«Οι άνθρωποι πρέπει να προσδιορίσουν μόνοι τους την ιστορική τους μοίρα»

«Οι άνθρωποι πρέπει να προσδιορίσουν μόνοι τους την ιστορική τους μοίρα»

Μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, σε­να­ριο­γρά­φος, δη­μο­σιο­γρά­φος και κρι­τι­κός, ο Λε­ο­νάρ­δο Πα­δού­ρα, γεν­νη­μέ­νος στην Αβά­να το 1955, έγι­νε διε­θνώς γνω­στός με την τε­τρα­λο­γία του Οι τέσ­σε­ρις επο­χές, όπου πρω­τα­γω­νι­στεί ο ντέ­ντε­κτιβ Μά­ριο Κό­ντε. Τα βι­βλία του Πα­δού­ρα (στις Τέσ­σε­ρις επο­χές προ­στέ­θη­καν αρ­γό­τε­ρα και τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Πα­ρελ­θόν χα­μέ­νο στην ομί­χλη και Αντιός, Χέ­μιν­γου­εϊ)
έχουν με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες ενώ ο ίδιος έχει βρα­βευ­τεί στην Κού­βα, την Ισπα­νία, τη Γαλ­λία, τη Γερ­μα­νία, τη Δο­μι­νι­κα­νή Δη­μο­κρα­τία και την Αυ­στρία. Στη συ­νέ­ντευ­ξη που ακο­λου­θεί ο Πα­δού­ρα μι­λά­ει για το μυ­θι­στό­ρη­μά του Η δια­φά­νεια του χρό­νου, το οποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2018 στα ελ­λη­νι­κά, σε με­τά­φρα­ση του Κώ­στα Αθα­να­σί­ου, από τις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη.
Ο Μά­ριο Κό­ντε πλη­σιά­ζει εξή­ντα του χρό­νια και κα­θώς ανα­ζη­τεί τρό­πους να ξε­πε­ρά­σει την προ­σω­πι­κή του κρί­ση, ένας πα­λιός συμ­μα­θη­τής ζη­τά­ει τη βο­ή­θειά του προ­κει­μέ­νου να βρει το άγαλ­μα μιας Μαύ­ρης Παρ­θέ­νου που του έχουν κλέ­ψει. Η έρευ­να θα οδη­γή­σει τον ντε­τέ­κτιβ σε ένα τα­ξί­δι στον χρό­νο, από τον ισπα­νι­κό Εμ­φύ­λιο και την Κού­βα μέ­χρι τα Πυ­ρη­ναία της
Κα­τα­λο­νί­ας και τις Σταυ­ρο­φο­ρί­ες. Την ίδια ώρα ο Πα­δού­ρα θα εστιά­σει το εν­δια­φέ­ρον του στη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της Κού­βας. «Στην Κού­βα», λέ­ει στη συ­νέ­ντευ­ξή του, «η πο­ρεία της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης ακο­λου­θεί έναν αρ­γό και συ­ντη­ρη­τι­κό βη­μα­τι­σμό, αλ­λά επεί­γει να βρε­θούν λύ­σεις ικα­νές να αλ­λά­ξουν το πα­ρα­γω­γι­κό μο­ντέ­λο». Ανα­φε­ρό­με­νος στο πο­λι­τι­κό κα­θε­στώς της Κού­βας, ο Πα­δού­ρα ση­μειώ­νει πως έχει τό­ση μο­νο­μέ­ρεια όση και οι αντί­πα­λοί του, οι εξό­ρι­στοι στο Μαϊ­ά­μι. Εκεί­νο πά­ντως που επι­διώ­κει πρω­τί­στως να δεί­ξει ο συγ­γρα­φέ­ας με το βι­βλίο του εί­ναι «η ανά­γκη να προσ­διο­ρί­σουν οι άν­θρω­ποι μό­νοι τους την ιστο­ρι­κή τους μοί­ρα». 

————————————————
Ο Λε­ο­νάρ­δο Πα­δού­ρα συ­ζη­τά για το μυ­θι­στό­ρη­μά του Η δια­φά­νεια του χρό­νου
με τον Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου
————————————————

  • ΕΡ: Η Αβά­να λει­τουρ­γεί σε όλα σας τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα σαν κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κός χάρ­της της Κού­βας, αλ­λά στη Δια­φά­νεια του χρό­νου η πό­λη προ­βάλ­λει με ιδιαί­τε­ρα έντο­νο τρό­πο. Στα εξα­θλιω­μέ­να προ­ά­στιά της πα­ρα­κο­λου­θού­με αν­θρώ­πους που έχουν απο­βλη­θεί από πα­ντού, ζώ­ντας μέ­σα στον ζό­φο της κοι­νω­νι­κής από­γνω­σης. Τι ακρι­βώς εκ­προ­σω­πεί αυ­τός ο κό­σμος;

ΑΠ: Εί­ναι ο κό­σμος των αό­ρα­των, των προ­σώ­πων που δεν έχουν στον ήλιο μοί­ρα, και εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νοι να ανα­πτύ­ξουν επι­σφα­λείς στρα­τη­γι­κές επι­βί­ω­σης. Για τους ίδιους εί­ναι εγ­γυ­η­μέ­να μό­νο κά­ποια ελά­χι­στα οφέ­λη, όπως η υγεία, αλ­λά η πι­θα­νό­τη­τα για την οποια­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κή τους άνο­δο πα­ρα­μέ­νει ανύ­παρ­κτη. Θα πρέ­πει να με­σο­λα­βή­σει μια οι­κο­νο­μι­κή επα­νά­στα­ση για να υπάρ­ξει κά­ποια έξο­δος από την κα­τά­στα­σή τους. Κι αυ­τό εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λο αφού όλη η πο­ρεία της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης στην Κού­βα γί­νε­ται με αρ­γά και πο­λύ συ­ντη­ρη­τι­κά βή­μα­τα. Η κυ­βέρ­νη­ση απο­φεύ­γει τις πο­λι­τι­κές-σοκ. Ταυ­το­χρό­νως, όμως, εί­ναι απα­ραί­τη­το να ανα­ζη­τη­θούν εναλ­λα­κτι­κές οι­κο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες και βιώ­σι­μες λύ­σεις – λύ­σεις ικα­νές να με­τα­βά­λουν το πα­ρα­γω­γι­κό μο­ντέ­λο. Δεν ξέ­ρω, βέ­βαια, ποιες ακρι­βώς πρέ­πει να εί­ναι αυ­τές οι λύ­σεις για­τί δεν εί­μαι οι­κο­νο­μο­λό­γος ού­τε κοι­νω­νιο­λό­γος. Εί­μαι μό­νο ένας πο­λί­της που ζει μέ­σα στην κοι­νω­νία του.

  • ΕΡ: Δια­τη­ρεί­τε πά­ντα μια ανε­ξάρ­τη­τη και κρι­τι­κή στά­ση απέ­να­ντι στο πο­λι­τι­κό κα­θε­στώς της Κού­βας, από την άλ­λη ωστό­σο πλευ­ρά εί­στε το ίδιο επι­κρι­τι­κός με τις θέ­σεις και τις από­ψεις των Κου­βα­νών εξο­ρί­στων οι οποί­οι εί­ναι εγκα­τε­στη­μέ­νοι στο Μαϊ­ά­μι. Πό­σο δύ­σκο­λη εί­ναι μια τέ­τοια ισορ­ρο­πία;

ΑΠ: Το να κρα­τά­ει κα­νείς ανε­ξάρ­τη­τη τη σκέ­ψη του στην Κού­βα εί­ναι ένα αρ­κε­τά πε­ρί­πλο­κο ζή­τη­μα. Υπάρ­χουν δύο με­γά­λες αντα­γω­νι­στι­κές εξου­σί­ες που επη­ρε­ά­ζο­ντας τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης επι­διώ­κουν να σκε­φτό­μα­στε όπως εκεί­νες. Νο­μί­ζω ότι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­λύ ευ­ρύ­τε­ρη από τις οπτι­κές γω­νί­ες των δύο αυ­τών εξου­σιών. Σε ό,τι με αφο­ρά, έχω την εντύ­πω­ση πως εί­μαι, όπως λέ­ει κι ένας Ισπα­νός φί­λος μου, «του­φε­κί­σι­μος» και από τις δύο εξου­σί­ες. Και με πυ­ρο­βο­λούν συ­χνά – όχι, βέ­βαια, με μο­λύ­βι, αλ­λά με πυ­ρά που μπο­ρεί να απο­δει­χθούν πο­λύ οδυ­νη­ρά. Στην Κού­βα, ξέ­ρε­τε, επι­σή­μως εί­μαι από­λυ­τα ανα­γνω­ρί­σι­μος. Την ίδια ώρα, όμως, πα­ρα­μέ­νω αό­ρα­τος: χω­ρίς πρό­σβα­ση στην τη­λε­ό­ρα­ση ή στις εφη­με­ρί­δες. Οι εκτός Κού­βας με κα­τη­γο­ρούν συ­χνά ότι δεν εί­μαι αρ­κε­τά επι­θε­τι­κός με την κυ­βέρ­νη­ση, και μου επι­τί­θε­νται με τη σει­ρά τους. Κά­τι δεν αρέ­σει κα­θό­λου στην πε­ρί­πτω­σή μου εί­τε στη μια εί­τε στην άλ­λη πλευ­ρά. Πα­ρό­λα αυ­τά εί­μαι αυ­τός που εί­μαι: έχω εκ­δό­τες σε 25 χώ­ρες, παίρ­νω διε­θνή βρα­βεία και γε­μί­ζω τις αί­θου­σες όταν πα­ρου­σιά­ζω βι­βλία στην Αβά­να ή στο Μαϊ­ά­μι.

  • ΕΡ: Η Δια­φά­νεια του χρό­νου κι­νεί­ται σε τρία χρο­νι­κά επί­πε­δα: στο κου­βα­νι­κό πα­ρόν, στον ισπα­νι­κό Εμ­φύ­λιο και στην Ευ­ρώ­πη των Σταυ­ρο­φο­ριών. Ένας συν­δυα­σμός του νουάρ με το κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό και το ιστο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα ή κά­τι πα­ρα­πά­νω;

ΑΠ: Εί­ναι ένα μίγ­μα όλων αυ­τών: αστυ­νο­μι­κό, κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό και ιστο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα με συν­δε­τι­κό τους ιστό τη σχέ­ση του αν­θρώ­που με την Ιστο­ρία και την κοι­νω­νία. Και στο βά­θος αυ­τής της κα­τα­σκευ­ής υπάρ­χει μία πα­ρα­δο­χή: ο άν­θρω­πος δια­σχί­ζο­ντας τον χρό­νο υφί­στα­ται τη σκλη­ρό­τη­τα της Ιστο­ρί­ας ενώ η ζωή του γνω­ρί­ζει μι­κρές ή με­γά­λες με­τα­βο­λές. Το αί­τη­μα εί­ναι να φτιά­ξει τη μοί­ρα του μό­νος του, αλ­λά μια τέ­τοια βού­λη­ση τε­λεί πά­ντο­τε υπό απει­λή. Κι εδώ εγώ φτιά­χνω από τη με­ριά μου ένα μυ­θι­στό­ρη­μα όπου ανα­κα­τεύω πολ­λές κουλ­τού­ρες, πολ­λές επο­χές, πολ­λά εί­δη και πολ­λούς χα­ρα­κτή­ρες. Για­τί αυ­τά εί­ναι τα στοι­χεία που απο­τε­λούν την οι­κου­με­νι­κή σύ­γκρου­ση την οποία βιώ­νει η αν­θρω­πό­τη­τα.

  • ΕΡ: Ποιος εί­ναι ο ρό­λος της κλεμ­μέ­νης Μαύ­ρης Παρ­θέ­νου που πρω­τα­γω­νι­στεί στο βι­βλίο; Εί­ναι θρη­σκευ­τι­κή ανά­γκη, με­τα­φυ­σι­κό κα­τα­φύ­γιο, τρό­πος λύ­τρω­σης ή μια γε­νι­κό­τε­ρη υπέρ­βα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας;

ΑΠ: Η Μαύ­ρη Παρ­θέ­νος εί­ναι το σύμ­βο­λο μιας επι­θυ­μί­ας, η ανα­ζή­τη­ση της μη­τέ­ρας, η προ­σπά­θεια να βρού­με ένα σί­γου­ρο κα­τα­φύ­γιο. Εί­ναι η ει­κό­να μιας δύ­να­μης που μας υπερ­βαί­νει και που μας προ­σφέ­ρει πνευ­μα­τι­κή γα­λή­νη. Αν εί­ναι κα­νείς πι­στός και βλέ­πει την ει­κό­να της Μαύ­ρης Παρ­θέ­νου, τό­τε μπο­ρεί να θαυ­μά­σει την αι­σθη­τι­κή της ομορ­φιά, τη δυ­να­τό­τη­τά της να προσ­δώ­σει ομορ­φιά σε ένα κομ­μά­τι ξύ­λο. Και δια­κρί­νε­ται εν προ­κει­μέ­νω μια βα­θύ­τε­ρη, πιο από­κρυ­φη ση­μα­σία. Οι πι­στοί δεν εξη­γούν λο­γι­κά τα θαύ­μα­τα, απλώς πι­στεύ­ουν στη δύ­να­μή τους. Οι άλ­λοι εξη­γούν τα πά­ντα βά­σει της λο­γι­κής. Υπάρ­χει μια αμ­φι­ση­μία στην αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη: από τη μια η πί­στη, από την άλ­λη η λο­γι­κή. Δεν θα γι­νό­ταν να πι­στεύ­ου­με όλοι ή, αντί­θε­τα, να ζού­με όλοι χω­ρίς Θεό. Οι δια­φο­ρε­τι­κές ερ­μη­νεί­ες και εκ­δο­χές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας δεί­χνουν πό­σο πε­ρί­πλο­κοι και πλού­σιοι εί­μα­στε – πό­σο εκτε­τα­μέ­νη εί­ναι η ποι­κι­λο­μορ­φία μας. Γι’ αυ­τό ακρι­βώς με τρο­μά­ζουν οι εθνι­κι­σμοί, οι φο­ντα­με­ντα­λι­σμοί και οι κλει­στές ιδε­ο­λο­γί­ες - για­τί αν κά­ποιος επι­διώ­κει να σκε­φτό­μα­στε άπα­ντες με τον ίδιο τρό­πο, τό­τε φτω­χαί­νου­με και στε­ρού­μα­στε τα δι­καιώ­μα­τα που μας προ­σφέ­ρει η αν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη.  

  • ΕΡ: Τι θα κά­νει ο Κό­ντε τώ­ρα που έκλει­σε τα εξή­ντα; Πώς θα πο­ρευ­τεί στο μέλ­λον;

ΑΠ: Εί­μα­στε πο­λύ νέ­οι για να πε­θά­νου­με και πά­ρα πο­λύ γέ­ροι για να αλ­λά­ξου­με, όπως το λέ­ει ο ίδιος στο βι­βλίο. Αλ­λά πρέ­πει, έτσι ή αλ­λιώς, να συ­νε­χί­σου­με να ζού­με. Και κα­θώς ο Κό­ντε έχει μια πε­ριέρ­γεια που τον ξε­περ­νά­ει και τον εμπλέ­κει σε πε­ρί­ερ­γες ιστο­ρί­ες, και κα­θώς επί­σης αρ­χί­ζει επι­τέ­λους να γρά­φει το βι­βλίο του, κά­τι που προ­σπα­θού­σε εδώ και πο­λύ και­ρό, και ενό­σω επι­προ­σθέ­τως το συ­κώ­τι του δεν έχει γί­νει ακό­μη εντε­λώς πέ­τρα, και μπο­ρεί να εξα­κο­λου­θή­σει να πί­νει, ελ­πί­ζω να βρει τη διαύ­γεια για να συ­νε­χί­σει την πο­ρεία του σε δύο ή τρία ακό­μα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα – πά­ντο­τε ως ερευ­νη­τής, πα­ρα­τη­ρη­τής και μάρ­τυ­ρας της σύγ­χρο­νης ζω­ής.  

————————————
Η συ­νέ­ντευ­ξη πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με τη με­τα­φρα­στι­κή με­σο­λά­βη­ση του Κώ­στα Αθα­να­σί­ου και αναρ­τή­θη­κε στην ιστο­σε­λί­δα του Αθη­ναϊ­κού-Μα­κε­δο­νι­κού Πρα­κτο­ρεί­ου Ει­δή­σε­ων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) στις 16 Ιου­νί­ου 2018.




ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Λε­ο­νάρ­δο Πα­δού­ρα ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: