Ο μορφονιός

«Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ο αντιπαθητικός που παίρνει στο τέλος το κορίτσι στις ταινίες του Τσάπλιν...»
«Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ο αντιπαθητικός που παίρνει στο τέλος το κορίτσι στις ταινίες του Τσάπλιν...»


Σ´ αυτόν τον κρύο τον καιρό
μέσα στο σπίτι μοναχός
διαβάζω - τραγουδάω
Κι ενώ ακούω τον χιονιά
το πολλαπλό σου είδωλο
στα κρύσταλλα κοιτάζω


Η απόρριψη είναι βρώσιμη. Για αυτό και λέμε «έφαγα πακέτο, έφαγα πόρτα, έφαγα χυλόπιτα.»
Η απόρριψη, όπως όλα τα φαγητά, ακολουθεί κανονικά τη διαδικασία της πέψης αφού πρώτα μασάς (παρά τις παροτρύνσεις των πιο ψημένων στη ζωή να μην το κάνεις), μετά καταπίνεις την απογοήτευσή σου, ύστερα κάνεις τα πικρά γλυκά και εν τέλει, πρέπει να κάτσεις κάπου ήρεμα για να χωνέψεις αυτό που σου συνέβη. Σε πιο βαριές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστούν και τίποτα δάκρυα εν είδει σόδας. Το τελευταίο στάδιο μπορεί να αργήσει, όμως οπωσδήποτε έρχεται κι αυτό με τη σειρά του μετά από κάμποσο καιρό. Τότε μπορείς να πεις περιχαρής «χέστηκα» και να ξαναβγείς στο μεϊντάνι προς άγρα τροφής. Νηστικό αρκούδι δε χορεύει και χορτάτη καρδιά δεν ξενυχτά.
Κι ενώ τα πέντε στάδια του πένθους έχουν αναλυθεί ad nauseam, τα πέντε στάδια της απόρριψης τα έχουν εξετάσει κυρίως γαστρεντερολόγοι. Κάκιστα όμως. Διότι σε αντίθεση με τα βατραχοπόδαρα ή τις μπάμιες, η απόρριψη είναι ένα πιάτο που όλοι, λίγο πολύ έχουμε δοκιμάσει σε τούτον εδώ τον βίο. Ποιος από εμάς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχει γευτεί την απελευθερωτική ηδονή της ήττας;

Όλοι εκτός από τον Ιάσονα. Όχι τον αρχαίο, αυτόν με το χρυσόμαλλο δέρας. Τον Ιάσονα από τα Κάτω Πατήσια.
Τύχαινε τώρα ο Ιάσων να έχει ένα παρουσιαστικό αντίστοιχο του μυθολογικού του ονόματος. Ψηλός, γεροδεμένος, μελαχρινός, πράσινα μάτια. Ήταν όμορφος, βγαλμένος από τραγούδι της Ρίτας Σακελλαρίου. Επίσης είχε το εξοργιστικό χάρισμα να γίνεται συμπαθής από όλους χωρίς να δείχνει την υπεροψία που όλοι περίμεναν από έναν άνθρωπο που μοιάζει με ημίθεο.
Αυτό δυσκόλευε αρκετά όσους έψαχναν κάποιο κουσούρι να του φορτώσουν, για να νιώσουν καλύτερα με την πάρτη τους. Έτσι περιορίζονταν στο να λένε με ξινισμένο ύφος καλά λόγια για αυτόν πίσω από την πλάτη του, ελπίζοντας ότι κάποια μέρα κάτι κακό θα βρουν για να αναφωνήσουν «τα ‘λεγα εγώ,» για να αναπληρώσουν αυτή τη συμπαντική αδικία.
Παρά όλα τούτα τα χαρίσματά ωστόσο, κάθε φορά που αντίκριζε το αγαλματένιο του κορμί στον ολόσωμο καθρέφτη του σαλονιού του, ο Ιάσονας αναστέναζε με απογοήτευση. Πάντα είχε μια μελαγχολία στο ―βγαλμένο από διαφήμιση κολόνιας― βλέμμα του. Παρά τη συμπάθεια που του είχαν όλοι, ένιωθε ότι με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να συνδεθεί πραγματικά μαζί τους. Ήταν ομοτράπεζοι, μα όχι συνδαιτημόνες. Ήταν φίλοι, μα όχι σύντροφοι. Δεν τρώγανε όλοι τα ίδια πιάτα. Για τον Ιάσονα το μενού είχε πάντα χαβιάρι και φουά γκρά, ενώ για την παρέα γιουβαρλάκια. Κι αυτό ήταν κάτι που δυσκολευόταν να το χωνέψει.

Ο Ιάσων ήθελε να ερωτευτεί απελπισμένα. Να γεμίσει κι αυτός ένα επιστολόχαρτο με τα δάκρυα μιας σχέσης που έμεινε ιδανική μονάχα μέσα στην σκέψη του. Να οδηγηθεί στο χείλος του γκρεμού και να κάνει το βήμα πρoς την άβυσσο, για να σωθεί την τελευταία στιγμή πιάνοντας με τα ακροδάχτυλα ένα κλαδάκι ελπίδας. Να ορκιστεί ότι δεν θα ξανακάνει το ίδιο λάθος και κατόπιν να το ξανακάνει αμέσως για να νιώσει την ελευθερία που μόνο οι απεγνωσμένοι νιώθουν. Ήθελε τα όμορφα μούτρα του να φάνε λάσπη. Μόνο τότε θα μπορούσε πραγματικά να μετέχει στην ανθρώπινη εμπειρία επί ίσοις όροις. Να γελάσει με τους συνανθρώπους του με ένα γέλιο ουσιαστικό, περασμένο πρώτα με μπόλικες στρώσεις δάκρυ.
Όμως αλίμονο, ένας ωραίος ―ένας πραγματικά ωραίος― είναι καταδικασμένος να μην είναι ποτέ ο πρωταγωνιστής του ρομαντικού δράματος. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ο αντιπαθητικός που παίρνει στο τέλος το κορίτσι στις ταινίες του Τσάπλιν, ο όμορφος μα άμυαλος Κριστιάν ντε Νεβιλέτ στο Σιρανό ντε Μπερζεράκ, ο Φοίβος από την Παναγία των Παρισίων. Ο κερδισμένος, μα πάντα δεύτερος στις καρδιές των θεατών. Αυτό που ο ζηλόφθων λαουτζίκος αποκαλεί «ο μορφονιός».
Κι έτσι ο Ιάσονας αποφάσισε να αλλάξει το τροπάρι. Η πρότερή του ευγένεια μετατράπηκε σιγά σιγά σε παροιμιώδη αλαζονεία. Στις καλημέρες των αγνώστων δεν ανταπέδιδε καν. Στις προσκλήσεις των φίλων απαντούσε με ψυχρότητα, σαν να τους κάνει χάρη και που ανταποκρίνεται μονάχα. Σχολίαζε κακοπροαίρετα, έβριζε, δίκαζε και καταδίκαζε το παραμικρό μειονέκτημα. Όμως τα χειρότερα το έκανε σε όσους ανθρώπους τον προσέγγιζαν ερωτικά: γελούσε μέσα στα μούτρα τους, τους αγνοούσε επιδεικτικά ή προσποιούνταν ενδιαφέρον μόνο και μόνο για να τους προσβάλλει αργότερα.
Στην αρχή ήταν τόσο ανυπόφορος που ακόμα και ο ίδιος δυσκολευόταν να αντέξει τον εαυτό του. Πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του και έκλαιγε, κοιτάζοντας το όμορφο είδωλό του στον καθρέφτη με λύπηση. Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να καταφέρει να αγγίξει το όνειρό του. Κάθε μέρα που ζούσε γεμάτος αποδοχή άμα τη εμφανίσει, ήταν για αυτόν ένα βασανιστήριο. Καλύτερα έτσι. Δεν υπήρχε περιθώριο για υπαναχωρήσεις.
Μάταιος κόπος όμως. Παρά τις προσβολές, παρά τα βρισίδια και τις πίκρες που κερνούσε γενναιόδωρα, όλοι συνέχιζαν να τον καλούν και να τον θέλουν στην παρέα τους. Ένας καλλονός πάντα είναι ευπρόσδεκτος, αν μη τι άλλο ως βιτρίνα. Σιγά σιγά μάλιστα σταμάτησαν και να τον ακούν, μόνο τον κοίταζαν. Απλά τον είχαν εκεί να κάθεται σαν διακοσμητικό φυτό που μιλάει. Το τι λέει, αδιάφορο. Ίσα ίσα που όταν έφευγε, τον σχολίαζαν κιόλας πίσω από την πλάτη του «τα έλεγα εγώ ότι είναι μαλάκας…»
Κι όσο δεν τον απέρριπταν ευθέως, τόσο περισσότερο στέριωνε μέσα του η κακία και το μίσος. Μέρα με τη μέρα, έβλεπε τον εαυτό του να πληγώνει τους άλλους με ολοένα μεγαλύτερη επιδεξιότητα, ολοένα και μεγαλύτερη ηδονή. Γιατί όχι; Ο κόσμος τον οδήγησε σε αυτή την κατάντια. Γιατί να μην μπορούσε ένας να έχει την αξιοπρέπεια να τον απελευθερώσει από τα βάσανά του, βασανίζοντάς τον; Μήπως τάχα ήταν πράγματι καλύτερος από όλους τους άλλους; Τα δάχτυλά του είχαν γεμίσει πληγές από τις γροθιές που έδινε στον καθρέφτη, ραγίζοντάς τον σε θραύσματα που πολλαπλασίαζαν το είδωλό του. Τα θυμωμένα βλέμματα που τον κοίταζαν από τον καθρέφτη έγιναν δέκα, είκοσι, εκατό.
Αν ζούσε σε κάποια ιστορία του Ντοστογιέφσκι και λεγόταν Ιάσων Αλεξάντροβιτς, ίσως να είχε ήδη αρχίσει να συλλαμβάνει την κορύφωση του δράματός του με κάποιον ευφάνταστο αυτοτιμωρητικό τρόπο. Ίσως να σκεφτόταν να σκοτώσει κάποιον. Ίσως να σχεδίαζε να βουτήξει τη μούρη του σε έναν κουβά με οξύ για να απαλλαγεί επιτέλους από το μεγάλο του βάσανο. Να ζει αυτοεξόριστος ανεβοκατεβαίνοντας τις στέπες των Πατησίων, δύσμορφος και κουρελής, ένας επαίτης αποδιωγμένος από όλους που θα καταβρόχθιζε λαίμαργα την καταφρόνια του κόσμου.
Αν η Ρωσία του Τσάρου ήταν η χώρα που χτίστηκε ―όπως χτίστηκε― ο κομμουνισμός, η Ελλάδα ήταν η χώρα που ήρθε για τα μπάνια του ο σοσιαλισμός. Κάτω από έναν πράσινο ήλιο τόσο αμείλικτα λαμπερό, δε χωράνε δράματα.
Έτσι, ο Ιάσων μια μέρα του Οκτωβρίου έκανε την επανάστασή του. Αποφάσισε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του παρέα με τον μόνο άνθρωπο που κατάφερε ποτέ να τον απορρίψει, καταδικασμένος για πάντα να φτύνει και να καθαρίζει το πολλαπλό του είδωλο μέσα από έναν σπασμένο καθρέφτη. Καταδικασμένος να τρώει το φιδίσιο του κορμί εις τον αιώνα τον άπαντα. Αλλά προπάντων, μονίμως χορτασμένος.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: