Μια επιστολή που δεν πρόλαβα να στείλω…

Μια επιστολή που δεν πρόλαβα να στείλω…

Τον Γιάννη Βαρβέρη τον συνάντησα για πρώτη και μοναδική φορά στην Αθήνα, στις 22/4/2011, μια ηλιόλουστη Μεγάλη Παρασκευή. Τρέφοντας θαυμασμό για το ώριμο ποιητικό έργο του Βαρβέρη, είχα εκπονήσει ένα εικοσασέλιδο μελέτημα για την ποιητική συλλογή Ο άνθρωπος μόνος, το οποίο είχε δημοσιευτεί σε συντομευμένη αλλά και πάλι αρκούντως εκτενή εκδοχή στο λογοτεχνικό περιοδικό Κ.[1] Η εργασία αυτή στάθηκε αφορμή για τη μεταξύ μας γνωριμία και για κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες οδήγησαν και στη συνάντηση της 22/4/2011. Ήταν τότε που ο Βαρβέρης μού πρότεινε συνεργασία με το νεότευκτο, την εποχή εκείνη, λογοτεχνικό περιοδικό Τα Ποιητικά, μια πρόταση άκρως τιμητική για εμένα. Κατά την ίδια συνάντηση μού είχε χαρίσει τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματα της πρώτης του εικοσαετίας (1975-1996),[2] για τα οποία και του ’χα υποσχεθεί να του μεταφέρω τις εντυπώσεις μου. Δυστυχώς, ο αναπάντεχος θάνατός του στις 25/5/2011 δεν μου επέτρεψε να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου. Την επιστολή που ακολουθεί την ταχυδρόμησα στη σύζυγο του ποιητή μετά τον θάνατο εκείνου, σαν μια δική μου ανεκπλήρωτη οφειλή και σαν ελάχιστο δείγμα της εκτίμησής μου…

Η επιστολή

Αγαπητέ μου κύριε[3] Βαρβέρη,

Σας ευχαριστώ πολύ για τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματα της πρώτης σας εικοσαετίας (Ποιήματα 1975-1996), που είχατε την καλοσύνη να μου χαρίσετε. Οι τρεις πρώτες σας συλλογές χαρακτηρίζονται από τις έντονες υπερρεαλιστικές σας καταβολές, που αποτυπώνονται στις ποιητικές σας επιλογές. Η μελέτη και μόνο των τίτλων των συλλογών, καθώς και των ποιημάτων που περιέχονται σ’ αυτές, είναι αποκαλυπτική: το Ράμφος του 1978 παραπέμπει άμεσα στον Εμπειρίκο, επιβάλλοντας την παρουσία του ποιητικού προγόνου, που εισβάλλει ορμητικά στην ποίησή σας. Το ίδιο ισχύει για το ποίημα «Νύκτωρ», πόσο μάλλον για το ολοφάνερο «Εμπειρίκος, ο τιμωρός της ασφάλτου». Κι εντός των ποιημάτων σας, άλλωστε, ταξιδεύουν εμπειρίκεια «κύμβαλα», «πόρπες», ενώ η συνολική τεχνοτροπία ποιημάτων όπως το «Στον ένατο όροφο της εγκυμοσύνης», με τους συνειρμούς και τις ονειρικές του ασυναρτησίες, αποδίδει στον εισηγητή του υπερρεαλισμού στα ελληνικά γράμματα τις τιμητικές του οφειλές.
Οι εικόνες σας εδώ, εκμεταλλευόμενες το υπερρεαλιστικό υπόβαθρο, σχηματοποιούνται με εξαιρετική δύναμη. Ένα ποιητικό ράμφος βυθίζεται ασυμπόνετο όπου βρει (σ. 122, «Το ράμφος βυθίζεται όπου βρει»), με μία αίσθηση απόλυτης ανεξαρτησίας, μέσα από προτροπές και σχόλια που θα ξεβόλευαν κάθε πουριτανική βεβαιότητα: «[…] σημάδεψε και τους βολβούς σου με τη στέκα […] Άλλωστε θα τους βρεις στα μάτια μιας πουτάνας […]». Σχόλια αντίστοιχου ηλεκτρικού σοκ εύλογα θα συναντούσαν το «κολυμπώ στην ηλεκτροπληξία».
Παρόλο που στις τρεις πρώτες συλλογές κυριαρχεί η διάθεση της εντύπωσης που θα προκαλέσουν οι πλούσιες εικόνες και οι απρόσμενοι λεκτικοί συνδυασμοί, το φιλοσοφικό υπόβαθρο δεν απουσιάζει. Διακρίνω μάλιστα ποιήματα που προετοιμάζουν την τελευταία σας συλλογή Ο άνθρωπος μόνος. Το ποίημα «Το βρέφος υπήρξε» (σ. 41) έχει πολύ χαρακτηριστική λειτουργία προς την κατεύθυνση αυτή. Μόνο που εδώ, στη θέση του δραματικού αδιεξόδου του Ανθρώπου θρονιάζεται ένα θράσος, μια προκλητική σκληρότητα, που πιθανώς έχει όμοια στόχευση με την τελευταία σας συλλογή, δηλαδή διεκδικεί δυναμικά την απεξάρτηση του ανθρώπου από κάθε υπερβατική κηδεμονία, μα το επιδιώκει με τη δύναμη της νιότης, τον αυθορμητισμό και ίσως το ακαταλόγιστο που τη χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό, μάλλον, και κατά τη διάρκεια του «ταξιδιού», «σε κάθε μώλο / συστρέφονταν / η έπαρση νέα» («Βακχικόν», σ. 42).
Η μεγαλοπρέπεια που απορρέει από τη συναίσθηση της δύναμης κατά τη διάρκεια της νιότης βρίσκει τον τρόπο να επανέρχεται στην πραγματικότητα, μάλιστα να προσγειώνεται ανώμαλα, εισπράττοντας και την ειρωνεία του αυτοσαρκαζόμενου εντέλει ποιητικού υποκειμένου, που κατορθώνει με την πρακτική αυτή να ισορροπεί ανάμεσα στην αλαζονεία και τη μετριοφροσύνη που παλεύουν εντός του ανθρώπου. Τούτο ακριβώς συμβαίνει στον «Κυλιόμενο της Ομονοίας» (σ. 120), όπου η παρομοίωση της κυλιόμενης σκάλας με βασιλικό χαλί, πάνω στην οποία ανεμίζει ο «βασιλικός μανδύας» του ποιητικού ήρωα, γειώνεται απότομα όταν ένα απλό βραχυκύκλωμα ακυρώνει την όλη μεγαλοπρέπεια και συντρίβει τη ματαιόδοξη «βασιλική παρέλαση».
Η συλλογή Ο θάνατος το στρώνει νομίζω πως σηματοδοτεί το πέρασμα σε ένα ωριμότερο στάδιο ποιητικής παραγωγής. Η ωριμότητα αυτή εγκαθίσταται πλέον σε όλες τις επόμενες ποιητικές σας συλλογές. Οι υπερρεαλιστικές επιρροές υποχωρούν πλέον. Οι εικόνες εξαίσιας δύναμης εξακολουθούν να καλλιεργούνται με συνέπεια, όμως εκλογικεύονται πια: το κομμένο στη μέση κουλούρι, σε σχήμα μισοφέγγαρου, θυμίζει βέρα που ράγισε σε «σπασμένο αρραβώνα» («Ομόνοια νύχτα», σ. 147). Το ενδιαφέρον είναι μονίμως στραμμένο στην καθημερινότητα. Η περιήγηση στην κεντρική αγορά («Κεντρική αγορά», σ. 152) μεταφέρει τις ανάκατες οσμές και τη χαμηλή ποιότητα των φαγάδικών της μέσα από τα κύματα της «φουρτουνιασμένης θάλασσας πατσάδων». Πλάι στα ταπεινά φαγάδικα τοποθετείται και το «μικρό βασίλειο» της τουαλέτας («Κρυπτεία», σ. 177). Όμως ο απωθητικός χώρος των πιο ταπεινών αναγκών εξαγνίζεται. Η στάση αυτή εμπεριέχει τη λεπτή ειρωνική της δόση, που σταδιακά μεταβάλλεται σε κυνισμό.
Το πέρασμα από την ειρωνεία στον αδυσώπητο κυνισμό χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ανθρώπινες σχέσεις και τις προσωπικές συμφεροντολογικές προσδοκίες: «κι αν σας αγάπησα / κυρία δεν ξέρω / μήπως ήσασταν / εγώ» («Ω κυρία…», σ. 166). Ο ίδιος κυνισμός στέκει αντιμέτωπος όχι μόνο με τη ζωή μα και με τον θάνατο. Άλλωστε ο θάνατος κληροδοτεί όλες του τις παρακαταθήκες και στην επόμενη συλλογή, το Πιάνο βυθού. Οι γέφυρες που εξυπηρετούν τις οδικές συγκοινωνίες αντιμετωπίζονται σαν εξέλιξη που αποτρέπει κάθε «υπαινιγμό / Αχερουσίας» («Οδικές γέφυρες», σ. 248), αφού ακυρώνει το υδάτινο ταξίδι. Το οξύ ειρωνικό σχόλιο δεν έχει μόνο κατεύθυνση προς τα έξω μα και προς τα μέσα, αφού κι εδώ καλλιεργείται ο εκλεπτυσμένος αυτοσαρκασμός: «εγώ που δε γνωρίζω στο λεκανοπέδιο άλλον/ ευφυέστερο από μένα» («Σχέδιο ύπνου», σ. 308). Η συγκεκριμένη ιδιότητα προκαλεί τελικά την ανία απέναντι σε ό,τι κοινότοπο συμβαίνει, και την υπνηλία. Η υπνηλία, πάλι, απαιτεί κατανόηση, και καταντά κόπωση, μια ρουτίνα, που τερματίζεται ανεπαίσθητα και άδοξα. Ο θάνατος λοιπόν σαρκάζει την πεποίθηση του «ευφυέστερου». Εντέλει, ωστόσο, η μονιμότητά του είναι και μια ασφάλεια, εφόσον, ως παγιωμένη, σταθερή κατάσταση, δεν υπόσχεται άλλες επώδυνες εκπλήξεις και καταργεί την οδυνηρή προοπτική ενός μελλοντικού πνιγμού, καθώς αυτός έχει ήδη συντελεστεί («Πιάνο βυθού», σ. 309).
Την ασφάλεια, μακριά από περιπετειώδεις εκπλήξεις, διεκδικεί και ο Κύριος Φογκ στην αμέσως επόμενη συλλογή σας. Συμβαίνει όμως το εξής εκπληκτικό: ενώ ο βαρβερικός κύριος Φογκ δεν το κουνάει ρούπι από την πολυθρόνα του, ταξιδεύει ωστόσο περισσότερο από τον βερνικό! Οι πνευματικές περιπέτειες του κυρίου Φογκ, με τις δραματικές αντιδικίες ανάμεσα στον Φογκ και τον υπηρέτη του, τον Πολυτεχνά, από τη μία πλευρά, και στον Φογκ και τον δημιουργό του, τον Ιούλιο Βερν, από την άλλη, προβάλλουν το πάγιο, το διαρκώς επανερχόμενο στην ποίησή σας αίτημα της ανθρώπινης ανεξαρτησίας: «θα ’μαι επιτέλους ο ήρωας/ μιας ταπεινής, αθόρυβης/ αλλά δικής μου ζωής» («Συστημένο προς τον ουρανό», σ. 345). Να τη κι εδώ η συνέπεια στις ιδέες που σταθερά σας απασχολούν, εφόσον το παραπάνω αίτημα θα γίνει αντικείμενο πραγμάτευσης και στη συλλογή σας Ο άνθρωπος μόνος, όπου ο πατέρας του άσωτου υιού της παραβολής αναγνωρίζει εντέλει στον άσωτο γιο του, σε μία από τις εκδοχές των στάσεών του απέναντι σ’ αυτόν, την υγεία που περικλείει κάθε αντίστοιχη απόπειρα του ανθρώπου να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις.
Πρέπει να ομολογήσω βέβαια ότι ο Φογκ σας με συγκίνησε και για λόγους εξωποιητικούς. Χάρηκα πολύ διαπιστώνοντας πως ο υπηρέτης του Φογκ, σύμφωνα και με τη δική σας εκδοχή, λέγεται «Πολυτεχνάς» και όχι «Πασπαρτού»! Αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα που απασχόλησε στα χρόνια του δημοτικού σχολείου εμένα και συμμαθητή μου, ο οποίος επέμενε ότι ο υπηρέτης τού Φογκ λέγεται «Πασπαρτού», κι όχι «Πολυτεχνάς», όπως επέμενα εγώ! Λοιπόν, σας είμαι ευγνώμων για τη δικαίωση! Παράλληλα, μου προκάλεσαν ρίγος οι εξής στίχοι σας, όπου ο Πολυτεχνάς απευθύνεται στον κύριο Φογκ: «κάτι Λονδρέζοι σαν εσένα / στοιχειώσανε τον κόσμο μέσ’ από τις λέσχες τους. / Ποιοι είσαστε σεις που βάζετε στοιχήματα/ μιας τερατώδους ακριβείας μ’ έξοδα άλλων» («Όπου ο Πολυτεχνάς απολύει τον κύριο Φογκ», σελ. 319). Αν και υποψιάζομαι πως μία αναγωγή της συγκεκριμένης στάσης στη σύγχρονη πραγματικότητα πιθανώς δεν ήταν στις προθέσεις σας, σε μένα όμως οι στίχοι αυτοί λειτούργησαν ακαριαία σαν μεταφορείς μου από τον χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση του ποιήματος, στη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, με οικονομικοπολιτικές λέσχες διεθνούς εμβέλειας να διαδραματίζουν αντίστοιχο ρόλο. Ο συνειρμός είναι ανατριχιαστικός, και δεν θα μπορούσα παρά να ευχηθώ να πετύχει ο Πολυτεχνάς την επιδιωκόμενη απόλυση του κύριου Φογκ!
Ίσως βέβαια μία ανάλογη αξίωση να μοιάζει με θαύμα που δεν πρόκειται να τελεσφορήσει ποτέ, με Άκυρο θαύμα, για να δανειστώ τον τίτλο της τελευταίας του παρόντος τόμου συλλογής σας. Δραματική προοπτική; Θα μπορούσε· όμως η δική σας αντιμετώπιση προσπερνά τα δράματα, και περιπαίζει τον φόβο του θανάτου μέσα από τις ειρωνικές σας προσεγγίσεις. Ας είναι λοιπόν βέβαιο πως τα «όργανα της του σώματος τάξεως» κάποτε θα υποστούν καθίζηση και θα πετάξουν τον φορέα τους στο προαύλιο της ανυπαρξίας («Υποψίες περί τα όργανα της τάξεως», σ. 373). Ας είναι βέβαιο πως το κασμιρένιο παντελόνι των υψηλών περιστάσεων, μετά την έξαψη του πάθους που του προκαλεί η εφαρμοστή, ερωτική του επαφή με το κοτλέ και το τζιν μέσα στη ντουλάπα, θα καταλήξει στο ψυγείο του νεκροτομείου, μαζί με τον νεκρό κάτοχό του («Συννεφιασμένο παντελόνι», σ. 394). Σηματοδοτούν όλα τούτα την ήττα του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο; Πιθανώς, μα δεν έχει καμία σημασία, αφού η ζωή επιμένει και κατορθώνει να νικήσει στην ανθεκτικότητα του είδους της κατσαρίδας («Μονόλογος στην ανηφόρα», σ. 378)!
Φαίνεται ότι φλυάρησα. Δίνω ένα τέλος, συνεπώς, στην περιδιάβασή μου στον συγκεντρωτικό σας τόμο με τα ποιήματα. Ελπίζω να μην σας παρανόησα, μα ακόμη και έτσι, η ποίησή σας με ξενάγησε σε ιδέες και συναισθήματα. Είναι καιρός πια να ακολουθήσω την εναρκτήρια προτροπή σας. Λοιπόν, «προβιβάζομαι σε σιωπή» («Τα σκεύη», σ. 9).

Φιλικότατα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: