Μια ανάμνηση

Μια ανάμνηση

Το 2008 ή το 2009, αν δεν με ξε­γε­λά η μνή­μη μου, εί­χα στο τη­λέ­φω­νο μια συ­νο­μι­λία με τον ποι­η­τή Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη.
Θυ­μά­μαι ότι εκεί­νος, με­τα­ξύ άλ­λων, μου εί­χε πει κά­τι στο οποίο εγώ τό­τε δεν εί­χα δώ­σει τη ση­μα­σία που θα έπρε­πε αλ­λά σή­με­ρα, όταν το σκέ­πτο­μαι με συ­γκι­νεί βα­θιά. «Σε θυ­μά­μαι», μου εί­πε, «κά­ποιο κα­λο­καί­ρι, μι­κρό παι­δί δί­πλα στον πα­τέ­ρα σου στην Επί­δαυ­ρο». Ξα­να­σκέ­πτο­μαι τώ­ρα αυ­τά τα λό­για και φέρ­νω στο νου μου την ει­κό­να εκεί­νου του αλ­λο­τι­νού κα­λο­και­ριού στην Επί­δαυ­ρο, σε μιαν άλ­λη ζωή που μου φαί­νε­ται πιο μα­κρι­νή και από τα από­μα­κρα άστρα, σή­με­ρα που βρί­σκο­μαι πια μπρο­στά στο κα­τώ­φλι μι­σού αιώ­να ζω­ής. «Πά­ντως, με­τά από σα­ρά­ντα χρό­νια, εμείς πά­λι εκεί» όπως γρά­φει σ` ένα ποί­η­μα από τη συλ­λο­γή Βα­θέ­ος γή­ρα­τος.
Κά­ποιους μή­νες έπει­τα από εκεί­νη τη συ­νο­μι­λία, τον συ­νά­ντη­σα τυ­χαία σ` ένα κα­φέ στο κέ­ντρο της Αθή­νας. Κα­θό­μα­σταν και οι δυο μό­νοι μας. Εγώ στο βά­θος της αί­θου­σας κι εκεί­νος μπρο­στά στην έξο­δο, δί­πλα στο πα­ρά­θυ­ρο. Δεν με πρό­σε­ξε ή δεν με ανα­γνώ­ρι­σε κι εγώ δεν θέ­λη­σα να τον ενο­χλή­σω. Μου φά­νη­κε σαν να βρι­σκό­ταν κά­που αλ­λού, ίσως την επο­χή εκεί­νη, σκέ­πτο­μαι τώ­ρα, ονει­ρευό­ταν ήδη ζώα στα σύν­νε­φα. Δεν τον ξα­να­εί­δα πο­τέ, ού­τε έτυ­χε να ξα­να­μι­λή­σου­με έκτο­τε. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, δια­βά­ζο­ντας ξα­νά τις προ­άλ­λες την τε­λευ­ταία, με­τα­θα­νά­τια, ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή, στά­θη­κα στις τε­λευ­ταί­ες σε­λί­δες του βι­βλί­ου. Τα δυο τε­λευ­ταία ποι­ή­μα­τα μοιά­ζουν μ' ένα εί­δος απο­χαι­ρε­τι­σμού. Το πρώ­το εί­ναι ένα απλό τε­τρά­στι­χο:

 Έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα για ζώα
πο­τέ του δεν τ' αγά­πη­σε.
Γι' αυ­τό εκεί­να δεν του φα­νε­ρώ­σαν
τα πιο βα­θιά τους μυ­στι­κά.

Ας μου επι­τρα­πεί εδώ μια μι­κρή πα­ρέν­θε­ση. Σ' ένα έξο­χο μυ­θι­στό­ρη­μα με τί­τλο Η επι γης βα­σι­λεία ο Κου­βα­νός συγ­γρα­φέ­ας Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέρ αφη­γεί­ται την ιστο­ρία του μο­νό­χει­ρα μά­γου Μα­κα­ντάλ και του μα­θη­τή του Τι Νο­έλ, οι οποί­οι παίρ­νουν μέ­ρος στις εξε­γέρ­σεις των σκλά­βων στην Αϊ­τή του 19ου αιώ­να. Στο τέ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο Τι Νο­έλ με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε χή­να αλ­λά αντι­λαμ­βά­νε­ται με πί­κρα ότι τα που­λιά δεν τον απο­δέ­χο­νται στον κό­σμο τους επει­δή εκεί­νος δεν κα­τα­φέρ­νει να υπερ­βεί τον εαυ­τό του και τα αν­θρώ­πι­νά του ελατ­τώ­μα­τα. Σκέ­πτο­μαι ότι υπάρ­χει κά­τι σαν πα­ρό­μοια σκέ­ψη στο τε­τρά­στι­χο αυ­τό του Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη το οποίο εί­ναι μια σπα­ρα­κτι­κή ομο­λο­γία απο­τυ­χί­ας και ήτ­τας και εκ­φρά­ζει ένα πι­κρό­τα­το πα­ρά­πο­νο για τη μά­ταιη αλ­χη­μεία των λέ­ξε­ων και την ανε­πάρ­κεια της ίδιας της ποί­η­σης
Και τε­λι­κά, τα «ζώα στα σύν­νε­φα» κλεί­νουν με μια ει­κό­να θα­νά­του, μοί­ρα κοι­νή όλων των πλα­σμά­των. Τα ζώα ωστό­σο, αντί­θε­τα από τους αν­θρώ­πους, πα­ρα­μέ­νουν ως την τε­λευ­ταία τους πνοή αθώα. Γι’ αυ­τό όταν έρ­θει ο και­ρός να εγκα­τα­λεί­ψουν αυ­τό τον κό­σμο, χά­νο­νται μέ­σα σε μια «αρ­μο­νία υπε­ρου­ρά­νιας μου­σι­κής τε­λεί­ως ακα­τά­λη­πτης για τους αν­θρώ­πους».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: