Ψυχρή ειρήνη

Απόψεις, εκφράσεις και ορολογία που τα κείμενα αυτά εισήγαγαν για πρώτη φορά και που προκάλεσαν το μένος των ιεροεξεταστών του πνεύματος ως «αιρετικές», σήμερα εμφανίζονται σα να υιοθετούνται από τους ίδιους αυτούς πρώην ιεροεξεταστές και νυν «φιλελεύθερους» […] και γνωρίζουν λαμπρή σταδιοδρομία στην αγορά του πνεύματος — με απαραίτητο τίμημα βέβαια την επιμελή πάντοτε αποσιώπηση του αφετηριακού προβληματισμού τους.
[«Σημείωμα των εκδοτών» στο Βύρων Λεοντάρης, Η ποίηση της ήττας, Έρασμος 1983, σ. 9]

——————

Τα κείμενα που ακολουθούν φιλοδοξούν να θέσουν ορισμένες ερωτήσεις για τη σχέση μεταξύ του αισθητικού και του πολιτικού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, για τις προϋποθέσεις ανάπτυξης πρωτογενούς και κριτικού λόγου. Δεν απαντούν σε ερωτήματα· διερωτώνται για σχήματα και πρακτικές του παρόντος με αφορμή το επανερχόμενο αίτημα για μια λογοτεχνία με πολιτικό χαρακτήρα. Υπό μορφή θέσεων αναπτύσσεται ένας διάλογος από διαφορετικές γωνίες λήψης. Ξεκίνησε ως μια μεταξύ μας πυρετική κουβέντα στην οποία σταδιακά μπήκαν κανόνες για να αποκτήσει μορφή. Μακάρι να συνεχιστεί παραπέρα, όσο ακανόνιστα χρειαστεί.

——————



Για την ποίηση κάποιας νίκης

Αλέκος Λούντζης

I. Μελαγχολία χωρίς αναμέτρηση:

Η «αριστερή μελαγχολία» του Βασίλη Λαμπρόπουλου (2015 [1] επ.) μπορεί να διαβαστεί και ως επιμήκυνση, ίσως και μια διόρθωση τροχιάς στην «ποίηση της ήττας» του Βύρωνα Λεοντάρη (1963). Με όλες τις κλειστές και ανοιχτές στροφές του, ως κάθε σχήμα, είναι ενδεχομένως το μόνο που δοκιμάζει να ρίξει μια μεθοδική ματιά, εντός Ιστορίας, καταμεσής ή προς το τέλος και της δικής μας μικρής πόλης· έστω στα πέριξ μιας λογοτεχνίας που φιλοδοξεί να σηκώσει και το αρνητικό φορτίο, που ενδιαφέρεται ακόμη για κάποια αναμέτρηση πέραν του περιγράμματος της συντεχνίας — για παράδειγμα με κάποιο φαντασιακό αναγνωστικό κοινό. Οι εξαρχής θρυμματισμένες βεβαιότητες, χωρίς πρωτογενείς απώλειες και ορίζοντα απτής διεκδίκησης —άρα ούτε τη μακρινή πιθανότητα πένθους—, αφήνουν, ίσως, χώρο στη διαλεκτική, αλλά εξίσου αφήνουν και στους μεσάζοντες· σε λόγιους διαφημιστές και διαφημιζόμενους, στους αυθεντικούς ερμηνευτές παντός καιρού, που καταλαβαίνουν από ιδέες —ιδίως όταν αυτές αλλάζουν ρότα— και αποτάσσονται τα πάθη — ιδίως των άλλων. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως το περιβάλλον ανθίζει μόνο όταν ξεριζώσεις τα ζιζάνια. Στο ίδιο μελαγχολικό σχήμα, ωστόσο, καραδοκεί και η ρωγμή της αδιατάρακτης συνέχειας — σαν πειραγμένη αντίστροφη μέτρηση. Η δική μας εμπειρία πλοήγησης δεν ανταποκρίνεται διόλου στην εξελικτική ραστώνη του ύστερου μεταπολεμικού κόσμου· η νέα μεσοπολεμική εγρήγορση, που κοχλάζει καθώς εδραιώνεται, επιταχύνει σε αυτοκινητόδρομο με τυφλή στροφή μπροστά.

II.  Ιστορική παράμετρος και απόπειρα υπερβάσεων:

Όταν ο Μανόλης Λαμπρίδης ανέπτυσσε διεξοδικά, το 1955-56 στην Επιθεώρηση Τέχνης,[2] γιατί αφορισμοί όπως «αντιδραστικό» και «προπαγάνδα» δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αισθητικές κατηγορίες, και άρα λογοτεχνική κριτική, δεν παραβίαζε τις (επιλεκτικά) αόρατες θύρες της «ανοιχτής κοινωνίας». Η δίκοπη πράξη υπονόμευε κάθε οριακή ισορροπία και οι λέξεις δεν έκοβαν μόνο με τις ερμηνείες της πρωτοπορίας αλλά και με την ουρά των άμεσων —ιστορικών— συνειρμών. Η κριτική βροντούσε με παρρησία τα μανταλωμένα παράθυρα, τις ματαιώσεις ή/και τις εμμονές εκείνων για τους οποίους η ήττα, είτε την παραδέχονταν είτε όχι, ήταν καθημερινή, σκληρή κυριολεξία. Ωστόσο, ο Λαμπρίδης επιχειρηματολόγησε επίμονα και προδρομικά πως για να πούμε (ενδεχομένως και αλλιώς) τη δική μας, θα πρέπει να ακούσουμε ολόκληρη την ιστορία των άλλων. Θα έλεγε κανείς πως σταδιακά το έλυσε η επιστήμη ή έστω πως τελικά κάπως το χώνεψε —δύσκολα και αργά— η κρίσιμη μειοψηφία που, κι όταν έσβησε στα πράγματα, διατηρούσε ακόμη κάποια επιρροή στα γράμματα. Στα διαδοχικά επεισόδια της μεταπολίτευσης, μέχρι και σήμερα, γίνεται όλο και ευκρινέστερο πώς η εμπορική/διαφημιστική παράμετρος σταδιακά διαβρώνει κάθε άλλη κριτική προσέγγιση —την πολιτική, την αισθητική κ.ά.— κάθε αφήγησης, από τα πάνω, τα κάτω και όσων ταλανίζονται στον ημιώροφο.

    III. Κριτική μετά το τέλος της ιστορίας

    Δεν γράφεται πλέον, με τον μανδύα ή το φύλο συκής κάποιας ντροπαλής φιλολογίας, προκάτ ιδεολογική ή/και κατηχητική κριτική στα μέρη μας. Ούτε στην Athens Review of Books ούτε στη διάσπαση της BooksJournal ούτε καν όταν εργαλειοποιούνται μυθιστορήματα για την κλινική αποτύπωση μιας παλιάς μα πάντοτε επικίνδυνης ιστορικής «παθολογίας» — της αριστερής. Η χρήση ιατρικής ορολογίας για την προσέγγιση του Πολιτικού από τη σύγχρονη κριτική είναι μάλλον η τελευταία ζώνη πειθάρχησης πριν χάσει τελείως την ψυχραιμία και την αξιοπιστία της. Είναι αλήθεια πως όταν οι ίδιοι «πρώην» γίνονται μείζονες επόμενοι, η ιστορία δεν γνωρίζει κενά. Άνθρωποι που ίσως αισθάνονται άβολα στην πλευρά της ιστορίας που καταστάλαξαν, ενδεχομένως όσο και στην άλλη, μοιάζουν να πασχίζουν διαρκώς να πείσουν —κάποιον εσωτερικό επόπτη ή/και την οικουμένη ολόκληρη— για τις επιλογές τους, για το δίκιο τους —και τότε και τώρα—, για την επιφοίτηση που τους έσωσε από τις μεταδοτικές ασθένειες. Σε κάθε εμμονική πολιτική αναφορά, σε κάθε ανάθεμα αχνοφαίνονται ίχνη απολογίας — φαντάσματα της νικηφόρας «ωρίμανσης». Αν εντοπίζεται κι εδώ ένα τραύμα, αυτό, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την σύγχρονη κριτική, δεν έχει πλέον τη φόρτιση του μεταπολεμικού κόσμου ούτε την τήξη υλικών της μεταπολίτευσης. Είναι προτιμότερο να βρίσκεσαι στον αφρό με όλους τους καιρούς, με το σηκωμένο φρύδι και τον επαγγελματισμό υπευθύνου πωλήσεων· να υπηρετείς τον σκοπό της ιδεολογικής «εξυγίανσης» και της προσωπικής ατζέντας με την ίδια στεκιά, αλλά να έχεις ταυτόχρονα ένα κείμενο έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο. Γι’ αυτό και ο κριτικός λόγος της εποχής μοιάζει περισσότερο με στρατευμένη διαφήμιση παρά με υπερχείλιση όποιου πολιτικού πάθους. Είναι συνειδητά και αποφασιστικά μέτριος, χωρίς πικρίες για το παρελθόν και χωρίς γλύκες που κινδυνεύει να τις βρει μπροστά του στο μέλλον. Προσαρμοστικός σε κάθε βολικό συγκείμενο, ανεκτικός σε ό,τι ενσωματώνεται, αμείλικτα συσπειρωμένος αν τύχει να αμφισβητηθεί η κατακτημένη «αμεροληψία» του είτε στη μία τονικότητα είτε στην άλλη, εδώ ή οπουδήποτε αλλού. Αυτή η «ετοιμότητα μετακίνησης» εντός περιφραγμένου πεδίου είναι το κάδρο και το κάστρο της ηγεμονίας σήμερα.

    IV. Η ώριμη αδράνεια της γραμμένης σελίδας:

    Τι σόι «μελαγχολία» είναι τούτη που κουβαλάμε και μας κουβαλάει καθηλωμένους στον ανεμόμυλο; Πώς γίνεται να μην διεκδικήσει κανείς έστω μια μικρή χαραμάδα νίκης στον καιρό του; Πόσο καταναλωτές του εαυτού μας γινόμαστε συντάσσοντας αυτοβιογραφίες από τα 30; Σ’ έναν κρίσιμο επόμενο τόνο, ο Λεοντάρης θα γράψει πως το πρόβλημα της “πολιτικής ποίησης” δεν το θέτει εκείνη για τον εαυτό της αλλά «η πολιτική εξουσία εναντίον του ποιητή και της ποίησης».[3] Η πυκνή αυτή φράση είναι ενδεικτική της πολυσημίας και της ιστορικότητας κάθε ανάλογης απόφανσης· είναι ενδεχομένως και έναυσμα για μια γενναία παραδοχή. Οι προτεραιότητες και οι συνθήκες κορεσμού ήταν εκείνες —έτσι ιδωμένες, για παράδειγμα, στο μέσον της δεκαετίας του 1950 από τον Λαμπρίδη και του 1970 (τη στιγμή της μεταπολίτευσης) από τον Λεοντάρη— και είναι αυτές που είναι, όπως τουλάχιστον φαίνονται σε μας, στο παρόν. Δεν μπορούμε να τις σηκώσουμε μόνο με μοχλό παλιών σημειώσεων [4] ούτε να τις παραποιήσουμε για να ταιριάζουν γάντι σε κάθε επόμενη σελίδα — ιδίως σε μια ριζικά διαφορετική «στιγμή» που εξαϋλώνει κυνικά όσα κοινά έχουν απομείνει· αν τυχόν ερωτηθεί, τα προσφωνεί με παιγνιώδεις κωδικές ονομασίες, π.χ. κλιματική «αλλαγή». Σήμερα, κάποιες και κάποιοι αναζητούμε εσπευσμένα μια λογοτεχνία με πολιτικό έρεισμα, χωρίς διδακτισμό και υμνολογία, αναμετρώμενη με τις αντιφάσεις της/μας, με γλώσσα ικανή να μεταφέρει τα πολύτιμα φορτία του παρελθόντος, αλλά και να ζυμωθεί με τα υλικά που ζυγίζονται στο παρόν. Και ποιος δεν θα την ήθελε δηλαδή; Ο ηγεμονικός λόγος θα ήταν ο πρώτος που θα την χαιρέτιζε, έστω στην ανακλαστική προσπάθεια προσάρτησης, κι εμείς θα βρίσκαμε οικεία πρότυπα να μιμηθούμε ή να μετρηθούμε — μήπως μπορέσουμε κάποτε να φέρουμε ως παράδειγμα και ζωντανούς, διαταράσσοντας τη μακαριότητά μας. Άλλως, ας μείνουμε με ό,τι υπάρχει, χωρίς μεμψιμοιρία, και ας περιμένουμε την επικράτηση της αγίας επετηρίδας για να λογαριαστούμε με τους επόμενους· εκεί οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας, ακόμη και αν δεν κουνήσουμε δαχτυλάκι.


    V. Ανταγωνισμοί της δικής μας βάρδιας:

    Τα τελευταία χρόνια η πλέον συγκροτημένη διεκδίκηση χώρου και λόγου στο πεδίο σφραγίζεται από την ανάδυση της queer λογοτεχνίας και ως αίτημα και ως εύφλεκτη πρώτη ύλη (αν όχι στίχοι που ανατρέπουν ή κινητοποιούν καθεστώτα και μάζες, τουλάχιστον πρόζα που επηρεάζει κάποιων τη ζωή ή έστω εμφανίζει μέρος του φιλμ της). Όπως σε όλα τα δυναμικά φανερώματα, παρατηρούνται αντιφάσεις, εντάσεις, προβολή και απαξίωση — όλα τα χαρακτηριστικά που χωράνε στο επίθετο «ανταγωνιστικό» και ταλανίζονται από το ουσιαστικό «ενσωμάτωση». Μεταξύ τους και η διακριτική έλξη της αποκλειστικής προτεραιότητας. Γιατί, τουλάχιστον στη λογοτεχνία, κάθε ταυτότητα, άρα και η έμφυλη, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχήμα αφαίρεσης —όσο πιο διεκδικητικό τόσο πιο ευρύχωρο— και όχι δελτίο με τη φάτσα μας ή/και τον λογαριασμό μας στα κοινωνικά δίκτυα. Το συνεχές, ανάμεσα σε λόγο που απαιτεί ορατότητα και αμφισβητεί κριτικά —ενίοτε εκρηκτικά— τις εδραιωμένες ερμηνείες και σ’ ένα μοτίβο επιτέλεσης πράξεων παραχώρησης —για να βρούμε κι εμείς μια θεσούλα στην πλατεία—, είναι διαχρονικό όσο και ανοιχτό στην έκβαση. Είναι, επίσης, είτε το θέλει είτε το περιφρονεί, ενταγμένο σε έναν ευρύτερο ανταγωνισμό πολιτικών, ιεραρχιών και ταυτοτήτων. Επ’ αυτού όλα συνεχίζονται…

    VI. Η μισή γοητεία του «αρνητικού»:

    Απέχουμε σταθερά από τον δοκιμιακό λόγο, ίσως γιατί δεν είναι πολύ «καλλιτεχνική» ενασχόληση — πάντως σίγουρα πιο σχολαστική. Δεν τολμάμε να γράψουμε μισή αρνητική κριτική ούτε και να σταθούμε δυο λεπτά σε διασταύρωση με τα ονόματά μας· καλύτερα να τα ’χεις καλά με όλους — δεν ξέρεις πού και πότε θα σου χρειαστούν. Με ζηλευτή, είναι αλήθεια, ακρίβεια μιμηθήκαμε τις βασικές γραμμές που μας στένευαν ή μας εξόργιζαν στο ξεκίνημα. Όταν και όσο χρειάστηκε τις προσαρμόσαμε, τις φέραμε για να χωράμε και στις εκδόσεις επί πληρωμή και στη διγλωσσία αναλόγως ακροατηρίου —στις ίσες αποστάσεις ακόμη κι όταν δεν κινείται τίποτα—, στην υπεροψία των μεσαζόντων —ή ημών στη θέση τους— έναντι της αγωνίας των χειρογράφων, στην προχειρότητα της δουλειάς που πολλαπλασιάζει τις εμφανίσεις στη «σκηνή», στην αυτοδιαφήμιση με παλιά και νέα μέσα, σε ό,τι απαιτεί η συγκυρία. Κατά μόνας, είμαστε ενίοτε εξίσου καταγγελτικοί με την εφηβεία μας — στην ανάγκη πετάμε στη φωτιά ένα αθυρόστομο ψευδώνυμο.

    VII. Η φαντασία μιας τομής: 

    Κανείς δεν θέλει πάνω του τη στάμπα του νικητή —κυρίως τον φθόνο της—, σε κανέναν δεν αρέσει να χάνει — τουλάχιστον όχι χωρίς εξασφαλισμένο παρηγορητή. Ούτε νίκη, λοιπόν, ούτε ήττα επί του πεδίου. Τ’ ανάμεσό τους θα ήταν ίσως μία άοσμη ισοπαλία που δεν κάνει όχι για αισθητική κατηγορία αλλά ούτε για λόγο εκφώνησης βραβείων. Γυρίζοντας στην αρχή, ενδεχομένως και γύρω από τον γρίφο κάθε εποχής, η σχηματοποίηση μιας «τομής» είναι το πιο δύσκολο των εγχειρημάτων — η πιο γλυκιά αοριστία. Ακούγεται ωραία η φράση «μην το αναμασάμε άλλο, ας ξεπεράσουμε το τραύμα», αλλά τι σημαίνει ακριβώς και τι έχουμε ν’ αντιπροτείνουμε; Η τυμβωρυχία δεν θέλγει κανέναν, αλλά πού βρίσκεται η έξοδος στο ξέφωτο; Να αφιερωθούμε αποκλειστικά σε φαντασίες για κινήματα ή καταστροφές του μέλλοντος, να λουφάξουμε σε κάποιον μετασυμβολισμό που θα τον ερμηνεύσει η επόμενη υπηρεσία; Μια δειλή εκκίνηση θα ήταν, ίσως, να γράψουμε λίγες προγραμματικές αράδες για τις ραφές που είναι περασμένες πάνω μας και για το ξήλωμα που επιδιώκουμε, κυρίως για τον τρόπο του — με χειραφετητικό, ανανεωτικό, συμπεριληπτικό, κάποιο τέλος πάντων θετικό πρόταγμα. Ν’ ανοίξουμε ονομαστικό λογαριασμό στο πεδίο με τις δικές μας μικρές καταθέσεις, πρωτότυπες ή/και κριτικές. Να σχηματίσουμε έναν κύκλο, ο οποίος τουλάχιστον να ονομάσει μια ορατή περίμετρο, μακάρι και να την υπερβεί. Να συνεισφέρουμε σε έντυπα χωρίς τον φόβο της επόμενης σελίδας ή/και να φτιάξουμε ένα Σωματείο «γραφιάδων» διεκδικώντας σεβασμό για το αποτέλεσμα της εργασίας και τον κόπο μας. Να αντιγράψουμε, να διαγράψουμε και να υπογράψουμε ό,τι προκύψει ως πρόταση — ας είναι και λειψή. Εν τέλει να κριθούμε κι εμείς για αλλαγή.

       

      Ψυχρή ειρήνη

      Για μια ποιητική τής μη ήττας

      Παναγιώτης Ελ Γκεντί



      I. Μελαγχολία μετά την αναμέτρηση:

      Το επιδραστικότερο μάλλον ερμηνευτικό και γραμματολογικό σχήμα των (νεοελληνικών) ημερών μας αναφορικά με τη σύγχρονη ποίηση είναι αυτό του Βασίλη Λαμπρόπουλου για την «αριστερή μελαγχολία».[5] Το σχήμα εδράζεται αφ’ ενός στην αιχμηρή εννοιολόγηση του Walter Benjamin και αφ’ ετέρου στη σύγχρονη συζήτηση περί «αριστερής μελαγχολίας» ως πολιτισμικού φαινομένου.[6] Εστιάζοντας στην αδυναμία ενός ολόκληρου, αν και πολλαπλά αντιφατικού, σύμπαντος αναφορών να ξεπεράσει το τραύμα που προήλθε με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η «αριστερή μελαγχολία» προβάλλει ένα δίπολο νικητών και ηττημένων σε ιστορικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Στα καθ’ ημάς, γεγονότα όπως η περίοδος της οικονομικής κρίσης, ο Δεκέμβρης του 2008 ή το δημοψήφισμα του 2015, πλαισιώνουν και εμπλουτίζουν την «αριστερή μελαγχολία» ως κατηγορία πολιτισμικής ανάλυσης. Σε μια καίρια κριτική επεξεργασία του εύφλεκτου σχήματος, η Wendy Brown επιχειρηματολόγησε πειστικά ότι η «αριστερή μελαγχολία» αποτελεί συντηρητική τάση, η οποία απομακρύνει από την όποια ριζοσπαστικότητα και άρα από την όποια αλλαγή.[7] Μελαγχολικοί και ηττημένοι όντες, πώς θα θρηνήσουμε ό,τι χάθηκε και ό,τι δεν συνέβη και πώς θα επανεφεύρουμε μια γλώσσα και μια ποιητική της μη ήττας; Πώς θα καταστήσουμε τη μελαγχολία μας σχήμα διαρκώς διαφεύγον;

      II. Η κρυφή γοητεία της άρνησης:

      Επαγγελματίες κριτικοί γνωμοδοτούν και ομνύουν pro domo, επινοώντας έναν κριτικό λόγο της νίκης. Η νίκη τους συνίσταται εν μέρει στην κατά το δοκούν υιοθέτηση των σύγχρονων ιστοριογραφικών σχημάτων και εν μέρει στην άσκηση πολιτικής κριτικής επί της σύγχρονης λογοτεχνίας. Πρώην κομμουνιστές ή/και αριστεριστές μετατρέπονται στους πιο σφοδρούς ψυχροπολεμικούς σταυροφόρους και κήρυκες του νεοσυντηρητισμού – το φαινόμενο έχει περιγραφεί ανεξίτηλα από τη Hannah Arendt.[8] Όσα θέματα ανακινήθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1950 και εν μέρει επιλύθηκαν αργότερα, σήμερα επιστρέφουν ως φαντάσματα ενός κριτικού ηγεμονικού λόγου. Ο Benjamin προδρομικά διαχώρισε την αισθητικοποίηση της πολιτικής από την πολιτικοποίηση της τέχνης και οραματίστηκε μια αισθητική κριτική, η οποία θα βλέπει τα έργα και τη λειτουργία τους εντός πολιτισμικού πλαισίου.[9] Εγγύτερα στις μέρες μας, ο Jacques Rancière μελέτησε μεθοδικά τη σχέση και σύζευξη αισθητικών και πολιτικών πρακτικών, τον μερισμό του αισθητού, πέρα από στερεοτυπικές και αναχρονιστικές παλινωδίες.[10] Όσοι σήμερα επιμένουν σε σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, όσοι δικάζουν αποκλειστικά τους νεκρούς, όσοι ερεθίζονται ανακλαστικά, ως μαινόμενοι ταύροι, με κάθε κόκκινο πανί, δεν ασκούν λογοτεχνική κριτική – μάλλον και καμία άλλη κριτική διεργασία. Ποιος άραγε θα (επι)κρίνει τους (επι)κριτές του;

      III. Λογοτεχνία μέχρι το τέλος της κριτικής:

      Ένα ευρύ δίκτυο μεσαζόντων συνδράμει στη δημιουργία πελατειακών σχέσεων, τον αυτοματισμό και την οικοδόμηση (και οικονομικών) εξαρτήσεων. Οι επαγγελματίες κριτικοί, άλλοι ευκολογράφοι, άλλοι προχειρογράφοι και άλλοι φιλικογράφοι, απολαμβάνουν το επίπλαστο κύρος τους· οι εκδότες, άλλοι διευθυντές ταχυφαγείων, άλλοι χονδρέμποροι και άλλοι ανταγωνιστικοί επιχειρηματίες, επιδίδονται σε αγώνες δρόμου, επιμηκύνοντας συνεχώς και ευτελίζοντας διαρκώς τον κατάλογο του εκδοτικού τους οίκου· οι συγγραφείς, άλλοι έρμαια των λύκων, άλλοι καλά παίζοντας το παιχνίδι της δημοσιότητας και άλλοι ασμένως χαριεντιζόμενοι με την κρατική εξουσία, ξεροσταλιάζουν για κάποιο από τα πολυπόθητα βραβεία. Οι πλείστοι εξ αυτών απολαμβάνουν τον μηρυκασμό – εφοδιάζουν το πεδίο δίχως επιθυμία αλλαγής και αναδιάταξής του, αναπαράγοντας τις υπάρχουσες σχέσεις εξάρτησης· καθίστανται έτσι ισόβιοι καταναλωτές – ούτε παραγωγοί ούτε συμμέτοχοι.[11] Το πεδίο πάσχει όχι από τους μεσάζοντες καθαυτούς, αλλά από το καταναλωτικό και –γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο– εγγενώς αντιδημοκρατικό τους πνεύμα.[12] Πώς να μην είμαστε μελαγχολικοί, αν όχι σφόδρα ηττημένοι, από την πλήρη κατίσχυση του διαφημιστικού μοντέλου; Πώς θα αναδιατάξουμε το πεδίο, αναδιατάσσοντας συγχρόνως και την αντίληψή μας για αυτό;

      IV. Η εξαντλητική χαρτογράφηση του τραύματος:

      Το συλλογικό τραύμα, ως απόρροια της ιστορικής συγκυρίας των τελευταίων δεκαετιών, παραμένει ανεπούλωτο, χαίνον και κομβικής σημασίας για την καλλιτεχνική και πολιτική υπόσταση των νεότερων λογοτεχνών. Ο Dominick LaCapra κάνει μια ενδιαφέρουσα διάκριση ανάμεσα στην ιστορικοποίηση του τραύματος από τη μία πλευρά (γράφω για το τραύμα) και τη διαρκή αναβίωσή του μέσω της γραφής από την άλλη (γράφω το τραύμα).[13] Αυτό που περιγράφει ο Λαμπρόπουλος ως «αριστερή μελαγχολία» της «ποιητικής γενιάς του 2000» ενέχει καταστατικά τη μη ιστορικοποίηση του τραύματος – οι σύγχρονοι λογοτέχνες γράφουν και ξαναγράφουν το τραύμα. Ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, από την ποίηση μέχρι το μυθιστόρημα, άλλοτε στη συγχρονία και άλλοτε στη διαχρονία, με αναγωγή σε ένα απώτερο ή απώτατο ιστορικό παρελθόν, ανακαλεί το τραύμα με μια αντίληψη περί χρόνου συμπιεσμένη στο παρόν. Αυτός ο παροντισμός, ως καθεστώς ιστορικότητας, τρόπου δηλαδή κατανόησης του χρόνου, συνδέεται με την ανάδυση, εγκαθίδρυση και παγίωση του νεοφιλελευθερισμού — απουσία μέλλοντος, απόσυρση στην ιδιωτικότητα, υποκειμενισμός υπό την έννοια του ατομισμού, διαρκής εξαφάνιση από το προσκήνιο ενός δρώντος «εμείς».[14] Για πόσο ακόμη θα ξύνουμε και θα γράφουμε τις πληγές μας; Πώς θα δραπετεύσουμε από ένα διαρκές παρόν, χωρίς πρώτα να βρούμε τα κλειδιά για την αλλαγή του;

      V. Το προσωπικό βίωμα ως ώριμος καρπός:

      Ο «λυρικός τόνος», οι «χαμηλές φωνές», η «αποτύπωση του οικιακού δράματος», το «προσωπικό βίωμα», πρωτίστως αυτό, κατακλύζουν τη σύγχρονη λογοτεχνία. Άνθρωποι των 20 και των 30 ετών αυτοβιογραφούνται συνεχώς, εκθέτουν τα παθήματα του βίου τους, προσπαθούν να καρφώσουν το μαχαίρι μέχρι το —δικό τους— κόκαλο. Το φαινόμενο, όχι άγνωστο και στο παρελθόν, γνωρίζει πλέον μια ποιοτική μεταβολή, η οποία σχετίζεται με τις συνθήκες γέννησης αυτών των έργων. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί μόνο ένα οικονομικό μοντέλο ούτε μόνο μια οργάνωση του κοινωνικού πεδίου – συνιστά ορθολογικότητα, η οποία προωθεί μια διαδικασία υποκειμενοποίησης των ατόμων εντός του δεδομένου κανονιστικού πλαισίου.[15] Εντασσόμενη στο πλαίσιο των ταυτοτικών πολιτικών και των δικαιωμάτων, αυτή η αυτοβιογραφικότητα έτυχε δριμείας κριτικής από τον Eric Hobsbawm: «Μια ιστορία γραμμένη μόνο για τους Εβραίους (ή τους Αφροαμερικανούς, τους Έλληνες, τις γυναίκες, τους προλετάριους, τους ομοφυλόφιλους) δεν μπορεί να είναι καλή ιστορία, έστω κι αν μπορεί να παρηγορεί όσους την ασκούν».[16] Η κριτική άλλοτε εξυμνεί αυτή την «υποκειμενική» γραφή ως «αυθεντική» και άλλοτε την προσπερνά ως ανάξια λόγου, υιοθετώντας το μεταϊδεολογικό αφήγημα του νέου ανθρωπισμού – ο οποίος, βεβαίως, συμπορεύεται με τον νεοσυντηρητισμό στο πολιτικό πεδίο και τους κατά καιρούς (δικαιωματικούς, ταυτοτικούς κ.ο.κ.) συρμούς της πολιτικής/κυβερνητικής ατζέντας. Τι αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτόν τον συρφετό βιωματισμού, αυτοαναφορικότητας και ομφαλοσκόπησης; Με ποια κριτήρια προσεγγίζει η κριτική ένα κείμενο, το οποίο συνιστά κατ’ ουσίαν μια μαρτυρία βίου, αλλά όχι απαραίτητα, και πάντως όχι εξ αυτού, λογοτεχνία; Πώς το βίωμα αποκλεισμού ή και ήττας μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια γραφή της μη ήττας, υπερβαίνοντας το δίπολο (πολιτικό) βίωμα/(αισθητική) κριτική;

      VI. Ανταγωνισμοί στον πληθυντικό του παρόντος:

      Ομάδες, συλλογικότητες και συσσωματώσεις διεκδικούν παγκοσμίως μέσω της γραφής μια θέση στην πλατεία. Η ανάδυση και πολιτικοποίηση της μνήμης, η γραφή ως απόδοση δικαιοσύνης και η ιστορία ως αποκάλυψη στο hic et nunc διαγράφουν ένα πεδίο συγκροτημένης διεκδίκησης, ριζοσπαστικής πράξης και πολιτικής παρέμβασης. Η queer λογοτεχνία ως κατ’ εξοχήν –αλλά όχι αποκλειστικός– συγκαιρινός μας εκφραστής τέτοιου είδους αιτημάτων οφείλει να αποτελεί μια γραφή όχι καλοχωνεμένη, αλλά διαρκώς εν εξελίξει· να μη χωράει στα γραμματολογικά και ιδεολογικά καλούπια της κριτικής. Περνώντας από τη θεωρία στην πράξη, ο Douglas Crimp συνόψισε μια διαδικασία μελαγχολική κατά βάσιν αλλά ανοιχτή στην ενδεχομενικότητα της υπέρβασης: «πένθος και αγωνιστικότητα».[17] Ίσως σε αυτή τη γραμμή πλεύσης, ξεφεύγοντας από τη μελαγχολία, η queer λογοτεχνία να μπορέσει αγωνιστικά να θρηνήσει, επινοώντας εκ νέου εκείνες τις τροπικότητες που συνδέουν το ατομικό με το συλλογικό, το αισθητικό με το πολιτικό. Θα το κάνει ή θα συνεχίσει παραδομένη στην –κατά μείζονα λόγο– αυνανιστική της αυτοαναφορικότητα; Θα το κάνει ή θα εξακολουθήσει να γίνεται έρμαιο ενός σύγχρονου κριτικού απολιτικού λόγου περί δικαιωμάτων, ο οποίος βαδίζει χέρι-χέρι με την ομοκανονικότητα και τον νεοσυντηρητισμό;

      VII. Για μια ρωγμή στο έδαφος:

      Η σύγχρονη λογοτεχνία πασχίζει να επανεφεύρει το πολιτικό και η σύγχρονη κριτική να αποδεσμευτεί από τις ιδεολογικές της αγκυλώσεις. Και οι δύο πρέπει να βρουν μια νέα γλώσσα και μια νέα ποιητική παρουσίας τους στη δημόσια σφαίρα, εάν θέλουν να μην αποτελούν περίγελο, εμποροπανήγυρη ή ναρκισσιστικό κάτοπτρο. Τόσο η λογοτεχνία όσο και η κριτική οφείλουν να αναλογιστούν την ευθύνη τους απέναντι στο ιστορικό παρελθόν, τα μελαγχολικά υποκείμενα του παρόντος και τους επόμενους. Ένας λόγος της μη ήττας είναι εφικτός, μόνο αν διαφύγουμε από τα σχήματα της νίκης και τα αντίθετά τους. Η μελαγχολία μας μπορεί να λειτουργήσει, εντός του πολιτικού και εντός του αισθητικού, υπό την έννοια της μη συνθηκολόγησης – μόνο μέσω της ιστορικοποίησης δηλαδή. Η μη ήττα δεν δηλώνει ισοπαλία, δεν δηλώνει αναμονή ή ίσες αποστάσεις· προσδιορίζει τον μετασχηματισμό της ιστορικής εμπειρίας σε ποιητική ύλη, προσδιορίζει έναν λόγο, ο οποίος έχει διαφύγει από την περίσταση και το άτομο, κατευθυνόμενος προς ευρύτερες περιοχές – συλλογικές. Το τραύμα, το πένθος και ο θρήνος για ό,τι χαμένο και για ό,τι δεν συνέβη συνιστούν την αφετηρία ενός αγώνα με πολιτικό πρόσημο, ο οποίος –εντός πεδίου– διεξάγεται μέσω αισθητικών κατηγοριών. Η επανεννοιολόγηση του αισθητικού μέσω του πολιτικού και, αντιστρόφως, ο επαναπροσδιορισμός του πολιτικού μέσω του αισθητικού ίσως αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα του (μελαγχολικού) παρόντος. Ας είμαστε πρόθυμοι και διαθέσιμοι να αγωνιστούμε έναν αγώνα ίσως και άγονο, αλλά πάντως δικό μας.


       


      Το πεδίο είναι ανομοιογενές και αντιφατικό. Ο λόγος για τα ίδια τα έργα θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα και ανοιχτό χώρο για σύγκριση, αντιπαράθεση, κάποια σκέψη πέραν της «προσιτής πολυτέλειας» και της ανταλλαγής φιλοφρονήσεων σε κλειστό κύκλωμα. Εδώ ασχοληθήκαμε με την εν λόγω «στένωση», γιατί για να αλλάξει κάτι ίσως πρέπει κάποια στιγμή να βάλουμε κι εμείς ένα λιθαράκι. Ο μανιφεστισμός στις μέρες μας μοιάζει να επιστρέφει μόνο ως φάρσα. Ίσως γι’ αυτό παραμένει πεισματικά εκείνος στην παραλία του κι εμείς στα δικά μας λιμνάζοντα ύδατα. Εν προκειμένω αναλαμβάνουμε την ευθύνη και της ενδεχόμενης φάρσας και της επιστροφής της απ’ όπου και αν προέρχεται. Η υποκειμενική καταγραφή ήταν επιγραμματική και, φυσικά, υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις για κάθε σημείο και, ευτυχώς, σε αρκετά ακόμη σημεία. Αν δεν υπήρχαν, είναι πολύ πιθανό να μην έφτανε το κίνητρο για το συγκεκριμένο σινιάλο.

      ——————

      Α. Λούντζης - Π. Ελ Γκεντί

      Ιούνιος - Αύγουστος 2022

       

       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: