Τρεις ανέκδοτες ιστορίες

Τρεις ανέκδοτες ιστορίες
Η ιστορία που αδιάκοπα άλλαζε ενώ ήταν πάντα η ίδια

Και «τώρα», είπε ο Λαμ ελ Αλέφ, «ας περάσουμε σ᾽ άλλη ιστορία» κι άρχισε να διηγείται ξανά αυτή που μόλις είχε τελειώσει.
«Μα την ακούσαμε κιόλας αυτή. Μας την είπες τώρα μόλις», διαμαρτυρήθηκε η ομήγυρη.
«Είσαστε σίγουροι πως είναι η ίδια;», ρώτησε ήρεμα ο Λαμ ελ Αλέφ. «Την ακούσατε με τ᾽ αυτιά και την πείρα του τώρα μόλις. Στο
μεταξύ, όμως, σ᾽ αυτό το ελάχιστο διάστημα, άλλαξε η ακοή σας και η κρίση σας και στην πείρα σας προστέθηκε ακόμα μια ιστορία. Αυτή, λοιπόν, είναι καινούρια».
Η ομήγυρη, όταν άκουσε αυτή την απάντηση, θύμωσε και δι[α]λύθηκε κι ο Λαμ ελ Αλέφ έμεινε μόνος και, χαμογελώντας για την αμυαλιά των ανθρώπων, διηγήθηκε στον εαυτό του την ιστορία που, ενώ ήταν πάντα η ίδια, αδιάκοπα ήταν άλλη.

Η πολιτεία των κωφαλάλων

Σε μια απ᾽ τις άπειρες περιπλανήσεις μου, για να γνωρίσω τα θαυμαστά και τα περίεργα αυτού του κόσμου, ο δρόμος μου μ᾽ έφερε και μ᾽ άφησε για λίγο σε μια πολιτεία που κανείς απ᾽ τους κατοίκους της δεν άκουγε, ούτε μίλαγε.
Έφτασα εκεί ένα πρωινό και νόμισα πως έμπαινα σε κάποιο όνειρο, γιατί, ενώ οι δρόμοι, οι αγορές και τα μαγαζιά ήταν γεμάτα κόσμο που ασχολιόταν με το καθημερινό πάρε-δώσε, ήχος κανείς δεν ακουγότανε. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ανακάλυψα άλλο ένα θαυμαστό πράμα. Οι κωφάλαλοι αυτοί άνθρωποι δεν έκαναν ούτε καν χειρονομίες για να συνεννοούνται μεταξύ τους, όπως γίνεται μ᾽ όλους τους όμοιούς τους, σ᾽ όλο τον κόσμο. Όλη η συνεννόησή τους γινόταν με τα μάτια. Εκείνη, την πρώτη μέρα, αλλά κι όσο έμεινα σ᾽ αυτή την πολιτεία, είδα εμπόρους και πελάτες να συναλλάσσονται και να παζαρεύουν με τα μάτια, ερωτευμένους να εξομολογούνται ο ένας στον άλλο τον έρωτά τους και τα πάθη τους με τα μάτια, ανθρώπους να βρίζονται ή ν᾽ ανταλλάσσουν φιλικά αισθήματα με τα μάτια... Κι όλ᾽ αυτά χωρίς ούτε στο παραμικρό να χαμογελούν, να συνοφρυώνονται ή να μορφάζουν. Κοιτάζονταν απλώς βαθιά στα μάτια και διάβαζαν ο ένας τη σκέψη του άλλου. Μέχρι να το καταλάβω αυτό, είδα κι έπαθα για να συνεννοηθώ μαζί τους, γιατί έτσι που είμαστε συνηθισμένοι, εμείς του άλλου κόσμου, να μιλάμε για διάφορα πράματα δίχως να σκεφτόμαστε, δίχως να συγκεντρωνόμαστε σ᾽ αυτά, οι κάτοικοι της πολιτείας εκείνης δυσκολεύονταν αφάνταστα να εντοπίσουνε τη σκέψη μου για να τη διαβάσουν. Δεν ήταν όμως μόνον εκεί η δυσκολία. Κάθε φορά που με κοίταγαν κατάματα, εγώ που, όπως όλοι οι όμοιοί μου, δεν ήμουνα συνηθισμένος σε τέτοια κοιτάγματα είτε έστρεφα αλλού το βλέμμα είτε χαμήλωνα αμήχανα τα μάτια. Έτσι, κοιμήθηκα δυο μέρες στους δρόμους δίχως να βάλω τίποτα στο στόμα μου και δίχως να πλυθώ. Την τρίτη όμως μέρα, όταν πια, από ανάγκη, όλη η σκέψη μου ήταν συγκεντρωμένη στην ταλαιπωρία και στην πείνα μου, ο πρώτος απ᾽ τους πολίτες που με κοίταξε κατάματα με πήρε απ᾽ το χέρι και μ᾽ οδήγησε στο σπίτι του όπου με τάισε και με κοίμισε βασιλικά. Οι ευχαριστίες μου, εκφρασμένες φωναχτά, με πολλή έμφαση και μεγάλο ενθουσιασμό, αντήχησαν μες στην απόλυτη σιωπή σα μπακιρένια νομίσματα που πέφτουνε στο πέτρινο δάπεδο τεράστιας κι άδειας αίθουσας. Όταν είδα ότι πήγανε έτσι χαμένες, κοίταξα μ᾽ απέραντη ευγνωμοσύνη τον ευεργέτη μου στα μάτια κι είδα να λάμπει εκεί μέσα μια φλογίτσα σεμνής αποδοχής.
Ο λαός αυτός ήταν απέραντα ευγενικός και γενναιόδωρος κι όσο έμεινα μαζί τους, καμιά επιθυμία μου δεν έμεινε ανεκπλήρωτη. Κάποτε, μετά από ένα υπέροχο γεύμα με τον οικοδεσπότη μου και μερικούς φίλους του, που φαίνονταν άνθρωποι σοφοί κι εκλεπτυσμένοι απ᾽ την άσκηση και τη μελέτη, η ψυχή μου πεθύμησε βαθιά λίγη μουσική, σαν συμπλήρωμα κι αποκορύφωμα αυτής της υπέροχης γαλήνης κι ευτυχίας που ένιωθα. Ο ευγενικός οικοδεσπότης μου φαίνεται πως διάβασε αυτή την επιθυμία μου, γιατί σηκώθηκε αμέσως απ᾽ το τραπέζι και, αφού έλειψε για λίγο, επέστρεψε στην αίθουσα των συμποσίων συνοδευόμενος από τρία πανέμορφα κορίτσια, ντυμένα με κοντούς μισοδιάφανους χιτώνες που κάνανε τα φιλντισένια τους κορμιά να δείχνουνε ακόμα πιο σπαρταριστά. Οι καλλονές αυτές, αφού ακούμπησαν γύρω τους, σε κύκλο, μικρά χρυσά λιβανιστήρια όπου έκαιγαν διάφορα μυρωδικά ρετσίνια, φύλλα και ξυλάκια, βγάλανε κάτι χρωματιστές, φαρδιές ταινίες, εφτά η κάθε μια, που η χρωματική τους κλίμακα ήτανε πράγμα ασύλληπτο για νου ανθρώπου, κι αρχίσαν να τις κυματίζουν, μιμούμενες με τα κορμιά τους τον κυματισμό αυτόν, τόσο αρμονικά που δάκρυα ανεβήκανε στα μάτια μου και κύλησαν στα μάγουλά μου. Τέτοια μουσική δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Την ίδια νύχτα, και τα τρία αυτά θεία πλάσματα, που διάβασαν στα μάτια μου τον πόθο, κοιμήθηκαν μαζί μου και, το πρωί, όταν ξύπνησα, ένιωθα κατοικημένος από μια παραδείσια μελωδία, λες και τα κόκαλά μου είχαν γίνει φλάουτα.
Στην πολιτεία των κωφάλαλων έμεινα μόνο ένα μήνα, αν και θα ᾽θελα πολύ να τελειώσω εκεί τις μέρες της ζωής μου. Δε μπορούσα όμως συνέχεια να δέχομαι χωρίς ποτέ να προσφέρω, γιατί έτσι που είμαι, απ᾽ το γένος των φλύαρων ανθρώπων, ποτέ δε θα κατάφερνα να διαβάσω και τις δικές τους βουβές επιθυμίες και να κάνω κάτι κι εγώ για την εκπλήρωσή τους. Έτσι, μιαν αυγή, τους αποχαιρέτησα ευγενικά και παραδόθηκα ξανά στο δρόμο για να με ταξιδέψει όπου υπάρχουνε τα θαυμαστά και τα περίεργα αυτού του κόσμου.


Μια μέρα από τη ζωή του ποιητή Ακίρο Κουβασόρα

Ο ποιητής Ακίρο Κουβασόρα κάθεται, ώρες τώρα, διπλοπόδι και κοιτάζει έναν βραχόκηπο. Την ομορφιά των βράχων την πρόσεξε, βεβαίως, αλλά μόνο στην αρχή, τ ίδιο και τους απαλούς κυματισμούς της άμμου. Ο Ακίρο Κουβασόρα, ονομαστός των χαϊκού τεχνίτης, δεν συγκινείται από τη γενικότητα, είναι η λεπτομέρεια που τον συναρπάζει. Έτσι, η προσοχή του, ώρες τώρα, είναι στραμμένη όλη στους αμμόκοκκους· πασχίζει, με το βλέμμα, έναν έναν να τους ξεχωρίσει, την πίστη του να εδραιώσει ότι κανένας κόκκος άμμου δεν είν' ολόιδιος με τους άλλους.
Όταν η νύχτα πέφτει κι ο ποιητής σηκώνεται, τα γόνατά του τρέμουν απ΄την κούραση, σα να διάνυσε απέραντο πευκόδασος, μετρώντας μία μια τις πευκοβελόνες.





[ Αρχείο Χιόνη, ΕΑΤΤ, Πανεπιστήμιο Πατρών ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: