Ανθολόγιο

Σχέδια: Εύη Τσακνιά



Σιωπή

Παράθυρο κλειστό
το πρόσωπό σου
και οι ρυτίδες,
που το μέτωπό σου χάραζαν,
γρίλλιες μισανοιγμένες.
Έσκυψα τάχα
για να πάρω ένα φιλί
κι είδα το λογισμό σου
έναστρο οὐρανό.
     


Απόπειρες φωτός
, 1966

Η ποίηση

                        J'ai pétri de la boue et j'en ai fait de l'or.
                        Charles Baudelaire, «Bribes»

Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό
που το γεμίζουμε με το αίμα μας.
Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους
ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν
και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν
και μιλούνε για το χρώμα του
και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του
και το ταξινομούνε σε ομάδες
και βρίσκουνε συχνά μικρόβια
και μας καταδικάζουν.
Η σημασία βέβαια είν' αλλού·
η αιμορραγία να συντελείται
κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.
Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος
μα αστρολόγος·
τ' άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο
για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή
τον έρωτα ή το θάνατο·
κινείται μες στη μαγγανία
κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,
ευχές, ξόρκια και δηλητήρια
φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι
που είναι αδύνατο οι άλλοι
να το κάνουνε νομίσματα.

[ Τραπέζι ]

                Η´

Είμ᾽ ένα ξύλινο τραπέζι τίποτ᾽ άλλο
Κάποτε θά ᾽μουν οπωσδήποτε ένα δέντρο
Όμως τι δέντρο δεν θυμάμαι
Η πλάνη το πριόνι τα καρφιά και τα βερνίκια
–ω Θεέ μου πόσ᾽ απανωτά βερνίκια–
Μπορούν να ξεκουτιάνουν και το πιο γερό μνημονικό
Είμ᾽ ένα ξύλινο τραπέζι τίποτ᾽ άλλο
Παλιό παμπάλαιο και για τούτο απανωτά βερνικωμένο
Για να μη δείχνει η ηλικία μου και το σακάτεμά μου
Για να διατηρηθεί η αξιοπρέπεια των κατόχων μου
Για τη δική μου ποιος σκοτίζεται
Δεκάρα εγώ δεν δίνω για ανώφελες γυαλάδες
Η μόνη μου φροντίδα είναι ν᾽ ἀντέξω
Στο βάρος των αγκώνων τους και στις γροθιές τους
Να σφίξω τις αρθρώσεις μου να μην παραπατώ
Να πνίξω μέσα μου να μην τ᾽ ακούσουν το τρίξιμο του σαρακιού
Ν᾽ απομακρύνω έτσι όσο γίνεται την ώρα της φωτιάς

                Κ´

Η νύχτα με τρομάζει απ᾽ το πρωί
Ο φόβος μου τη στήνει εμπρός μου
Ο ήλιος ανατέλλει όμως η σκέψη της
Δεν βγαίνει απ᾽ το μυαλό μου ώρες πολλές
Πριν σκοτεινιάσει ανάβω όλα τα φώτα

Σχήματα απουσίας, 1973


[ Ετούτος ο καθρέφτης ]

                ΙΖ΄

Ετούτος ο καθρέφτης ο παλιός
Έχει φθαρεί από την επαφή
Με τόσα πρόσωπα
Θάμπωσε γέμισε αποτυπώματα
Ματιών που κάποτε κοιτάχτηκαν
Μες στο γυαλί του μ' έκπληξη
Ή θαυμασμό ή χαρά ή θλίψη
Χείλια και δάχτυλα σαν νεκροί νάρκισσοι
Μες στο θαμπό νερό του αδύνατο να κοιταχτείς
Χωρίς τον κίνδυνο να μπερδευτείς
Και να πιστέψεις για πρόσωπό σου
Έν' άλλο πρόσωπο ή το συνταίριασμα
Από παράταιρα κομμάτια
Και να χαθείς μέσα σε τούτο το λαβύρινθο
Μορφών που ήταν κάποτε
Και να μην είσαι πια

Μεταμορφώσεις, 1974

[ Είμαι η λυκοπαγίδα ]

                
γ΄

Είμαι η λυκοπαγίδα κι είμαι ο λύκος
που πιάστηκε σ' αυτή
Κανένας δεν το βλέπει δεν το ξέρει
Ούτε εκείνοι που με χαιρετούν από μακριά
Ούτε αυτοί που μ' αγκαλιάζουν ή μου σφίγγουνε το χέρι
Τόσο έντεχνα έχω πνίξει μέσα μου το ουρλιαχτό
Του θριάμβου το ουρλιαχτό του πόνου

Κυκλοφορώ ανάμεσά τους μ' άνεση φορώντας
Το πιο αδιάφορο χαμόγελο το πιο καθημερνό
Ενώ οι δαγκάνες μου χώνονται βαθιά
Όλο και πιο βαθιά μες στα πλευρά μου

Τύποι ήλων, 1978

[ Βροχή ]

ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

                ΙΙ

Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.

[ Τα δέντρα ]

ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Θα ᾽ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ᾽ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουνε μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.

[Τα έπιπλα]

Ποιος να του τό ᾽λεγε ότι τα έπιπλά του θα γίνονταν μια μέρα τέτοια τέρατα... Το τραπέζι του έβγαλε φύλλα, η ντουλάπα του καταβρόχθισε όλα του τα κοστούμια, το κομό του έγινε ένας πολύστομος δράκος· κάθε συρτάρι του κι ένα αδηφάγο στόμα· πάνε τα σώβρακά του όλα, πάνε τα πουκάμισά του, πάνε και τα χέρια του· τά ᾽χασε ψάχνοντας μέσα σ᾽ αυτά τα φριχτά συρτάρια.
Τώρα, γυμνός κι ανάπηρος, στέκεται στη μέση του δωματίου του, χαμένος. Δεν ξέρει τι να κάνει, που να πάει. Τον πιάνει το παράπονο. Κλαίει.

[Σαν τον τυφλό]

                ΚΔ´

Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Σαν τον τυφλό που ζητάει επίμονα την μπλε γραβάτα και το γκρίζο κοστούμι του
Σαν τον τυφλό που χαμογελά μπροστά στη φωτογραφική μηχανή
Σαν τον άσπρο τυφλό που μισεί τους μαύρους
Σαν τον τυφλό που λατρεύει τις ξανθές γυναίκες
Σαν τον τυφλό που χαϊδεύει τις λέξεις
Που αγγίζει τη λέξη φλόγα και καίγεται
Που αγγίζει τη λέξη μαχαίρι και κόβεται
Που αγγίζει τη λέξη ρώγα και γλυκαίνονται οι ρώγες των δαχτύλων του
Που αγγίζει τη λέξη μαστός και γεμίζουν οι χούφτες του γάλα
Που αγγίζει τη λέξη θάνατος και μουδιάζει το χέρι του
Σαν τον τυφλό που αγκαλιάζει το φονιά του, θαρρώντας τον φίλο του, και νιώθει το λάθος του μαζί με το μαχαίρι στην καρδιά
Σαν τον τυφλό που ποτέ του δεν έτρεξε, ακόμα κι όταν άνοιγαν όλοι οι κρουνοί του ουρανού, ακόμα κι όταν στίφη οχημάτων χυμούσαν καταπάνω του
Σαν τον τυφλό που κρεμάει ζωγραφιές στους τοίχους του και γεμίζει λουλούδια το σπίτι του και τις νύχτες όλες τις λάμπες
Σαν τον τυφλό που επιμένει να τραγουδά το φάος ἡελίοιο, αυτό το φως που ποτέ του δεν γνώρισε και ποτέ του δεν έπαψε να υπερασπίζεται σαν μονάκριβο κτήμα του
Τέτοιος εγώ

Λεκτικά τοπία, 1986

[ Αν όπως λένε ]

Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν' ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ' τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ' αναζήτηση θηράματος.
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.


[ Γέρασες ]

Γέρασες, φίλε, και βουβάθηκαν τα μάτια σου, δεν τραγουδάνε πια, όπως πρώτα, δεν μιλούν, δεν ψιθυρίζουν καν. Δυό σκοτεινά παράθυρα τα μάτια σου, χτισμένα, και πια δεν φτάνει ώς εμένα η μέσα μουσική σου. Υπάρχει, αλήθεια, ακόμα αυτή η μέσα μουσική ή μήπως είσαι ώς εκεί χτισμένος, ώς τα μύχια της ψυχής σου, πλήρης σιωπής και συμπαγής σαν πέτρινο άγαλμα;

Εσωτικά τοπία, 1991

[ Οι μέρες του περνούν ]

Οι μέρες του περνούν δίχως να έρχονται. Αυτός, ωστόσο, είν' εκεί και τις προσμένει· έν' αδειανό ορίζοντα κοιτώντας, καρτερεί να υποδεχτεί τις μέρες που, χωρίς να φτάνουν, έχουν κιόλας φύγει.
Το παρελθόν αυξάνει ιλιγγιωδώς, το παρελθόν ενός αβίωτου παρόντος· οι αναμνήσεις μίας άζωης ζωής σωρεύονται, αδιάκοπα, και τον συνθλίβουν.

[Ιανουάριος]

Ιανουάριος; Φεβρουάριος; Δευτέρα ή Τρίτη; Ή, μήπως, Πέμπτη; Δώδεκα, πάντως, παρά είκοσι. Μπορεί να έχει χάσει τον ρου ετών, μηνών και ημερών, αλλ᾽ έχει απόλυτα στοιχεία για τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα· η μνήμη του έχει ατονήσει, μες στη μοναξιά, όχι όμως και του ρολογιού η μπαταρία.
Σέρνεται στον καθρέφτη μπρος, κοιτάζεται. Τι ηλικία νά ᾽χει, τάχα, αναρωτιέται. Δώδεκα παρά είκοσι, οπωσδήποτε· δώδεκα παρά είκοσι και κάτι· και νύχτα, νύχτα οπωσδήποτε.

[ Μόνο η σιωπή ]

Μόνο η σιωπή, η απόλυτη σιωπή προσφέρεται για τη χαμηλόφωνη συνομιλία των πραγμάτων που, κάτω από άλλες, ηχηρές συνθήκες, ούτ' ένα νεύμα δεν μπορούν να ανταλλάξουν, γιατ' είν' ευαίσθητα τα πράγματα στον ήχο και δεν αποκαλύπτουν την ψυχή τους εν μέσω οιουδήποτε θορύβου.
Σφαλνά τις πόρτες, τα παράθυρα, τα μάτια, εξώνει από το χώρο ήχο και φως. Ακίνητος, σε μια γωνιά, και σιωπηλός, γίνεται κοινωνός των μυστικών τους, γίνεται κι αυτός πράγμα δικό τους· καλόγερος με λίγα ρούχα κρεμασμένα πάνω του.

Ο ακίνητος δρομέας, 1996

[Το τηλέφωνο]

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Δύσκολη η ζωή, κήπος που για να θάλλει θέλει αδιάκοπη φροντίδα: σκάλισμα και βοτάνισμα και πότισμα και ψέκασμα... Και με αμφίβολο, βεβαίως, αποτέλεσμα, αφού το λάθος το παραμικρό, μια ξαφνική αλλαγή στις καιρικές συνθήκες, ένας απρόσμενος εχθρός, ένα αόρατο παράσιτο, μπορούν να ακυρώσουν κάθε σου προσπάθεια και άκαρποι να μείνουνε οι κόποι σου.
Δύσκολη η ζωή κι απλούστατος ο θάνατος, αυτή η έρημος που τίποτε από σένα δεν ζητά, που περιμένει απλώς να την διανύσεις.

*

Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει και ξαναχτυπάει· δεν το σηκώνω, όχι, δεν πρόκειται να το σηκώσω· ποιος ξέρει τι καινούργιες συμφορές θα μου αναγγείλει; Πέθανε αυτός, πέθαν᾽ εκείνος, ο τάδε βηματίζει με βηματοδότη, ο δείνα δεν μπορεί το σπίτι του να βρει κι ο Ερυθρός Σταυρός τον ψάχνει. Είναι η γενιά μου που αρχίζει να θολώνει και να σβήνει. Έτσι που πάει το πράγμα, θα μάθω, σύντομα, και το δικό μου θάνατο από τηλεφώνου.
Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει και ξαναχτυπάει· δεν το σηκώνω, όχι· θα το βγάλω από την πρίζα, θα βγω από τον κατάλογο του ΟΤΕ· δεν πρόκειται να παραμείνω εγώ συνδρομητής θανάτων.

Σκοτεινή κυρία

ΟΤΑΝ ΜΕ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΚΥΡΙΑ

Είναι ντυμένη φόνο και ηδονή·
κάτω από τη νεκρή βιζόν, φορεί
τα ασπαίροντα βυζιά της.

ESTEBAN ARGENTEA NIEVE

Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, ποτέ δεν είναι για καλό· όλο αγωνία και πυρετό ως δώρα φέρει και αμφιβολίες, αναρίθμητες αμφιβολίες, και μια πικρή, πικρή του τέλους αίσθηση. Κι ύστερα περιμένει να της πω κι ευχαριστώ, γιατί, ανάμεσα σ᾽ αυτά όλα τα βάσανα, κομίζει κι ένα-δυο στίχους αμφίβολης ποιότητας.
Όταν ωστόσο αργεί να με επισκεφθεί η Σκοτεινή Κυρία, είναι η ζωή μου ένα πηγάδι δίχως πάτο, ένα ρολόι δίχως δείχτες, μία σελίδα ανυπόφορα λευκή.
Προσμένοντας τη Σκοτεινή Κυρία, χτενίζω με τα μάτια τον ορίζοντα. Ένα σύννεφο σκόνης την άφιξή της προαγγέλλει· ένα σύννεφο σκόνης, λες κι είναι ίλη ιππικού που επελαύνει. Έτσι έρχεται η Σκοτεινή Κυρία, ως ίλη ιππικού που επελαύνει. Κι εγώ, ρίχνω τα όπλα καταγής και παραδίνομαι.
Δεν ξέρω από που έρχεται η Σκοτεινή Κυρία ούτε και ξέρω που πηγαίνει, όταν φεύγει από μένα. Τόλμησα μια φορά να την ρωτήσω και μου αποκρίθηκε με έναν γρίφο. «Έρχομαι από το τίποτε», μου είπε, «και στο τίποτε πηγαίνω», κι ανάθεμά με αν κατάλαβα τι εννοούσε.
Προσμένοντας τη Σκοτεινή Κυρία, φορώ μαύρο επίσημο κοστούμι, κατάλληλο για γάμο ή για κηδεία· ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει, όταν έρχεται η Σκοτεινή Κυρία.
Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, δείπνο θεσπέσιο της παραθέτω, με εκλεκτά κρασιά κι εδέσματα και συνοδεία μουσική που ακόμη και θεούς θα συγκινούσε. Αυτή ωστόσο μένει παγερή· κρασιά, εδέσματα και μουσική περιφρονεί και μπαίνει κατευθείαν στο θέμα. «Δεν μ᾽ ενδιαφέρουν όλ᾽ αυτά», λέει απερίφραστα, «εγώ ήρθα εδώ να φάω καρδιά και να ρουφήξω αίμα».
Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, με τόση σμίγουμε ορμή που σείεται του σύμπαντος το δέντρο και πλήθος άστρα πέφτουν, πριν την ώρα τους, στη γη. Όμως τα χείλη της είναι πικρά, πικρό και το αιδοίο της, κι η κλίνη που λικνίζει το ταξίδι μας Αχερουσία λίμνη.
Όταν την ονομάζω Σκοτεινή Κυρία, δεν είναι τόσο για τα ρούχα που φορεί· μπορεί να δείχνει πράγματι προτίμηση στα μαύρα, αλλά, κατά καιρούς, διαλέγει κι άλλα χρώματα. Ωστόσο, είτε πορφυρά φορεί είτε κροκάτα είτε ρόδινα, πάντοτε μένει σκοτεινή, γιατ᾽ είναι σκοτεινές και δόλιες οι προθέσεις της.
Προσμένοντας τη Σκοτεινή Κυρία, διώχνω τα σύννεφα απ᾽ τον ουρανό, διώχνω τα πουλιά απ᾽ τα κλαδιά, τα δέντρα από το δάσος, διώχνω την ανάγκη για τροφή, για πέψη και αφόδευση, διώχνω τον ύπνο και τα όνειρα, δημιουργώ το απόλυτο κενό, για να της δώσω τη χαρά να ξαναφτιάξει απ᾽ την αρχή τον κόσμο μου.
Όταν με επισκέπτεται η Σκοτεινή Κυρία, ξαναφτιάχνει πράγματι τον κόσμο απ᾽ την αρχή, αλλά τι κόσμο, Θεέ μου!... Ξαφνικά, οι κλαδεμένοι αμπελώνες γίνονται νεκροταφεία στρατιωτικά, οι λικνιζόμενοι στην αύρα ελαιώνες στρατιές τρελών που έξαλλα σαλεύουνε τα χέρια στο κενό, τα κυπαρίσσια λόγχες που απειλούν τον ουρανό, ένα ρυάκι που κελάρυζε γίνεται δράκος που βρυχάται, μια απλωσιά με παπαρούνες μεταμορφώνεται σε λίμνη αίματος... Αυτόν τον άγριο κόσμο μου προσφέρει, λέγοντάς μου ειρωνικά: «Αν είσαι ποιητής αληθινός, θα τον εξημερώσεις».

Στο υπόγειο, 2004

Απουσία

Μνήμη Τάκου (Δημήτρη) Αλεξίου

Τη λέξη απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες… Γιατί τις παίρνανε, πού τις πηγαίνανε και τί τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.
Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου ᾽λεγε η μάνα μου: «Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό». Και μου ᾽βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ᾽ έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κάποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.
Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί.
Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο.
Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ᾽ τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημά μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα!» κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ᾽ αγαπούσε εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.
Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. Και τι δεν υπήρχε εκεί μέσα: δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο σαν της γάτας, βιβλιοθήκες από τοίχο σε τοίχο, πίνακες ζωγραφικοί με υπέροχα τοπία από κάποιους άλλους κόσμους, εβένινοι μπουφέδες με απαστράπτοντα ασημικά μες στις βιτρίνες τους, τραπέζια και καρέκλες με κεντητά λινά καλύμματα, ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν εικονοστάσι, που το λέγαν σαμοβάρι κι έβγαζε, από ένα μικρό βρυσάκι, τσάι αρωματικό, κούπες τσαγιού από διάφανη κινέζικη πορσελάνη, μια τεράστια, σαν μικρός ελέφαντας, μαντεμένια σόμπα, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ᾽ όπου έρρεε, σχεδόν αδιάκοπα, μια μουσική που τήνε λέγαν κλασική, και παντού, από το μπάνιο ως το πιο μικρό δωμάτιο, το άρωμα λεβάντας απ᾽ την κολόνια του νονού μου.
Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν᾽ αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αργότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τατζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο. Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;».
«Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέπεις», μου αποκρίθηκε.
«Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.
«Το λένε Απουσία», μου είπε.
«Και γιατί δεν κελαηδά;»
«Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει».
Αν και χαμογελούσε, λέγοντάς μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ᾽ έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ᾽ αυτό το περίεργο πουλί.
Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τατζ Μαχάλ, κατοικημένη απ᾽ το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί... Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ᾽ ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE–AFWEZIGHEID.
Ίσως να ήταν κάποιο βέλγικο αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να ᾽θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν᾽ εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν· ότι η Απουσία δεν είναι πουλί αλλά θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.

Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ᾽ ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι᾽ αυτό και σ᾽ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν᾽ αδειανό κλουβί γι᾽ αυτήν.

Η ζωοποιός κρεατομηχανή

Στη Μαρία και στην Αγγελική

Ήτανε κάποτε ένας παράξενος χασάπης, τόσο παράξενος, που αγαπούσε πολύ τα ζώα· όχι τεμαχισμένα, βέβαια, ούτε ψημένα, αλλά ολόκληρα, ολοζώντανα και με κανονική θερμοκρασία σώματος. Ήτανε, ως εκ τούτου, φυσικό να έχει μιαν εξίσου αφύσικη κρεατομηχανή που, όταν τη μπούκωνε με κρέας, αντί να βγάζει από τις τρύπες της κιμά, έβγαζε αγελάδες, μόσχους σιτευτούς, βόδια και ταύρους στριφοκέρατους. Με άλλα λόγια, απ᾽ το κομματιασμένο κρέας έφτιαχνε νέα ζώα, ολοκαίνουργια. Με άλλα ακόμη λόγια, επρόκειτο για μια δημιουργό ή, μάλλον, αναδημιουργό κρεατομηχανή.
Οι αγελάδες, τα βόδια, τα μοσχάρια, οι ταύροι, που ξεπηδούσαν από μέσα της, χαιρετούσαν ευγενικά τον παράξενο, καλό χασάπη και ξεχύνονταν στους δρόμους, τραβώντας προς τα δάση, που είχανε πολύ απομακρυνθεί από την πολιτεία, γιατί πολύ τη φοβόντουσαν.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε όσο υπήρχαν αποθέματα κρεάτων στο ψυγείο και υπόλοιπο χρημάτων στο ταμείο. Όταν αυτά εξαντλήθηκαν, ο καλός χασάπης, που μάλλον θα ᾽πρεπε καλός ποιμήν να είχε γίνει, φαλίρισε, αφού δεν γίνεται, είναι απολύτως αντιοικονομικό, να βάζεις μια ζωή στη μηχανή σου κρέας κι αυτή να βγάζει, αντί για κιμά, βόδια, μοσχάρια, ταύρους κι αγελάδες που, βέβαια, δεν ξανασφάζεις. Φαλιρίζοντας, λοιπόν, αυτός ο αγνός εραστής των ζώων, αναγκάστηκε να σκοτώσει τα πάντα, ακόμη και την αγαπημένη του μηχανή, σε κάποιον άλλο χασάπη, που δεν είχε ιδέα ότι αυτή ήταν παράξενη, ζωόφιλη και ζωοποιός.
Όταν το ανακάλυψε, έγινε έξω φρενών και, όπως είναι φυσικό, φαντάστηκε πως κάποιο ελάττωμα είχε το σύστημά της, πως από κάποια βλάβη έπασχε μηχανική κι άρχισε να τη μαστορεύει. Της άλλαξε κάνα δυο βίδες, της άλλαξε κάνα δυο γρανάζια, τη λάδωσε και, τελικά, αποφάσισε πως είχε καταφέρει να επαναφέρει την ανώμαλη αυτή αντάρτισσα στην ομαλή οδό παραγωγής κιμά. Τη γέμισε, λοιπόν, με κάμποσα κομμάτια κρέατος, για να τη δοκιμάσει. Και τότε –ω, του φρικτού θαύματος! –, μέσα από τη μηχανή ξεπήδησε ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ, ΑΓΡΙΑ, ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΗ ΤΙΓΡΗ.

Επιμύθιο: Οι σπλαχνικές κρεατομηχανές έχουν κι αυτές μια θέση στον Παράδεισο.*

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (Η ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΚΡΕΑΤΟΜΗΧΑΝΗ)

Η ιστορία αυτή, με το ίδιο ακριβώς θέμα, αλλά με εντελώς άλλη μορφή, περιέχεται στο τομίδιο (δευτέρι μάλλον θα έλεγα) Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα (Αιγόκερως 1981). Όπως καταλαβαίνετε, την ξανάγραψα και μακάρι να μπορούσα να κάνω το ίδιο με όλο το μέχρι στιγμής έργο μου. Η αίσθηση, ωστόσο, ότι ζω με δάνειο χρόνο, βαίνοντα σταθερά προς τη λήξη του, με πανικοβάλλει και, αντί να κάτσω, με ηρεμία και σύνεση, να διορθώσω τα λάθη του παρελθόντος, με απελπισμένη ανυπομονησία σε νέα λάθη προβαίνω.

* Όπως, άλλωστε, κι η εμπνευσμένη, πιστή γριά μου Remington που, με τρόπο μαγικό, μεταποιεί σε ποίηση τα βάρβαρα πλήγματα που καταφέρω στα ευαίσθητα πλήκτρα της.

Το οριζόντιο ύψος, 2008

[ Καβάλα ]

Καβάλα σ᾽ ένα κουνιστό αλογάκι,
με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,
πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,
στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.

Καβάλα σ᾽ ένα κουνιστό αλογάκι,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,
των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
κι έφτασα τώρα εδώ,
στην κουνιστή μου πολυθρόνα,
μπρος-πίσω, πίσω-μπρος...

Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί·
η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη·
καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.


[ Ανάμεσα ]

Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

[ Από τα πόδια ]

              ΙΘ´

Εγώ θα φύγω,
αλλά οι ελιές που φύτεψα
εδώ θα μείνουν·
έλαιον προσφέροντας
και έλεος σε όσους θά ᾽ρθουν.

                Κ´

Από τα πόδια
ως την κορφή, μετριέται
μόνο το ύψος.

Το ανάστημα αρχινά
πάνω από το κεφάλι.

                ΚΑ´

Ένα ταξίδι
αρχινά, κάθε στιγμή,
χιλιάδες μίλια.
Νάτηνε η αρχή του, εδώ,
κάτω απ᾽ τα πόδια μου.

Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, 2010







ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: