Γκλίτσ' in the matrix

Αρχαιολογικό Πάρκο στην Πνύκα
Αρχαιολογικό Πάρκο στην Πνύκα / φωτ. Δημήτρης Τσουμπλέκας

μνήμη Αργύρη Χιόνη



Καθισμένος σε ένα παγκάκι σε έναν από τους εμπορικούς δρόμους του Κολ0νακίου, ο Παντελής έπινε το καφεδάκι του και έβλεπε τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται. Είχε λίγη ώρα μέχρι να πάει στο ραντεβού του, και, επειδή δεν είχε τι να κάνει, αποφάσισε να πάει μια βόλτα να χαζέψει τους πλούσιους στο φυσικό τους περιβάλλον. Ο ίδιος βλέπεις γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στον Δομοκό, οπού και διατηρεί ακόμα γεωργοκτηνοτροφική μονάδα. Έχει βέβαια και εκεί πλούσιους, ακόμα και βαθύπλουτους, αλλά δεν είχαν τον ίδιο αέρα με τους εκλεπτυσμένους κατοίκους του κέντρου.
Στον Παντελή τον Γάτσουλα άρεσε πολύ η Αθήνα, έτσι όπως την έβλεπε από τα σίριαλ στην τηλεόραση. Κι όσο να πεις, έναν καημό τον είχε, να ζήσει κι αυτός λίγο αθηναϊκή ζωή. Όμως πού να προλάβει: οι δουλειές έτρεχαν, τα χρέη έτρεχαν, τα κατσίκια έτρεχαν, δεν υπήρχε χρόνος για βόλτες στην πρωτεύουσα.
Έτσι που έβλεπε τον κόσμο να πηγαίνει πάνω κάτω μοσχομυριστός και καλοφτιαγμένος, ένα διστακτικό παραπονάκι του ανέβαινε στο λαιμό. Από μικρό παιδί στο μεροκάματο και στις στερήσεις και μετά κατευθείαν γάμος και παιδιά. Ένιωθε σαν ατέλειωτο παζλ, σαν να μη χάρηκε αυτή τη ζωή όσο θα μπορούσε. Ωραίος ο Δομοκός, ωραία και τα πανηγύρια της Αγίας Παρασκευής, αλλά όσο και να πεις, άλλο πράγμα ο μολυσμένος αέρας της πόλης. Πόσο μάλλον ο αέρας του Κολονακίου, που, θες η πανταχού παρούσα αύρα του πούρου, θες το άρωμα που ξέφευγε από τις ανοιχτές πόρτες των καταστημάτων πολυτελείας, ήταν αισθητά διαφορετικός από το υπόλοιπο Αττικής. Καμία σχέση δε με τον αέρα στο χωριό που μύριζε ξυλόσομπα το χειμώνα και φρέσκο θάνατο το καλοκαίρι.
Παρακαλώ εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι το αν σε κάποιον ρομαντικό κάτοικο των άστεων αρέσει ή όχι η μυρωδιά του χωριού, μας είναι εντελώς αδιάφορο. Οπότε παρακαλώ να λείπουν κλισέ σχόλια του στιλ «τουλάχιστον στο Δομοκό έχει καθαρό αέρα». Γιατί όποιος τα λέει αυτά, μάλλον δεν έχει περάσει ούτε απ’ έξω από την γεωργοκτηνοτροφική μονάδα «Δομοκίτικη Γη,» ιδιοκτησίας Παντελή Γάτσουλα για να διαπιστώσει τα αντίθετα, ιδία ρινί. Αντιθέτως, ο ίδιος ο Παντελής ο Γάτσουλας, είχε φάει τις κακουχίες με το κουτάλι. Όλη του τη ζωή την πέρασε πλάι στα ζωντανά. Δεν παραπονιόταν. Είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια μια ολόκληρη επιχείρηση που ήταν η ζωή του ολόκληρη, παιδί του κι αυτή ανάμεσα στα άλλα, τα κρεάτινα.
Αλλά να… Χρόνο με το χρόνο, η γιδίλα διαπότιζε το δέρμα του και πλέον δεν έφευγε, ακόμα και αν έμπαινε και ο ίδιος στο πλυντήριο να πλυθεί μαζί με τα ρούχα του.
Αυτό άλλωστε ήταν και το μεγάλο του πρόβλημα του Παντελή, που πίνει νευρικός τον καφέ του καθισμένος σε παγκάκι, σε απόσταση ασφαλείας από τους υπόλοιπους ανθρώπους, τους μυρωδάτους.
Όταν έμαθε ότι για να πέσουν οι τελικές υπογραφές της πώλησης της εταιρείας του στην γαλακτοβιομηχανία «Ο Ορεσίβιος» έπρεπε να έρθει στην Αθήνα, κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Πώς θα βρισκόταν σε κλειστό χώρο με τόσους ανθρώπους; Αυτός εντάξει, την είχε συνηθίσει τη μπόχα της κοπριάς και την τσίκνα της κατσικίλας που ανέδυε το δέρμα του. Όμως οι άλλοι; Πώς θα παρουσιαζόταν έτσι, με τη μυρωδιά του, μπροστά σε ανθρώπους επιστήμονες, επιχειρηματίες και σοβαρούς σαν διαταγή έξωσης;

Τι ήταν λοιπόν να του το πούνε… Το ραντεβού για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας ήταν Τετάρτη, κι αυτός ξεκίνησε να κάνει μπάνια από την Κυριακή. Στις δουλειές δε έστελνε αποκλειστικά το βοηθό του, μην τυχόν και εκτεθεί στη βρόμα. Από τις πολλές ετοιμασίες και τα αρώματα, η γυναίκα του άρχισε να τον υποπτεύεται. Μάταιος κόπος όμως. 25 χρόνια χωράφι και κοπριά δεν ξεπλένονται με νερό και αφρόλουτρο. Η τραγίλα είχε κατσικωθεί πάνω του και δεν έφευγε με τίποτα. Μα πιο πολύ από όλα, δεν του έφευγε η ιδέα ότι θα γίνει ρεζίλι των σκυλιών ανάμεσα στους επιφανείς επιχειρηματίες και τους δικηγόρους του ομίλου.
Μπήκε με συστολή στο δικηγορικό γραφείο που μύριζε παλιό ξύλινο έπιπλο και κίτρινα χαρτιά από υποθέσεις αρχείου. Βρήκε να τον περιμένει σύσσωμο το κοστουμαρισμένο διοικητικό συμβούλιο του «Ορεσίβιου», με φαρδιά χαμόγελα και ασθενικές κουβεντούλες (το βρήκατε εύκολα το γραφείο; μα τι κίνηση είναι αυτή βρε παιδί μου, δεν έχει βγάλει κρύο ακόμα αν και χειμωνιάζει, κι άλλα τέτοια). Παρά τις χαριτωμένες αυτές τζιριτζάντζουλες όμως, ο Παντελής μπορούσε να διακρίνει την αηδία στα πρόσωπά τους. Αν δεν κρατούσαν τις μύτες τους, ήταν γιατί έπρεπε να τον ανεχτούν μέχρι την υπογραφή των συμβολαίων.
Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρυφτεί μπροστά από ανοιχτά παράθυρα και μέσα σε ανθρώπους που φορούσαν πολύ έντονα αρώματα. Δέχτηκε μέχρι και το πούρο που του προσέφεραν, ενώ δεν είχε βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του. Ο πηχτός καπνός γινόταν μια κάψουλα που τον τύλιγε και μέσα της αισθανόταν ασφαλής. Όσο κι αν κάθε ρουφηξιά του έφερνε ζαλάδα, συνέχισε να το καπνίζει με ύφος πεπειραμένου πλούσιου. Ο δικηγόρος παρατήρησε τη νευρικότητά του, που όπως και ο βήχας του, δεν κρύβονταν, και προσπάθησε να σπάσει τον πάγο.

«Το ξέρατε, κύριε Γάτσουλα, ότι το Κολονάκι παλιά λεγότανε Κατσικάδικα;» του είπε γελώντας. «Πολύ πριν η περιοχή γίνει αυτό που είναι σήμερα, ήταν ο μεγαλύτερος βοσκότοπος κάτω από τον Λυκαβηττό. Εκεί που βρίσκεται σήμερα η Δεξαμενή δεν υπήρχαν παρά στάνες, μαντριά και καλύβες βοσκών. Είναι σημαδιακό που γίνεται σε αυτή την περιοχή η μεταβίβαση μιας τόσο σημαντικής κτηνοτροφικής μονάδας!»

Όσο ετοιμάζονταν τα χαρτιά και τα κοστούμια ήταν απασχολημένα, ο Παντελής έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο της οδού Αριστοδήμου. Στους αρμούς από τα πεζοδρόμια, φύτρωναν μικρά χορταράκια, τρυπώντας το τσιμέντο. Τα δέντρα τους έκλειναν πονηρά το μάτι και με τις ρίζες τους, έσπρωχναν τα καταπιεστικά πλακάκια για να τους δώσουν μερικά πολύτιμα εκατοστά. Ο λόφος του Λυκαβηττού, τακτοποιημένος σχολαστικά πίσω από ασφάλτινα ποτάμια και ΚΑΦΑΟ, έπαιρνε σιγά σιγά την εκδίκησή του από τους ανθρώπους, μερικά εκατοστά την ημέρα.
Μπροστά στα μάτια του Παντελή άρχισε να ξετυλίγεται μια σκηνή από το παρελθόν ή το μέλλον. Ό,τι και να ήταν, δεν περιλάμβανε ανθρώπους. Εκεί που ήταν παρκαρισμένα αυτοκίνητα, άρχισε να βλέπει αγελάδες να μασουλάνε μακαρίως. Τα μηχανάκια γινόντουσαν κατσίκες και ροβολούσαν τον ανήφορο. Ο δρόμος γινόταν ποτάμι όπου οι γατούλες κατέβαιναν να πιούν καθαρό νερό. Ένας κοκκινολαίμης κάθισε στο κλαδί ενός δέντρου κι άρχισε να κελαηδάει το θρίαμβο της φύσης στη μυστήρια γλώσσα του.

Αυτόν τον κόσμο
δεν τον έπλασε θεός,
αλλ’ούτε άνθρωπος
Φωτιά τον έπλασε αείζωη,
φωτιά και θα τον φάει

Μια ξαφνική φωνή από το γραφείο τα επανέφερε όλα στην αρχική τους κατάσταση.

«Κύριε Γάτσουλα, όλα είναι έτοιμα, ελάτε να υπογράψετε!»

Ο Παντελής χαμογέλασε. Έκλεισε το παράθυρο για να μην προδώσει το μυστικό και προχώρησε στο δωμάτιο, χωρίς να ανησυχεί για τη μυρωδιά του. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει. Μπορεί να έπαιρνε χρόνια, μπορεί αιώνες.
Το Κολονάκι ανήκε και θα ανήκει στα κατσίκια του.

 
 
 




______________
glitch (πληροφορική): μικροβλάβη, μικρολάθος, μικροσφάλμα, μικροδυσλειτουργία. glitch in the Matrix: Ένα εξαιρετικά παράξενο γεγονός που φαίνεται να εξηγείται μόνο από σφάλμα στον ιστό της πραγματικότητας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: