Ένα παιδί θυμάται τη μαμά του

————————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΒΑΘΕΩΣ ΓΗΡΑΤΟΣ»

————————————————————————

Ο Γιάννης Βαρβέρης με τη μητέρα του, 1998
Ο Γιάννης Βαρβέρης με τη μητέρα του, 1998



Show me your mother’s face/ I will tell you who you areKahlil Gibran

Μαθαίνουμε τον κόσμο μέσα από το πρόσωπο της μητέρας μας. Τα μάτια της αποτελούν το πρώτο καταφύγιο, τον καθρέφτη μέσα στον οποίο ως παιδιά επιβεβαιώνουμε την ύπαρξή μας. Αυτός ο συλλογισμός έρχεται στο μυαλό μου καθώς ξαναδιαβάζω την ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Βαθέος Γήρατος, γραμμένη από τον ποιητή για τη μητέρα του, γι’ αυτή που του χάρισε ζωή και γλώσσα μία.
Αναρωτιέμαι μήπως το κλάμα του νεογέννητου γιού μου, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, αυξάνει την ένταση του συλλογισμού, αν υποθέσουμε ότι ο τρυφερός διάλογος του ποιητή με τη μητέρα του μου δίνει τη δυνατότητα να συνδιαλλαγώ κι εγώ με τον γιο μου σε μια μεταγενέστερη εκδοχή μας.
Τι βλέπει ένα παιδί μέσα στα μάτια της μητέρας του; Τον εαυτό του, μας απαντάει ήδη το 1953 ο παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής D.W. Winnicott. Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ, τι βλέπει μια υπέργηρη μητέρα στα μάτια του γιού της, αφού τα σημαντικότερα μοτίβα που συναντάμε στη συλλογή είναι αυτά της αντιστροφής ρόλων σε διαφορετικά επίπεδα. Εντοπίζω μερικά:

1. Το υποκείμενο της ανησυχίας.

Να μην τηλεφωνώ τη νύχτα αργά, μου λες
γιατί κοιμάσαι.
Όμως σε ώρες αδυσώπητες
εγώ τηλεφωνώ αν κοιμάσαι
ή εκοιμήθης.

– Κοιμήσου τώρα, καληνύχτα.

Στο ποίημα «Κoιμάσαι;» ο γιος παίρνει το ρόλο της ανήσυχης μητέρας που τηλεφωνεί μέσα στη νύχτα για να δει αν το παιδί της ζει ή πέθανε σε αντίστιξη με το ποίημα «Ξενύχτι» που η μάνα επιμένει να κρατάει αυτόν τον ρόλο κι ας είναι πια άχρηστος.

Ανησυχούσες πάντα και ξενύχταγες
που γύριζα συνήθως το πρωί.

Έζησες έζησες
έζησες έζησες
δεν ξενυχτάνε πια οι άνθρωποι
στην ηλικία μου.

2. Μικρές, μεγάλες αποστάσεις

Στο ποίημα «Βουνό ή θάλασσα;» ο ποιητής υποσυνείδητα επισκέπτεται την παιδική του ανάμνηση, όταν η μάνα κουβαλούσε το παιδί από το ένα δωμάτιο στο άλλο σαν να επρόκειτο για ολόκληρη εκδρομή, μόνο που τώρα είναι εκείνος που τη μεταφέρει. Οι αποστάσεις που διανύονται στην αρχή και στο τέλος μιας ζωής είναι μεγάλες με τη μεταφορική έννοια αλλά μικρές ως προς την απόσταση που διανύουν στον χώρο, συμβολοποιούνται δε σε τέτοιο βαθμό που κάνουν τις εκδρομές στα χρόνια που μεσολαβούν να μοιάζουν απλώς πραγματικές.

Πάμε εκδρομή όπως άλλοτε.
Θέλεις απ’ το δωμάτιο
στ’ ορεινό σαλόνι
ή μήπως προτιμάς
στη λαοθάλασσα της βεράντας;

3. Χρήση και υπέρβαση του οιδιποδείου.

Στη συλλογή συναντάμε ποιήματα, στα οποία ο Βαρβέρης αντιστρέφει τη δυναμική του οιδιποδείου, και αντί να «κρατήσει» νεκρό τον πατέρα, τον επαναφέρει στο προσκήνιο, προκειμένου να εξυπηρετήσει μία από τις φαντασιώσεις που κρατάνε τη μητέρα του ζωντανή.

TINO ROSSI

Βάζω συχνά cd κι ακούμε στο δωμάτιο
μουσική που ακούγατε μαζί.
Σήμερα Τίνο Ρόσσι.

Ξάφνου σηκώνεσαι
και με τα μικρά βήματά σου
αρχίζεις σχεδόν να χορεύεις.

Σε πλησιάζει ο καβαλιέρος σου
σε σφίγγω
και στρέφω αλλού το πρόσωπό μου
όσο μπορώ να επιτείνω τη σύγχυση.

Σε άλλα ποιήματα πάλι όπως στο «Περί του αντιθέτου», ο ποιητής προβαίνει στην απόλυτη υπέρβαση, αφού όχι μόνο δεν διεκδικεί τη μητέρα από τον πατέρα του, αλλά φροντίζει να διατηρήσει αναλλοίωτη ακόμη και τη μνήμη του ως πιστού συντρόφου.

Σ’ αγάπησε μου λες, πολύ
ποτέ σου δεν σε απάτησε, βεβαιώνεις

Έχω στοιχεία
αλλά το πιο ισχυρό
είναι πως πρέπει να σ' αφήσω ερωτευμένη.

Με τέτοιες αντιστροφές ο Βαρβέρης προσφέρει τη γραφή του ως τελικό κάτοπτρο, στο οποίο η μητέρα αντικρύζει τις τελευταίες αντανακλάσεις του προσώπου της στα μάτια του ποιητή-παιδιού της. Αν εκείνη διάβασε τη συλλογή ή όχι, αδιάφορο, αφού η γραφή συνιστά πράξη επιτελεστική. Όπως επίσης και ο ποιητής ξέρει καλά πως σε λίγο δεν θα είναι παιδί κανενός ζωντανού. Ο Βαρβέρης επιχειρεί λοιπόν να κατασκευάσει ένα τελετουργικό κέλυφος προκειμένου να στεγάσει το πένθος εν ζωή. Ας μην ξεχνάμε και την ιδιότητα του ως θεατρικού κριτικού που αντιλαμβάνεται ότι κάθε αφήγηση μπορεί να συνιστά μια ουσιώδη και κεντρική μεταφορά των εκφάνσεων της ζωής, άρα και της διαδικασίας του πένθους. Η συλλογή Βαθέος γήρατος, συνεπώς, μπορεί να λειτουργήσει μεταξύ άλλων και ως πρόβα θανάτου (άραγε και του δικού του;) επιτρέποντας στον ποιητή να δημιουργήσει σενάρια και δυνατότητες ερμηνείας, χωρίς να εκτίθεται στην άβυσσο και στην κυριολεξία της πραγματικότητας. Μ’ αυτό δεν προσπαθώ να ισχυριστώ ότι ο ποιητής επιδιώκει μέσω της επιτέλεσης να αμβλύνει την επικείμενη διαδικασία του πένθους. Αντίθετα επιμηκύνει και οξύνει τη φαντασίωση που ορισμένες φορές δείχνει να ενέχει ακόμη μεγαλύτερη οδύνη. Ειδικά όταν αναλαμβάνει τον ρόλο του «θύτη» όπως στο

ΠΟΙΗΜΑ ΗΤΑΝ

Ούτε σκοτούρες πια για ψώνια και γιατρούς
άλλωστε θα περνάμε, αν όχι κάθε Κυριακή
πάντως συχνότατα
–ο διευθυντής δεν έχει αντίρρηση–
μαζί μας θα σε παίρνουμε με το αυτοκίνητο
για βόλτα και για φαγητό.

– Έλα, όχι, μη φοβάσαι, ποίημα ήταν,
μη φοβάσαι.

Η αφήγηση απευθύνεται στη μάνα. Η συλλογή στον αναγνώστη. Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης κατά Βαρβέρη; Αυτός που θα παραιτηθεί από το ποίημα και θα τρέξει να πάρει τη μάνα του από τον οίκο ευγηρίας. Αυτός δηλαδή που επιτελεί την πράξη που επιτάσσει η ποίηση.

ΟΙΚΟΙ ΕΥΓΗΡΙΑΣ

Και βέβαια σε τίποτε
δε χρησιμεύει η ποίηση
Εκτός αν κάποιος που διαβάζει τώρα
τρέξει μετανιωμένος και την ξαναφέρει
σπίτι.

Αλλά και τι είναι μια καλή μητέρα; Αναρωτιέμαι, πλέον, κι εγώ. Κατά Winnicott μια αρκετά καλή μητέρα είναι εκείνη που χωρίς να είναι τέλεια και απογοητεύοντας κάποιες φορές το παιδί της, του επιτρέπει να αναπτύξει τις απαραίτητες δεξιότητες προκειμένου να επιβιώσει σε έναν ατελή κόσμο. Κι ο Βαρβέρης είναι ένας αρκετά καλός γιος; Κατά τη γνώμη μου ναι, γιατί χωρίς να είναι τέλειος, επιτρέπει στη μητέρα του να πεθάνει. Το διαισθάνεται ήδη πως θα το κάνει το 1986 στο «Πρωθύστερο για σένα» [Ο θάνατος το στρώνει, 1996], παρ'ότι το φοβάται: δεν θα τ΄ αντέξω να θυμάμαι/ πως σε θυμόμουν τότε που ήσουν δίπλα μου/μνήμη τη μνήμη πως εγώ/ το δρόμο σου άνοιξα/να φύγεις. Δεν μπορεί παρά να αποδεχτεί κι αυτός με τη σειρά του την ευθύνη της θνητότητας, την οποία κάθε μητέρα που φέρνει ένα παιδί στον κόσμο έχει a priori αποδεχθεί. Κι εδώ έγκειται και η γενναιότητα του ποιητή που, αποκρυσταλλώνοντας μέσα στα ποιήματα της συλλογής την εμπειρία του και τα συναισθήματά του, επικυρώνει τον αφανισμό τους (για τον ίδιο) παραδίδοντας τα γενναιόδωρα στους αναγνώστες για αιώνια χρήση. Γιατί ίσως πιο καλά έτσι: αντί να μας χωρίσει ο θάνατος / καλύτερα ο θάνατος ας μας χωρίζει. [Ο κύριος Φογκ, 1993].

Κάθε φορά που επιστρέφω στο έργο του Βαρβέρη νιώθω, τελικά, κι εγώ σαν ένα παιδί που θυμάται τη μαμά του, αφού στη γραφή του έχουν κατά καιρούς καθρεφτιστεί τόσο τα δικά μου όσο και πολλών ποιητών της γενιάς μου τα γραψίματα. Όσο για τη συχνότητα των επισκέψεων το ξέρουμε καλά, το είπε άλλωστε κι ο ίδιος ότι καμιά συχνότητα ποτέ/ δε νίκησε την τύψη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: