Κύκλοι
Διαγράφω αδιαλείπτως κύκλους στην άμμο της μνήμης
Με τη μαεστρία του βιρτουόζου τους κλείνω
Περίφημοι
Προσεγμένοι
Ενδελεχείς
Σχηματίζουν ολοστρόγγυλες ραγάδες πάνω σε εκατομμύρια κόκκους άμμου
Οι αναμνήσεις μου στον ατάραχο κύκλο του χρόνου
Στην άμμο
Στο σώμα
Στο στόμα
Το φθινόπωρο μ' άρεσε πάντα ν' ανοίγω κύκλους
Κάποιο βίτσιο παλιό
Σαν πληγή που κακοφορμίζει με την υγρασία του Οκτώβρη
Το επόμενο φθινόπωρο τους κλείνω
Ερμητικά
Μαζί και την πόρτα της μνήμης
Κι ανοίγω νέους
Οι κύκλοι μου ευάλωτοι στην ακτή
Εσκεμμένα αφημένοι στο κύμα
Και κάπου στη μέση κάθε κύκλου ένα «εσύ»
Αναφωνώ περήφανη
Με αγέρωχη τρωτότητα:
«Διάολε, μη μου τους κύκλους τάραττε!»
Γέφυρες ή Πικρό ερωτικό
Για να πάω λίγο πιο κάτω
Για να πάω λίγο πιο πέρα
Για να πάω λίγο πιο πίσω
Χτίζω γέφυρες
Για να σε δω μπροστά μου
Για να θυμηθώ όσα ζήσαμε
Πώς μύριζε το χώμα τη μέρα που σε συνάντησα
Πώς μύριζε το μαξιλάρι απ' τα μαλλιά σου
Πώς σιγανά μιλούσες όταν έφευγες
Χτίζω γέφυρες
Για να πιάσω ένα χέρι παγωμένο τον Δεκέμβρη
Για να σου ψιθυρίσω στ' αυτί τρεις λέξεις μεθυσμένες:
Ένα επίρρημα, μια αντωνυμία κι ένα ρήμα
―κάποτε σε αγάπησα―
Κι ύστερα άλλες δυο:
Άλλη μια αντωνυμία κι ένα ακόμη ρήμα
―σε θυμάμαι―
Χτίζω γέφυρες
Και πιο κάτω και πιο πέρα και πιο πίσω
Όσες γέφυρες κι αν διαβώ
Πάντα θυμάμαι
Όλες οι γέφυρες
Στη μιαν άκρη και στην άλλη
Κρέμονται, δες, σε ένα ρήμα
Τέλος
«θυμάμαι»
Κάτω, πέρα, πίσω
«θυμάμαι»
Νοτιάς
Περίεργο πράγμα ο φθινοπωρινός νοτιάς
Ρίχνει με θυμό τα φύλλα και γυμνώνει τα δέντρα
Γυμνώνει τους ανθρώπους
Τις ψυχές τους
Τους ξεσκεπάζει
Γυμνά τα κλωνάρια τους δεν μπορούν να κρύψουν
Τις καλές τους προθέσεις
Ούτε τις κακές
Περίεργο πράγμα ο φθινοπωρινός νοτιάς
Κουβαλά μια ζέστη αλλόκοτη
Αταίριαστη στην εποχή
Αρρωσταίνει τα πνεύματα του χειμώνα
Αυτά που ορέγονται ζεστά κρασιά
Ψυχές που ανοίγουν σαν στρείδια
Και βγάνουν από μέσα τους τη χαρά και τη λύπη τους
Την αγανάκτηση που δε σταμάτησαν ποτέ να ονειρεύονται
Ποτέ δε σταμάτησαν να ματαιώνονται
Να θρηνούν
Να συντρίβονται
Κι έτσι, συντετριμμένες, να πορεύονται στα σκοτεινά,
όπως οι ήρωες, ειπώθηκε κάποτε
Περίεργο πράγμα ο φθινοπωρινός νοτιάς
Με ορμή χτυπά στο παράθυρο της κάμαρής μου
Παλιές επιθυμίες
Νοσταλγικούς έρωτες
Σαρκαστικά γέλια
Φωνές σαν «ξύπνα, ξημέρωσε»
Πλάνα ενός μέλλοντος που έγινε παρελθόν
Χωρίς να αφήσει ίχνη
Χωρίς να χρωματίσει τα βήματά του
Μετέωρο
Περίεργο πράγμα αυτός ο φθινοπωρινός νοτιάς
Έχεις συνέχεια την αίσθηση ότι κάτι τρομερό θα συμβεί
Κι είναι κι εκείνες οι αγκυλωμένες αρθρώσεις
Κι είναι κι η απουσία σου
Συρίζει μέσα από τις χαραμάδες
Συρίζει ο νοτιάς «εσσσύ»
Περίεργο πράγμα