Όρια ανοιχτά σε υπερπόντιες πλεύσεις

Στη συλλογή του πεζών Όντα και μη όντα[1] ο Αργύρης Χιόνης αναφέρεται σε ένα μυθολογικό τέρας, τον Ισκιοβόρο, για το οποίο αντλεί πληροφορίες, όπως ο συγγραφέας αναφέρει παρουσιάζοντας τις πηγές του, από την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών κι από το έργο του Πλίνιου Naturalis Historia. Τα πραγματολογικά στοιχεία που επικαλείται ο λογοτέχνης συνθέτοντας το αφήγημά του είναι τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με το αιγυπτιακό Βιβλίο των Νεκρών, κάθε νεκρός, μόλις βρεθεί στον Κάτω κόσμο, δικάζεται από σαράντα δύο δικαστές και πρέπει να ορκιστεί ότι ποτέ δεν έγινε αιτία πείνας ή δακρύων, ποτέ δεν σκότωσε ούτε έβαλε άλλους να σκοτώσουν, ποτέ δεν έκλεψε επιτάφιες τροφές, ποτέ δεν έριξε άνθρωπο στο μέτρο ή στο ζύγι, ποτέ δεν πήρε το γάλα από το στόμα του παιδιού, ποτέ δεν απομάκρυνε τα ζώα απ’ το χορτάρι, ποτέ δεν συνέλαβε τα πετεινά των θεών.
Αν πει ψέματα, οι δικαστές τον παραδίδουν στον Ισκιοβόρο, που έχει κεφαλή κροκόδειλου, κορμί λιονταριού και οπίσθια ιπποποτάμου.
Ο Πλίνιος, τώρα, θες επειδή δεν γνώριζε αυτό το βιβλίο, θες επειδή προτίμησε μιαν άλλη, άγνωστη πηγή, λέει για τον Ισκιοβόρο, στη Naturalis Historia του (βιβλίο VIII, 31), τα εξής: Αόρατο θηρίο, τέρας φρικτό που τρέφεται με ίσκιους ζώντων όντων. […]»[2]

Οι πληροφορίες που επικαλείται ο Χιόνης εντοπίζονται πράγματι στην Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών[3], μια σειρά αρχαίων αιγυπτιακών κειμένων, τα οποία θάβονταν μαζί με τους νεκρούς στη σαρκοφάγο τους, με συμβουλές προκειμένου να καθοδηγήσουν τους νεκρούς να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες και να πετύχουν τη μετάβασή τους στον κάτω κόσμο. Οι νεκροί που δεν κατόρθωναν να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες, καταβροχθίζονταν από το τέρας Αμμούτ ή Αμμίτ, έναν μυθολογικό τιμωρό με κεφάλι κροκόδειλου, σώμα λιονταριού από τη μέση και πάνω, και ιπποπόταμου από τη μέση και κάτω. Πρόκειται ακριβώς για τον επονομαζόμενο από τον Χιόνη ως «Ισκιοβόρο».
Μεταξύ συγκεκριμένων στοιχείων της χιόνειας αφήγησης που εντοπίζονται στην Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών, παραθέτονται εδώ από τη Βίβλο τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

«Πίσω από τον Θωθ στέκει το θηλυκό θηρίο Αμάμ, η Καταβροχθίστρια, ή Αμ-μίτ η Καταβροχθίστρια των νεκρών.[4] […]
Ο Γραφέας Άνης, ο θριαμβευτής, λέει:

Χαίρε, ω Οδοιπόρε με τις μεγάλες δρασκελιές που έρχεσαι από την Ηλιούπολη· δεν έχω κάνει καμιά αδικία.
Χαίρε, ω Περιφλεγή που έρχεσαι από την Χεράχα· δεν έχω κάνει καμιά ληστεία.
Χαίρε, ω Ρινηλάτη που έρχεσαι από την Ερμούπολη· δεν έχω κλέψει.
Χαίρε, ω Καταβροχθιστή σκιών που έρχεσαι από τις πηγές του Νείλου· δεν έχω κάνει φόνο.
Χαίρε, ω Ριψοκίνδυνε που έρχεσαι από το Ρεστάου· δεν έχω ιδιοποιηθεί τις προσφερόμενες τροφές.
Χαίρε, ω Διπλό Λιοντάρι που έρχεσαι από τον ουρανό· δεν έχω πάρει από τις ιερές προσφορές.
[…]
Χαίρε, ω Εσύ που συντρίβεις τα οστά, που έρχεσαι από την Ηρακλεόπολη· δεν έχω αρπάξει φαγητά.
[…]
Χαίρε, ω Εσύ που έχεις το πρόσωπο πίσω, που έρχεσαι από τη σπηλιά σου· δεν έχω προκαλέσει θρήνο σε κανέναν.
Χαίρε, ω Βαστ που έρχεσαι από τον Σκοτεινό Τόπο· δεν έχω προκαλέσει οδύνη σε κανέναν.
[…]
Χαίρε, ω Αιμοπότη που έρχεσαι από το σφαγείο· δεν έχω εξαπατήσει κανέναν.
[…]
Χαίρε, ω Γενναιόδωρε που έρχεσαι από την Αίθουσα της Διπλής Αλήθειας· δεν έχω αρπάξει το ψωμί του παιδιού, ούτε έχω προσβάλει τον θεό της πολιτείας μου.
Χαίρε, ω Λευκοδόντη που έρχεσαι από την Τασέ· δεν έχω σφάξει ιερά ζώα που ανήκουν στον Θεό.»
[5]

Η Αιγυπτιακή Βίβλος των Νεκρών - Ο Ισκιοβόρος


Το θηλυκό τέρας, λοιπόν, Αμάμ ή Αμ-μίτ, η «Καταβροχθίστρια των νεκρών», αναφέρεται και ως «Καταβροχιστής σκιών», για να συναντήσει ακριβώς τον «Ισκιοβόρο» του Χιόνη. Περαιτέρω, η αναφορά «δεν έχω αρπάξει φαγητά» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν έγινε αιτία πείνας». Η αναφορά «δεν έχω προκαλέσει θρήνο σε κανέναν» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν έγινε αιτία […] δακρύων». Η «δεν έχω κάνει φόνο» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν σκότωσε». Η «δεν έχω ιδιοποιηθεί τις προσφερόμενες τροφές» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν έκλεψε επιτάφιες τροφές». Οι αναφορές στην άρνηση διάπραξης αδικίας, ληστείας, κλοπής, εξαπάτησης αντιστοιχούν στη χιόνεια «ποτέ δεν έριξε άνθρωπο στο μέτρο ή στο ζύγι». Η «δεν έχω αρπάξει το ψωμί του παιδιού», στη χιόνεια «ποτέ δεν πήρε το γάλα από το στόμα του παιδιού. Η «δεν έχω σφάξει ιερά ζώα που ανήκουν στον Θεό», στη χιόνεια «ποτέ δεν συνέλαβε τα πετεινά των θεών».
Ενώ όμως οι παραπομπές στην Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών επαληθεύονται, δεν ισχύει το ίδιο για τις παραπομπές στον Πλίνιο. Ο Χιόνης σημειώνει συγκεκριμένο έργο και χωρίο του Πλίνιου απ’ όπου υποτίθεται ότι προέρχεται η αναφορά του, όμως μια επίσκεψη σ’ αυτό επιβεβαιώνει ότι εκεί δεν εντοπίζεται τίποτε σχετικό με όσα επικαλείται ο Χιόνης. Παράλληλα, πουθενά αλλού στο έργο του Πλίνιου δεν γίνεται αναφορά στον Ισκιοβόρο.[6] Είναι εμφανές ότι ο Χιόνης χρησιμοποιεί τον Πλίνιο ως συνδετικό κρίκο, προκειμένου να μεταβεί από τις πραγματολογικές πληροφορίες που είναι βάσιμες κι επαληθεύονται από τις πηγές στην προσωπική του λογοτεχνική πραγμάτευση και στο δικό του σχόλιο. Οι σύγχρονοι ήρωες του Χιόνη που «περιφέρονται δίχως ίσκιο» θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως οι ζωντανοί νεκροί μιας εποχής η οποία αλλοτριώνει τους ανθρώπους και τους αφήνει ανικανοποίητους να περιφέρουν την αδικαίωτη, αδιάφορη, άχρωμη κι άγευστη ύπαρξή τους.[7] Για να οδηγηθεί στο σχόλιό του, ο Χιόνης αξιοποιεί προσφιλείς του τεχνικές, όπως το παίγνιο και το ψευδοδοκίμιο. Το εντυπωσιακό στοιχείο που απορρέει από τη χιόνεια πραγμάτευση σχετίζεται με το γεγονός ότι ο λογοτέχνης, όταν πρόκειται για πραγματολογικά στοιχεία βάσιμα, δεν παραπέμπει σε αυτά με ακρίβεια, ενώ όταν επιστρατεύει τη φιλοπαιγμοσύνη του, οι παραπομπές του σε ανύπαρκτες, στην πραγματικότητα, πηγές, είναι ακριβέστατες! Ενδεχομένως η ακρίβεια τούτη να συνιστά κι έναν «δείκτη υποψίας» για άλλες παραπομπές του Χιόνη σε πηγές, οι οποίες θα μπορούσαν και να μην αντιστοιχούν σε όσα επικαλείται ο συγγραφέας. Η υπόθεση οπωσδήποτε απαιτεί ενδελεχή έρευνα προς επιβεβαίωση ή απόρριψη.
Η συγγραφική τεχνική του Χιόνη συνιστά ίσως άλλη μια πτυχή της «ασάφειας των ορίων», την οποία ο λογοτέχνης καλλιεργεί με τόση συστηματικότητα. Η ασάφεια εδώ προβαίνει σε σκόπιμη σύγχυση των συγγραφέων στους οποίους οφείλουμε συγκεκριμένα κείμενα. Μια προέκταση που αποτελεί επινόηση του Χιόνη και πνευματικό του κτήμα ο συγγραφέας την αποδίδει στον Πλίνιο. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Χιόνης αποδίδει ποίημα από τη συλλογή του Εσωτικά τοπία (1991) και την ενότητα «Περί μαχαιριών»[8] στον ποιητή-προσωπείο του Stephen Silversnow. Το ενδιαφέρον ωστόσο εδώ δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι ο ποιητής αποδίδει έναν δικό του πνευματικό καρπό στο προσωπείο του, όσο στ’ ότι αποδίδει τον ίδιο ακριβώς καρπό στον ποιητή και Καθηγητή Στάθη Γουργουρή. Κι αυτό γιατί ο Χιόνης αποδέχεται ότι το δικό του ποίημα «[Υπάρχουνε μαχαίρια…]» είναι καταρχάς γραμμένο στα αγγλικά από τον Silversnow, και το έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Γουργουρής. Όμως η ελληνική εκδοχή είναι αναμφίβολα σύνθεση του Χιόνη, όχι του Γουργουρή. Κατά συνέπεια, ο Χιόνης και πάλι αποδίδει μια δική του δημιουργία σε έτερο συγγραφέα. Η δε αναφορά στον Γουργουρή προκαλεί απορίες και υποψίες: μήπως ο Γουργουρής είναι εντέλει το πρόσωπο που μετέφρασε το ποίημα του Χιόνη στα αγγλικά; Ασφαλώς ο Χιόνης θα μπορούσε να το έχει μεταφράσει ο ίδιος. Αν όμως το έχει μεταφράσει ο Γουργουρής, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντιστροφή, στην οποία η μεταφραστική εργασία του Γουργουρή αποδίδεται στον Silversnow, κατά συνέπεια ο Χιόνης την αποδίδει στον εαυτό του και την ιδιοποιείται, ενώ την ίδια στιγμή το δικό του ίδιο ποίημα στην ελληνική του εκδοχή γίνεται παραδεκτό ως μετάφραση στα ελληνικά από τον Γουργουρή. Δηλαδή, ο Χιόνης αποδίδει το δικό του ποίημα, έστω και σαν μετάφραση στα ελληνικά από τα αγγλικά, στον Γουργουρή.[9] Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα της καλλιέργειας από τον Χιόνη μιας ακόμη «ασάφειας ορίων», τίθεται το ερώτημα μήπως η ομοιότητα, την οποία συζητά τόσο παιγνιωδώς ο Χιόνης,[10] ανάμεσα σε δύο ποιήματα δικά του κι ένα του Γκιγιόμ Απολινέρ, δεν είναι συμπτωματική αλλά συνιστά ακόμη μια περίπτωση όπου ο Χιόνης συγχέει σκοπίμως τους δημιουργούς, αποδίδοντας αυτή τη φορά, παραλλαγμένο, ένα ποίημα του Απολινέρ στον εαυτό του.[11]

Η προσθήκη μιας ακόμη «ασάφειας ορίων» στις υπόλοιπες που καλλιεργεί ο Χιόνης, συγκροτεί ένα εκτενές πεδίο περιπτώσεων στο έργο του, το οποίο θα μπορούσε συγκεφαλαιωτικά να σχηματοποιηθεί ως εξής:
α) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική. Ίσως το πεζό «Έχων σώας τας φρένας»[12] να συνιστά την πιο χαρακτηριστική περίπτωση διαπλοκής τρέλας και λογικής στο χιόνειο έργο.[13]
β) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα σε λογοτεχνικά ρεύματα ή είδη λόγου, και όχι μόνο. Ο Χιόνης στοχευμένα συνθέτει πολλά έργα του αξιοποιώντας σε αυτά ταυτοχρόνως στοιχεία, για παράδειγμα, από τον Υπερρεαλισμό, τον Μαγικό Ρεαλισμό ή το Φανταστικό.[14] Στο πεζό «Η ιστορία του Αμπού Μούραχ ες Αγκίμπ όπως την έζησε και την έγραψε ο Ράχιμπ ες Ράγκιμπ»[15] ο Χιόνης κινείται συνειδητά ταυτόχρονα στον χώρο του Μαγικού Ρεαλισμού και του στοιχείου του Φανταστικού.[16] 
γ) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα σε κειμενικά είδη, όπως το ποίημα, το πεζογράφημα, το παραμύθι, το θεατρικό έργο. Τη συγκεκριμένη τάση αντικατοπτρίζει χαρακτηριστικά και η επιλογή από τον Χιόνη των πεζοποιημάτων.[17]
δ) Ασάφεια των ορίων αναφορικά με την ένταξη θεμάτων ή χωρίων σε συγκεκριμένο έργο, καθώς αυτά μετακινούνται από προγενέστερο έργο σε μεταγενέστερο κι από το ένα κειμενικό είδος στο άλλο. Το χωρίο «Ησύχασε… ησύχασε… μην κλαις… μην κλαις… δεν είναι τίποτε… δεν είναι τίποτε… η ζωή είναι… θα περάσει…», που πρωτοενσωματώνεται στο θεατρικό έργο Το μήνυμα (εκδίδεται το 2009 αλλά η συγγραφή του ανάγεται ήδη στο 1973), αυτονομείται ως ξεχωριστό ποίημα στην ποιητική συλλογή Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (1986).[18] 
ε) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα στην πεζότητα του ελεύθερου στίχου στη χιόνεια ποίηση, από τον οποίο συχνά απουσιάζει ο ρυθμός, και στη ρυθμικότητα του πεζού λόγου στη χιόνεια πεζογραφία, στην οποία συχνά απαντώνται χωρία με μέτρο και ρυθμό.[19] 
στ) Ασάφεια των ορίων τα οποία θα διέκριναν μεταξύ τους τούς συγγραφείς και τα έργα τους, όπως αυτή παρουσιάστηκε παραπάνω.
ζ) Ασάφεια των ορίων μεταξύ των χρονικών βαθμίδων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.[20] Ο «προφήτης του προπαρελθόντος» συμπυκνώνει σε μόλις τρεις λέξεις τη διαπλοκή μέλλοντος και απώτερου παρελθόντος.[21]
η) Ασάφεια των ορίων μεταξύ όντων και μη όντων, μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων.[22] Παράδειγμα οι Συμφορές, που «μπορούν να είναι όντα και μη όντα».[23]
θ) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα στον συμβατικό κόσμο ύπαρξης και σε ένα υπερβατικό επέκεινα. Ο θάνατος αποτελεί έναν υπερβατικό τόπο, απ’ όπου μπορεί κανείς να επικοινωνεί με τον προθανάτιο χώρο.[24]

Θολώνοντας τις γραμμές των ορίων, ο Χιόνης συνθέτει ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο δεν επιθυμεί να περιχαρακώνεται κατ’ αποκλειστικότητα σε ρητές κατηγοριοποιήσεις. Υποδεικνύει, κατ’ επέκταση, ότι η καλή λογοτεχνία μπορεί να ενεργοποιείται σε ένα εύρος πεδίων, να προβληματίζει και να λυτρώνει δίχως εγκλωβισμούς. Δοκιμάζεται, δοκιμάζει, ανανεώνει τα ενδιαφέροντά της, χαίρεται την ποικιλία της, διατηρεί ανοιχτούς τους ορίζοντές της, διακείμενους φιλικά διαρκώς σε υπερπόντιες πλεύσεις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: