Ένα σχόλιο για την «Έρημη γη»

Ο μαθητής Η.Λ.
Ο μαθητής Η.Λ.



Τον Μάιο του 1992 το περιοδικό Η λέξη στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Κάλβου διοργάνωσε μια «Βραδιά Κάλβου» στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας. Ανάμεσα στους ομιλητές ήμουν κι εγώ, με θέμα της ομιλίας μου τη λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, πρόσληψη του Κάλβου εξαιτίας της άγνοιας ή της αγνόησης της ιταλικής του διαμόρφωσης και του ιταλικού ποιητικού έργου του. Έλεγα ότι ο Κάλβος δεν ήξερε καλά τα ελληνικά, ότι πολλές γλωσσικές διατυπώσεις των Ωδών δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν παρά μόνο ως ιταλισμοί, και ότι ένα μέρος από τη γοητεία της ποίησής του οφείλεται σε αυτές τις διατυπώσεις: στην έκπληξη, στο γλωσσικό μη αναμενόμενο, το οποίο προκαλούν εκφράσεις της που ο Κάλβος έχει συλλάβει στα ιταλικά και μεταφέρει κατά λέξη στα ελληνικά. Δεν είχα καλά-καλά τελειώσει την ομιλία μου, όταν ένας από τους ακροατές προχώρησε τρεκλίζοντας από το βάθος της αίθουσας στο τραπέζι των ομιλητών και με τρεμουλιαστή, όμως δυνατή, φωνή – ήταν φανερό ότι ήταν μεθυσμένος – και με έντονα ειρωνικό τόνο με ευχαρίστησε για την ανακούφιση που του έδινα. «Λέγομαι Ηλίας Λάγιος», φώναξε, «και τυχαίνει να γράφω ποιήματα. Όμως είμαι κακός ποιητής. Αλλά μετά από αυτά που είπατε, μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, αφού γνωρίζω ατελώς τρεις ξένες γλώσσες, κι έτσι μπορώ να ελπίζω ότι σε μια τουλάχιστον από αυτές θα μπορέσω να γράψω καλά ποιήματα». Και αποχώρησε επιδεικτικά συνοδευόμενος από δύο ακροατές που τρέκλιζαν κι αυτοί.

Στην αίθουσα δημιουργήθηκε αναταραχή. Πολλοί γελούσαν, άλλοι χειροκροτούσαν. Προσπάθησα να διασκεδάσω την αμηχανία μου απαντώντας με ανάλογο πνεύμα: «Αν γνωρίζετε ατελώς τρεις γλώσσες, έχετε πιθανότητα να γίνεται τρεις φορές καλός ποιητής», είπα δυνατά – όμως ο αγανακτισμένος ακροατής δεν με άκουσε (όπως μου είπε αργότερα), γιατί είχε ήδη φτάσει στην έξοδο. Η τάξη αποκαταστάθηκε και η βραδιά συνεχίστηκε με τη συνήθη μετά τις εισηγήσεις συζήτηση.

Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον Ηλία Λάγιο, γνωριμία επεισοδιακή που πολύ γρήγορα επρόκειτο να εξελιχθεί σε αδελφική φιλία. Δεν τον είχα δει ποτέ μου προηγουμένως, όμως είχα διαβάσει ποιήματά του, τα Κατά Αλέξιον και Μαρίαν, που μου είχαν αρέσει, και τις παρωδίες του της Συνεστιάσεως, που με είχαν εντυπωσιάσει με την τεχνική τους δεξιότητα. Δύο μέρες μετά το επεισόδιο μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο της Εστίας τον είδα να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο. Με είδε κι αυτός και με πλησίασε. «Με συγχωρείς γι’ αυτό που έγινε προχτές», είπε, «δεν ήμουν στην κατάσταση που είμαι τώρα. Αλλά και σου το φύλαγα». «Μου το φύλαγες;», απόρεσα· «γιατί;». «Πάμε να πιούμε έναν καφέ;», μου είπε· «θα σου εξηγήσω».

Πήγαμε στη «Διάνα», στην καφετέρια της Ασκληπιού, όπου, από τότε θα συναντιόμαστε κάθε Σάββατο μεσημέρι, και μου εξήγησε. Μου είπε πως μερικά χρόνια πριν, το 1984, μου είχε στείλει ένα βιβλίο, τις Ασκήσεις, που είχε τυπώσει με το ψευδώνυμο Αλέξης Φωκάς, και ότι το θεωρούσε απαράδεκτο, μεγάλη αγένεια, ότι δεν του είχα στείλει ούτε ένα σημείωμα για να του δείξω ότι το έλαβα· για να του πω τη γνώμη μου όχι για όλο το βιβλίο, που άλλωστε τώρα το είχε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, αφήσει πίσω του, αλλά για να του πω πώς μου φάνηκε ένα από τα ποιήματα του βιβλίου, η Έρημη Γη, που τη θεωρούσε το καλύτερο ποίημά του. Έβρισκε μεγάλη αγένεια τη σιωπή μου, γιατί την Έρημη Γη την είχε γράψει επιχειρώντας να κάνει εκείνο που δεν μπόρεσε (να ξαναγράψει την Έρημη Χώρα από τη σκοπιά της Αριστεράς) ο Πάτροκλος Γιατράς (ο ήρωας του ομώνυμου, μπορχεσιανού, διηγήματός μου της Συντεχνίας).

Του απάντησα ότι δεν είχα ιδέα γι’ αυτά που μου έλεγε, ότι το βιβλίο που μου έστειλε δεν το έλαβα ποτέ, και ότι αν γνώριζα ότι είχε γράψει ένα τέτοιο ποίημα θα ήμουν ο πρώτος που θα ήθελε να το διαβάσει. Με πήρε και πήγαμε στο παρακείμενο βιβλιοπωλείο της «Παρουσίας», όπου, όπως είπε, εργαζόταν, έβγαλε από ένα συρτάρι ένα αντίτυπο του βιβλίου (που είχε τυπωθεί εκτός εμπορίου) και μου το έδωσε: «Δεν σου γράφω αφιέρωση», μου είπε. «Διάβασέ το και, αν θέλεις, τα ξαναλέμε».

Επέστρεψα στο σπίτι με τις Ασκήσεις (Ι-IX) και διάβασα την Έρημη Γη. Καθώς ήμουν προϊδεασμένος από τις παρωδίες της Συνεστιάσεως, περίμενα μια συνήθη παρωδία της Έρημης Χώρας. Όμως εκείνο που διάβασα ήταν κάτι διαφορετικό. Ο Λάγιος είχε ξαναγράψει το ποίημα του Έλιοτ όχι με πνεύμα σατιρικό, αλλά με τη ματιά ενός αριστερού Έλληνα ποιητή, ενός κομμουνιστή Ποιητή-Προφήτη. Ο αφηγητής της Έρημης Γης δεν ήταν, όπως στην Έρημη Χώρα, ο Τειρεσίας, αλλά ο ψευδώνυμος ποιητής της, ο Αλέξης Φωκάς, ταυτιζόμενος με τον μαντικών ικανοτήτων («του Θεού κασσανδρική φωνή») μοναχό Αθανάσιο τον Αθωνίτη: «Εγώ ο Αθανάσιος…», «Εγώ ο Φωκάς…», «Κι εγώ ο Αθανάσιος, κι εγώ ο Φωκάς…», έγραφε ο Λάγιος στα τρία σημεία του ποιήματος όπου στον Έλιοτ ο αφηγητής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο: «Εγώ ο Τειρεσίας…» (στη δεύτερη έκδοση της Έρημης Γης, την αυτοτελή, του 1996, ο Φωκάς θα εμφανιστεί με το πραγματικό του όνομα: «Εγώ ο Αθανάσιος…», «Εγώ ο Λάγιος…», «Κι εγώ ο Αθανάσιος, κι εγώ ο Ηλίας…»). Η διαπλοκή του Αθανάσιου-Φωκά με τον ιερομόναχο Διονύσιο της Γυναίκας της Ζάκυθος ήταν φανερή.

Έβλεπα ότι αναπαράγοντας την υπερβατική αναζήτηση της Έρημης Χώρας με τις συντεταγμένες ενός πολιτικότερου νεοελληνικού οράματος ο Λάγιος δεν απομακρυνόταν από την οντολογική διάσταση του ποιήματος του Έλιοτ. Απλώς επιχειρούσε να την αποτυπώσει με ορθότερο, κατά την αίσθησή του, τρόπο: με τους όρους μιας εξάρτησης του οντολογικού από το κοινωνικοπολιτικό. Συνέθετε μιαν αριστερή Έρημη Χώρα, μεταγράφοντας επί το ελληνικότερον ακόμη και τον τίτλο του αγγλικού ποιήματος με τη φράση «έρημη γη» του επιγράμματος των Ψαρών. Έτσι στη θέση του Φληβά του Φοίνικα εμφανίζεται ο Άρης ο Έλληνας (δηλαδή ο Βελουχιώτης), στη θέση της κυρίας Σοζόστρις ο Βλαδίμηρος Λένιν, ο Σμυρνιός έμπορος κύριος Ευγενίδης γίνεται ο μεθοδικός καθοδηγητής σύντροφος Ρασπουτινόπουλος, οι «φωνές που τραγουδούσαν μέσα από ξεροπήγαδα και στέρνες αδειανές» γίνονται «φωνές [που] τραγουδούσαν μέσ’ από κοιμητήρια και τόπους εξορίας», και ούτω καθεξής.

Διάβαζα ένα ποίημα γραμμένο από έναν νεαρό ποιητή με γνώση και ωριμότητα ασυνήθιστη για την ηλικία του, με στιχουργική ικανότητα αξιοθαύμαστη. Έβλεπα ότι το ποίημα αυτό ερχόταν να πλουτίσει τον θαλερό κανόνα της νεοελληνικής ποιητικής παρωδίας, γιατί ήταν μια παρωδία άλλης τάξεως. Για πρώτη φορά, απ’ όσο γνώριζα, εμφανιζόταν μια ποιητική παρωδία στη γλώσσα μας όχι παιγνιώδης αλλά σοβαρή και με σκοπό διαφορετικό από τον αναμενόμενο. Και η ανάγνωσή της γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, γιατί η παρωδία ήταν διπλή: το πρωτότυπο δεν ήταν μόνο η Έρημη Χώρα του Έλιοτ αλλά και η μετάφρασή της από τον Σεφέρη, όπως το έδειχναν οι φράσεις από αυτήν που ο Λάγιος μετέφερε κατά λέξη στο δικό του ποίημα.

Του τηλεφώνησα και του τα είπα όλα αυτά. Του είπα ότι πίστευα πως η Έρημη Γη δεν είναι μια ποιητική άσκηση, όπως δήλωνε ο τίτλος του βιβλίου που την περιείχε, αλλά ένα ποιητικό επίτευγμα. «Είσαι φίλος μου», είπε.

Ο Λάγιος ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις. Όπως όλοι ζούσε ευτυχισμένες και δυστυχισμένες μέρες, όμως οι ευτυχίες και οι δυστυχίες του ήταν διαφορετικές από εκείνες των περισσότερων ανθρώπων, γιατί ήταν καταστάσεις οριακές. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζες ότι είχες μπροστά σου ένα παιδί, ένα ενήλικα που δεν είχε ακόμη φτάσει στην εφηβεία, και άλλες που αισθανόσουν ότι μιλούσες με έναν σοφό γέροντα, που εξέφραζε μιαν άποψη μέσα από ουσιώδη γνώση των πραγμάτων. Και η γνώση αυτή ήταν ουσιώδης γιατί ήταν πλατειά και βαθειά. Δεν αναφέρομαι μόνο στις λογοτεχνικές γνώσεις του, που ήταν απίστευτες, όχι μόνο γιατί διάβαζε συνεχώς αλλά και γιατί ήταν προικισμένος με εκπληκτική μνήμη. Χρησιμοποιώ το επίθετο εκπληκτική με την κυριολεκτική του σημασία, γιατί δεν μπορούσες παρά να εκπλαγείς από τα πράγματα και τις λεπτομέρειες που θυμόταν. Ένα παράδειγμα: Μπορώ να διαβεβαιώσω, ως προσωπική μαρτυρία, ότι οι εβδομήντα τρεις θαυμάσιες εισαγωγικές σελίδες του στον Κόναν τον βάρβαρο του Ρόμπερτ Χάουαρντ, με το πλήθος των ιστορικών στοιχείων και των ονομάτων συγγραφέων και έργων, γράφτηκαν από μνήμης, χωρίς κανένα απολύτως βοήθημα, υπό την αφόρητη παρουσία δύο ψυχοπαθών και παρά την επήρεια φαρμάκων, σ’ ένα θλιβερό τρίκλινο δωμάτιο της κλινικής Συνούρη, όπου ο Λάγιος νοσηλευόταν κάθε φορά που αποφάσιζε να κάνει κάτι για να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ. Ο Λάγιος ανέπτυσσε ακόμη περισσότερο την – εξίσου ισχυρή με την μνήμη του – διαύγεια της σκέψης του, όταν έμπαινε για αποτοξίνωση στο ψυχιατρείο, προφανώς γιατί περιβαλλόμενος από ψυχασθενείς ανέπτυσσε μεγαλύτερες αντιστάσεις απέναντι σε μια κατάσταση στην οποία φοβόταν ότι θα μπορούσε να περιέλθει κάποτε και ο ίδιος. Απόδειξη το γραμμένο σε άλλη είσοδό του στου Συνούρη συναρπαστικής οπτικής και συναισθηματικής καθαρότητας ποίημά του Η αρπαγή της κούτας, που αντλεί την ιδέα του από τη νεότερη κωμικο-ηρωική ποιητική παράδοση (Τασσόνι, Η αρπαγή του κουβά· Πόουπ, Η αρπαγή της μπούκλας· Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, Κούρκας αρπαγή), και που μόνο παραλήρημα δεν είναι, όπως πιστεύουν μερικοί. Στο ψυχιατρείο, άλλωστε, έγραψε και μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά του ποιήματα, όπως εκείνα της ενότητας «Ο τελικός κύκλος» της συλλογής του Φεβρουάριος 2001.

Αλλά απίστευτες ήταν, για έναν ποιητή, και οι μη λογοτεχνικές του γνώσεις. Παρακολουθούσε τις τελευταίες εξελίξεις όχι μόνο στις κοινωνικές αλλά και στις φυσικές επιστήμες, και όχι μόνο από τις ειδικές σελίδες των εφημερίδων ή από εκλαϊκευτικά εγχειρίδια αλλά και από επιστημονικά βιβλία, που τα δανειζόταν – γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να τα αγοράσει – από οικεία του βιβλιοπωλεία και από φίλους. Αυτή η γνωστική αδηφαγία, που, διαφορετικά απ’ ό,τι σε πολλούς άλλους, συνοδευόταν από εξαίρετη πεπτική ικανότητα, έτρεφε όχι μόνο το μυαλό αλλά και το συναίσθημα του Λάγιου· και τα έτρεφε ισόρροπα. Γιατί δεν ήταν μόνο το φυσικό ποιητικό ταλέντο του εκείνο που διέκρινε τον Λάγιο αλλά και η ιδιάζουσα, θα έλεγα ιδιοφυής, διάνοιά του. Είναι δύσκολο να βρούμε, απ’ όσους γράφουν πραγματική ποίηση σήμερα, άνθρωπο που να συναιρεί τόσο καίρια όσο αυτός το αυθόρμητο με την οξύνοια, την πρωτογενή ένταση του συναισθήματος με την κοφτερή σκέψη. Αυτό είναι, πιστεύω, το ποιητικό στίγμα του Λάγιου, γιατί από αυτό απέρρευσαν τα καλύτερα ποιήματά του. Και αυτό το δραστικό κράμα της ευαισθησίας του είναι εκείνο που τον καθοδηγεί και στα δοκίμιά του, δοκίμια λεπτά και διεισδυτικά, που συνθέτουν την άλλη όψη του ποιητικού του προσώπου.

Τα γράφω όλα αυτά στην προσπάθειά μου να κάνω κατανοητότερο τον σχολιασμό μου της Έρημης Γης, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος κειμένου μου· να εξηγήσω πώς ένας τόσο νέος ποιητής, όσο ήταν ο Λάγιος το 1984, μπόρεσε να γράψει ένα ποίημα όπως αυτό, μιαν “άσκηση” που να ξεχωρίζει τόσο από τις υπόλοιπες οκτώ “ασκήσεις” του πρώτου ποιητικού του βιβλίου. Λέω του πρώτου ποιητικού, γιατί την εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας ο Λάγιος δεν την έκανε με τις Ασκήσεις. Είχε προηγηθεί, με το ψευδώνυμο και πάλι Αλέξης Φωκάς, ένα βιβλίο με πεζά, το Πρόοδοι εν προόδω, που το είχε δημοσιεύσει το 1981 στις εκδόσεις του περιοδικού Ωλήν, το οποίο εξέδιδε ο ίδιος από τον Οκτώβριο του 1980 ως τον Μάιο του 1983 (τυπώθηκαν συνολικά δέκα τεύχη), και στο οποίο δημοσίευε με το όνομά του, με το όνομα Αλέξης Φωκάς και με άλλα ψευδώνυμα, αλλά και ανωνύμως, πεζογραφήματα, ποιήματα, κριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις, σχόλια της λογοτεχνικής ζωής και μεταφράσεις ποιημάτων και διηγημάτων. Συγγραφική δραστηριότητα υπερβολικά πληθωρική, αν σκεφτούμε ότι ο Λάγιος εξέδωσε τον Ωλήνα σε ηλικία εικοσιενός μόνο ετών και ότι οι Ασκήσεις, που γράφονται την ίδια περίπου με το περιοδικό εποχή και που αποτελούν ένα ογκώδες, για ποιητική συλλογή, βιβλίο (180 πυκνοτυπωμένες σελίδες), δεν περιλαμβάνουν παρά μόνο δύο από τα κείμενα του περιοδικού (τα δύο, μόνο, ποιήματα που δημοσίευσε σε αυτό).

Οι Ασκήσεις δείχνουν έναν εξαιρετικά ευαίσθητο και φανατικό για γράμματα νέο που έχει πολλά να πει, όχι μόνο γιατί αισθάνεται τον κόσμο διαφορετικά απ’ ό,τι οι περισσότεροι της ηλικίας του αλλά και γιατί έχει διαβάσει πολύ περισσότερα· έναν ποιητή που προσπαθεί να ανακαλύψει τη φωνή του μέσα από τη φωνή ενός πλήθους ποιητών. Όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα του βιβλίου, συχνά και μέρη ποιημάτων, εισάγονται με επιγραφές, πολλές φορές περισσότερες της μιας, από χωρία άλλων συγγραφέων – αρχαιοελληνικά, λατινικά, νεοελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά – που φανερώνουν την επιθυμία του νέου ποιητή να δείξει ότι μπορεί να συνομιλεί άφοβα με κορυφαίους, αλλά και με λιγότερο επιφανείς, ομοτέχνους του, γιατί έχει να προσθέσει στον λόγο της ποίησης και τον δικό του λόγο. Οι εμφανείς γλωσσικές και στιχουργικές αρετές του, ωστόσο, δεν φαίνονται ικανές να χαλιναγωγήσουν τις υπερεκχυλίσεις του συναισθήματος, το οποίο φαίνεται να χρειάζεται ένα εξωτερικό σχήμα-στήριγμα για να πειθαρχηθεί και να μπορέσει να εξωτερικεύσει με την απαιτούμενη ενάργεια την ενυπάρχουσα δυναμική της. Μια απόπειρα χρησιμοποίησης ενός τέτοιου σχήματος βρίσκουμε στην τρίτη από τις Ασκήσεις, που έχει τον τίτλο «Δωδεκάμνημος» και τον υπότιτλο «Στη βαριά σκιά του Παλαμά»· υπότιτλο ανακριβή, γιατί η σκιά του Παλαμά κάθε άλλο παρά βαρειά είναι σε αυτό το ποίημα, αφού οι δώδεκα «Μνήμες» (και η «στερνή» δέκατη τρίτη), που το συνθέτουν, ονόματι μόνο αντιστοιχούν – με τους τίτλους τους – προς τους δώδεκα (και τον «στερνό» δέκατο τρίτο) «Λόγους» του Δωδεκάλογου του Γύφτου. Επιτυχέστερο από την άποψη αυτή είναι το ποίημα «25η Ραψωδία» της τέταρτης «Ασκήσεως», που αναπαράγει το σχήμα του μοντερνιστικού κέντρωνα των τελευταίων στίχων της Έρημης Χώρας, όμως σε έκταση ανοικονόμητη που υπονομεύει τη δραστικότητά του.

Η Έρημη Γη, τελευταίο χρονικά ποίημα των Ασκήσεων, είναι το πρώτο σημαντικό ποίημα του Λάγιου, γιατί επιτυγχάνει εκείνο που δεν κατόρθωσαν τα δύο παραπάνω ποιήματα. Διότι διαφορετικά από τον «Δωδεκάμνημο», όπου χρησιμοποιεί με τρόπο επιφανειακό το παλαμικό σχήμα, και την «25η Ραψωδία», όπου κάνει κατάχρηση της έννοιας του ποιητικού συμπιλήματος, στην Έρημη Γη ο Λάγιος κατορθώνει μέσω μιας παρωδιακής γραφής, δηλαδή μέσω ενός συγκεκριμένου ποιητικού άξονα που ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει – εκείνου της Έρημης Χώρας – να τιθασεύσει τις φυγόκεντρες συναισθηματικές διαθέσεις του και να διαμορφώσει, για πρώτη φορά, το διαυγές κράμα συναισθήματος και σκέψης, το οποίο περιέγραψα ως το ποιητικό του στίγμα.

Καταριέμαι το ελληνικό ταχυδρομείο που μου στέρησε οκτώ χρόνια φιλίας του Ηλία Λάγιου. Γιατί αν είχα διαβάσει τις Ασκήσεις το 1984, θα είχα πλουτιστεί ακόμη περισσότερο από την ευαισθησία και την τιμιότητά του. Διότι ο Λάγιος ήταν άνθρωπος γνήσιος και ανυπόκριτος. Παρότι διέθετε όλα τα ουσιαστικά προσόντα για να συμπεριφέρεται ως “καταραμένος” ποιητής, και διαφορετικά απ’ ό,τι πιστεύουν αρκετοί (ακόμη και ένας πρώην φίλος του δεν δίστασε να γράψει ανερυθρίαστα, τις μέρες που αυτός συνομιλούσε με τον θάνατο, ότι έπεσε κατά λάθος από τον τρίτο όροφο σκηνοθετώντας μιαν υποτιθέμενη απόπειρα αυτοκτονίας), ο Λάγιος είχε παραχωρήσει τον ρόλο του maudit σε ομηλίκους του στιχοποιούς, που υποδύονται συνάμα και τους εμβριθείς κριτικούς στις εβδομαδιαίες παραστάσεις τους στο θέατρο της οδού Αχύρου. Ο Λάγιος πάλευε καθημερινά με τη ζωή, και την τελική νίκη του επ’ αυτής θα πρέπει να του την αναγνωρίσουμε. Γιατί επέστρεψε έντιμος στην Έρημη Γη, μέσα από την οποία γεννήθηκε ποιητικά, καθιστώντας με τα ποιήματά του τη ζωή λιγότερο έρημη απ’ ό,τι τη βρήκε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: