Ο κοκκινολαίμης κι οι χελώνες

O Aργύρης Χιόνης (Φωτ. Χρίστος Ρουμελιωτάκης, 2007. Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
O Aργύρης Χιόνης (Φωτ. Χρίστος Ρουμελιωτάκης, 2007. Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)

Σε μια παγκόσμια διάσκεψη για την ποίηση στη Θεσσαλονίκη (μέρα του παγκόσμιου, εαρινού εορτασμού της δηλαδή), όταν εις υγείαν της τρωγοπίναμε σαν φίλοι (σπουργίτες) πέφτοντας λιμασμένοι στα σταφύλια του Υπουργείου γραμμάτων & τεχνών απαγγέλναμε (τσίρι τσίρι τσίρι τρο τσιριτρί τσιριτρό), κλήθηκα στο εδώλιο-έδρανο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, να διαβάσω κι εγώ κάτι, εντός του ποιητικού θέματος, ως συνδιοργανωτής και θεσμικός παράγων που διατελούσα τότε, διευθυντής του βιβλίου στην πόλη των παλιών βιβλίων και νέων χωρικών. Με θεώρησαν δηλονότι ποιητή για την ποιητική μου ίσως δημοσιογραφία που μετέρχομαι στα πεζά κείμενα, αλλά και στις μοναχικές ή τις κατά μόνας ποιητικές ηδονές. Διάβασα ένα, ας το πούμε ποίημα, για έναν ταπεινό Κοκκινολαίμη. Στο βήμα μ’ ακολούθησε ο άγνωστός μου τότε, ως σώμα ανθρώπου, όχι ως πνεύμα και γραφή, Αργύρης Χιόνης, ποιητής και γεωργός, καλλιεργητής ψυχών πάντων των εν Θροφαρίω Κορινθίας οικούνταν και ευρισκόμενων ευαίσθητων ανθρώπων της υπαίθρου χώρας. Κι αυτός για έναν Κοκκινολαίμη απάγγειλε κάπως αμήχανα ότι προηγήθηκα ορισμένως. «Αδελφοποιητοθήκαμε» κατά κάποιον τρόπο. Τα δυο πουλιά μας έφεραν το ίδιο όνομα αλλά πόρρω απείχαν μεταξύ τους. Το ποίημα αυτό και τον Αργύρη Χιόνη σκιαγραφεί ο αγαπητός μου Ηλίας Κεφάλας στα ένδον του βιβλίου του Το χαμένο ποίημα και τώρα κατάλαβα κι εγώ τι ήθελε να πει ο ποιητής και τι ήθελα ίσως να σιωπήσω εγώ. Αναφέροντας το ποίημα του Γ. Δροσίνη για τον Γερανό και τον Καλογιάννο (Κοκκινολαίμη) με ρήμαξε η ανάμνηση του χαμένου παιδικού μας άλλοτε.
Το ποίημά μου αυτό ως σχεδίασμα απελπισίας, το εξαφάνισα από το ποιητικό μου σύμπαν άμα τη εμφανίσει του Κοκκινολαίμη του Αργυρίου Χιόνη.

Δρόμο παίρνω δρόμους περνώ με τις μνήμες υπό μάλης βρέθηκα νύκτωρ στην γείτονα Πτολεμαϊδα την καρβουνοφόρο περιοχή ως εκείνη των αρχαίων Αχαρνών και Μενιδίου στην Κωμωδία των κ.κ. Αριστοφάνη, Κουν και Διονυσίου Σαββοπούλου. Τιμώμενος ποιητής ο Αργύρης Χ. με τον οποίο ελαφροαγκαλιαστήκαμε. Υπήρχε εκεί «Απαγγελτική ομάδα ποίησης», (α, ρε Μίμη Σουλιώτη, άπαιχτε...) που έπαιζε στη Β΄ Εθνική και επιδίωκε την άνοδό στην Α΄ αφού η επιχώρια ποδοσφαιρική μαζί με της Κοζάνης, έπαιζαν με τα γύρωθέν τους χωριά. Στο χώρο είχαν κρεμασμένα σε μανταλάκια ποιήματα όπως κρεμούν τις αθλητικές εφημερίδες αλλά και τις «πολιτικές», στα περίπτερα ή τα ρούχα στις ταράτσες και τα μπαλκόνια αι καλαί νοικοκυραί. Τσιμπολογούσαμε ποιητές επί χάρτου και διαβάζαμε το αναγραφόμενο ποίημα. Ο Αργύρης σε μεγάλα ποτήρια έπινε κόκκινο κρασί· διαρκώς· μας κοιτούσε δε εταστικά (μη και ημιμεθυστικά;) και μάλλον διαπορών.
Εκείνη τη βραδιά μας πληροφόρησε, ποιητικά φυσικά, για το λόγο που έχουμε κάθε χρόνο τόσες πολλές πυρκαγιές στα δάση. Ποίος ο αίτιος και η αιτία. Λοιπόν φταίχτης οι ερωτευμένες χελώνες που τρελαμένες από τον οίστρο της διαιώνισης (μη πω καλύτερα και της κ....ς τους) του είδους τους, ρίχνονται η μια πάνω στην άλλη αλλόφρονες κι έτσι έχουμε ομηρικές συγκρούσεις και κλαγγές των καυκάλων τους. Η τριβή γεννά σπίθες κι αυτές ορμούν στα φρυγμένα τσαλιά, κλαδιά, ξερόχορτά των δασών και τότε τον λόγο έχει η Πυροσβεστική καθυστερημένη και η ακόμα πιο καθυστερημένη πολιτική κ.λπ.

Μαγεία ο ποιητής...

Τον πλησίασα ιδιαιτέρως

— Αργύρη μου, λατρεμένε, έχω μια συλλογή διηγημάτων «Το χρώμα της νοσταλγίας» την γυρίζω από οίκο σε οίκο εκδόσεων (όχι ακόμα ευγηρίας) όπως γυρίζουν τα λείψανα των αγίων στα χωριά οι πιστοί, μήπως και με προτιμήσουν. Εις μάτην.
— Στου Γαβριηλίδη την έστειλες;
— Όχι.
— Φέρ' την .
— Μα, δεν, πώς κ.λπ.
— Εγγυώμαι εγώ περί της αξίας της.
— Αχ, έκανα, τότες, εγώ...

Το λοιπόν.

Πέντε (αριθ. 5) κομμάτια (και θρύψαλα) βιβλίων μου των 200 μεσοσταθμικά σελίδων, εκδόθηκαν με την αρχική μεσιτεία Αργυρίου και στη συνέχεια από κείνον τον ημιόσιον Σάμη και τον επί της Αγίας Ειρήνης 17 αλήστου ενθύμησης οίκο ποιημάτων μας κι «εγκλημάτων» του...
Αποτελούν τη δική μου Γαβριηλιάδα...
Με μια και μόνον εγγυητική φράση του προστάτου μου τότε.

— Σάμη μου, δε θα μετανιώσεις.

Ιούλιος του τώρα και 1 του. Στη γειτονιά μου συνορεύω με το αρχαίο εκκλησιαστικό κάθισμα των Αγίων Αναργύρων και την ιστορική βρύση στον αύλειο χώρο, με το φρέσκο και λαχταριστό νερό, αλλά κολοβακτηρίδια γεμάτο κατά την δημοτική υπηρεσία ύδατος. Το πίνουν μόνον οι γενναίοι της ηδονής δηλ. οι πιστοί ως αγίασμα.
        Κοσμάς και Δαμιανός οι ανάργυροι άγιοί του.
                Ως εκ τούτου να κληθούν ομού:
                Ο Κοσμάς
                του Δαμιανού
                ω Ανάργυροι...

Κι ω, μέγα Ανάργυρε Αργύρη (με το βαπτιστικό μάς γνωρίζει ο θεός) πρέσβευε υπέρ ημών και υμών.

                 Αμήν...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: