Υπάρχει κίνδυνος στην Αμερική να πάψουμε να ελπίζουμε

Ο Richard Ford (φωτ. Laura Wilson)
Ο Richard Ford (φωτ. Laura Wilson)

————————————————————————
Ο Αμε­ρι­κα­νός μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Ρί­τσαρντ Φορντ
συ­νο­μι­λεί με τον Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου

————————————————————————

                  

«Ο με­γα­λύ­τε­ρος κίν­δυ­νος για την Αμε­ρι­κή σή­με­ρα εί­ναι να πά­ψου­με να ελ­πί­ζου­με», λέ­ει στη συ­νέ­ντευ­ξή του ο αμε­ρι­κα­νός μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Ρί­τσαρντ Φορντ, που μι­λά­ει για μια κα­τά­στα­ση με την οποία δεν έχου­με ακό­μη τε­λειώ­σει – ού­τε η Αμε­ρι­κή ού­τε ο υπό­λοι­πος κό­σμος με δε­δο­μέ­νο ότι η αλ­λα­γή της αμε­ρι­κα­νι­κής ηγε­σί­ας εί­ναι πο­λύ πρό­σφα­τη. Ο Φορντ γεν­νή­θη­κε στο Τζάκ­σον του Μι­σι­σι­πή του 1944 και έχει δη­μο­σιεύ­σει δι­η­γή­μα­τα και έξι πο­λυ­δια­βα­σμέ­να και πο­λυ­με­τα­φρα­σμέ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Με­τα­ξύ αυ­τών, η Ημέ­ρα Ανε­ξαρ­τη­σί­ας έχει τι­μη­θεί με το βρα­βείο Πού­λι­τζερ.

Στην Ημέ­ρα ανε­ξαρ­τη­σί­ας
(με­τά­φρα­ση Θω­μάς Σκάσ­σης, εκ­δό­σεις Πα­τά­κη, 2016), με φό­ντο την αμε­ρι­κα­νι­κή εν­δο­χώ­ρα, μι­λά­τε για τα οι­κο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και τις εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις της λευ­κής με­σαί­ας τά­ξης. Σε τι κα­τά τη γνώ­μη σας οφεί­λε­ται αυ­τή η τό­σο σκλη­ρή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα;

        Η ζωή εί­ναι πα­ντού και πά­ντο­τε σκλη­ρή. Οι κα­θη­με­ρι­νές δυ­σκο­λί­ες στην Αφρι­κή δεν εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κές από τις δυ­σκο­λί­ες στην Αμε­ρι­κή. Οι δυ­σκο­λί­ες που αντι­με­τω­πί­ζε­τε στην Ελ­λά­δα δεν εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κές από τις δυ­σκο­λί­ες που αντι­με­τω­πί­ζου­με στην Αμε­ρι­κή. Το αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο εί­ναι ίδιο με το με­σο­γεια­κό όνει­ρο και δεν έχει κα­μιά ση­μα­σία αν το βι­βλίο μου ή το βι­βλίο σας δη­μο­σιεύ­ε­ται εδώ ή εκεί. Ναι, το θέ­μα εί­ναι να υπάρ­ξουν λι­γό­τε­ρα πλήγ­μα­τα και κα­λύ­τε­ρες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, και αυ­τό εί­ναι κά­τι στο οποίο προ­σβλέ­πει η λο­γο­τε­χνία που γρά­φω, αλ­λά κά­τι τέ­τοιο, ας το έχου­με υπό­ψη, δεν κά­νει αυ­το­μά­τως τα βι­βλία μου κα­λά. Για­τί και τα κα­κά λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία υπη­ρε­τούν κι αυ­τά κα­λούς σκο­πούς.

        Στον Κα­να­δά (με­τά­φρα­ση Θω­μάς Σκάσ­σης, εκ­δό­σεις Πα­τά­κη, 2014), ο νε­α­ρός Ντελ κα­τα­φεύ­γει σε μιαν απο­μο­νω­μέ­νη, αφι­λό­ξε­νη πε­ριο­χή για να αφή­σει πί­σω την οι­κο­γε­νεια­κή του τρα­γω­δία, αλ­λά εκεί θα συν­δε­θεί με ένα πρό­σω­πο του οποί­ου το πρό­τυ­πο θα απο­δει­χθεί πιο βί­αιο από το πρό­τυ­πο του πα­τέ­ρα του. Ο ήρω­ας κα­τα­φέρ­νει εντέ­λει να ενη­λι­κιω­θεί, υπερ­βαί­νο­ντας και τα δύο πρό­τυ­πα, αλ­λά πώς συν­δέ­ε­ται αυ­τή η εξαι­ρε­τι­κά επώ­δυ­νη εσω­τε­ρι­κή διερ­γα­σία με το άγριο, αχα­νές φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον και την ερη­μιά των πό­λε­ων της κα­να­δι­κής με­θο­ρί­ου;

        Δεν μπο­ρώ να πω με ποιον τρό­πο συν­δέ­ε­ται, αν συν­δέ­ε­ται, η ιδέα της φύ­σης με τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά μου. Πρώ­τα γρά­φω τα βι­βλία μου με­τά έρ­χο­νται οι όποιες ιδέ­ες να συ­νο­μι­λή­σουν και να ται­ριά­ξουν μα­ζί τους. Ο ίδιος ξε­κι­νώ κά­θε φο­ρά από την κα­θη­με­ρι­νή πρα­κτι­κή και την άμε­ση εμπει­ρία. Οι ήρω­ές μου κλέ­βουν μια τρά­πε­ζα και πα­νι­κο­βάλ­λο­νται από τις συ­νέ­πειες της πρά­ξης τους. Ο γιος τους, προ­σπα­θώ­ντας να ξε­φύ­γει από το βά­ρος και τον κλοιό της οι­κο­γέ­νειας, σπεύ­δει να κα­τα­φύ­γει στα σύ­νο­ρα με τον σκο­πό να απο­κτή­σει μια κα­λύ­τε­ρη ζωή, η οποία, όμως, απο­δει­κνύ­ε­ται απεί­ρως χει­ρό­τε­ρη. Το αί­τη­μα, πά­ντως, πα­ρα­μέ­νει: να ανα­κα­λύ­ψει ο πρω­τα­γω­νι­στής, να κερ­δί­σει και να χτί­σει τον εσώ­τε­ρο, τον βα­θύ­τε­ρο και τον κα­λύ­τε­ρο εαυ­τό του. Η ιδέα, βε­βαί­ως, του συ­νό­ρου εί­ναι κά­τι που με εν­δια­φέ­ρει πο­λύ λο­γο­τε­χνι­κά. Η λο­γο­τε­χνία έχει τα μέ­σα για να δεί­ξει με ποιον τρό­πο εί­ναι δυ­να­τόν να γί­νει η με­τά­βα­ση από τη μια στην άλ­λη πλευ­ρά των συ­νό­ρων, όπως και να φω­τί­σει την κα­τά­στα­ση η οποία έχει στο με­τα­ξύ δη­μιουρ­γη­θεί. Αλ­λά για όλα αυ­τά η εκ­κί­νη­ση δεν θα έλ­θει πο­τέ από τις γε­νι­κές έν­νοιες και από έναν αφη­ρη­μέ­νο δια­νοη­τι­κό κό­σμο.

        Στο ίδιο βι­βλίο, ο ήρω­ας αντι­με­τω­πί­ζει ένα ζή­τη­μα ταυ­τό­τη­τας, που κα­τα­λή­γει σε μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη υπαρ­ξια­κή πε­ρι­δί­νη­ση. Θα πρέ­πει να δού­με εδώ μια με­τα­φο­ρά για την κα­τά­στα­ση στη σύγ­χρο­νη Αμε­ρι­κή;

        Σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση. Δεν γρά­φω με­τα­φο­ρι­κά. Οι με­τα­φο­ρές θο­λώ­νουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και μας απο­μα­κρύ­νουν από τις ζω­τι­κές πη­γές της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής. Για μέ­να εκεί­νο που έχει τη με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία εί­ναι οι συ­γκε­κρι­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρειες. Προ­σο­χή, λοι­πόν, στις λε­πτο­μέ­ρειες. Για να εί­ναι πε­τυ­χη­μέ­νο ένα βι­βλίο πρέ­πει να έχει την ικα­νό­τη­τα να μας βά­ζει στον κό­σμο, να μας βοη­θά­ει να πα­ρα­κο­λου­θού­με από κο­ντά κά­θε εκ­δή­λω­σή του. Η κα­θη­με­ρι­νή αλή­θεια δεν πρέ­πει να σκιά­ζε­ται από γε­νι­κό­λο­γα σύν­νε­φα και να απο­μα­κρύ­νε­ται από την αν­θρώ­πι­νη εμπει­ρία.

        Η κα­τά­στα­ση, πα­ρό­λα αυ­τά, στη ση­με­ρι­νή Αμε­ρι­κή δεν σας απα­σχο­λεί ως συγ­γρα­φέα;

        Απο­λύ­τως. Πρό­κει­ται για σω­στή κα­τα­στρο­φή, για κά­τι ικα­νό να προ­κα­λέ­σει μια τε­ρά­στια επα­νά­στα­ση. Ο Ομπά­μα απέ­τυ­χε στην πο­λι­τι­κή του, αλ­λά δεν έκα­νε τους αν­θρώ­πους να νιώ­θουν δυ­στυ­χείς. Ο Τραμπ κά­νει μό­νο αυ­τό: εγκα­θι­στά τη δυ­στυ­χία ως κοι­νό αί­σθη­μα. Και το χει­ρό­τε­ρο εί­ναι πως όσοι τον υπο­στή­ρι­ξαν δεν λέ­νε τί­πο­τε γι’ αυ­τό. Φο­βά­μαι πως βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε κά­τι ιδιαι­τέ­ρως ανη­συ­χη­τι­κό: τη γορ­γή πα­ρακ­μή μιας με­γά­λης χώ­ρας – της χώ­ρας μου. Τι μπο­ρεί να προσ­δο­κά μια χώ­ρα της οποί­ας οι πο­λί­τες ψη­φί­ζουν για πρό­ε­δρο έναν ανό­η­το; Μα, τι άλ­λο από το να με­τα­τρα­πεί σε ένα απο­τυ­χη­μέ­νο κρά­τος; Ο μεί­ζων κίν­δυ­νος εί­ναι να πα­ραι­τη­θού­με από τη δυ­να­τό­τη­τα να ελ­πί­ζου­με. Αλ­λά κα­τη­γο­ρεί­στε εμέ­να γι’ αυ­τό κι όχι τους ψη­φο­φό­ρους του Τραμπ. Δεν έκα­να όσα έπρε­πε ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος για να μη σχη­μα­τι­στούν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις που επέ­τρε­ψαν στον Τραμπ να ανα­λά­βει την εξου­σία.    

        Σή­με­ρα εί­ναι χει­ρό­τε­ρα. Δεν εί­μαι πο­λι­τι­κός ανα­λυ­τής, αλ­λά το δι­κομ­μα­τι­κό σύ­στη­μα που διαι­ρού­σε ανέ­κα­θεν τις ΗΠΑ δεν εί­ναι πλέ­ον σε θέ­ση να λει­τουρ­γή­σει. Χρειά­ζε­ται οπωσ­δή­πο­τε να υπάρ­ξει κά­τι και­νούρ­γιο, κά­τι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό, αλ­λά κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να δει και να προ­βλέ­ψει από πού θα προ­έλ­θει αυ­τό. Από τους Δη­μο­κρα­τι­κούς, πά­ντως, δεν μπο­ρού­με να το πε­ρι­μέ­νου­με. Η Χί­λα­ρι Κλί­ντον επέ­λε­ξε κα­τά τη διάρ­κεια του προ­ε­κλο­γι­κού αγώ­να τον Τιμ Κέιν (Tim Kaine) ως υπο­ψή­φιο αντι­πρό­ε­δρό της: ένα πο­λύ κα­κό και πο­λι­τι­κά εντε­λώς ανέλ­πι­δο και ατε­λέ­σφο­ρο πρό­σω­πο. Θα μπο­ρού­σε να δια­λέ­ξει έναν Αφρο­α­με­ρι­κα­νό, μια Λα­τί­να ή τον Μπέ­νι Σά­ντερς. Δεν το έκα­νε και το Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα δεν υπάρ­χει πια.

        Υπο­δε­χό­με­νοι οι New York Times το η Χώ­ρα, όπως εί­ναι, την ενέ­τα­ξαν στην κα­τη­γο­ρία του με­γά­λου αμε­ρι­κα­νι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Τι ση­μαί­νει για σας, αν ση­μαί­νει κά­τι, αυ­τός ο όρος;

        Ση­μαί­νει μό­νο τους αν­θρώ­πους που διά­βα­σαν το μυ­θι­στό­ρη­μα. Πά­ντα προ­σπα­θώ να γρά­ψω αυ­τό που ονο­μά­ζε­τε «με­γά­λο μυ­θι­στό­ρη­μα». Τι νό­η­μα θα εί­χε να μου πει κά­ποιος ότι εί­μαι πο­λύ κα­λός μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος χω­ρίς να δια­βά­ζο­νται, χω­ρίς να έχουν απή­χη­ση τα βι­βλία μου. Ένα βι­βλίο έχει πε­τύ­χει όταν το παίρ­νει κα­νείς μα­ζί του στην πα­ρα­λία, όταν το δια­βά­ζει στο λε­ω­φο­ρείο, όταν το έχει στο αυ­το­κί­νη­το. Όλα τα υπό­λοι­πα έχουν μι­κρή ση­μα­σία.




        ————
        Η συ­νέ­ντευ­ξη αναρ­τή­θη­κε στην ιστο­σε­λί­δα του Αθη­ναϊ­κού Πρα­κτο­ρεί­ου Ει­δή­σε­ων (ΑΠΕ) στις 13 Ιου­νί­ου 2017.

         

        αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: