Περιληπτικός τίτλος: Το χωράφι του Ντε
Ημερομηνία καταγραφής: 10 Ιουνίου 2014
Στίγμα:
36.6108° N / 27.8333° E| Χωριό, Σύμη
Πληροφορητής: ******
Θα ’ταν το ’54, δεν θυμάμαι και καλά.
Σίγουρα εν είχαμε ρεύμα και νερό τρεχούμενο
κι εγώ ήμουνε μικρός,
στο δημοτικό σαν να λέμε,
αλλά δημοτικό εν το τελείωσα,
μα κατάλαβες.
Λεφτά δεν υπήρχανε,
τίποτα.
Οι γέροι μου όλη μέρα ήταν πέρα δώθε
στα κακοχώραφα
κι ο μεγάλος μου αδερφός είχε μπαρκάρει πια.
Εγώ που λες,
ήμουνε μικρός.
Μα την ήθελα τη θάλασσα.
Περίμενα πώς και πώς να ρίξω λίγο μπόι,
να φύγω απ’ το νησί.
⁂
Θυμάμαι ότι ήταν χρονιά ξερική,
που μέχρι και τα μποστάνια εν βγάζανε πράμα.
Είχαμε τέτοια τότε;
τι νομίζεις,
σα τώρα που τα φέρνει όλα το καράβι απού τη Ρόδο;
⁂
Όπως και λες.
Μια δόση φτάνουν κάτω στην αποβάθρα
τρεις μιλόρδοι.
Ξένοι.
Δεν θυμούμαι από που ήταν.
Ας πούμε από τη Φραγκιά.
Και ψάχνανε λέει να μείνουνε.
Ξενοδοχεία τότε στη Σύμη,
ούτε για αστείο.
Πληρώνανε λέει,
κι η μάνα μου,
σα που ήταν στην αγορά για τα μπαξεβανικά,
καλοκαίρι πια, Ιούνης,
τους λέει,
για δεν έρχεστε να μένετε,
στο κατώι;
⁂
Στο σπίτι εν βάζαμε μουσαφίρηδες,
μα τα χρήματα,
τα ’χαμε ανάγκη.
O κύρης μου δεν το ’θελε,
μα κλούθα της και γρίκα της,
έ,τι του ’λεγε.
Να σ’ έχω από μια μεριά να δεις τις συνεννοήσεις τωνε.
Άραθρα μάραθρα.
Η μάνα, παρόλα αυτά, τωνε έδειξε τι και πώς
και των έδωκε πεσά από την προίκα της,
και γάλα πρωινό από την κατσίκα.
Ο κύρης δεν των εμίλιε.
Εγώ, μικρός δα,
θυμούμαι τα κοντά παντελόνια τους
και το μουστάκι του ενός που ήτο
παχύ και κόκκινο,
δεν ήβλεπες τα χείλια ντου από κάτω.
Αυτός θε να ’τανε κι ο αρχηγός,
να πούμενε.
Όλα τα πράματα ντωνε ήταν μέσα σε ένα κιβώτιο ξύλινο
και σε κάτι σάκες που είχανε στην πλάτη,
ωραίες, ντρίλινες σαν ντου στρατού.
Μα μη φανταστείς ότι είχανε πράματα μαζί,
δυο-τρεις αλλαξιές
και πολλά βιβλία.
Εγώ σκεφτόμουν ότι τα βιβλία
είναι Σολωμονικές,
βιβλία που ‘χουνε γραμμένους τους θησαυρούς,
που ελέαν οι παλαιοί
και άλλα για τις Αλουστίνες, τους Κουτεντέδες
και τα λοιπά τζαγκούλια
και τη βεργόνα που τη γέννησε η βασιλοπούλα της Τελέντου
σαν τη βίασε το βασιλιόπουλλο του Καστελλιού,
τριώ μερώ πεθαμένη.
Την ξέρεις;
Μα τα γράμματα ήταν ξένα
και δεν τα ’βγαζα.
Τη μια φορά, που ’δα ένα.
⁂
Ήτο λοιπό νύχτα σκούρα
κι εγώ με τον κύρη μου
υρίζαμε από τα ζώα.
Σαν να κάνουμε την τελευταία στροφή
που βγαίνει στο Χωριό,
βλέπω πα στο χωράφι του Γιώργη του Ντε,
έναν σα άνθρωπο,
όρθιο.
Φέγγιζε φως από κάτου,
από τη θάλασσα νύχτα,
και ίσα ίσα που τονεβλεπα.
Δεν ξέρω γιατί, μα,
εκόπηκαν τ’ ανάκαρά μου.
Ευτός ήταν ο δικός μας.
Ο κοκκινομάλλης.
Τον εγνώρισα από τη σάκα ντου.
Στο λέω και ξεσπιέμαι.
Κάτσε δω μου ’πε ο κύρης μου
και μ’ άφησε στο γάδαρο.
Με το που μάκρηνε δυο βήματα,
δίνω μια και ξοπίσω του.
Στο σταυρό που σου κάνω,
τόσα χρόνια εϊπά στο νησί
τέτοιο πράμα δεν έχω ξαναδεί.
Ο άθρωπος ήταν ορθός,
και τα χέρια ντου ετσά
σαν του Χριστού στο σταυρό.
Μα τα πόδια του,
στο σταυρό που σου κάνω,
ήτονε στο χώμα μέσα,
ως το γόνυ.
Μιλά του ο κύρης μου,
τίποτα αυτός.
Ρπα του απού το χέρι,
τίποτε.
Τα μάτια ντου ανοιχτά
μα εν κοίταζε,
εν εγρώνιζε.
Γκυλλωμένος.
Κει που πάλευγε ο κύρης μου,
να τονε συνεφέρει
το ’δα.
Το βιβλίο ντε,
ήτονε πεσμένο πιο κει.
Κι ήτονε ανοιχτό στη μέση.
Λίγο το φως μα ’δα
σα μίκι-μάου,
τρεις εικόνες,
ετσά,
η μια
κάτω
από την άλλη
και δίπλα η τρίτη
και τα γράμματα τα ξένα, τα περίτεχνα.
Έδειχνε λοιπό έναν τόπο άγριο,
σκοτεινό,
που ’χενε δόντια για βράχια.
Η γη σαν μια πέτσα
και μέσα της
να γίνονται πράματα
αλλόκοτα.
Οι σπόροι δέντρα,
και αθρώποι σκελετοί,
και μάτια που παρακλουθούσανε.
Σαν τη Σύμη μου φάνηκε, το Χωριό,
μα δεν ξέρω.
Και στην άλλη αποκάτω,
ένα μωρό ―μαυράκι,
δαίμοντρας― γελαστό,
μα ξεμερδισμένο,
και το ποδάρι ντου ’λειπε.
Και πιο δίπλα,
η τρίτη εικόνα,
τον ίδιο τόπο, μερωμένο όμως.
Τα δόντια που ’χανε γίνει μάτια,
σα του δέντρου. Και φως είχε γίνει,
και χαρά θεού.
Και κει που θωρούσα τις εικόνες,
κούω ένα φραπ και χάθηκεν ο άνθρωπος,
μέσα στη γης.
Σαν να σκίστηκε η γης
και να τον ήπιε.
Πισώπεσεν ο κύρης μου.
Με άρπαξε κι ηξαφανιστήκαμε.
⁂
Δεν είπαμε κουβέντα στη μάνα.
Την άλλη μέρα
οι μιλόρδοι ήτονε φευγάτοι.
Φήσανε τα λεφτά για το κατώι,
μα πήραν τα πράματά ντωνε.
Την επομένη,
ο κύρης μου ήφυε πιο πρωί
για τα χωράφια είπενε,
μα στράφηκε νωρίς.
Με ξόρκισε στα κρυφά, να μην ξαναπάω από το χωράφι του Ντε.
Να μη βγει μας κακή ακοή.
Είπεν ότι τίποτα δεν φαινόταν
και ότι το βιβλίο το ’χτισε στον τράφο του Ντε.
⁂
Μα εγώ,
εν είχα καθόλου κεφαλή.
πήγα την επόμενη,
Πραματικώς δεν ήβλεπες τίποτα.
Ο τόπος που χάθηκε ο κοκκινομάλης,
στέρεος,
κανονικός που λέμενε.
Μα σαν έφευγα,
στο σταυρό που σου κάνω,
ήκουσα σα βήματα μέσα στη γη,
στο σταυρό που σου κάνω,
να περπατούνε μέσα στη γη,
από κάτω μου,
ανάποδα.
Τον άθρωπο, τον κοκκινομάλη, τονεβρήκανε
μετά μια βδομάδα.
Μισολειωμένον,
στο Νημποριό.
Ήπανε πώς χάθηκε και έπεσε.
Πιωμένος λέει θα ’τανε,
ξένος δα,
ποιος τονε ξέρει.
Μα εγώ ήξερα.
⁂
Μπάρκαρα το παράλλο καλοκαίρι, το ‘56
πριν τον σεισμό της Αμοργού.
στο ποστάλι της Ρόδου αρχικώς,
Και μετά έξω,
στο βαπόρι του εφοπλιστή.
Αλλά η θάλασσα,
δεν έχει τέτοια,
γιε μου.
⁂
Είναι μόλυβος η γη,
να ξέρεις
γιε μου,
πάμπακος ποτέ.