ­τό αρ­χί­σει να βά­ζει νε­ρά· να φαί­νε­ται λι­γό­τε­ρο πει­στι­κό και ζω­ο­φό­ρο στον ίδιο, να τον κα­τευ­θύ­νει σε άλ­λη ατρα­πό, ενί­ο­τε ναρ­κο­θε­τη­μέ­νη, κά­πο­τε με­λαγ­χο­λι­κή, πά­ντο­τε με την ελ­πί­δα τε­λι­κής δι­καί­ω­σης — «Ιε­ρά οδός», «Ύμνος του με­γά­λου Νό­στου», «Μέ­γι­στον μά­θη­μα». Ανα­μο­χλεύ­ει με πά­θος τις εκλε­κτι­κές «συγ­γέ­νειες» και ορ­γα­νώ­νει κά­θε «συ­γκα­τοί­κη­ση» με την ίδια απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα που επι­δει­κνύ­ει στις «με­τα­κο­μί­σεις» του. Ακο­λου­θεί το ίδιο, κα­θαυ­τό ορια­κό, εκ­κρε­μές πί­στης και αναί­ρε­σης σαν να βα­δί­ζει σε χι­λιο­πα­τη­μέ­νο μο­νο­πά­τι. Ακο­νί­ζει τις υπερ­βα­τι­κές ανα­ζη­τή­σεις του, αλ­λά ακό­μη και η με­τα­φυ­σι­κή του φαί­νε­ται πά­ντα να εστιά­ζει σε κά­ποια «κοι­νό­τη­τα», ενώ ταυ­τό­χρο­να κα­μία —συ­ντε­χνία, ομά­δω­ση, συ­μπό­ρευ­ση— δεν δεί­χνει να τον χω­ρά­ει ή να τον απο­δέ­χε­ται εξ ολο­κλή­ρου. Επι­χει­ρεί κα­τ’ επα­νά­λη­ψη να θε­με­λιώ­σει στη γη, να ενω­θεί με τη φύ­ση, την οποία διαρ­κώς φυλ­λο­με­τρά ή εγκολ­πώ­νε­ται, αλ­λά και ν’ αφή­σει χνά­ρι στην ιστο­ρία πριν τερ­μα­τί­σει ή ακρι­βέ­στε­ρα πριν εκ­κι­νή­σει για τον επό­με­νο σταθ­μό.

                Για­τί βα­θιά μου δό­ξα­σα και πί­στε­ψα τη γη
                και στη φυ­γή δεν άπλω­σα τα μυ­στι­κά φτε­ρά μου,
                μα ολά­κε­ρον ερί­ζω­σα το νου μου στη σι­γή,
                να που και πά­λι ανα­πη­δά στη δί­ψα μου η πη­γή,
                πη­γή ζω­ής, χο­ρευ­τι­κή πη­γή, πη­γή χα­ρά μου...
[3]

Όσες φο­ρές το έδα­φος υπο­χω­ρεί ή η πλη­θω­ρι­κό­τη­τά του ξε­χει­λί­ζει στα marginalia —κι ενί­ο­τε πε­ρι­θω­ριο­ποιεί τον ίδιο— δεν δι­στά­ζει ν’ αλ­λά­ξει ρι­ζι­κά πο­ρεία εντός κι εκτός τυ­πω­μέ­νης σε­λί­δας, ενί­ο­τε και πέ­ραν κά­θε προσ­δο­κί­ας ή πραγ­μα­τι­σμού. Μπο­ρεί, λοι­πόν, το ευ­ρύ­χω­ρο επί­τευγ­μα να μην ήταν, όπως απο­φθεγ­μα­τι­κά το γρά­φει ο Κα­ψά­λης,[4] «“της επο­χής του” αλ­λά του Σι­κε­λια­νού», ωστό­σο, από την κι­νού­με­νη άμ­μο της δι­κή μας βάρ­διας, θα πρέ­πει μάλ­λον να δε­χθού­με πως μό­νον τό­τε ήταν εφι­κτό· έστω και μό­νον από κά­ποιον/α σαν εκεί­νον, ο οποί­ος όσο και αν επέ­με­νε στην αφιέ­ρω­ση ενός υπέρ­τε­ρου σκο­πού ή ανα­φο­ράς, δια­τη­ρού­σε διαρ­κώς «ακρό­νεα» την πε­ποί­θη­ση ή την αυ­τα­πά­τη του δη­μιουρ­γού της ιστο­ρί­ας του.


I. Άγ­γε­λος της ιστο­ρί­ας του

                Τι, ομπρός μου, θέ­λη­ση η ψυ­χή· τρα­νή πλημ­μύ­ρα η μνή­μη,
                και μού­σα η μά­να των Μου­σών, μια αθά­να­τη Επι­στή­μη.
                Μ’ απ’ τον τρα­χύν ανή­φο­ρο και την πολ­λή τους βιά­ση,
                κα­θείς λο­γιά­ζει για κορ­φήν εκεί πό­χει απο­στά­σει.
[5]

Για­τί όλες οι επο­χές του Σι­κε­λια­νού πε­ρι­κλεί­ο­νται σε έναν κό­σμο όπου το σύμ­βο­λο ή το σκιά­χτρο του εθνι­κού ποι­η­τή ως δε­κα­θλη­τή, δη­μιουρ­γού και ρυθ­μι­στή —προ­φή­της και στον και­ρό και στον τό­πο του— εί­ναι ξε­θυ­μα­σμέ­νο μεν αλ­λά ακό­μη υπαρ­κτό. Η Βο­για­τζό­γλου δί­νει με σα­φή­νεια τον τό­νο του επί­φο­βου πε­ρά­σμα­τος που έλα­χε στον Σι­κε­λια­νό κα­τα­με­σής της δια­δρο­μής: «Στα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου, εί­δε τους δη­μιουρ­γούς να απο­σύ­ρο­νται από τα κοι­νά και την ποί­η­ση να γί­νε­ται μια υπό­θε­ση όλο και πιο ιδιω­τι­κή.»[6] Ωστό­σο, το μα­γνη­τι­κό πε­δίο του με­ταιχ­μί­ου σαν να φά­νη­κε στον Σι­κε­λια­νό ιδα­νι­κή πλατ­φόρ­μα άσκη­σης ή έστω μο­να­δι­κή του ευ­και­ρία να εντα­χθεί, να δια­μορ­φώ­σει και να κα­θο­ρί­σει ό,τι ήταν ακό­μη δια­θέ­σι­μο, να ρι­χτεί σε όποια απο­στο­λή του έμοια­ζε κά­θε πε­ρί­ο­δο πει­στι­κή. Τη δε­κα­ε­τία του 1920 μέ­σω της μα­ζι­κής επέν­δυ­σης στην «ανά­στα­ση» κά­ποιας αμ­φι­κτυο­νί­ας διε­θνούς βε­λη­νε­κούς και αρ­γό­τε­ρα, κα­τά τη διάρ­κεια της κα­το­χής, με την ανοι­χτή και ανυ­πο­χώ­ρη­τη συμ­με­το­χή του στο ΕΑΜ, κα­θώς και με τη εν γέ­νει πο­λι­τι­κή του στά­ση κα­θ’ όλη την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία της ζω­ής του, η οποία φυ­σι­κά εί­χε συ­νέ­πειες όσον αφο­ρά την αντι­με­τώ­πι­σή του από τις με­τεμ­φυ­λια­κές κυ­βερ­νή­σεις.
Όσο εύ­θραυ­στη και με­τα­βα­τι­κή και αν ήταν η συ­γκυ­ρία, τα δια­θέ­σι­μα απε­δεί­χθη­σαν αρ­κε­τά… Ήταν ακό­μη ένα σύμ­μει­κτο σύ­μπαν όπου οι λέ­ξεις σε σει­ρά —οι απο­στη­θι­σμέ­νες και οι απαγ­γελ­λό­με­νες, άλ­λο­τε σαν προ­σευ­χή κι άλ­λο­τε σαν κα­τη­γο­ρί­ες— έφε­ραν βα­ρύ­τη­τα, απεύ­θυν­ση, προσ­δο­κία. Όπου λα­ός και δια­νό­η­ση προ­σέρ­χο­νταν μα­ζι­κά σε φι­λο­λο­γι­κές —παρ­νασ­σι­κές— αί­θου­σες, σε ανοι­χτά θέ­α­τρα και σε παλ­λό­με­να κοι­μη­τή­ρια, ενί­ο­τε κά­τω από τη μύ­τη των Να­ζί, για να απο­χαι­ρε­τή­σουν με τα λό­για των επό­με­νων τους πα­λιούς ποι­η­τές —οι οποί­οι/ες δια­τη­ρού­σαν κά­τι μεί­ζον και ως προ­νό­μιο και ως κα­θή­κον δη­μό­σιας πα­ρέμ­βα­σης— για ν’ ακού­σουν στί­χους που ήξε­ραν ήδη απέ­ξω, μα που μό­νο με την απαγ­γε­λία «έπαιρ­ναν πια την ολο­κλη­ρω­μέ­νη τους διά­στα­ση και υπό­στα­ση», όπως αξιο­μνη­μό­νευ­τα το έγρα­ψε για τον Σι­κε­λια­νό ο Σαβ­βί­δης.[7] Εκεί και (κά­πως) έτσι υφάν­θη­κε —και διαρ­κώς δο­κι­μα­ζό­ταν ή ξη­λω­νό­ταν—κά­θε με­γά­λη χει­ρο­νο­μία μα και η κα­τα­στα­τι­κή ενα­ντί­ω­ση του πα­ρά­ξε­νου εκεί­νου ολο­κλη­ρω­τι­κού καλ­λι­τέ­χνη. Εκεί­νου που διεκ­δί­κη­σε το παν με την αξε­πέ­ρα­στη τε­χνι­κή του δο­μη­μέ­νου κα­ταρ­ρά­κτη στη γρα­φή του, αλ­λά και με όλες τις αντι­φά­σεις και τα αλ­λό­κο­τα δια­βή­μα­τα, τα οποία, ωστό­σο, επί­μο­να και ρι­ψο­κίν­δυ­να άπλω­νε στο φως· να λάμ­ψουν ή να στε­γνώ­σουν μα­ζί του.[8]

                σαν η στιγ­μή που ο άν­θρω­πος, μυ­ρί­ζο­ντας το φύ­κι,
                
αιφ­νί­δια, συ­νε­παίρ­νε­ται σε μά­γο βυ­θι­σμό,
                
κι ως αραγ­μέ­νο, ατά­ξι­δο, σε οκνά νε­ρά κα­ΐ­κι,
                
ανα­ψυ­χώ­νε­ται άξαφ­να με τον ανα­σα­σμό,

                χλω­μός, του πό­νου του, και αρ­γός, τα βά­θη ανα­ρω­τά­ει

                  κι ως ανα­σαί­νει απά­ντε­χα κι απά­ντε­χα κοι­τά,
              
ξάφ­νου, με πό­θο αλό­για­στα με­γά­λο, απο­ζη­τά­ει
              
τη Δό­ξα που ολο­μό­να­χη θρο­νιά­ζει στ’ ανοι­χτά…
[9]

Ο ποι­η­τής Σι­κε­λια­νός πο­θού­σε την ανα­γνώ­ρι­ση και τη διά­κρι­ση, την εί­σο­δο στη με­γά­λη αί­θου­σα, τη στα­δια­κή ή κα­τα­κό­ρυ­φη ανά­δει­ξη και την ανά­θε­ση του ρό­λου που θε­ω­ρού­σε πως δι­καιού­ται, του πρώ­του· με­τα­ξύ μας μι­λώ­ντας, δεν ήταν ο μό­νος που τα θέ­λη­σε· ίσως, μό­νο, εκεί­νος λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο. Και πά­σχι­σε, εί­ναι αλή­θεια, να τα απο­κτή­σει σε διάρ­κεια και με πεί­σμα,· και ας ήταν εν μέ­ρει εις μά­την. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε πι­θα­νά και απί­θα­να όπλα για να βρει τη θέ­ση του, πό­τε ξύ­λι­να σπα­θιά, όπως η επτα­νη­σια­κή κα­τα­γω­γή του και μία φα­σμα­τι­κή γραμ­μή δια­δο­χής που εκ­κι­νώ­ντας από τον Σο­λω­μό και τον Κάλ­βο ως τον Βα­λα­ω­ρί­τη κα­τέ­λη­γε σ’ εκεί­νον, και πό­τε σκη­νο­γρα­φί­ες μα­ζι­κής συμ­φι­λί­ω­σης, όπως οι «Δελ­φι­κές εορ­τές» (1927, 1930) και η φι­λο­δο­ξία δη­μιουρ­γί­ας ενός πνευ­μα­τι­κού πυ­ρή­να για τη σύν­θε­ση των δια­φο­ρε­τι­κών πα­ρα­δό­σε­ων σε ενιαίο μύ­θο μέ­σω του «Δελ­φι­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου».
Κα­τά τη διάρ­κεια της έντο­νης πο­ρεί­ας δεν επε­δί­ω­ξε να εί­ναι μό­νος. Ανα­ζή­τη­σε και διεκ­δί­κη­σε συμ­μά­χους με κα­θο­ρι­στι­κό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση εκεί­νη του αδιαμ­φι­σβή­τη­του κα­τό­χου της «έδρας» του εθνι­κού ποι­η­τή, και μό­λις 25 χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρού του, Κω­στή Πα­λα­μά, τον οποί­ον, όταν (το) χρειά­στη­κε, δεν δί­στα­σε «να τον προ­σαρ­μό­σει προ­κρού­στεια στη δι­κή του κο­σμο­α­ντί­λη­ψη», να τον (εγ)κα­λέ­σει «για να φύ­γει από την ‘Αγο­ρά’ και να επι­στρέ­ψει στις κα­θαυ­τές [κα­τά τον Σι­κε­λια­νό] ιδιό­τη­τες του [ή ίσως του Σι­κε­λια­νού] ως Ιε­ρέ­ας και Λει­τουρ­γός».[10] Μπο­ρεί, επί­σης, να μοι­ρά­στη­κε φα­ντα­σια­κά με τον Κάλ­βο, του­λά­χι­στον μ’ εκεί­νον του ομώ­νυ­μου ποι­ή­μα­τός του, σχε­δόν όλη την πα­λέ­τα των δυ­νη­τι­κών χρω­μα­τι­σμών, «την εκλε­κτι­κή μο­να­ξιά και τη στρο­φή προς τον λαό, τη με­τα­φυ­σι­κή και την ιστο­ρία», ωστό­σο και αυ­τή «η επαμ­φο­τε­ρί­ζου­σα στά­ση του ώρι­μου Σι­κε­λια­νού ανά­με­σα στο εγώ και στο εμείς […] δεν απο­τε­λεί αντί­φα­ση, αλ­λά εγ­γε­νές στοι­χείο του σι­κε­λια­νι­κού μυ­στι­κι­σμού».[11] Εν­δε­χο­μέ­νως και του σι­κε­λια­νι­κού λυ­ρι­σμού, για­τί τό­σο στα απο­τυ­χη­μέ­να άλ­μα­τα, πραγ­μα­τι­κά ή λο­γο­τε­χνι­κά, όσο και στα κα­τορ­θω­μέ­να υπάρ­χει, νο­μί­ζω, ένας αδια­φι­λο­νί­κη­τος πυ­ρή­νας αυ­θε­ντι­κό­τη­τας και ει­λι­κρί­νειας. Σε όλες τις κοι­νές δια­δρο­μές, εί­τε όντως συ­νέ­βη­σαν εί­τε τις κα­λού­πω­σε ο ίδιος, ο Σι­κε­λια­νός κά­λυ­πτε χι­λιό­με­τρα, ενί­ο­τε και για τους (εκά­στο­τε) δύο — πό­τε με σπριντ και πό­τε βά­δην. Όπως δια­τύ­πω­σε τα πα­ρα­πά­νω γεν­ναία και γλα­φυ­ρά η Βο­για­τζό­γλου στο «αγα­πη­τι­κό» αλ­λά διό­λου εξι­δα­νι­κευ­τι­κό Η γέ­νε­ση των πα­τέ­ρων. Ο Σι­κε­λια­νός ως διά­δο­χος των εθνι­κών ποι­η­τών (2005), «επε­φύ­λασ­σε εξαρ­χής για τον εαυ­τό του τον ρό­λο του άξιου δια­δό­χου της ποι­η­τι­κής εντο­λής». Άλ­λο­τε διαι­σθη­τι­κά κι άλ­λο­τε στρα­τη­γι­κά, έψα­ξε, μι­μή­θη­κε, «υιο­θε­τή­θη­κε», «προ­σέ­λα­βε» και «σχό­λα­σε» δια­φο­ρε­τι­κά πρό­τυ­πα με δε­δη­λω­μέ­νο στό­χο να τα δια­δε­χθεί — «με τον τρό­πο που ο πρό­γο­νος με­τα­τρέ­πε­ται σε πρό­δρο­μο και ο νε­ό­τε­ρος ποι­η­τής [εκεί­νος] σε ένα εί­δος Μεσ­σία».[12]
Ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός εξέ­λι­ξε την εσω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή της ποι­η­τι­κής συ­ντε­χνί­ας ίσως πε­ρισ­σό­τε­ρο από οιον­δή­πο­τε στον δι­κό του, όπως τον φα­ντά­στη­κε και τον διεκ­δί­κη­σε, αιώ­να. Δια­μόρ­φω­σε μια υπερ­μο­ντέρ­να στά­ση καλ­λι­τέ­χνη «πλή­ρους απα­σχό­λη­σης», κυ­κλω­τι­κής δη­μό­σιας πα­ρου­σί­ας – από­συρ­σης – διαρ­κούς επι­στρο­φής, ενί­ο­τε και απο­τυ­χη­μέ­νης. Προ­τά­θη­κε 9 φο­ρές —ή ήταν μό­λις 5, ακό­μη και οι αριθ­μοί χο­ρεύ­ουν στην (αυθ)υπο­βο­λή της ιστο­ρί­ας του— για το Βρα­βείο Νό­μπελ χω­ρίς πο­τέ να φτά­σει από τους Δελ­φούς στη Σου­η­δία. Στα δι­κά μας πράγ­μα­τα, η δια­δρο­μή του ίσως απο­τε­λεί και μια επι­δρα­στι­κή υπό­μνη­ση μιας ακό­μη αλ­λα­γής υπο­δείγ­μα­τος. Της με­τα­τό­πι­σης, δη­λα­δή, του ποι­η­τή από κρί­σι­μο δεί­κτη της επο­χής του εντός κοι­νό­τη­τας (ανα­τό­μο και εκ­φρα­στή ή πα­λιό­τε­ρα «σο­φό» και χρη­σμο­δό­τη) σε στοι­χείο δια­κό­σμη­σης (υπερ­κι­νη­τι­κή περ­σό­να εντός δι­κτύ­ων, αμ­φι­βό­λου κύ­ρους και ανύ­παρ­κτων απο­λα­βών)· και πα­ρα­γω­γό και κα­τα­να­λω­τή και με­σά­ζο­ντα του ενός και αυ­τού —δι­κού του— έρ­γου.
Τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών —και της ασυ­νέ­χειας που σχο­λιά­ζει στις ρα­φές τους—, η ερ­γο­γρα­φία και η βιο­γρα­φία του Σι­κε­λια­νού, η ποι­η­τι­κή του και ο δια­σκε­λι­σμός εντός της ιστο­ρί­ας, συ­νι­στούν ταυ­το­χρό­νως ένα μάλ­λον ανα­με­νό­με­νο ρήγ­μα και μια πα­ρά­δο­ξη ενό­τη­τα· ίσως εκεί­νο το άπια­στο ιδα­νι­κό που ήταν και η μέ­γι­στη «στρά­τευ­ση» του.


I
Ι. Ενό­τη­τα κι ενα­ντί­ω­ση — η δί­κο­πη σκυ­τά­λη του Α. Σ.

                ω προ­αιώ­νια, μυ­στι­κά θαμ­μέ­νη Ενό­τη­τα βα­θιά μου,
δε θα σε σαρ­κώ­σω τέ­λος;
[…]
Ω πλέ­ρια ει­κό­να του εαυ­τού μου,
δε θε να Σε φτά­σω;
[…]
                Ω αρ­μο­νία μου πά­νω απ’ όλους τους θα­νά­τους!
[13]

Εξέ­λι­ξη και το­μές, υπερ­βά­σεις και φυ­γή, επι­στρο­φές με βά­ρος ποι­η­τή εν δυ­νά­μει εθνι­κού και πεί­σμα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Σι­κε­λια­νού, ακο­λου­θώ­ντας κά­θε πι­θα­νό­τη­τα ως τα όρια της πα­ρά τον «εξω­τι­κό εγω­ι­σμό» του ή ίσως ακρι­βώς εξαι­τί­ας του. Χά­ρη σ’ εκεί­νη την εξω­φρε­νι­κή πλη­θω­ρι­κό­τη­τα, η οποία εξω­τε­ρι­κά έμοια­ζε να κα­τα­λή­γει διαρ­κώς εις εαυ­τόν, ενώ εκεί­νος μάλ­λον τον αντι­λαμ­βα­νό­ταν εξαρ­χής ως επι­σκέ­πτη — επί­μο­νο αλ­λά ευ­λα­βι­κό μύ­στη ενός κό­σμου που γι­νό­ταν όλο και πιο αφι­λό­ξε­νος για τους ενοί­κους του. Ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός επι­χεί­ρη­σε να απο­τυ­πώ­σει στους στί­χους του ένα ιδε­α­λι­στι­κό σχή­μα πλη­ρό­τη­τας το οποίο εί­ναι ού­τως ή άλ­λως δύ­σκο­λα αφο­μοιώ­σι­μο. Η σα­ρω­τι­κή ικα­νό­τη­τα να πε­ρι­βάλ­λει κά­θε πε­ρι­βάλ­λον του και να με­τα­φέ­ρει το πά­θος του ως ανα­γκαιό­τη­τα, ταυ­τί­στη­κε με κά­ποια ποι­η­τι­κή κο­σμο­γο­νία· άλ­λο­τε ιδω­μέ­νη ως «ένα εί­δος θρη­σκευ­τι­κού πα­ρα­λή­ρη­μα­τος, ένας παν­θεϊ­στι­κός ορ­γα­σμός, που απο­κα­θι­στά μια αέ­ναη επι­κοι­νω­νία ανά­με­σα στον Ποι­η­τή και τη φύ­ση, και όπου την πρω­το­κα­θε­δρία την έχει εκεί­νη», όπως το κω­δι­κο­ποί­η­σε ο Κ.Θ. Δη­μα­ράς,[14] και άλ­λο­τε ως ποί­η­ση μιας σύν­δε­σης τό­σο προ­σω­πι­κής που πα­ρέ­με­νε συ­γκι­νη­τι­κή αλ­λά συ­χνά κρυ­πτι­κή — «έχει το χα­ρα­κτή­ρα μιας ‘‘άσκη­σης βα­θιάς και ευ­λα­βι­κή­ς’’».[15] Ίσως μια δια­τύ­πω­ση του Πρε­βε­λά­κη να κα­θρε­φτί­ζει πιο κα­θα­ρά τη φα­ντα­σία μιας ολό­κλη­ρης επο­χής για τον τύ­πο του ποι­η­τή της, μα και για την ίδια — «προ­σω­πο­ποί­η­σε την έν­νοια του λυ­ρι­σμού […] Οι πα­λαιό­τε­ροι ποι­η­τές μας δεν εί­χαν απο­δε­σμευ­θεί από τη δια­νοη­τι­κή δια­δι­κα­σία πα­ρά σε σπά­νιες πε­ρι­πτώ­σεις. […] Ο Αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος δεν ξέ­ρει τι θα πει εγώ και μη-εγώ· υπο­κεί­με­νο και αντι­κεί­με­νο ταυ­τί­ζο­νται».[16] Ο ισο­βί­ως ακ­μαί­ος ποι­η­τής μπο­ρεί με­τα­κι­νή­θη­κε σε πολ­λά, να έγρα­ψε άλ­λα και αλ­λιώς, να γεύ­θη­κε δό­ξα και απο­γο­ή­τευ­ση, αλ­λά δεν απώ­λε­σε μάλ­λον πο­τέ αυ­τή την πρω­το­γε­νή του —ας την πού­με— ιδιό­τη­τα ή αν προ­τι­μά­τε πί­στη.

                Μα εμείς, όπου το θά­να­το νι­κή­σα­με, αδερ­φέ,
                
τό­σες φο­ρές, και που δια­λύ­σα­με τα σκό­τη
                
τέ­τοιων και­ρών, τρα­βά­με τώ­ρα για το αμέ­ρι­στο,
                
κι ολο­έ­να, λέω, γι­νό­μα­στε πιο νιοί και από τη νιό­τη!
[17]

Σ’ αυ­τή τη δε­σπό­ζου­σα πρό­σλη­ψη της ποι­η­τι­κής του ίσως και να οφεί­λε­ται ένας βα­σι­κός φραγ­μός στη δι­κή του διά­βα­ση· άλ­λο­τε υπέρ­γεια, άλ­λο­τε υπό­γεια, πο­τέ στα­θε­ρή και σπα­νί­ως ως απέ­να­ντι. Ο Σι­κε­λια­νός δο­κί­μα­σε τε­χνι­κές, μεί­ξεις, μεσ­σια­νι­σμούς, στρα­τη­γι­κές, ιε­ρές και λαϊ­κό­τε­ρες οδούς, ό,τι περ­νού­σε από μπρο­στά του και όσα μπο­ρού­σε να ανα­σύ­ρει από τις εκλε­κτι­κές του συγ­γέ­νειες, αλ­λά στα­δια­κά φά­νη­κε να ξε­μέ­νει πί­σω — «θα θαυ­μά­ζου­με τον Ποι­η­τή και θα ξε­χνά­με την ποί­η­σή του»[18]. Όσο ο κό­σμος και ο μο­ντερ­νι­σμός προ­χω­ρού­σαν προς τον κα­τα­με­ρι­σμό, τη λε­πτή ει­ρω­νεία και τις με­ρι­κές λύ­σεις, εκεί­νος διαρ­κώς κα­λυ­πτό­ταν από το «όλον» σύ­μπαν του, το οποίο ενί­ο­τε έμοια­ζε τό­σο απτό που προ­κα­λού­σε δυ­σπι­στία κι ενί­ο­τε τό­σο νε­φε­λώ­δες που γι­νό­ταν στό­χος ει­ρω­νεί­ας· πλέ­ον δεν χω­ρού­σε που­θε­νά, όλο και πιο αλ­λό­κο­το, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­ρί­δι στον καλ­πα­σμό της κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η ερ­χό­με­νη φα­ντα­σία απλω­νό­ταν στις λε­ω­φό­ρους δεν σκαρ­φά­λω­νε σε βου­νά, πί­στευε σε έναν ή σε κα­νέ­ναν μα όχι σε ανά­μει­κτους θε­ούς, οχυ­ρω­νό­ταν για να αντι­με­τω­πί­σει τους εχθρούς της και όχι να τους συμ­φι­λιώ­σει. Ο δι­κός του διο­νυ­σια­κός ρο­μα­ντι­σμός γι­νό­ταν ται­νία επο­χής ή λα­ο­γρα­φία. Πό­σο μάλ­λον που οι αλ­λη­λε­πι­κα­λυ­πτό­με­νες κο­σμι­κές και συ­μπα­ντι­κές ανα­φο­ρές στο έρ­γο του δη­μιουρ­γού­σαν πα­λίρ­ροιες, οι οποί­ες κρυ­πτο­γρα­φούν ή ενί­ο­τε και αδι­κούν το απο­τέ­λε­σμα. Ή αλ­λιώς, το ιλιγ­γιώ­δες χά­ρι­σμα εί­χε και μια ανα­πό­φευ­κτη πα­ρε­νέρ­γεια εκτρο­πής, η οποία συ­χνά υπο­χρε­ώ­νει τον ανα­γνώ­στη, του­λά­χι­στον τον σύγ­χρο­νο, να κρα­τά­ει και πυ­ξί­δα και κό­σκι­νο· αρ­χι­κά για να δια­νύ­σει τον μαιαν­δρι­κό μα­ρα­θώ­νιο και με­τά για να κα­τα­στα­λά­ξει στις όχθες του ορ­μη­τι­κού σι­κε­λια­νι­κού πο­τα­μού. Για­τί —με­τα­ξύ μας μι­λώ­ντας— η εμ­μο­νή με την απαρ­τί­ω­ση, η προσ­δο­κία σύν­δε­σης κό­σμων και φύ­σης, η στα­θε­ρή βού­λη­ση να πεί­σει και όχι απλώς να ακου­στεί, ε αυ­τά, μοιά­ζουν βα­ρύ­γδου­πα πράγ­μα­τα, ανορ­θο­λο­γι­κά, με­γα­λο­μα­νια­κά ακό­μη και τό­τε· σκέ­ψου σε επο­χή που κά­θε ρε­α­λι­σμός και κά­θε τα­πει­νό­τη­τα ρέ­ουν μο­να­δι­κά και με­τρη­μέ­να σε κοι­νω­νι­κά δί­κτυα.

«Ο άκρα­τος λυ­ρι­σμός του [Σι­κε­λια­νού] απαι­τεί την κα­τα­βο­λή ενός υπερ­βο­λι­κού πο­σού ευ­πι­στί­ας, που κα­νείς σύγ­χρο­νος, νο­ή­μων και άξιος του ονό­μα­τος ανα­γνώ­στης δεν εί­ναι δια­τε­θει­μέ­νος να κα­τα­βά­λει»[19]

Μπο­ρεί το μέ­γα ζη­τού­με­νο να κα­τα­κλύ­ζει τις γραμ­μές του ποι­η­τι­κού του έρ­γου, αλ­λά πριν από κά­θε ερ­μη­νευ­τι­κό κεί­με­νο ήταν ο ίδιος που φρό­ντι­σε να καρ­φώ­σει εξαγ­γελ­τι­κά τις πα­ραλ­λα­γές του άπια­στου ιδε­ώ­δους· να ση­μά­νει κά­θε σε­λί­δα του «Προ­λό­γου στον Λυ­ρι­κό Βίο», όπως δια­φω­τι­στι­κά επι­ση­μαί­νει ο Μπουρ­να­ζά­κης, με κά­ποια εκ­δο­χή του —«αρ­ρα­γές, ενιαίο, άρ­τιο, ομό­κε­ντρος, το όλον…»— μα και με την αντί­θε­τη ή αντίρ­ρο­πη διά­στα­σή του —«δια­με­λι­σμέ­νος, δια­σπα­σμέ­νος, εκτρο­χια­σμός, συ­ντρι­βή…»[20]. Εν­δε­χο­μέ­νως για­τί πί­σω από τον πέ­τρι­νο οπτι­μι­σμό του —«ίσως ο πιο αι­σιό­δο­ξος Νε­ο­έλ­λη­νας ποι­η­τής», όπως τον απο­λο­γί­ζει η Βο­για­τζό­γλου[21]— υπήρ­χε πά­ντο­τε δια­θέ­σι­μη η πλα­στε­λί­νη που του επέ­τρε­πε να αξιο­ποιεί και την άνω­ση και τη βύ­θι­ση, και την ανα­ζή­τη­ση ενό­τη­τας στο παν και τη με­τω­πι­κή ενα­ντί­ω­ση σε ό,τι απο­φά­σι­ζε να αντι­πα­ρα­τε­θεί.

                Α, τό­σων χρό­νων όρ­γω­μα να μου κρα­τεί, κο­λό­να,
                τ' αδρό κορ­μί, για να στα­θώ ενά­ντιος στον αιώ­να
[22]

Και εί­ναι εν­δε­χο­μέ­νως το ίδιο δί­κο­πο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του έρ­γου του, το οποίο τον έκα­νε ενί­ο­τε να φα­ντά­ζει αγ­γε­λιο­φό­ρος χω­ρίς μή­νυ­μα —ή έστω χω­ρίς απο­δέ­κτες— αλ­λά ταυ­τό­χρο­να κρα­τού­σε το δια­χρο­νι­κό εκ­κρε­μές σε κά­ποια έκ­κε­ντρη ισορ­ρο­πία· τον ξε­χώ­ρι­ζε και τον απο­μά­κρυ­νε ταυ­το­χρό­νως. Εκεί­νοι που εί­χαν κα­τα­στα­τι­κή απο­στο­λή να τον «ξε­πε­ρά­σουν» —«το έρ­γο ενός ποι­η­τή που, σύμ­φω­να με όλα τα φαι­νό­με­να, καλ­λιερ­γεί ένα εί­δος ποί­η­σης το οποίο θέ­λουν να αφή­σουν πί­σω»[23]— έσπευ­δαν πα­νη­γυ­ρι­κά να τον ανα­γνω­ρί­σουν· τό­σο οι ση­μα­ντι­κό­τε­ροι επό­με­νοι ομό­τε­χνοί του (Ελύ­της, Σε­φέ­ρης, Ρί­τσος) όσο και οι κο­ρυ­φαί­οι των επαρ­κώς δια­φο­ρε­τι­κών μα επαρ­κώς διο­ρα­τι­κών σου­ρε­α­λι­στών (ο Εγ­γο­νό­που­λος και πρω­τί­στως ο Εμπει­ρί­κος με το ποί­η­μα του 1942 «Μέ­θε­ξις ή Ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός εί­ναι δι­κός μας»[24]), οι οποί­οι όχι μό­νο άντλη­σαν από την πη­γή αλ­λά και τον διεκ­δί­κη­σαν με ενάρ­γεια πα­ρά τη δι­κή του αμ­φι­θυ­μία απέ­να­ντι στο νέο ρεύ­μα.

                Κα­μιά δο­σο­λη­ψία εμπο­ρι­κή
                
Κα­μιά κα­τή­χη­σις
                
Κα­μιά συ­σκό­τι­σις
                
Κα­νέ­να ψεύ­δος
                
Δεν θα εμπο­δί­σουν τούς πι­στούς και θερ­μο­αί­μους
                
Να μην αφή­σουν να χα­θεί μια τέ­τοια ώρα
                
Η ωραία χώ­ρα των νε­φών η «Νε­φε­λώ­δης»
                
Να γί­νη απτή συ­γκε­κρι­μέ­νη χώ­ρα
[25]

Υπάρ­χει, λοι­πόν, και έτε­ρη ανά­γνω­ση, υπήρ­ξε εντέ­λει δεύ­τε­ρη ζωή, συ­νέ­χεια των στί­χων του στον λό­γο των επό­με­νων, με ρα­φές και πε­ρι­γρα­φές εξί­σου ση­μα­ντι­κές μα κι εξί­σου ασύμ­πτω­τες στις αφε­τη­ρί­ες τους, ίσως δι­καιω­μα­τι­κά ίσως και ανα­πό­φευ­κτα έτσι, όπως και η δι­κή του με­ταιχ­μια­κή δια­δρο­μή. Για λό­γους πά­ντο­τε ανα­γώ­γι­μους σε κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, αλ­λά με με­τα­βαλ­λό­με­νο κέ­ντρο βά­ρους ανά­λο­γα με τα φίλ­τρα κά­θε επο­χής και κά­θε με­λε­τη­τή του, ο σι­κε­λια­νι­κός λυ­ρι­σμός άντε­ξε την ανη­φό­ρα του χρό­νου με τρό­πο ασυ­νε­χή αλ­λά κυ­κλω­τι­κό. Αν μια πε­ρί­ο­δο αρ­γο­σβή­νει στο βά­θος του ορί­ζο­ντα, την επό­με­νη ανα­δύ­ε­ται εί­τε συ­γκε­κρι­μέ­νος —ως ποί­η­ση μο­να­δι­κής αφο­μοί­ω­σης της αρ­χαί­ας πλα­στι­κής τέ­χνης, όπως το ανα­δει­κνύ­ει ο Βαρ­θα­λί­της[26] εί­τε κα­θο­λι­κός ως μια γλώσ­σα αν­θε­κτι­κή «μέ­σα στην οποία η υπερ­βο­λή αυ­τή ακού­γε­ται φυ­σιο­λο­γι­κά, αβί­α­στα και —στις με­γά­λες στιγ­μές του— σαν την τρυ­φε­ρή, κου­βε­ντια­στή σχε­δόν, εκ­μυ­στή­ρευ­ση ενός πρό­ω­ρα χα­μέ­νου φί­λου», όπως το απο­τυ­πώ­νει ανε­ξί­τη­λα ο Κα­ψά­λης.[27] Μα και κά­πο­τε αλ­λά­ζο­ντας νευ­ρι­κά τα­χύ­τη­τες στον δρό­μο, σαν τρο­πι­κό­τη­τες στη γρα­φή, ως ποί­η­ση που «συν­δέ­ει πα­ρά­δο­ση και νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, κα­θι­στώ­ντας ανοί­κειο το οι­κείο και οι­κείο το ανοί­κειο, σύγ­χρο­νο το αρ­χέ­γο­νο και ασύγ­χρο­νο το πα­ρόν […] έξο­δος από τον χρό­νο αλ­λά μέ­σα στον ιστο­ρι­κό χρό­νο», όπως ενώ­νει κουκ­κί­δες με­τα­ξύ Μύ­θου και Ιστο­ρί­ας στον Σι­κε­λια­νό ο Μι­χα­ήλ,[28] ή ως εκεί­νος που «βά­ζει την ποί­η­ση στην υπη­ρε­σία της ιδέ­ας”», όπως στιγ­μιαία τον φω­το­γρά­φι­σε η Ρουκ.[29] Επι­στρέ­φει, εν­δε­χο­μέ­νως, και για­τί όσο κα­νείς επι­μέ­νει να τον (ξα­νά)δια­βά­ζει, τό­σο ανα­κα­λύ­πτει την εντυ­πω­σια­κή με­τε­ξέ­λι­ξη του ίδιου πά­ντα ποι­η­τή, μια ιδιαί­τε­ρη ποι­κι­λο­μορ­φία της ίδιας πά­ντο­τε ποι­η­τι­κής, την τα­λά­ντω­ση, εντός λί­γων στί­χων, από τα όρια του επι­στη­τού και του υπερ­βα­τι­κού ως την πλή­ρη απο­δο­χή του πε­πε­ρα­σμέ­νου και της κοι­νής μοί­ρας.

                Για­τί το ξέ­ρω· πιο βα­θιά κι απ᾿ το πη­χτόν αστρό­φως,
                
κρυμ­μέ­νος σαν αετός,
                
με πε­ρι­μέ­νει, εκεί που πια θεί­ος αρχί­ζει ζό­φος,
                
ο πρώ­τος μου εαυ­τός...
[30]

Ίσως, ακό­μη, για­τί από τη θέα των επό­με­νων 100 χρό­νων —στις γε­νιές του δι­κού μας ’20, με συ­νεί­δη­ση των αντι­φά­σε­ων που δια­τρά­νω­σε ο 20ός αιώ­νας— το ναρ­κο­θε­τη­μέ­νο ζη­τού­με­νο κά­ποιας ενό­τη­τας, μιας οι­κου­με­νι­κής απά­ντη­σης στις απει­λές που πε­ρι­κυ­κλώ­νουν οι­κο­συ­στή­μα­τα υπό κα­τάρ­ρευ­ση και κοι­νω­νί­ες δι­χα­σμέ­νες, μοιά­ζει άμε­σο και επεί­γον. Σε μια ελ­λει­πτι­κή τρο­χιά, λοι­πόν, ο Άγ­γε­λος Σι­κε­λια­νός, του­λά­χι­στον ο ύστε­ρος, μπο­ρεί να ιδω­θεί και ως ένας από τους πιο μα­ταιω­μέ­νους νε­ο­έλ­λη­νες ποι­η­τής ή ίσως ένας από τους πιο διο­ρα­τι­κούς ως προς το όριο με­τα­ξύ πλε­ο­νε­ξί­ας και αυ­το­κα­τα­στρο­φής.

                Μα μπρο­στά μου, ορθω­μέ­νη από τη βία
                
του χαλ­κά και της άμοι­ρης στορ­γής της,
                
δεν έβλε­πα άλ­λο απ᾿ την τρα­νήν αρκού­δα
                
με τις γα­λά­ζιες χά­ντρες στο κε­φά­λι,
                
μαρ­τυ­ρι­κό τε­ρά­στιο σύμ­βο­λο όλου
                
του κό­σμου, τω­ρι­νού και πε­ρα­σμέ­νου,
                
[…]
                Kι η καρ­διά μου, ως εβά­δι­ζα, βογ­γού­σε:
                
«Θα ρτει τά­χα πο­τέ, θε να ρτει η ώρα
                
που η ψυ­χή της αρκού­δας και του Γύ­φτου,
                
κι η ψυ­χή μου, που Μυ­η­μέ­νη την κρά­ζω,
                
θα γιορ­τά­σουν μα­ζί;»

Αν μη τι άλ­λο, κά­ποιος που εί­τε σε όλες τις οδούς που διέ­σχι­σε πά­σχι­ζε να εντο­πί­σει σκο­πό ύπαρ­ξης εντός κοι­νό­τη­τας, τό­σο στη μία όσο και στην άλ­λη άκρη του ψυ­χι­κού νή­μα­τος· και ίσως από αυ­τή τη μα­κρά ανα­ζή­τη­ση να αντλού­σε, ακό­μη και στις πιο σκλη­ρές στιγ­μές της δια­δρο­μής του, ένα ακα­τά­βλη­το υπό­λοι­πο ελ­πί­δας και κα­τά­φα­σης στη ζωή.

                Κι ως προ­χω­ρού­σα,
                και βρά­δια­ζε
[…]
                Κι όμως τέ­τοια ως να δι­ψού­σε
                
πλημ­μύ­ραν η καρ­διά μου […]
                ένα μούρ­μου­ρο απλώ­θη απά­νω­θέ μου,
                
ένα μούρ­μου­ρο,
                
κι έμοιαζ᾿ έλεε:
                
«Θα ρτει.» !
[31]

Η σύγ­χρο­νη φα­ντα­σία κα­τα­στρο­φής με­γά­λης κλί­μα­κας και η κυ­νι­κή ου­δε­τε­ρο­ποί­η­ση της εκ­με­τάλ­λευ­σης σε μι­κρή, εν­δε­χο­μέ­νως να κα­θι­στούν και το δι­κό του υψι­πε­τές σι­νιά­λο λι­γό­τε­ρο εξω­τι­κό ή αλα­φρο­ΐ­σκιω­το. Ίσως για­τί σή­με­ρα μπο­ρεί να δια­βα­στεί αλ­λιώς, όχι πλέ­ον ως υπό­σχε­ση αλ­λά ως μια αλ­λη­γο­ρι­κή διά­ψευ­ση της προσ­δο­κί­ας διαρ­κούς προ­ό­δου — μια από­το­μη επι­στρο­φή σε ρευ­στούς και­ρούς. Η ακό­μη, αντι­στρό­φως, για­τί σε πε­ρί­ο­δο δια­κιν­δύ­νευ­σης και αβε­βαιό­τη­τας, όταν ο πε­σι­μι­σμός εντός και εκτός λο­γο­τε­χνί­ας γί­νε­ται αυ­το­μα­τι­σμός και πό­ζα, το σι­κε­λια­νι­κό πα­ρά­δο­ξο επι­μο­νής τό­σο στη λα­γα­ρή απο­γύ­μνω­ση όσο και στη μυ­στι­κή απο­γεί­ω­ση, ίσως συ­μπυ­κνώ­νει ένα πο­λύ συ­γκαι­ρι­νό στίγ­μα και ταυ­τό­χρο­να ένα κοι­νό απω­θη­μέ­νο.

Ίσως, κλεί­νο­ντας, για­τί ο Σι­κε­λια­νός ήταν ένας ποι­η­τής που όσες ιδέ­ες πί­στε­ψε, όποιας προ­έ­λευ­σης και σύ­στα­σης —τη Με­γά­λη, τη Δελ­φι­κή, την Αντί­στα­ση και φυ­σι­κά την ιδέα για τον αυ­τό του—, τις κου­βα­λού­σε και αν χρεια­ζό­ταν τις φο­ρού­σε σαν μαν­δύα του Νέσ­σου, πλη­ρώ­νο­ντας τα λύ­τρα κά­θε επι­λο­γής του. Η αδιά­κο­πη κι ενί­ο­τε μα­νια­κή προ­σπά­θεια να τις εν­σω­μα­τώ­σει στη γρα­φή του εί­χε ανα­πό­δρα­στα κο­ρυ­φώ­σεις και υφέ­σεις· δια­τη­ρεί όμως κι ένα πο­λύ­τι­μο ποι­η­τι­κό φορ­τίο, όπως εκεί­νο το δια­χρο­νι­κό ίσως και «μέ­γι­στον μά­θη­μά» συ­νέ­χι­σης με­τά από κά­θε τέ­λος.

                δεν στα­μα­τά με­σο­στρα­τίς στην Αιω­νιό­τη,
                
μα, ως την πνοή του όλη την ξό­δε­ψε στο δώ­ρο
                
και την ψυ­χή του την εγύ­μνω­σεν η Αγά­πη,
                
γυ­μνό θα πά­ρει της Αβύσ­σου το στε­φά­νι!
[32]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: