Ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά μοτίβα στην ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη

Ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά μοτίβα στην ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη

Η αρ­κού­δα πά­νω στα βου­νά / τα χιο­νι­σμέ­να / πλη­σιά­ζει τον νε­κρό στρα­τιώ­τη με συ­μπά­θεια.
― Δεν θα τον φάω, σκέ­φτε­ται / αφού για χά­ρη μου / κά­νει τον πε­θα­μέ­νο 
–  (Τα Ζώα στα σύν­νε­φα, 2013)

Επη­ρε­α­σμέ­νος από τη δρα­μα­τι­κή ατμό­σφαι­ρα των πο­λι­τι­κών συμ­βά­ντων που ση­μά­δε­ψαν εκεί­νους που βί­ω­σαν άμε­σα το δρά­μα της Κα­το­χής και του Εμ­φύ­λιου, αλ­λά και από τους νε­ό­τε­ρους ηλι­κια­κά που κλή­θη­καν να ζή­σουν στον ασφυ­κτι­κό της από­η­χο, ο Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης εμ­φα­νί­ζε­ται στα γράμ­μα­τα με μια ποί­η­ση που φέ­ρει έντο­να τα στοι­χεία της ει­ρω­νεί­ας και μιας βα­θιάς εν­δο­σκό­πη­σης που συ­χνά κα­τα­λή­γει στη σά­τι­ρα και τον αυ­το­σαρ­κα­σμό.


1.Το στοι­χείο της ει­ρω­νεί­ας

    Μέλ­λο­ντες γά­μοι: Δω­ρε­ές σω­μά­των, μνη­μό­συ­να κορ­μιών […] Πά­λι ανα­κα­τεύ­ουν την τρά­που­λα. Και πά­λι κό­βει ο θά­να­τος για να μοι­ρά­σει ο χρό­νος – («Κοι­νω­νι­κά», από τη συλ­λο­γή Άκυ­ρο θαύ­μα, 1996)

    Όπως συμ­βαί­νει και με άλ­λους συ­νο­μή­λι­κους ή σχε­τι­κά με­γα­λύ­τε­ρους ηλι­κια­κά από αυ­τόν, − τον Νά­σο Βα­γε­νά, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, στον οποίο «η ει­ρω­νεία λει­τουρ­γεί όχι μ’ αυ­τό που φαί­νε­ται αλ­λά μ’ εκεί­νο που δια­φαί­νε­ται»[1]─, ή τον Γιάν­νη Πα­τί­λη, που από την πρώ­τη κιό­λας ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του, Ο μι­κρός και το θη­ρίο, (1970), προ­σπα­θεί να εκ­φρά­σει τον θυ­μό και την πί­κρα του μέ­σα από αυ­τήν─, στον Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη η ει­ρω­νι­κή μα­τιά και διά­θε­ση εμ­φα­νί­ζε­ται εξί­σου κυ­ρί­αρ­χη.

    Η Νό­ρα Ανα­γνω­στά­κη, ήδη από το 1973, στη με­λέ­τη της Το στοι­χείο της σά­τι­ρας και το χιού­μορ στη νε­ό­τε­ρη ποι­η­τι­κή γε­νιά, και αρ­γό­τε­ρα στο βι­βλίο της, Κρι­τι­κή της πα­ντο­μί­μας (1970-1975), ανα­φέ­ρε­ται στη ση­μα­σία του σκώμ­μα­τος και της δια­κω­μώ­δη­σης στους ποι­η­τές αυ­τής της γε­νιάς, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τα ως ένα «αμ­φί­στο­μο όπλο στα χέ­ρια τους».[2] Στον Βαρ­βέ­ρη όμως, και στις δώ­δε­κα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του, ─ από την πρώ­τη, με την κα­βα­φι­κής εμπνεύ­σε­ως προ­σφώ­νη­ση, Εν φα­ντα­σία και λό­γω, εκ­δο­μέ­νη το 1975 (και αρ­γό­τε­ρα το 1984), Το ράμ­φος. Εν φα­ντα­σία και λό­γω, μέ­χρι και Τα Ζώα στα σύν­νε­φα, που εκ­δό­θη­κε με­τά τον θά­να­τό του και τον συλ­λο­γι­κό με­τα­θα­νά­τιο τό­μο Ποι­ή­μα­τα Β΄ (2001-2013) Κέ­δρος 2013, έρ­γο που εύ­στο­χα ξε­κι­νά με το πε­ρι­παι­χτι­κό: «Στην υγειά σας / πε­θα­μέ­νοι»−, πρό­κει­ται για μια δια­κω­μώ­δη­ση ιδια­ζό­ντως προ­σω­πι­κή και ευ­ρη­μα­τι­κή, στην οποία η ει­ρω­νεία και ο σαρ­κα­σμός εί­ναι αιχ­μη­ρά και δο­σμέ­να πρω­τό­τυ­πα, με την υπο­νό­μευ­ση όχι μό­νο των σο­βα­ρών πραγ­μά­των αλ­λά και της ίδιας της ιδέ­ας της σο­βα­ρό­τη­τας να φτά­νει στα άκρα. Χιού­μορ και αυ­το­α­ναί­ρε­ση που όπως ορ­θά επι­ση­μαί­νε­ται από την κρι­τι­κή, δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στο νό­η­μα του ποι­ή­μα­τος αλ­λά συ­χνά επε­κτεί­νε­ται και στην ίδια του τη μορ­φο­λο­γία.
    Ο Βαρ­βέ­ρης χρη­σι­μο­ποιεί κα­τά κό­ρον την ει­ρω­νεία για να ανα­δεί­ξει τα αδιέ­ξο­δα του σύγ­χρο­νου κό­σμου, σε μια πο­λύ­πλευ­ρη και ιδιό­μορ­φη σύ­ζευ­ξη πο­λι­τι­κού, κοι­νω­νι­κού και υπαρ­ξια­κού προ­βλη­μα­τι­σμού. Το υπο­δό­ριο χιού­μορ εί­ναι το δι­κό του όχη­μα, ο δι­κός του τρό­πος αντί­δρα­σης στον άκρα­το υλι­σμό και την κα­τα­νά­λω­ση μιας κοι­νω­νί­ας που ακύ­ρω­σε τα ιδα­νι­κά της και έστει­λε στο πε­ρι­θώ­ριο τους πε­ρισ­σό­τε­ρους από τους ποι­η­τές και πνευ­μα­τι­κούς τα­γούς της. Ταυ­τό­χρο­να, και ένας άλ­λος τρό­πος εμ­βά­θυν­σης στη γλώσ­σα και τα ση­μαί­νο­ντά της, πέ­ρα από την πρώ­τη κοι­νή ση­μα­σιο­λο­γία των λέ­ξε­ων και του συ­ντα­κτι­κού. 


    2. Το στοι­χείο του θα­νά­του και της φθο­ράς

      Μό­λις ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος απέ­θα­νε ο θά­να­τός του πρό­σφε­ρε τσι­γά­ρο
      – Sans filtre! –Sans filtre!
      / εί­πεν ο Νί­κος / κι επρο­χώ­ρη­σε […]   –  («Ο θά­να­τος το στρώ­νει» 1988)

      Ένα άλ­λο στοι­χείο που στην κυ­ριο­λε­ξία σφρα­γί­ζει την ποί­η­ση του Βαρ­βέ­ρη εί­ναι η ανα­φο­ρά στον θά­να­το. Βρι­σκό­μα­στε, θα λέ­γα­με, μπρο­στά σε μια ποί­η­ση πε­ρι­παι­χτι­κή αλ­λά και βα­θιά θα­να­τό­φι­λη (μα­κά­βρια, αν όχι θα­να­το­λά­γνα), με τα όρια ανά­με­σα στο ζην και το θνή­σκειν να αμ­φι­σβη­τού­νται και να αί­ρο­νται μέ­σα στον χρό­νο. Εδώ, τό­σο η πα­ρου­σία της ει­ρω­νεί­ας όσο και αυ­τή του θα­νά­του εί­ναι διαρ­κής και αδιά­λει­πτη. Ο θά­να­τος ως συ­νε­χής μαρ­τυ­ρία απο­τε­λεί ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος του αν­θρώ­πι­νου βί­ου και κα­μιά αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη δεν νο­εί­ται έξω από αυ­τόν. Ζωή και θά­να­τος, ιδω­μέ­να μέ­σα στο χρό­νο απο­τε­λούν αδή­ρι­τη ενό­τη­τα. Φαί­νο­νται, εί­ναι, και πα­ρα­μέ­νουν ρευ­στά και συ­γκε­χυ­μέ­να.
      Ο Αλ. Ζή­ρας, σε ένα κρι­τι­κό ση­μεί­ω­μά του για τη συλ­λο­γή του Ο θά­να­τος το στρώ­νει, μι­λά για ένα ει­ρω­νι­κά υφο­ποι­η­μέ­νο λό­γο που κα­μιά φο­ρά εμ­φα­νί­ζε­ται με παι­γνιώ­δη μορ­φή, και πα­ρα­πέ­μπει στον Εμπει­ρί­κο και την ευ­φά­ντα­στη υπερ­ρε­α­λι­στι­κή ει­κο­νο­ποι­ία του. Επι­πλέ­ον, σχε­τι­κά με τη δεύ­τε­ρη ενό­τη­τά της συλ­λο­γής, θε­ω­ρεί ότι η ει­ρω­νεία εδώ γί­νε­ται πιο έμ­με­ση, εστιά­ζο­ντας στην ανε­βα­σμέ­νη εσω­τε­ρι­κή θερ­μο­κρα­σία των στί­χων.[3]


      3. Η ήτ­τα, η πτώ­ση, η μο­να­ξιά και το γή­ρας

      Η πό­λη με οβε­λί­ες αλ­λού γιορ­τά­ζει. / Σταθ­μός Πε­λο­πον­νή­σου κι απο­με­σή­με­ρο του Πά­σχα σε πα­γκά­κι / μό­νον εσύ κι εγώ κα­θό­μα­στε, μη­τέ­ρα. / Εί­μα­στε γέ­ροι πια κι οι δυο / κι εγώ αφού γρά­φω ποι­ή­μα­τα πιο γέ­ρος. / Αλ­λά πού πή­γα­νε τό­σοι δι­κοί μας; / Μέ­σα σε μια βδο­μά­δα δεν από­μει­νε κα­νείς. / Ήταν Με­γά­λη βέ­βαια γε­μά­τη πά­θη, προ­δο­σί­ες, σταυ­ρώ­σεις– / θέ­λουν πο­λύ για να υπο­κύ­ψουν οι κοι­νοί θνη­τοί; […]    –  («Εσπε­ρι­νός της Αγά­πης», από το βι­βλίο του Ο άν­θρω­πος μό­νος, 2009)


      Ποι­η­τής της αι­σθη­τι­κής και υπαρ­ξια­κής ρή­ξης αλ­λά και της πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής αμ­φι­σβή­τη­σης, ο Βαρ­βέ­ρης κι­νεί­ται διαρ­κώς ανά­με­σα στο γή­ρας και τη νε­ό­τη­τα, την κί­νη­ση και την ακι­νη­σία. Η ποί­η­σή του, τρο­μα­κτι­κή και ζεί­δω­ρη, έκ­θε­τη μπρο­στά στον θρή­νο και την απώ­λεια, απεκ­δύ­ε­ται το ψεύ­δος μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που απο­δει­κνύ­ε­ται από τα ίδια τα πράγ­μα­τα απο­λύ­τως θνη­σι­γε­νής. Μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γε­μά­τη θλί­ψη και απο­γο­ή­τευ­ση για μια ζωή κα­τώ­τε­ρη των προσ­δο­κιών, ορει­βα­σία χω­ρίς ανη­φό­ρα, στο πιο από­κρη­μνο ίσω­μα, δί­χως σταυ­ρό και δί­χως λό­φο, αβέ­βαιο απο­τύ­πω­μα μιας πρό­ω­ρα γε­ρα­σμέ­νης γε­νιάς κι ενός ποι­η­τή με ρί­ζα άδι­κη:

      «Α μπα. Μ’ ότι φο­ράω θα πάω. Κα­νείς δεν ανα­γνώ­ρι­σε πο­τέ έναν εκ γε­νε­τής συ­ντα­ξιού­χο»   –  («Μα­σκέ», Άκυ­ρο θαύ­μα)

      Η μο­να­ξιά του, ανυ­πε­ρά­σπι­στη απέ­να­ντι σ’ αυ­τά που συ­νε­χί­ζουν να τη ξαφ­νιά­ζουν, απο­τυ­πώ­νε­ται ωσαύ­τως και στην αμ­φί­ση­μη σχέ­ση του με την πό­λη. «Μια σχέ­ση μί­σους, πε­ρι­φρό­νη­σης αλ­λά και αγά­πης σχε­δόν ερω­τι­κής»:[4]

      (α)

      Ξύ­πνη­σα. Βα­θιά μέ­σα / σε μια πο­λυ­θρό­να./ Και μπρο­στά σε μια θά­λασ­σα. Όπου / κα­νείς. / Μό­νη κί­νη­ση / το βλέμ­μα επά­νω στα κύ­μα­τα. / Όπου πή­γαι­ναν. / Έτσι έμει­να. / Κα­λο­καί­ρια αθέ­α­τος. /  Και χει­μώ­νες ολό­κλη­ρους. / Κά­πως έτσι θα γέ­ρα­σα. Για­τί / πο­τέ δε ση­κώ­θη­κα. / Άρα έζη­σα νέ­ος    –  («Φι­λέ­ας Φογκ», από το βι­βλίο Ο κύ­ριος Φογκ, 1993)


      Ελά­χι­στα θρη­σκευό­με­νος, ο Γ. Βαρ­βέ­ρης δεν απο­φεύ­γει την συν­διαλ­λα­γή με την πτώ­ση. Σε αντί­θε­ση με έναν κό­σμο που δεν ανέ­χε­ται την από­συρ­ση, ακό­μη κι όταν αυ­τή φαί­νε­ται ανα­γκαία, και μια κοι­νω­νία που απο­δέ­χε­ται μό­νο τη λα­μπε­ρή της όψη, εκεί­νος προ­τι­μά τον πό­νο και τη με­λαγ­χο­λία. Ο στί­χος του, απέ­χο­ντας εν­συ­νεί­δη­τα από τα λυ­ρι­κό­τρο­πα αδιέ­ξο­δα του ναρ­κισ­σι­σμού και της εγω­πά­θειας, ακο­λου­θεί με συ­νέ­πεια τα άδη­λα μο­νο­πά­τια και τις κρυ­φές στε­νω­πούς της κα­θό­δου. Στον «δι­κό του» Φι­λέα Φογκ, ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση που δια­κρί­νε­ται για τη λι­τή γλώσ­σα και τη στι­βα­ρή δο­μή, και έρ­γο που για πολ­λούς κρι­τι­κούς απο­τε­λεί μία από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες ποι­η­τι­κές κα­τα­θέ­σεις της με­τα­πο­λί­τευ­σης,[5] η στω­ι­κό­τη­τα στο ύφος και η ηρε­μία στον τό­νο με­ταλ­λάσ­σο­νται σε τρα­γι­κά σπα­ράγ­μα­τα και ει­κό­νες γκρο­τέ­σκο. Ο ήρω­ας του Βαρ­βέ­ρη, και στην ου­σία αντι­ή­ρω­ας, σε αντί­θε­ση με τον τα­ξι­δευ­τή του Ιού­λιου Βερν στο Ο Γύ­ρος του κό­σμου σε ογδό­ντα μέ­ρες, βου­λιά­ζει μέ­σα σε μια πο­λυ­θρό­να. Μα­κριά από τον θό­ρυ­βο του εφή­με­ρου και τις ια­χές ενός υπερ­φί­α­λου θριάμ­βου, ψά­χνει εν­συ­νεί­δη­τα για τα ίχνη του πά­νω στον δρό­μο της ήτ­τας. Ακί­νη­τος πα­ρα­κο­λου­θεί τα κύ­μα­τα και την αέ­ναη κί­νη­σή τους, μό­νος και γε­ρα­σμέ­νος για­τί πο­τέ δε ση­κώ­θη­κε, κα­λο­καί­ρια αθέ­α­τος και χει­μώ­νες ολό­κλη­ρους, μπρο­στά σε μια θά­λασ­σα, όπου κα­νείς. Πα­ρά ταύ­τα, αμ­φί­βιος πά­ντα, χά­ρη σ’ αυ­τή την σιω­πη­λή και ερ­γώ­δη προ­σή­λω­ση θα κα­τα­φέ­ρει εντέ­λει να ζή­σει νέ­ος και ανα­νε­ω­μέ­νος.

      (β)

      Θα το πού­νε τα κύ­μα­τα /  που εί­ναι κά­πως αμ­φί­βια. / Δεν ση­κώ­νο­μαι. Θα ’ρ­θουν. / Όπου να ’ναι / πρέ­πει να ‘ρθουν τα κύ­μα­τα. / Λί­γο λί­γο να γί­νω / ένα κύ­μα τους. / Και να έχω / όπου πάω / επά­νω μου βλέμ­μα­τα. / Αμ­φί­βιο / να ’ρ­χο­μαι, να ’ρ­χο­μαι. / Και να γί­νει αρ­γά / η στε­ριά όλη / θά­λασ­σα   –  («Φι­λέ­ας Φογκ»)


      4. Συμ­βο­λι­σμός, αλ­λη­γο­ρία, ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα και ευ­φυή λε­κτι­κά παι­χνί­δια στην υπη­ρε­σία μιας ανό­θευ­της εσω­τε­ρι­κό­τη­τας

      Επι­σκε­πτό­με­νος / κή­πους ζω­ο­λο­γι­κούς / πά­ντα σχε­δόν θα δεις / διε­θνή την πι­να­κί­δα: «ΖΟΟ». / Μή­πως εί­ναι κι αυ­τή / μια λέ­ξη ελ­λη­νι­κή / σαν ρή­μα­τος κραυ­γή ασυ­ναί­ρε­τη / που όταν τη συ­ναι­ρέ­σεις πά­ει να πει: / «Απλώς και μό­νον ΖΩ»;   –  (Τα ζώα στα σύν­νε­φα)

      Πυ­κνός και έντο­να στο­χα­στι­κός, ο λό­γος του ποι­η­τή συλ­λαμ­βά­νει θέ­μα­τα δια­χρο­νι­κά με τρό­πο συμ­βο­λι­κό και υπαι­νι­κτι­κό, αξιο­ποιώ­ντας τη μαύ­ρη πα­ρα­μυ­θία και την αλ­λη­γο­ρία. Το το­πίο στο οποίο κι­νεί­ται, σα­φώς πέ­ρα από τα στε­νά όρια του ρε­α­λι­σμού και τη ρη­τή πρώ­τη δή­λω­ση του νο­ή­μα­τος, τη συ­ντα­κτι­κή κα­νο­νι­κό­τη­τα και τη συ­νή­θη λο­γι­κή αλ­λη­λου­χία, θα μπο­ρού­σε να ταυ­τι­στεί με το γυ­ναι­κείο σώ­μα. Όλα εδώ εί­ναι κυ­μα­τώ­δη και κα­μπυ­λω­τά, μπο­λια­σμέ­να από μια εν εγρη­γόρ­σει φι­λο­σο­φι­κή νω­χέ­λεια και μια με­λαγ­χο­λία εξαι­ρε­τι­κά νη­φά­λια μες στην οξύ­τη­τά της. Πι­κρία που ο ιδιαί­τε­ρος τό­νος της, αν και έκ­δη­λα απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος, υπο­δη­λώ­νει βα­θιά εν­συ­ναί­σθη­ση και εσω­τε­ρι­κό­τη­τα.

      Το πιο βα­σα­νι­σμέ­νο αμ­φί­βιο / εί­ναι το κύ­μα / της ακτής   –  (Τα ζώα στα σύν­νε­φα)

      Η ποί­η­σή του, υπαι­νι­κτι­κή, χα­μη­λών τό­νων και ταυ­τό­χρο­να τσε­κου­ρά­τη, πα­ρα­πέ­μπει πε­ρισ­σό­τε­ρο σε μια έλ­λει­ψη, ένα κε­νό. Πρό­κει­ται για οπτι­κή που δεν αφο­ρά τον με­τρή­σι­μο χρό­νο, δεν εστιά­ζει στη μνή­μη που βιώ­θη­κε αλ­λά πρω­τί­στως σε εκεί­νη που δεν μπό­ρε­σε να βιω­θεί. Ποί­η­ση γυ­ναι­κεία, θα λέ­γα­με, ανα­κα­λώ­ντας τη ση­μα­σία που δί­νει στον χα­ρα­κτη­ρι­σμό η Κ. Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ, σε ανα­φο­ρά σχε­τι­κή με την ποί­η­ση που γρά­φουν οι γυ­ναί­κες αυ­τής της γε­νιάς: Εσω­τε­ρι­κό σώ­μα­τος, εσω­τε­ρι­κό φύ­σης […] έχεις την αί­σθη­ση ότι η πε­ρι­γρα­φή του γε­γο­νό­τος γί­νε­ται από τα μέ­σα προς τα έξω.[6]

      5. Τα ρού­χα και τα προ­σω­πι­κά αντι­κεί­με­να ως πράγ­μα­τα δη­λω­τι­κά της αν­θρώ­πι­νης υπό­στα­σης, αλ­λά και η αγω­νία της γλώσ­σας ως προ­σπά­θεια έκ­φρα­σης και σύλ­λη­ψης του ανεί­πω­του.

      Μια ολό­κλη­ρη ζωή τό­σο κο­ντά / Τό­σο μα­κριά η μια από την άλ­λη / Χω­ρίς ελ­πί­δα να συ­να­ντη­θού­με / Πα­ρά μο­νά­χα κά­πο­τε / Στο χέ­ρι εκεί­νου που θα μεί­νει   –  (Άκυ­ρο θαύ­μα).

      Ένα ακό­μη στοι­χείο που δια­περ­νά την ποί­η­ση του Βαρ­βέ­ρη εί­ναι το πλή­θος των αντι­κει­μέ­νων τα οποία την τρο­φο­δο­τούν, όπως για πα­ρά­δειγ­μα, ένα ρού­χο, ένα ρο­λόι ή ένα ζευ­γά­ρι βέ­ρες, ανα­δει­κνύ­ο­ντας έτσι, όχι μό­νο τους ορα­τούς αλ­λά και τους αό­ρα­τους δε­σμούς που μπο­ρεί να συν­δέ­ουν δυο φαι­νο­με­νι­κά ανό­μοια πράγ­μα­τα, κά­πο­τε όμως και την ίδια την ανυ­παρ­ξία αυ­τών των δε­σμών.[7] Ο ποι­η­τής, διεισ­δυ­τι­κός και έντο­να ενο­ρα­τι­κός, επι­στρα­τεύ­ει τα αντι­κεί­με­να για να απο­δώ­σει μέ­σα από την χρή­ση ή την ει­κό­να τους μια έν­νοια σε όλο το φι­λο­σο­φι­κό της υπό­βα­θρο, δια­λύ­ο­ντας, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας, ανα­συν­θέ­το­ντας και τε­λι­κώς ενι­σχύ­ο­ντας με τον τρό­πο αυ­τό την προ­σω­πι­κή του μυ­θο­λο­γία. Ο λό­γος του, χα­μη­λό­φω­νος και κα­θη­με­ρι­νός, προ­βάλ­λει στο βά­θος μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εντε­λώς διά­φο­ρη από αυ­τήν της κα­θη­με­ρι­νής τους χρή­σης. Τα οι­κεία ανα­κα­λούν τις μνή­μες όπως ακρι­βώς και οι σιω­πές ανά­με­σα στα κε­νά των στί­χων. Πρό­κει­ται για ποί­η­ση που συ­χνά δια­σπά την ομα­λή με­τά­βα­ση από το αί­τιο στο αι­τια­τό και (όχι σπά­νια) δεν δι­στά­ζει ακό­μη και να την κα­τα­λύ­σει για να ανα­δεί­ξει μια διά­στα­σή της πο­λύ ανώ­τε­ρη από αυ­τήν των αι­σθή­σε­ων.

      Συ­νο­ψί­ζο­ντας, θα λέ­γα­με πως στην ποί­η­ση του Γ. Βαρ­βέ­ρη, τό­σο οι λέ­ξεις όσο και τα πράγ­μα­τα, ορί­ζουν δο­μή και ορ­γά­νω­ση μέ­σα από την ισχυ­ρή απο­τύ­πω­ση μιας κα­τά­στα­σης ακραί­ου πε­σι­μι­σμού, πα­ρακ­μια­κού εκ­πε­σμού και πτώ­σης. Το ποι­η­τι­κό του έρ­γο, ευ­φυ­ές, οξύ, λι­τό και πε­ρι­γε­λα­στι­κό, σε συν­δυα­σμό τό­σο με το προ­σω­πι­κό του τραύ­μα όσο και με την εσώ­τε­ρη ψυ­χο­σύν­θε­ση και ιδιο­συ­γκρα­σία του δη­μιουρ­γού του, υπο­νο­μεύ­ει από τα μέ­σα ένα ολό­κλη­ρο σύ­στη­μα, ανά­γο­ντας την άρ­νη­ση και την πα­ραί­τη­ση σε γνή­σια πο­λι­τι­κή θέ­ση.

        ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
         

        αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: