Σχόλια πάνω σε δύο αντικριστά ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη

ΟΠΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΑΠΟΛΥΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΑ

Ή ταξιδεύει μόνος του κανείς στο στοίχημα ή
ταξίδι δεν υπάρχει· ούτε και στοίχημα.

Πολυτεχνά, ήδη από τ’ όνομα ήσουνα μια εγγύηση
μα κατά βάθος απειλή κι αλαζονεία.

Και πιστός γιατί; Κι ως πότε; Και σε τι;
Τι διακινδύνευες;

Αν κέρδιζα το στοίχημα θα επέστρεφες
ξανά υπηρέτης ασφαλώς

μα ενός πλουσιότερου Κυρίου.
Όμως ποντάριζες στο πιθανότερο: να χάσω.

Την προσδοκία ταπείνωσής μου
σκουλήκι εσύ ανάξιο ευεργεσίας, την είδα

στις ακαριαίες ματιές με το προσωπικό
όπου μαζί μου πρωτομπήκες μες στη Λέσχη.

Είσαι από τις αράχνες που όλο υφαίνουν
μ’ αυτοθυσία τον εφησυχασμό και την αγάπη μας

μόνο για να χαρούν πριν απ’ το τέλος
την ικετευτική απορία στο βλέμμα του ευεργέτη.


ΟΠΟΥ Ο ΠΟΛΥΤΕΧΝΑΣ ΑΠΟΛΥΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ

− Τώρα που πια έχουν τα πάντα ματαιωθεί
ε ναι λοιπόν, κάτι Λονδρέζοι σαν εσένα

στοιχειώσανε τον κόσμο μέσ’ από τις λέσχες τους.
Ποιοι είσαστε σεις που βάζετε στοιχήματα

μιας τερατώδους ακριβείας μ’ έξοδα άλλων
ποιοι που αξιωθήκατε να ευεργετείτε

ποιοι που απαιτείται την ευγνωμοσύνη
για κάτι ψιχουλάκια συγκατάβασης.

Κι εσύ πως καν διανοήθηκες ισόβια πίστη
ενός που ισόβια τάχθηκε να υπηρετεί.

Κι αν υποθέσουμε πως κέρδιζες το στοίχημα
βέβαια θα εισέπραττες όλη τη δόξα μόνος

προσθέτοντάς την στο ποσό και στην καταγωγή σου.
Κι ύστερα πάλι εγώ Πολυτεχνάς όπως και πάντα

διπλά υπηρέτης πια του πολλαπλασιασμένου μου Κυρίου.
Αλλά, επηρμένο κάθαρμα, από ένστικτο φοβήθηκες

το κύτταρο δουλείας αιώνων μέσα μου
και γλίτωσες την τελευταία στιγμή.

Όσο για τις ματιές με τα γκαρσόνια
έπεσες μέσα –

αργά ή γρήγορα η Λέσχη αλλάζει χέρια.

Ο Γ.Β. με τον σκηνοθέτη Κανέλλο Αποστόλου
Ο Γ.Β. με τον σκηνοθέτη Κανέλλο Αποστόλου

Όταν μου ζητήθηκε να γράψω ένα κείμενο για τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, σκέφτηκα να σχολιάσω δύο ποιήματα της συλλογής Ο Κύριος Φoγκ (1993). Μέσα στη συλλογή εντοπίζεις διάφορα ποιήματα που επικοινωνούν κυρίως ανά ζεύγη μεταξύ τους. Ένα τέτοιο ζεύγος είναι τα δύο αντικριστά ποιήματα που έχω παραθέσει. Αν κι ο ίδιος ο Βαρβέρης δεν αναγνώριζε τον εαυτό του ως ποιητή που ενδίδει σε κοινά βιώματα μιας μαζικής σύλληψης του κόσμου και του ανθρώπου, πιστεύω ότι και στα δύο ποιήματα αποτυπώνει με λόγο πυκνό κι ευφυή, γι’ αυτό συναρπαστικό κι αποκαλυπτικό, την εμπόλεμη και ειρηνική σχέση μεταξύ του αστού και του εργάτη.
Πριν ξεκινήσω το σχολιασμό των δύο ποιημάτων να διευκρινίσω το εξής: επειδή και τα δύο αντλούνται από τον κύριο Φογκ, το βιβλίο που ίσως είναι το πιο κορυφαίο του ποιητή, ο σχολιασμός ενός μονάχα επεισοδίου είναι απόφαση στιγμής. Επειδή δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος όπως και η απαιτούμενη γνώση για μια πιο γενική, κριτική αποτίμηση του έργου του Βαρβέρη, σκόπιμα επέλεξα το παραπάνω εμπόλεμο επεισόδιο.
Και οι δυο τίτλοι ξεκινάνε με το επίρρημα όπου. Έτσι δηλώνεται η αοριστία του τόπου και του χρόνου· όχι κάπου συγκεκριμένα αλλά στον όποιο χρόνο και χώρο, εκεί όπου διαδραματίζεται η πάλη των τάξεων. Μεταφερόμαστε σ’ έναν άλλο χώρο και χρόνο – αόριστο, για ν’ απαλειφθούν οι λεπτομέρειες της τρέχουσας πραγματικότητας· να κατανοήσουμε αλλά και να διασκεδάσουμε με το πανόραμα της σχέσης μεταξύ του κύριου Φογκ και του Πολυτεχνά.

Ή ταξιδεύει μόνος του κανείς στο στοίχημα ή / ταξίδι δεν υπάρχει· ούτε και στοίχημα. Από τους πρώτους στίχους ο κύριος Φογκ διαπιστώνει ή θα λέγαμε φανερώνει το αυτονόητο, ότι το άτομο μέσα στον ανταγωνισμό παλεύει μόνο του. Σε αυτή τη ζωή, το κάθε άτομο για να κερδίσει το όποιο στοίχημα παλεύει ενάντια με το όποιο άτομο. Ο μαθητής παλεύει με το δάσκαλο για να περάσει στις εξετάσεις κι ο δάσκαλος με το μαθητή γιατί δεν έχει προετοιμαστεί επαρκώς· ο πατέρας παλεύει με το γιο για ν’ ακολουθήσει το επάγγελμά του κι ο γιος με τον πατέρα γιατί επιθυμεί ν’ ακολουθήσει ένα άλλο επάγγελμα· ο ιδιοκτήτης του συνοικιακού κρεοπωλείου παλεύει ενάντια στον ιδιοκτήτη του διπλανού κρεοπωλείου αλλά κι οι δυο μαζί παλεύουν ενάντια με τους ιδιοκτήτες της αλυσίδας super-market όπως κι οι ιδιοκτήτες αλλά και οι υπάλληλοι παλεύουν αμφίδρομα αναμεταξύ τους. Παντού κι ανάμεσά μας, πιο φανερά ή πιο κρυφά διαδραματίζονται οι φάσεις της ταξικής πάλης − ένας πόλεμος με κάποιες χρονικές παύσεις φαινομενικής ειρήνης. Ο κύριος Φογκ ήδη γνωρίζει ότι ο Πολυτεχνάς είναι πολύτιμος λόγω των «πολυτεχνικών» ιδιοτήτων του. Μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό λειτουργούν τη Λέσχη άρα αυτό σημαίνει ότι δυνητικά η Λέσχη ανήκει στο προσωπικό, οπότε ανά πάσα στιγμή ο Πολυτεχνάς γίνεται για το Φογκ απειλή κι αλαζονεία. Απειλή γιατί μπορεί την κατάλληλη στιγμή να συνειδητοποιήσει τη θέση και τη δύναμη που κατέχει ο ίδιος και οι όμοιοί του στη Λέσχη· αλαζονεία γιατί δε συμμερίζεται και δε σέβεται τα ρίσκα του αφεντικό του. Αν και οι Φογκ δεν παράγουν κάποιο προϊόν, θεωρούν ότι με τα ταξίδια τους και με τα στοιχήματά τους, διακινδυνεύουν πολλά από τα ποσά τους. Έχουν την εντύπωση ότι το προσωπικό τους ωφελείται όταν κερδίζουν από τα στοιχήματά τους. Στο στίχο σκουλήκι εσύ ανάξιο ευεργεσίας ακούμε την κορύφωση της έντασης του ταξικού μίσους, ενώ στους στίχους: Είσαι από τις αράχνες που όλο υφαίνουν / μ’ αυτοθυσία τον εφησυχασμό και την αγάπη μας ο Φογκ αναφέρεται στην πονηριά των καταπιεσμένων. Η πονηριά είναι ένα από τα όπλα που επιστρατεύουν αιώνες τώρα για να φθείρουν ανενόχλητοι και την κατάλληλη στιγμή ν’ ανατρέψουν τους καταπιεστές τους. Η καταλυτική αφορμή με την οποία ξέσπα ο Φογκ αποτελούν οι ακαριαίες ματιές που ανταλλάζει ο Πολυτεχνάς με το προσωπικό της Λέσχης. Οι ματιές αυτές εκφράζουν τη σχέση απαράμιλλου μίσους και καμουφλαρισμένης αγάπης του Φογκ και του Πολυτεχνά. Ετούτη η μικρο-σκηνή ανταλλαγής αποφασισμένων βλεμμάτων είναι μοναδική κι αναφέρεται και στα δύο ποιήματα. Αν κι εμφανής και συνηθισμένη με μια καθορισμένη αρχή κι ένα καθορισμένο τέλος, άρα αυστηρή και κλειστή ως διάρκεια χρονική, προφανώς κι αποτελεί το βάσιμο και πραγματικό υπόστρωμα για την αναστάτωση του Φογκ.

Στον αντίποδα της απόλυσης του κ. Φογκ έρχεται η συγκρουσιακή απάντηση του Πολυτεχνά. Ξεκινά με το στίχο: Τώρα, που πια έχουν τα πάντα ματαιωθεί. Αν λάβουμε υπόψη τη χρονολογία έκδοσης του Φογκ (1993) καταλαβαίνουμε ότι η ελπίδα για έναν δικαιότερο κόσμο ματαιώθηκε, μετά την ολοκληρωτική επιστροφή των σοσιαλιστικών χωρών στην άναρχη αγορά του καπιταλισμού κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα το 1989 και το 1991. Το ολοκληρωτικό στοίχειωμα του κόσμου από τον καπιταλισμό και η απογοήτευση ως αποτέλεσμα του στοιχειώματος εκφράζεται από τον οργισμένο Πολυτεχνά στο δίστιχο: ε ναι λοιπόν, κάτι Λονδρέζοι σαν εσένα / στοιχειώσανε τον κόσμο μέσ’ από τις λέσχες τους. Σε αντίθεση με το Φογκ ο οποίος επιτίθεται μόνο στο δεύτερο ενικό· ο Πολυτεχνάς αντεπιτίθεται πρώτα στο δεύτερο πληθυντικό και μετά στο δεύτερο ενικό. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μέλος ενός γενικού συνόλου − της τάξης του, οπότε η συμπεριφορά του έχει ιστορικό χαρακτήρα. Η αντωνυμία ποιοι επαναλαμβάνεται τρεις φορές με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και η κατάλληλη απόσταση από τη «στενή» και «προσωπική» συνεργασία μεταξύ του Φογκ και του Πολυτεχνά. Γι’ αυτό το λόγο ο Πολυτεχνάς επιστρατεύει σκόπιμα το τέχνασμα της ρητορικής ερώτησης κατ’ επανάληψιν για ν’ αμφισβητήσει ριζικά το ρόλο των τζογαδόρων αστών. Κανείς Πολυτεχνάς δεν τους επέλεξε να στοιχηματίζουν μ’ έξοδα δικά του και μάλιστα με μια ακρίβεια στημένη σε τερατώδεις διαστάσεις. Κανείς Πολυτεχνάς δεν τους επέλεξε να ευεργετούν γιατί κανείς Πολυτεχνάς δεν έχει ανάγκη τις ευεργεσίες τους. Και τέλος, κανείς Πολυτεχνάς δεν είναι ευγνώμων για τα ψιχουλάκια συγκατάβασης.

Έπειτα ακολουθεί η προσωπική απεύθυνση του Πολυτεχνά προς τον κύριο Φογκ: Κι εσύ πως καν διανοήθηκες ισόβια πίστη / ενός που ισόβια τάχθηκε να υπηρετεί. / Κι αν υποθέσουμε πως κέρδιζες το στοίχημα/ βέβαια θα εισέπραττες όλη τη δόξα μόνος / προσθέτοντάς την στο ποσό και στην καταγωγή σου. Παρατηρούμε ότι η επανάληψη της λέξης ισόβιος σε ερωτηματική πρόταση έχει ως αποτέλεσμα να αυτοαναιρεθεί η έννοια της λέξης. Ο Μπρεχτ στις ιστορίες του κ. Κόϋνερ αναφέρει: Εκεί που χρειάζονται υποσχέσεις δεν υπάρχει τάξη. Κι ο κύριος Φογκ έχει υποσχεθεί αύξηση του μισθού στον Πολυτεχνά αλλά κι ο Πολυτεχνάς ισόβια πίστη στον κύριο Φογκ. Πόσο όμως υπάρχει τάξη στη μεταξύ τους σχέση αφού είναι σχέση εκμετάλλευσης; Άρα και η υπόσχεση του Πολυτεχνά για ισόβια πίστη δεν μπορεί να ισχύσει ισόβια κι οδηγεί στην αναγκαία και δίκαιη «προδοσία». Κι ο Πολυτεχνάς κι ο κύριος Φογκ έρχονται από δύο κόσμους με διαφορές βαθιές κι αγεφύρωτες· έχουν διαφορετικές ανάγκες όπως κι απόψεις για τον τρόπο παραγωγής του πλούτου· βρίσκονται αδιάλειπτα κάτω από διαφορετικές συνθήκες κι ανά πάσα στιγμή μπορούν ν’ αθετήσουν οποιαδήποτε υπόσχεση. Κι ύστερα πάλι εγώ Πολυτεχνάς όπως και πάντα/ διπλά υπηρέτης πια του πολλαπλασιασμένου μου Κυρίου.

Η λέξη βέβαια, επίρρημα βεβαιωτικό, αποκαλύπτει τον ειρωνικό τόνο της ερώτησης του Πολυτεχνά. Ήδη γνωρίζει ότι ο κύριος Φογκ θα εισέπραττε όλη τη δόξα μόνος χωρίς ν’ αναφερθεί στο όνομα, στις ιδιότητες και στην εργασία του Πολυτεχνά. Όχι μόνο τη δόξα αλλά και το κέρδος θα πρόσθετε ο Φογκ στην καταγωγή του. Από τους παραπάνω στίχους φωτίζεται η αντιστρόφως ανάλογη σχέση κέρδους κι εκμετάλλευσης. Πολλαπλάσιο κέρδος για το Φογκ σημαίνει διπλάσια εκμετάλλευση για τον Πολυτεχνά. Εδώ αποκαλύπτεται η αιτιότητα της συνωμοτικής ανταλλαγής των ακαριαίων ματιών μεταξύ των γκαρσονιών και του Πολυτεχνά. Όποτε το αυτονόητο γίνεται και κατανοητό. Ότι η σχέση του προσωπικού της Λέσχης με τους Λονδρέζους είναι σχέση πολεμική η οποία καταλήγει με το ν’ αποδεχτούν τα γκαρσόνια κι ο Πολυτεχνάς την ισόβια μοίρα τους ή ν’ αποφασίσουν αργά ή γρήγορα η Λέσχη ν’ αλλάξει χέρια

(Στις 9 Ιουλίου και κατά τη διάρκεια συγγραφής του κριτικού κειμένου πληροφορήθηκα από την ανακοίνωση που δημοσίευσε το Συνδικάτο Επισιτισμού-Τουρισμού-Ξενοδοχείων Ν. Αττικής ότι απολύσανε έναν καλό «Πολυτεχνά» κι επιστήθιο φίλο, το Νίκο Πετρέλλη. Το κείμενο αφιερώνεται στον ίδιο και νομίζω ότι τα γεγονότα και η στάση του ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την αναγκαιότητα συγγραφής του).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: