Το αυτοαναφορικό άπαν! Υποθέσεις και παρατηρήσεις στα γραπτά του Αργύρη Χιόνη.

«Διαπιστώνω ότι, πράγματι, η Ρέμινγκτον ήταν αρκετά καταπονημένη, πάσχοντας από μια κάποια αρρυθμία...»
«Διαπιστώνω ότι, πράγματι, η Ρέμινγκτον ήταν αρκετά καταπονημένη, πάσχοντας από μια κάποια αρρυθμία...»


Η σύνταξη σύντομων εισηγητικών προτάσεων, γραμμένων από ήδη τακτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων για νέα υποψήφια, αποτελεί μια παλιά (από το 1982) εθιμική τακτική —αν και όχι καταστατικά επιβεβλημένη—[1] που υποτίθεται ότι προετοιμάζει το έδαφος, ενημερώνοντας για τη δημιουργική εργασία των υποψηφίων και τα άλλα βασικά στοιχεία του συγγραφικού τους πορτραίτου. Σχετικά πρόσφατα ανέσυρα από τους φακέλους του αρχείου μου για την Ε.Σ. μια τέτοια εισηγητική έκθεση, γραμμένη από τον ποιητή, πεζογράφο και μεταφραστή Αργύρη Χιόνη για τον τότε αιτούμενο την εισδοχή του νεότερο ποιητή και προσωπικό φίλο του Σταύρο Ζαφειρίου. Ο Ζαφειρίου έγινε μέλος με τη Γενική Συνέλευση του 2008, συνεπώς την εισήγηση την έγραψε και την έστειλε ο Χιόνης ως τον Δεκέμβριο του 2007.[2] Θεωρώντας ότι είναι ένα κείμενο που οπωσδήποτε σε ορισμένα μέρη του είναι αντιπροσωπευτικό του τρόπου γραφής του, θα το κοινοποιήσω πιο κάτω, προσθέτοντας όμως προηγουμένως κάποια, λίγα αλλά απαραίτητα όπως νομίζω σχόλια. Το βασικότερο ίσως από αυτά είναι η προτροπή μου να αποτελέσει η εν λόγω εισήγηση, μαζί με άλλα παρεμφερή κείμενα του Χιόνη ύλη για μια ειδική αλλά ενδιαφέρουσα έκδοση που θα περιέχει τα κατά καιρούς γραμμένα κριτικά ή σχολιαστικά/ερμηνευτικά του άρθρα. Ήδη, στην post mortem έκδοση των πεζών του με τον αναμφισβήτητα μπορχεσιανής γενεαλογίας τίτλο, Η Πολιτεία Λαβύρινθος και άλλες αθησαύριστες ιστορίες (Κίχλη, 2020) δύο από τις «ιστορίες» του (υποθέτω ότι το «ιστορίες» απηχεί την κρατούσα αμερικανική αντίληψη ότι κάθε αφήγημα προσωπικής διάθεσης που δεν έχει τύχει ειδικής λογοτεχνικής ή άλλης επεξεργασίας είναι ένα story) στην ουσία είναι «κριτικές» προσεγγίσεις για δυο συγγραφείς, τη Ζυράννα Ζατέλη και τον Χρίστο Λάσκαρη: «Το λογοτέχνημα Ζυράννα Ζατέλη»[3], και «Χρίστος Λάσκαρης. Ο ποιητής Χρίστος, ο φίλος». Αυτές, όπως και άλλα, όχι ολιγάριθμα —όπως ορισμένοι νομίζουν— κριτικά κείμενα του Χιόνη, στα οποία διαβάζει και στοχάζεται για ποιητές, ποιήτριες και πεζογράφους που συνήθως ήταν φιλικά ή ιδιοσυγκρασιακά κοντά του, θα μπορούσαν λοιπόν να αθροιστούν σε μια ανάλογη έκδοση.
Προηγουμένως έβαλα εισαγωγικά αναφερόμενος στην έννοια και στο νόημα των «κριτικών προσεγγίσεων», διότι ο Χιόνης σ΄ αυτές τις «αθησαύριστες ιστορίες» του που δεν είναι όλες τους ακριβώς ιστορίες, κατά τον από ετών προσφιλή του τρόπο αναμειγνύει παρατηρήσεις που έχουν πραγματολογική βάση με άλλες που πηγάζουν από καθαρά υποκειμενικές εστιάσεις και εντυπώσεις. Τα κείμενα αυτά δηλώνουν την προσωπική σχέση του με τη λογοτεχνία των δυο συγγραφέων, αλλά εν ταυτώ και τη σχέση του με τους ίδιους τους συγγραφείς, ως ανθρώπινες οντότητες. Δημιουργεί πάντως και πάλι σ΄ αυτές τις αναζητήσεις προσώπου ένα μάγμα γοητευτικής, παραμυθητικής αναπαράστασης στο οποίο συμμετέχει διαδραστικά και εκείνος, καταργώντας μ΄ αυτόν τον συγκείμενο τρόπο τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της μυθοπλασίας και του ενδόμυθου, του εκεί πέρα και του εδώ μέσα. Για να είναι πληρέστερη η εικόνα του κριτικού Χιόνη, θα ήθελα να αναφέρω ότι για εκείνον η ενασχόληση με τα βιβλία άλλων, ποιητικά ή πεζογραφικά, δεν ήταν με κανένα τρόπο το πάρεργο μέρος των ενδιαφερόντων ενός συγγραφέα, ο οποίος, άλλωστε, έτεινε όλο και περισσότερο —ιδίως στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του— προς τον τύπο του ανοιχτού και μη «εξειδικευμένου των γραμμάτων». Και μ΄ αυτό εννοώ την ικανότητά του να δεξιώνεται θέσεις και απόψεις της φιλοσοφίας, της πολιτικής θεωρίας, της θεωρίας της λογοτεχνίας, της μυθιστορηματικής βιογραφίας, ξεφλουδίζοντάς τις όμως από την ακαδημαϊκή τους πανοπλία. Και σ΄ αυτά ας προσθέσουμε επίσης ότι για εκείνον από σχετικά νωρίς είχε γίνει όχι μόνο κατανοητή αλλά και εφαρμοστέα στην πράξη η σύμφυση των λογοτεχνικών ειδών, γι΄ αυτό και είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις όπου σε αυτοαναφορικά του γραπτά ή σε συνεντεύξεις του τονίζει αδιάκοπα πως ο λόγος είναι ένας και πολλές οι μεταμορφώσεις του, υβριδικές και άλλες. Σταχυολογώ έτσι, σχεδόν κατά τύχη, ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Χιόνη που πραγματοποιήθηκε στο Θροφαρί, τρία χρόνια προ του θανάτου του:[4]

Θα έλεγα ότι τα Μαθηματικά τα ίδια συνιστούν τη βάση όλων των τεχνών. Στο σχολείο ήμουν πολύ κακός σ΄ αυτό το μάθημα, αλλά φαίνεται πως χωρίς να το πάρω χαμπάρι, έχω κατοικηθεί από τα Μαθηματικά. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τη μανία μου για το ρυθμό, την αρμονία, την εκφραστική ακρίβεια, τη συμμετρία στην ποίηση;

Προτείνω λοιπόν να διαβάσουμε την σύντομη εισήγηση που ακολουθεί και που εστιάζει στην υποψηφιότητα του Σταύρου Ζαφειρίου, μ΄ έναν τρόπο αναγεννησιακής πολυτροπίας που θα μπορούσε να δικαιώσει και τον ίδιο τον Χιόνη, ο οποίος άλλωστε ήταν πεπεισμένος ότι η γνώση μας για τον κόσμο είναι ουσιαστικά μια και απλώς διαφοροποιείται, αλλάζοντας ρούχα σε κάθε μονοπάτι που παίρνει. Γενικά μιλώντας οι τέτοιες εισηγήσεις μάς προδιαθέτουν ως κείμενα για έναν λόγο «σφιχτό», πυκνό και χωρίς πολλές ρυθμικές ανάσες, αλλά στην περίπτωση του Χιόνη δεν είναι πολύ δύσκολο να παρατηρήσουμε ότι είναι παρούσες σ΄ αυτή την κριτική/ «συστατική του επιστολή» οι καθαυτό λογοτεχνικές του ιδιοσυστασίες. Εμφανίζονται τόσο η ευρηματικότητα όσο και το παιγνιώδες ύφος του, με το οποίο δείχνει ότι, εκτός των άλλων, χαίρεται με το να γράφει όσα γράφει


Εισήγηση Αργύρη Χιόνη υπέρ της υποψηφιότητας του ποιητή Σταύρου Ζαφειρίου
ως τακτικού μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ο Σταύρος Ζαφειρίου (Θεσσαλονίκη, 1958) εμφανίστηκε στα γράμματα το 1983, με την ποιητική συλλογή «Το ευλύγιστο πέλμα», και, έκτοτε, υπηρετεί με συνέπεια και αφοσίωση την τέχνη της ποίησης, έτσι ώστε να θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του.
Η πορεία του, από την πρώτη συλλογή του έως την πλέον πρόσφατη («Σώματος Λόγος», 2004), χαρακτηρίζεται από την αδιάκοπη αναζήτηση ποιητικών μέσων ικανών να εκφράσουν την υπαρξιακή αγωνία, όχι μόνο τη δική του, αλλά του ανθρώπου γενικά, καθότι η ποίησή του δεν είναι ερμητικά εξομολογητική (όπως όλο και πιο συχνά συμβαίνει τελευταία), αλλά διαυγής και καθολικής ισχύος, με την έννοια ότι είναι ανοιχτή στον αναγνώστη, κάτι σαν καθρέφτης, μέσα στον οποίο μπορεί ο καθένας να δει το πρόσωπό του.
Ο Σταύρος Ζαφειρίου είναι ποιητής χοϊκός και, ταυτόχρονα, υπερβατικός, με την καντιανή έννοια του όρου. Ενώ πατάει, δηλαδή, σταθερά στη γη (και αγκαλιάζει μ΄ όλες τις αισθήσεις του την ύλη), την χρησιμοποιεί την ίδια στιγμή ως εφαλτήριο για εκτινάξεις στα ύψη, ερωτημάτων όπως το πόθεν, το πώς και το προς τι της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά συνέπεια, και ιδιαίτερα στο τελευταίο βιβλίο του, εντονότατο είναι το κοσμογονικό και φιλοσοφικό στοιχείο. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν λόγο στεγνό και αποδεικτικό, αλλά, αντίθετα, με μια γνήσια λυρική και, κάποτε, εξόχως ερωτική και χυμώδη ποίηση που ρέει μουσικά και απρόσκοπτα, και ευφραίνει ώτα, νουν και καρδίων.
Ο Σταύρος Ζαφειρίου είναι πλέον σαφές, έχει φτάσει στην ωριμότητα των μέσων και των προθέσεών του, έχει αποκτήσει το δικό του μοναδικό ύφος. Ωστόσο, επειδή η ωριμότητα συνδέεται, ενίοτε, με τη στασιμότητα και τη σήψη, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με μια ωριμότητα που, βασιζόμενη στο κατακτημένο πλέον ύφος, συνιστά νέα εκκίνηση για περαιτέρω αναζήτηση της ποιητικής ουσίας.
Δεν θα μπορούσα να κλείσω την παρούσα εισήγηση, χωρίς να αναφερθώ και στα παραμύθια του Σ.Ζ., εξαίρετα δείγματα ευαισθησίας και βαθύτατης γνώσης της παιδικής ψυχής, και να δηλώσω ότι, αν είχα παιδιά, με τέτοια παραμύθια θα τα μεγάλωνα.
Είναι λοιπόν σαφές ότι συνιστώ, εκ βάθους καρδίας, την ένταξή του μεταξύ των μελών της Εταιρείας μας, πιστεύοντας ακράδαντα ότι θα πλουτίσει με την ποιητική παρουσία και το ήθος του τις τάξεις μας.   

Ο εισηγητής
Αργύρης Χιόνης

Η εισήγηση που τη συνυπογράφουν οι Γιάννης Βαρβέρης, Νίκος Δαββέτας, Κική Δημουλά, Αλέξης Ζήρας, Γιώργος Μαρκόπουλος, Δημήτρης Νόλλας, Αντώνης Φωστιέρης, είναι γραμμένη πολυτονικά στην για πολλούς μυθική γραφομηχανή Ρέμινγκτον που ο Αργύρης Χιόνης την πήγαινε από μέρος σε μέρος και εν τέλει την είχε εγκαταστήσει στο Θροφαρί, χρησιμοποιώντας την για τα δημοσιεύματα αλλά ενίοτε και για τις επιστολές του. Κι αυτά παρ΄ ότι ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν όχι μόνο ευανάγνωστος αλλά και εύσχημος. Βλέποντας τώρα το γραφομηχανημένο κείμενο της εισήγησης διαπιστώνω ξανά ότι, πράγματι, η Ρέμινγκτον ήταν αρκετά καταπονημένη, πάσχοντας από μια κάποια αρρυθμία, καθώς το γράμμα έψιλον είναι χτυπημένο πιο κάτω από τα άλλα γράμματα της ίδιας αράδας. Άλωστε, όπως ο ίδιος έγραψε με άφθονη δόση χιούμορ στις «Οφειλές» του, στη συλλογή πεζών Περί αγγέλων και δαιμόνων. εκδ. Γαβριηλίδης 2007, σ. 7: «Το βιβλίο αυτό δεν θα είχε γραφτεί χωρίς τη συμπαράσταση […] Της γριάς πιστής μου Remington, το χορευτικό έψιλον της οποία με κάνει να μην παίρνω και πολύ στα σοβαρά τη διαδικασία της γραφής […]»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: